του Θανάση Τζιούμπα
Δεν χρειάζεται να είσαι μετερεωλόγος για να μαντέψεις προς τα πού φυσάει ο άνεμος
Μπόμπ Ντύλαν
Η Γένοβα είναι πια μακριά.
Σκόρπιες εικόνες επικών μαχών των Tutte Bianche με την αστυνομία, το αίμα του Κάρλο στην άσφαλτο, θρύψαλα από βιτρίνες, ήχοι σειρήνων, μυρουδιές δακρυγόνων, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να δείχνουν τις βαμμένες λευκές παλάμες τους στα ελικόπτερα και τα όπλα των καραμπινιέρων. Grazie Genovezi.
Για όσους από εμάς έχουμε παρακολουθήσει αυτή την εκπληκτική πορεία από το Σηάτλ ως την Γένοβα, είναι κοινή η εκτίμηση ότι τα πέτρινα χρόνια είναι πίσω μας, ότι κάτι σαν κλάμα μωρού αντηχεί στους καιρούς που έρχονται.
Η παράσταση λοιπόν αρχίζει.
Εικονογραφημένη με τα συναισθήματα των χιλιάδων Ελλήνων που βρέθηκαν στη Γένοβα (τόσοι πολλοί που σπάνια βλέπουμε στις πάτριες διαδηλώσεις), η συζήτηση άνοιξε στα νέας και παλιάς τεχνολογίας μέσα δημόσιας έκφρασης.
Επίδοξοι μαιευτήρες και ονοματοδότες συνωθούνται πάνω στην εγκυμονούσα εποχή, έτοιμοι να σημασιοδοτήσουν αυτό το “εν τω γεννάσθαι” κίνημα, προβάροντας πάνω από τα κουρέλια που απόμειναν από τις παλιές λαμπρές φορεσιές της αριστεράς.
Ας μην τους αφήσουμε. Ας είμαστε σκληροί στη μνήμη, σ’ αυτούς τους καιρούς της χαμένης αθωότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι η “φαντασία στην εξουσία” ήταν για κάποιους η εξαργύρωση του τιμήματος της δικής τους φαντασίας στα τραπέζια της Νέας Εποχής.
Η Μετασοσιαλιστική αριστερά δείχνει να τροφοδοτεί με πρόσωπα και λόγια τόσο την παγκοσμιοποιημένη νομενκλατούρα όσο και τους αντιπάλους της. Οι σύντροφοι των “πρώην” συντρόφων Φίσερ, Μπλέρ, Σολάνα και άλλων, αναγορεύουν εαυτόν σε νονούς του καινούργιου, ενώπιον θεού και ανθρώπων.
Και βέβαια δεν είναι θέμα ηγεμονίας προσώπων. Οι καιροί αλλάζουν, οι συλλογικότητες και οι ατομικότητες μεταβάλλονται. Η Αριστερά θα μπορούσε να αποτινάξει το βάρος της αποτυχίας της, να προσχωρήσει στην “κριτική των όπλων”, του ιδεολογικού της οπλοστασίου, να αφουγκραστεί τους καιρούς και έτσι, οργανικά πια, να αποτελέσει μέρος του καινούργιου. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό ακριβώς δεν γίνεται. Αντίθετα, ο “λαός του Σηάτλ και της Γένοβας”, με έναν προκρούστειο τρόπο, μεταμορφώνονται στο κοινωνικό υποκείμενο των ονείρων της ύστερης αριστερής σοσιαλδημοκρατίας.
Να (ξανά) ορίσουμε το προφανές
Το καινούργιο εμφανίζεται σχεδόν πάντα φορώντας μεταχειρισμένα ρούχα. Οι τέσσερις (ή πέντε) κεφαλές κοσμούσαν πολλές σημαίες του ’68, μηδέ εξαιρουμένης της κεφαλής του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς. Είναι όμως οι δυναμικές που πυροδοτούν τα κινήματα τέτοιες που, πίσω από τα ιδεολογικά αποφόρια, αλλάζουν τους τρόπους θέασης του κόσμου.
Αυτές τις δυναμικές δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι Αριστεροί μας, προσκολλημένοι στον σκληρό πυρήνα της σχολαστικής σκέψης, αυτού του έσχατου τρόπου της δυτικής εργαλειακής και οικονομοκεντρικής κοσμοαντίληψης.
Όταν οι νέες τεχνολογίες και η “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων” που επιφέρουν είναι το υλικό που θα χτίσουμε τον θαυμάσιο καινούργιο κόσμο, τα συνθήματα ενάντια στην ληστρική επιβολή πάνω στο περιβάλλον είναι φυσικό να μοιάζουν οπισθοδρομικός ρομαντισμός. Αν ο κομμουνισμός ισούται με το άθροισμα εξηλεκτρισμού και Σοβιέτ, τότε η αμφισβήτηση ενός χωρίς όρια τεχνοφασιστικού προτάγματος είναι εκ των πραγμάτων αντικομμουνισμός.
Έτσι το ερώτημα εκτρέπεται από την ουσία στη διαδικασία. Και όπως μας έμαθαν τα είκοσι χρόνια της ύστερης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, κάθε πρόταση “διαφορετικής” διαχείρισης φέρει την υπογραφή κάποιου αυτοπροτεινόμενου διαχειριστή.
Όταν η γεωστρατηγική της Νέας Τάξης, που ισοπεδώνει κουλτούρες και λαούς στο όνομα ύψιστων ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως αυτό του εμπορεύεσθαι και του καταναλώνειν), φαντάζει στα μάτια της αριστεράς σαν ο προθάλαμος της διεθνιστικής κοινωνίας, η τριτοδιεθνιστική και ψυχροπολεμική καρδιά αισθάνεται ρίγη αγαλλίασης. Αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που σήμερα πετιέται σαν συσκευασία μιας χρήσης, το έθνος-κράτος, αποκρυσταλλώνει στοιχεία δημοκρατικότητας, κοινωνικού ελέγχου και συλλογικού ανήκειν, κι είναι αυτά ακριβώς που θέλουν να ξεφορτωθούν οι ομοτράπεζοι του Γουίλιαμ Γκέιτς του 4ου.
Είναι ακριβώς ο διεθνής (και διεθνιστικός) χαρακτήρας των εκδηλώσεων του κινήματος της Γένοβας που έλκει την παγκοσμιοποιημένη σκέψη των αριστερών. Αποκρύβουν τη συμμετοχή ιδεών και απόψεων που αναφέρονται στη γεωγραφία, την τοπικότητα, την ταυτότητα, αυτό που είναι το σώμα του κινήματος, μετατρέποντάς το σε μια “ασώματο κεφαλή” περιφερόμενη ανά τις πρωτεύουσες των G8.
Έτσι, αντί για την εύλογη ανάγκη “εθνικοποίησης” της αντίστασης, ώστε και σ’ αυτή τη χώρα να υπάρξουν οι ρίζες, η μαζικότητα και η ποικιλότητα που χρειάζεται ένα κίνημα για να καταστεί αποτελεσματικό, προβάλλεται αντίθετα η “παγκοσμιοποίησή” της. Και είναι φυσικό αυτό για τα συγκεκριμένα κομμάτια της αριστεράς. Το να δράσεις τοπικά στην Ελλάδα, σε φέρνει στα πεδία των Βαλκανικών αντιπαραθέσεων, του Τουρκικού αναθεωρητισμού, των κοινωνικών αγώνων, πεδία όπου η συγκεκριμένη Αριστερά αισθάνεται μάλλον άβολα.
Αν η μισή μου καρδιά
Το κίνημα της Γένοβας, η μεγάλη συμμετοχή Ελλήνων διαδηλωτών και η μαζική απήχηση που είχε στον καθημερινό Έλληνα (βοηθούντων και των ΜΜΕ) αποτελεί την μια πλευρά της πραγματικότητάς μας ως λαού, το Ευρωπαϊκό μας ανήκειν.
Και επειδή οι διαδηλώσεις έγιναν αλλού και η ελληνική κοινωνία τις βίωσε έμμεσα και ως εικόνα και όχι ως ζώσα πραγματικότητα, η υποστήριξη της Γένοβας είναι στοιχείο πολιτικού μοντερνισμού, είναι το μοντελάκι που φοριέται στις Εσπερίες. Είναι και κάτι παραπάνω, είναι μια απόδραση από την ζοφερή πραγματικότητα του άλλου μισού της συλλογικής μας ύπαρξης, αυτής της Βαλκανικής και μεσανατολικής μας ρίζας, που μας βαραίνει σαν “τους φίλους που δεν ξέρουν πώς να πεθάνουν”.
Στους καιρούς της απώλειας του μέτρου, φαντάζει φυσικό αυτός που χθες υπερθεμάτιζε στις Νατοϊκές επεμβάσεις, που σιωπά μπρος στις δολοφονίες στην Παλαιστίνη ή στις Τούρκικες φυλακές, που αποκρύβει την ζοφερή πραγματικότητα του καταδικασμένου πλανήτη, σήμερα να επικαλείται τις δάφνες του διαδηλωτή χάριν της “ορθής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης”.
Από τον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων μέχρι υπουργούς, συνδικαλιστές, διαπλεκόμενους αριστερούς, ικέτες για μια καρέκλα της εκσυγχρονιστικής διανομής του κοινωνικού υστερήματος, όσοι δεν ήταν στην Γένοβα θα ήθελαν να είναι.
Υποθέτω ότι κατάλαβαν από αυτό το κίνημα τόσα όσα το ΚΚΕ, όταν με άψογους σχηματισμούς, παρενέβαινε πολιτικά στη διαδήλωση του Σαββάτου με το βαθιά φιλοσοφημένο σύνθημα “Εμπρός λαέ μη σκύβεις το κεφάλι/ Με το ΚΚΕ αντίσταση και πάλη”…
Μετά τη Γένοβα λοιπόν τι;
Η Γένοβα γέννησε την ελπίδα ότι μια άλλη πραγματικότητα κινήματος είναι εφικτή. Αυτή η αισιοδοξία, αυτός ο ριζοσπαστισμός, η αποτίναξη της ιδεολογικής κηδεμονίας της αριστεράς και της οικολογίας του συστήματος, κάτι έχουν να πουν στους κοινωνικούς αγώνες του σήμερα και του αύριο σε εθνικό επίπεδο.
Να εθνικοποιήσουμε, λοιπόν, το πνεύμα της Γένοβας στα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της δικής μας πραγματικότητας. Και παράλληλα, να μεταφέρουμε και στο νέο κίνημα τη διάσταση που βιώνουμε στην περιοχή μας, των επεμβάσεων, του πολέμου, της εθνικής καταπίεσης. Μιας διάστασης που δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει όσο θα άξιζε τη σκέψη του “λαού του Σηάτλ”. Το ελληνικό κίνημα είναι το κίνημα που θα μπορούσε κατ’ εξοχήν να θέσει αυτή τη διάσταση. Αυτή η γόνιμη όσμωση του “μέσα” με το “έξω”, της ευρωπαϊκής με την Βαλκανική και μεσανατολική πραγματικότητα σε επίπεδο θεωρίας και πολιτικής πρακτικής, είναι η μόνη προσπάθεια για την άμβλυνση της ενδημικής πολιτικής μας σχιζοφρένειας.
Αλλιώς, απλώς θα περιμένουμε να πάμε στις Βρυξέλλες…
Θανάσης Τζιούμπας