Συγγραφέας: Εύη Παγκάλου
Ένα και πλέον χρόνο μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Βοσνία στο Ντέϊτον των ΗΠΑ και τρεις περίπου μήνες μετά την διεξαγωγή των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών, η χώρα δυσκολεύεται να βρει τον δρόμο για την οριστική ειρήνη, καθώς οι πληγές που άφησε ο πόλεμος μένουν ακόμα ανοιχτές.
Τα αγγελτήρια θανάτου αραίωσαν, τα όπλα σώπασαν, αλλά τα μεγάλα προβλήματα δημιουργούν την αίσθηση ότι στη Βοσνία κανείς δεν μπορεί ακόμα να μιλήσει με σιγουριά για μόνιμη ειρήνη αλλά για επισφαλή εκεχειρία. Το πιο μεγάλο πρόβλημα, αυτό της επιστροφής προσφύγων στις εστίες τους και της ελεύθερης διακίνησης των πολιτών των δύο κοινοτήτων, παραμένει άλυτο, αφού οι δυο πλευρές αδυνατούν να βρουν κοινά σημεία συμφωνίας. Γιατί, μπορεί η ειρηνευτική συμφωνία να περιελάμβανε ως βασικό της όρο αυτό ακριβώς το σημείο, αλλά οι Σερβοβόσνιοι ουδέποτε το αποδέχτηκαν, όπως δεν αποδέχτηκαν και ολόκληρη τη συνθήκη·ελλείψει πλέον συμμάχων εξαναγκάστηκαν να τη δεχτούν αλλά ποτέ δεν έπαψαν να την θεωρούν άδικη.
Ο Αλία Ιζετμπέκοβιτς, από την άλλη που συμμετείχε και στην υπογραφή μαζί με τους Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και Φράνιο Τούτζμαν, εξακολουθεί να πιέζει για την επιστροφή των Μουσουλμάνων προσφύγων στις περιοχές που ανήκουν στη Σέρβικη Δημοκρατία αλλά οι Σερβοβόσνιοι αντιδρούν σθεναρά. «Είναι μηδαμινό το ποσοστό των Σέρβων προσφύγων, που θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους και να ζήσουν ξανά με τους Μουσουλμάνους και μετά από 4 χρόνια πολέμου. Αντίθετα, η πολιτική που ακολουθεί ο Ιζετμπέκοβιτς πιέζει τους Μουσουλμάνους να επιστρέψουν. Εμείς όμως θέλουμε να ζήσουμε πλέον χωριστά». «Αν αναμιχθούμε ξανά, θα έχουμε πάλι πόλεμο» μου έλεγε ο Δήμαρχος μιας μικρής πόλης στα κεντρικά της Βοσνίας, που απέχει ελάχιστα από τα σύνορα με την Κροατομουσουλμανική Ομοσπονδία. Σ’ αυτήν την περιοχή, όπως και κατά μήκος σχεδόν ολόκληρης της συνοριακής γραμμής μεταξύ των δύο πλευρών τα μικροεπεισόδια είναι σχεδόν καθημερινά: Μουσουλμάνοι, που προσπαθούν να περάσουν στα Σερβοβοσνιακά εδάφη από την μια και ο τοπικός στρατός με την αστυνομία, που θέλουν να τους εμποδίσουν.
Ενδεικτικό της έντασης που επικρατεί πολλές φορές είναι ένα επεισόδιο, που πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν στις 12 Νοεμβρίου, Μουσουλμάνοι συνοδεία στρατού προσπάθησαν να περάσουν στην Σερβοβοσνιακή πλευρά από την πόλη του Μπρτσκο, μια πόλη που τελεί, σύμφωνα με την Συμφωνία, υπό ειδικό καθεστώς, στα βόρεια της Σερβικής Δημοκρατίας. Το επεισόδιο δημιουργήθηκε, όταν το ρωσικό τμήμα της Δύναμης Εφαρμογής δεν απώθησε τους πρόσφυγες και τους επέτρεψε να περάσουν στα Σερβοβοσνιακά εδάφη. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τον τοπικό στρατό και την αστυνομία, οι οποίοι τελικά τους απώθησαν, ενώ ζητήθηκε και η αποχώρηση του ρωσικού τμήματος.
«Οι Μουσουλμάνοι δεν θα σταματήσουν την προσπάθεια τους να μας απορροφήσουν. Το ίδιο κάνουν συστηματικά τόσα χρόνια. Το ίδιο κάνουν και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων. Εμείς δεν κάναμε τίποτα άλλο από το να υπερασπιστούμε εδάφη, που ήταν σερβικά εδώ και αιώνες και στα οποία προσπάθησαν να φτιάξουν μουσουλμανικό κράτος» έλεγαν πρόσφατα δυο Σερβοβόσνιοι πρώην μαχητές στη διάρκεια του πολέμου, πρόσφυγες σήμερα στην περιοχή ανατολικά της Μπάνια Λούκα, της μόνης μεγάλης πόλης, που έμεινε στα όρια της Σερβικής Δημοκρατίας.
Ιδιαίτερα αυτοί, δηλαδή άντρες που επί τέσσερα χρόνια πολεμούσαν υπό την καθοδήγηση του Ράτκο Μλάντιτς αισθάνθηκαν μετά την αποπομπή του μόνοι και πληγωμένοι, για δεύτερη φορά μετά τη συμφωνία του Ντέϊτον. Στα μάτια τους, ο στρατιωτικός ηγέτης τους υπήρξε ο ανυποχώρητος αγωνιστής των σερβικών δικαίων, σε αντίθεση με τους πολιτικούς που, όπως λένε, «τα βρήκαν μεταξύ τους».
Βέβαια πολλά έχουν αλλάξει από τον καιρό του πολέμου. Και πρώτος απ’ όλους ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, που πιέζει από καιρό τους Σερβοβόσνιους να δεχτούν τους όρους της συμφωνίας για να ολοκληρωθεί πλέον η ενιαία Βοσνία, υπό καθεστώς χαλαρής συνομοσπονδίας. Εξάλλου, μόνο έτσι θα μπορέσει να πείσει τους Αμερικανούς για τον θετικό ρόλο στην παγίωση της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Σ’ αυτό το γκρίζο πολιτικά φόντο οι Σερβοβόσνιοι προσπαθούν να στήσουν ξανά τη ζωή τους, κάτω από τραγικά δύσκολες συνθήκες. Η πλειοψηφία των προσφύγων ζει ακόμα σε καταυλισμό, ενώ πολύ λίγοι είναι αυτοί, που έχουν τη δυνατότητα να μισθώνουν κάποιο σπίτι ή να φιλοξενούνται σε κάποιους συγγενείς ή φίλους. Με δανεισμό από το εξωτερικό η Σερβική Δημοκρατία προσπαθεί να ξεκινήσει την δημιουργία νέων οικισμών για την αποκατάσταση των προσφύγων, αλλά σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς το πρόγραμμα δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί σε διάστημα μικρότερο από τρία χρόνια. Η ανεργία μαστίζει πρόσφυγες και μη, αφού η οικονομία της χώρας είναι κατεστραμμένη. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οικονομία της Βοσνίας επέστρεψε στα επίπεδα του 1965. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της έχει μεταναστεύσει. Σύμφωνα με την ίδια την έκθεση υπολογίζεται στο 43% του πληθυσμού της σερβικής πλευράς και στο 57% της Κροατομουσουλμανικής πλευράς.
Ακόμα όμως και οι Σερβοβόσνιοι που είναι τυχεροί και έχουν εργασία, η αμοιβή τους δεν ξεπερνά τις περισσότερες φορές τα 100 μάρκα μηνιαίως. Τι αγοραστική αξία έχουν τα 100 μάρκα; Μπορεί να αγοράσει κανείς ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Ο Νέσο, καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης, πρόσφυγας τους τελευταίους 15 μήνες στη Μπάνια Λούκα ανήκε μέχρι το καλοκαίρι στους τυχερούς: «Σαν πρόσφυγας, αν και δεν εργαζόμουν, έπαιρνα 100 μάρκα το μήνα. Σταδιακά μειώθηκαν σε 40 κι αυτό μέχρι τον Αύγουστο. Ήταν η τελευταία φορά που πληρώθηκα». Ένα μικρό επίδομα, 20 μάρκα για κάθε παιδί, παίρνουν και οι χήρες των «πεσόντων αγωνιστών». Για τις περισσότερες είναι ο μοναδικός πόρος ζωής, ενώ σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς το 50% των Σερβοβοσνίων ζει από τις Ανθρωπιστικές Βοήθειες που φτάνουν στη χώρα. Ακόμα όμως και αυτές έχουν μειωθεί σημαντικά μετά το τέλος του πολέμου. Η απελπισία του Σερβοβοσνιακού λαού φαίνεται ίσως πιο ανάγλυφα στα λόγια ενός 45χρονου πρόσφυγα από την πόλη του Σάνκι Μοστ, οπερατέρ σήμερα στην τοπική τηλεόραση του Πρίεντορ: «Έχω να πληρωθώ πάνω από τέσσερα χρόνια. Σχεδόν σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου βρισκόμουν στο μέτωπο. Το σπίτι μου βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη από 10χλμ., αλλά στην «άλλη πλευρά». Νιώθω απογοητευμένος και απελπισμένος. Πολιτικά, είμαστε μόνοι, ένας λαός μόλις 1,3 εκατομμυρίου. Πώς θα συνεχίσουμε; Προσωπικά, είμαι πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον μας…»
1-11-1996