Αρχική » Καλώς ορίσατε σε μια άλλη Ευρώπη

Καλώς ορίσατε σε μια άλλη Ευρώπη

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Της Σύνταξης

Άρδην τ. 06

Η Ελλάδα και τα Βαλκάνια στη “Νέα Εποχή”

Α. ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Τα Βαλκάνια δεν αποτελούν μία αυτονόητη γεωπολιτική ενότητα. Πρόκειται για έναν ιστορικό χώρο όπου συναντήθηκαν μεγάλοι πολιτισμοί: ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και στη συνέχεια το Βυζάντιο και μεγάλες θρησκείες: η ορθοδοξία, ο καθολικισμός και ο μουσουλμανισμός. Στο πέρασμα των αιώνων οι λαοί της περιοχής συμβίωσαν με σχέσεις αποδοχής, σχέσεις σύγκρουσης, βίωσαν την πρόσκαιρη κυριαρχία, την υποταγή και την εξέγερση. Για πολλούς όμως αιώνες αποτέλεσαν ως τμήμα της “βυζαντινής κοινοπολιτείας” μία πνευματική και για μικρότερο διάστημα μία διοικητική και πολιτική ενότητα. Το ζητούμενο είναι εάν σήμερα διασώζονται οι προϋποθέσεις εκείνες που κάποτε έδωσαν τη δυνατότητα της ενότητας ή εάν η εικόνα της διάλυσης που δίνεται στα σημερινά Βαλκάνια είναι η μοίρα των λαών αυτών. Αλλά οι Βαλκάνιοι δεν υπήρξαν ποτέ μοιρολάτρες, πολύ περισσότερο εμείς που πιστεύουμε στις απεριόριστες δυνατότητες που κρύβουν οι άνθρωποι να αλλάζουν και να διευθύνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και εν τέλει να μη γίνονται άξιοι της μοίρας τους!

Από τον 9ο μ.Χ. αιώνα τα Βαλκάνια αποτελούσαν το ευρωπαϊκό κομμάτι της ορθόδοξης οικουμένης. Η ενότητα που είχε επιτευχθεί ήταν κυρίως πνευματική καθώς οι πολιτικοί ανταγωνισμοί για την ανεξαρτησία των νεότευκτων βαλκανικών ηγεμονιών ήταν συνεχείς και έπαυαν μόνο τις περιόδους που το Βυζάντιο μπορούσε να επιβάλει την κυριαρχία του. Στην πολυδιάσπαση αυτή των Βαλκανίων στις παραμονές της Άλωσης, όπου κάθε τοπικός ηγεμόνας διεκδικούσε για τον εαυτό του τον τίτλο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η τελική υποταγή τους στους Οθωμανούς.

Ωστόσο, η κατάκτηση των Βαλκανίων θα δώσει τη δυνατότητα για την ενότητα των βαλκανικών λαών την ύστατη ώρα μέσα από την πεισματώδη αλλά άνιση αντίσταση στους κατακτητές. Είναι χαρακτηριστικό πως για τους περισσότερους βαλκανικούς λαούς οι αγώνες αλλά και οι τραγικές στιγμές της τουρκικής κατάκτησης έμειναν χαραγμένες στη μνήμη τους. Εθνικός ήρωας των Αλβανών δεν είναι άλλος από τον ήρωα της αλβανικής αντίστασης στους Τούρκους Γεώργιος Καστριώτης-Σκεντέρμπεης. Για τους Σέρβους η μάχη του Κοσσυφοπεδίου του 1389 αποτελεί εθνική επέτειο, ενώ παράλληλα υπάρχει ολόκληρος κύκλος επικών τραγουδιών που περιγράφουν τη μάχη. Περιττό να αναφερθώ στις σωζόμενες στην ελληνική λαϊκή συνείδηση μνήμες από την Άλωση. Τέλος, για τους Ρουμάνους οι αγώνες του Βλαντ Τσέπες δημιούργησαν τον παγκοσμίου φήμης, θρύλο του Δράκουλα των Καρπαθίων για τον τρόμο που προξενούσε στους επίδοξους κατακτητές.

Η οθωμανική κατάκτηση θα επιβάλει την ενότητα των Βαλκανίων ως οθωμανικής επαρχίας. Από την άλλη όμως μεριά, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης θα διατηρήσει τα προνόμια του και μαζί με αυτά την πνευματική πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας. Την ίδια στιγμή και ιδιαίτερα στο χώρο των Βαλκανίων η ελληνική παιδεία παράλληλα ή και ενάντια στην πολιτική του Πατριαρχείου θα αποτελέσει το κέντρο αναφοράς της διανόησης. Κι ενώ οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Βαλκανίων, έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το Πατριαρχείο και την ελληνική παιδεία, οι εξισλαμισμοί, βίαιοι και “οικειοθελείς”, πληθυσμών όπως η πλειοψηφία των Αλβανών, μέρους των Σέρβων της Βοσνίας και Ελλήνων στη Μακεδονία και τη Θράκη, δημιούργησαν με την πάροδο των αιώνων συμπαγείς πληθυσμούς στήριξης του καθεστώτος με τεράστιες πολιτικές συνέπειες τις οποίες υφίσταται η περιοχή μέχρι τις μέρες μας.

Ο 19ος αιώνας θα φέρει στο προσκήνιο μια νέα πραγματικότητα: την πραγματικότητα του εθνικισμού που οδήγησε στη διαμόρφωση της σύγχρονης Ευρώπης. Ο εθνικισμός ως κίνημα απελευθέρωσης βρήκε γόνιμο έδαφος στα Βαλκάνια καθώς ήρθε να συναντήσει τις τοπικές παραδόσεις των ενόπλων της υπαίθρου που αντιστέκονταν στην οθωμανική καταπίεση και την ωρίμανση των συνθηκών για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι αγώνες των βαλκανικών λαών, πρώτα των Σέρβων και των Ελλήνων, ύστερα των Ρουμάνων και των Βουλγάρων και τελευταίων των Αλβανών για εθνική αποκατάσταση, οδήγησαν τελικά στη διαμόρφωση των σύγχρονων βαλκανικών κρατών. Ωστόσο η διαδικασία της εθνικής αφύπνισης, της καλλιέργειας μιας κρατικής εθνικής ταυτότητας, της εξέγερσης και της δημιουργίας ενός έθνους-κράτους ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη και τραυματική για τα Βαλκάνια. Άλλωστε ήταν μια μακρά πορεία που -σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη- στα Βαλκάνια έπρεπε να διανυθεί σε ελάχιστες δεκαετίες. Ο “εκβιασμός” αυτός της Ιστορίας προκλήθηκε κυρίως από την ξένη επέμβαση, οδήγησε όμως τα νέα βαλκανικά κράτη στην επιλογή του στενού κρατικού εθνικισμού που προϋπέθετε την στήριξη τους στους ξένους προστάτες προκειμένου να επιβληθούν στους γείτονες τους. Η απελευθέρωση λοιπόν των βαλκανικών κρατών συμβαδίζει με τον κατακερματισμό τους παρά το γεγονός πως υπήρξαν αρκετοί διανοούμενοι και επαναστάτες που έθεσαν το ζήτημα της βαλκανικής ομοσπονδίας. Έτσι λοιπόν το όραμα του Ρήγα Φεραίου αποδείχτηκε ουτοπία μέσα στη θύελλα των εθνικιστικών συγκρούσεων στη Μακεδονία, το Κοσσυφοπέδιο, τη Βόρειο Ήπειρο, τη Δοβρουτσά, τη Βράνια και το Πίροτ, τη Βοϊβοντίνα, το Βανάτο,τη Μολδαβία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ποιός όμως θυμάται σήμερα π.χ. το γεγονός πως οι Αλβανοί και οι Έλληνες στις αρχές του αιώνα συζητούσαν το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός είδους συνομοσπονδίας;

Αν όμως το ομοσπονδιακό όραμα απέτυχε, δεν ξέφυγε από την αξιοποίηση του στις αρχές του 20ου αιώνα από την Τρίτη Διεθνή που θέλοντας να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία, πρόβαλε το “δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για το μακεδόνικο και θρακικό (sic) λαό” στο όνομα της βαλκανικής ομοσπονδίας! Έτσι το όραμα στοίχειωσε, αμαυρώθηκε, έγινε σύνθημα εξαπάτησης των κομμουνιστών αγωνιστών για την εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της ΕΣΣΔ.

Το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τα Βαλκάνια σε διαφορετικά στρατόπεδα ύστερα από τις συμφωνίες της Μόσχας και τη δημιουργία των σφαιρών επιρροής των υπερδυνάμεων. Ωστόσο, πέρα από την Ελλάδα που χρεώθηκε στη Δύση στην οποία παρέμεινε τόσο πιστή, τα άλλα βαλκανικά κράτη δεν παρέμειναν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο με τους ίδιους όρους. Η Αλβανία για 20 περίπου χρόνια ήταν ο …ευρωπαίος σύμμαχος της Κίνας. Η Ρουμανία κράτησε μια σχετική ανεξαρτησία μέσα στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η Γιουγκοσλαβία ήδη από το 1948 ήταν ο χαϊδεμένος σοσιαλιστής της Δύσης και μόνο η Βουλγαρία αποτελούσε βαλκανική επαρχία της ΕΣΣΔ. Κατακερματισμός και διαφορετικοί προστάτες ακόμη και μέσα στους στενούς όρους του διπολισμού!

Και φτάνουμε στο 1989. Η τρύπα στη σημαία των διαδηλωτών της Τιμισοάρα ήταν η αρχή μιας κρίσης που μέσα από συγκρούσεις, ανατροπές καθεστώτων, ανταλλαγές πληθυσμών και ποταμούς αίματος οδηγεί σε ένα νέο χάρτη με περισσότερα κράτη και περισσότερους επίδοξους προστάτες. Από τη μια η Δύση που κομπάζει για τη συντριβή της σοσιαλιστικής ουτοπίας και από την άλλη η Τουρκία που προωθεί μια νέα Άλωση. Και την ίδια στιγμή οι τυχοδιωκτικές ηγεσίες των Βαλκανίων, όπως οι πρόγονοι τους στις παραμονές της Άλωσης, ονειρεύονται το θρόνο του Βυζαντίου και “κάποτε με ολολυγμούς γυρεύουνε το Μεγαλέξανδρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας”.

Β. 1989-1990: Τα χρόνια της αθωότητας

Τα πρώτα χρόνια μετά την άρση του “Σιδηρού Παραπετάσματος”, ζήσαμε στην Ελλάδα μία περίοδο “ανακάλυψης” των Βαλκανίων. Είναι αλήθεια πως η συνειδητοποίηση της βαλκανικής μας πραγματικότητας ήρθε να διακόψει μάλλον ενοχλητικά μια περίοδο ευρωφαντασιώσεων όπου είχαμε αρχίσει να ονειρευόμαστε πως γειτνιάζουμε με το… Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και την Ελβετία. Η Ελλάδα οριστικά και αμετάκλητα βρίσκεται στα Βαλκάνια λοιπόν.

Την πρώτη έκπληξη ήρθε να αντικαταστήσει μία περίοδος αφ’ υψηλού αντιμετώπισης των γειτόνων μας που έμοιαζαν γοητευμένοι στην προοπτική της ένταξης τους στην οικονομία της αγοράς. “Η Ελλάδα καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο συμβάλλοντας στην προσπάθεια των χωρών αυτών να εκδημοκρατιστούν και να μπουν στο δρόμο της οικονομίας της αγοράς, του εκσυγχρονισμού και γενικά της πορείας προς την Ευρώπη”. “Η Ελλάδα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην (τότε)ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ θα αποτελέσει τη γέφυρα σ’ αυτήν την πορεία που προσφέρεται ως μονόδρομος στα νέα καθεστώτα των βαλκανικών χωρών”. Τέτοια και άλλα βαρύγδουπα λέγονταν τότε σε μία περίοδο πριν την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την εφιαλτική εμπειρία του πολέμου που τη συνόδευσε.

Έγινε πιστευτό δηλαδή πως η ζοφερή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν οι λαοί της Βαλκανικής εξαιτίας της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού οικονομικού μοντέλου οφείλεται στην εγγενή βαλκανική τους καθυστέρηση και πως η…ελληνική οικονομική διείσδυση θα είναι αντίστοιχου επιπέδου με τις πρώτες ανταλλαγές των κατακτητών της Αμερικής με τους ινδιάνους. Ήταν γενικά μια περίοδος που οι πάντες μιλούσαν για την “ελληνική κατάκτηση” των Βαλκανίων, κατάκτηση, οικονομική και πολιτιστική. Στην πραγματικότητα βέβαια τίποτα από όλα αυτά, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ελάχιστα πράγματα έγιναν σε όλους τους τομείς. Χαρακτηριστικά, το εμπόριο της Ελλάδας με τις βαλκανικές χώρες αποτελούσε το 1990 το 3,1% του συνόλου του εμπορίου της Ελλάδας. Έτσι την ίδια στιγμή που το εμπορικό ισοζύγιο με τις βαλκανικές χώρες – με εξαίρεση την Αλβανία το 1991 παρουσίαζε έλλειμμα, παρ’ όλ’ αυτά, βρέθηκαν και οι εγχώριοι “διεθνιστές” που βάλθηκαν να καταγγείλουν την “ιμπεριαλιστική” διείσδυση της Ελλάδας στα Βαλκάνια πριν καν αυτή εκδηλωθεί και χωρίς βέβαια να εξετάζεται το κατά πόσο είναι πραγματοποιήσιμη μια τέτοιου τύπου διείσδυση.

Στο δε πολιτικό επίπεδο οι εκπλήξεις ήταν ακόμη πιο δυσάρεστες. Η προσπάθεια της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να ενισχύσει τους ομοϊδεάτες της να ανέλθουν στην εξουσία στην Αλβανία και τη Βουλγαρία, από τη μια μεριά στέφθηκε με επιτυχία αφού είχε τις ευλογίες (και όχι μόνο) της Αμερικής.Από την άλλη μεριά όμως οι νέοι διαχειριστές της εξουσίας στις χώρες αυτές δεν εκτίμησαν την “προσφορά” της ελληνικής κυβέρνησης και στράφηκαν προς την Τουρκία γυρνώντας μας προκλητικά την πλάτη.

Αυτή πάντως η περίοδος της “βαλκανικής ευφορίας” είχε και θετικές πλευρές με πιο σημαντική τη γνωριμία με τους λαούς της Βαλκανικής. Πράγματι – μετά από διακοπή σαράντα πέντε περίπου χρόνων – οι επαφές με τους βορείους γείτονές μας έγιναν η αφορμή για την ανάπτυξη μιας εγχώριας βαλκανικής φιλολογίας και τα βαλκανικά θέματα άρχισαν να γίνονται της μόδας, στην ιστορική έρευνα, στην τέχνη, στη μουσική. Βέβαια, η γνώση αυτή ούτε ολοκληρωμένη ήταν ούτε απέφυγε τις προκαταλήψεις ούτε έδωσε τέλος σ’ αυτή τη τάση “ευρωπαϊκής” υπεροψίας απέναντι τους.

Υπήρξαν ακόμη και οι πρωτοβουλίες ομάδων πολιτών που διακήρυτταν την ανάπτυξη ισότιμων σχέσεων μεταξύ των βαλκανικών λαών μέσα από ανταλλαγές εμπειριών, τη συνεργασία στο επίπεδο επιμέρους παρεμβάσεων, όπως τα κοινά οικολογικά προβλήματα, την πολιτιστική συνεργασία και αλληλογνωριμία κλπ. Οι πρώτες επαφές έδειξαν ιδιαίτερα στους Έλληνες που προσέγγιζαν τους βαλκάνιους φίλους με ειλικρινή διάθεση συνεργασίας πως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο φαίνονταν εκ των προτέρων -μιλάμε κυρίως για τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που υπήρχαν και από την άλλη πλευρά των συνόρων- υπήρξε παρ’ όλα αυτά μία πρώτη γνωριμία με το χώρο και τους ανθρώπους.

Γ. ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΗΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ: Μυστικά και ψέματα

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εκτός από τις συνέπειες που είχε για τους λαούς της χώρας αυτής είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική βαλκανική πολιτική. Από πολύ νωρίς είχε επισημανθεί πως η διαφαινόμενη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας προμήνυε την αναγνώριση κράτους στα βόρεια σύνορα μας με το όνομα “Μακεδονία” με όλες τις προφανείς παρενέργειες.

Έτσι το γεγονός πως το Μακεδονικό Ζήτημα ξανάμπαινε με δραματικό τρόπο στο προσκήνιο, έμοιαζε σαν εκδίκηση της Ιστορίας. Για παράδειγμα στα Σκόπια πρώτο κόμμα αναδεικνυόταν η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (Ε.Μ.Ε.Ο.) που μας μετέφερε πίσω στις μέρες του Μακεδονικού Αγώνα. Την ίδια στιγμή έγινε αντιληπτό στην Ελλάδα πως η προπαγάνδα των Σκοπίων από το 1944 μέχρι τις μέρες μας είχε σημαντικές επιτυχίες όσον αφορά την κατοχύρωση διεθνώς του ονόματος “Μακεδονία” για το υπό αναγνώριση κράτος. Έτσι, άρχισε ένας αγώνας καθαρά αμυντικός γύρω από το όνομα, ο οποίος μετέβαλε την Ελλάδα από παράγοντα αντιμετώπισης του βαλκανικού προβλήματος σε μέρος του προβλήματος.

Πέρα από αυτό, το Μακεδονικό Ζήτημα, ακύρωνε κάθε προσπάθεια βαλκανικής συνεννόησης, καθώς στο εν λόγω ζήτημα εμπλέκονταν με τις δικές τους θέσεις η Σερβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία. Η θέση της ΠΓΔΜ στην “κεντρική βαλκανική” την καθιστά απαραίτητο κομμάτι στο δύσκολο παζλ για την επανασύσταση της βαλκανικής ενότητας. Πρόβαλε δηλαδή άμεσος ο κίνδυνος μιας νέας ανάφλεξης με αφορμή το Μακεδονικό που φαίνεται πως δεν είχε επιλυθεί ικανοποιητικά με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, που είχε κατανείμει τη γεωγραφική Μακεδονία στην Ελλάδα (51%), στη Σερβία (39%) και στη Βουλγαρία (10%). Αυτό το 39% λοιπόν έρχεται σήμερα να διεκδικήσει τη θέση του ως κυρίαρχο κράτος με εθνική ταυτότητα την εθνικοποίηση του όρου “Μακεδονία” και εθνική ιδέα τη μετατροπή του σε εθνικό κέντρο των “αλύτρωτων Μακεδόνων” των άλλων κρατών.

Απέναντι σ’ αυτήν την επιστροφή στα…Μυστικά του Βάλτου, η ελληνική πολιτική δε χαρακτηρίστηκε από συνέπεια. Ακόμη χειρότερα, ουσιαστικά τρεφόταν με ψέματα, κινούμενη στο ενδιάμεσο της απόστασης ανάμεσα στον ενδοτισμό και την αδιαλλαξία, οδηγήθηκε τελικά στον “έντιμο συμβιβασμό” της ενδιάμεσης συμφωνίας. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει. H εκκρεμότητα της διαφοράς με τα Σκόπια εξακολουθεί να αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο στην ανάπτυξη θεσμών ουσιαστικής βαλκανικής ενότητας και συνεργασίας.

Δ. ΟΣΑ ΔΕ ΦΤΑΝΕΙ Η ΑΛΕΠΟΥ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΚΡΕΜΑΣΤΑΡΙΑ

Από την πρώτη εκείνη περίοδο της “βαλκανικής ευφορίας” φτάσαμε σε μία περίοδο, που κορυφώθηκε μετά την άνοδο του Σημίτη στην εξουσία, κατά την οποία η βαλκανική διάσταση της Ελλάδας υποβαθμίστηκε. Παράλληλα, η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, έθεσε το Μακεδονικό Ζήτημα σε δεύτερη μοίρα. Έτσι το βλέμμα του Οδυσσέα στράφηκε από το βορρά προς την ανατολή κι όπως συνηθίζει τελευταία το άφησε ορθάνοικτο να απορεί προς τα εκεί.

Η υποτίμηση του βαλκανικού χώρου από την εγχώρια διανόηση και πολιτική εξουσία είναι κατανοητή καθώς οι ίδιοι αισθάνονται περισσότερο “Δυτικοί” και λιγότερο ή καθόλου “Βαλκάνιοι” για να μην πούμεκαι Έλληνες. Έτσι η αδυναμία να παίξει η χώρα μας πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή αποδόθηκε στους γείτονες μας βαλκάνιους και στην εγγενή (sic) ανικανότητα τους να εκσυγχρονιστούν , δηλαδή να υποταχθούν άνευ όρων στη Δύση. Αλλά η λύση του προβλήματος της αλεπούς, είναι ένα απλό άλμα, δηλαδή το ξεπέρασμα του προβλήματος. Ιδού τα Βαλκάνια ιδού και το πήδημα!

ΣΤ. Ο ΔΑΙΜΟΝΙΟΣ (ΑΝ)ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ

Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα την κοινωνία της βόρειας Ελλάδας. Η ελληνική συμμετοχή στα βαλκανικά δρώμενα είναι αποφασιστικής σημασίας για τους λαούς της περιοχής και για τις σχέσεις μεταξύ τους. Βέβαια, η συμμετοχή αυτή έχει όλα τα καλά και θετικά που συνεπάγεται η ιδιωτική πρωτοβουλία.

Με την Αλβανία τα πράγματα πολύ απλά έχουν ως εξής: η απασχόληση εκατοντάδων χιλιάδων Αλβανών εργατών στη χώρα μας συμβάλλει αποφασιστικά στην επιβίωση μεγάλου τμήματος της αλβανικής κοινωνίας καθώς κάθε Αλβανός εργάτης στη χώρα μας συντηρεί τον εαυτό του και άλλα δύο ή και περισσότερα άτομα στην πατρίδα του. Έτσι, παρά την προκατάληψη και τον αναπτυσσόμενο ρατσισμό εναντίον τους, η Ελλάδα έστω και με αυτόν τον “ανορθόδοξο” τρόπο υποδοχής τους, είναι η μόνη χώρα που δέχεται έναν τόσο μεγάλο αριθμό αλβανών εργατών-μεταναστών.

Στη δε Αλβανία μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων έχει η παρουσία και δράση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Πρόκειται ίσως για μία σπάνια προσωπικότητα στο χώρο της ορθοδοξίας. Ο Αναστάσιος αντιμετωπίζει τα θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα μέσα από μία φωτισμένη αντίληψη που στηρίζεται στην μεγάλη οικουμενική παράδοση του Βυζαντίου. Στέκεται έτσι σαν ένας πραγματικός πνευματικός ηγέτης, ενάντια σε μικροπολιτικές και μικροεθνικιστικές σκοπιμότητες, σαν μία ζεστή φωνή λογικής, δικαιοσύνης και προβολής ενός πολιτιστικού προτύπου σε μία χώρα όπου ο κυρίαρχος λόγος είναι αυτός της αδικίας, της καταπίεσης, της εξαπάτησης, του εθνικισμού και του εξευτελισμού κάθε έννοιας πολιτισμού.

Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η ελληνική συμβολή είναι περισσότερο γνωστή όπως γνωστή είναι και η “ευγνωμοσύνη” της σερβικής ηγεσίας για τη συμβολή αυτή. Η ελληνική εκστρατεία ενίσχυσης και φιλοξενίας των προσφύγων της Βοσνίας, η σταθερή, και στο μέτρο των δυνατοτήτων, υποστήριξη των σερβικών θέσεων στη γιουγκοσλαβική κρίση απέναντι στους άκριτα αντισέρβους Δυτικούς συμμάχους και γενικά η προσφορά στους Σέρβους μίας διεξόδου από τη διεθνή απομόνωση την περίοδο του διεθνούς αποκλεισμού, αποτελούν στοιχεία της ελληνικής συμμετοχής στη διαμόρφωση βαθύτερων σχέσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους Σέρβους. Σήμερα, ιδιαίτερα οι Σέρβοι της Βοσνίας αισθάνονται τους Έλληνες συχνά περισσότερο κοντά τους, απ’ ό,τι τους ομοεθνείς τους στο Βελιγράδι.

Με τη Βουλγαρία τα πράγματα είναι πιο ξεκαθαρισμένα καθώς εκεί δεν υπάρχει η ρευστότητα που υπάρχει στη Γιουγκοσλαβία. Η ελληνική παρουσία είναι σημαντική σε όλα τα επίπεδα αλλά ο βασικός στόχος για την Ελλάδα όσον αφορά τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις που παραμένει η από κοινού αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού είναι ακόμη ζητούμενο. Στον τομέα αυτό ούτε οι χιλιάδες έλληνες φοιτητές που βρίσκονται στη χώρα ούτε οι επίσης χιλιάδες επενδυτές, έμποροι, φασονατζήδες και άλλοι “εργοδότες” έχουν συμβάλει ως τώρα -για να μην πούμε ότι μάλλον λειτουργούν αρνητικά- στη διαμόρφωση ειλικρινών σχέσεων με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη.

Τέλος, με τη Ρουμανία τα πράγματα είναι σαφώς σε καλύτερη μοίρα καθώς οι ελληνικές επενδύσεις αυξάνονται, αντίστοιχα οι ρουμάνοι εργάτες στη χώρα μας ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, οι πολιτιστικές ανταλλαγές είναι πυκνότερες και οι πολιτικές σχέσεις βρίσκονται σε καλό σημείο στα πλαίσια της βαλκανικής και παραευξείνιας συνεργασίας. Είναι άλλωστε η χώρα με την οποία δε συνορεύει η Ελλάδα και μάλλον σ’αυτό οφείλεται το γεγονός της μη ύπαρξης εθνικών διαφορών! Έτσι μετά τις τελευταίες εκλογές η μικρή πια ελληνική κοινότητα της Ρουμανίας εκπροσωπείται στη βουλή με έλληνα βουλευτή.

Η ελληνική παρουσία στα Βαλκάνια είναι λοιπόν έντονη. Είναι όμως, όπως είπαμε, και παραπάνω ιδιωτική, πάει να πει πως έχει πολλά συγκυριακά χαρακτηριστικά, ενώ δε χαρακτηρίζεται πάντοτε από ανιδιοτέλεια… Λείπει το σχέδιο, η στρατηγική και αυτό δεν μπορεί να είναι παρά ένα πολιτικό σχέδιο που να στοχεύει στην ενίσχυση των σχέσεων και των ανταλλαγών σε όλα τα επίπεδα ενάντια στον κατακερματισμό και τις ξένες επεμβάσεις.

Ζ. ΕΠΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ

Εμείς από τη μεριά μας, εξακολουθούμε να επιμένουμε βαλκανικά. Για τους εξής λόγους:

α) η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τη Δύση στο οικονομικό επίπεδο και η μονοδιάστατη αναφορά της σε αυτήν την περιορίζει στον παρασιτισμό και την υποτέλεια. Αντίθετα, η χώρα μας είναι σε θέση να αναπτύξει ανταλλαγές με τις βαλκανικές χώρες που και να καλύπτουν τις εγχώριες ανάγκες και να στηρίζονται σε περισσότερο ισότιμη βάση. Είναι γνωστό πως οι βαλκανικές χώρες υπερτερούν στη βαριά βιομηχανία, την παραγωγή κρέατος, γαλακτοκομικών και άλλων προϊόντων που η Ελλάδα κατεξοχήν εισάγει, ενώ η χώρα μας έχει κυρίως ελαφρά βιομηχανία που αφορά τους παραδοσιακούς τομείς και τη μεταποίηση. Η ανάπτυξη επομένως μιας κοινής αγοράς των βαλκανικών κρατών θα είχε να ωφελήσει πρώτιστα την Ελλάδα. Περιττό να προσθέσουμε πως ήδη η ανάπτυξη των σχέσεων και των ανταλλαγών έχει αναθερμάνει την οικονομία και την παραγωγή ιδιαίτερα στη βόρειο Ελλάδα.

β) η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να παραμείνει σε μία σχέση αμοιβαίας καχυποψίας και αντιπαλότητας με όλους τους γείτονες της. Είναι υποχρεωμένη, εάν βασικός της προσανατολισμός είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, να εξασφαλίσει συμμαχίες και ερείσματα στα “νώτα” της. Αυτό δε σημαίνει βέβαια από την άλλη ότι η Ελλάδα πρέπει να υποχωρήσει σε κάθε ζήτημα που θέτει ο εθνικισμός των βορείων γειτόνων μας καθώς είναι γνωστό πως ο ενδοτισμός ανοίγει την όρεξη των επεκτατιστών. Ωστόσο, εάν υπάρχει σταθερός προσανατολισμός η βαλκανική ενότητα τα επιμέρους προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν. Η ενότητα αυτή, όπως απέδειξε και η αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής κρίσης του Μαρτίου 1987, είναι μια πειστική δύναμη αποτροπής στον τουρκικό επεκτατισμό. Η πολυδιάσπαση των Βαλκανίων, όπως ακριβώς στις παραμονές της Άλωσης, φέρνει τη νέα τουρκική επέμβαση στα Βαλκάνια ακόμη πιο κοντά.

γ) ακόμη περισσότερο, η πολυδιάσπαση και ο κατακερματισμός στα Βαλκάνια εγκυμονεί πολλούς κινδύνους για την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή. Η επικράτηση των μικροεθνικισμών ενισχύει τις διαλυτικές τάσεις που οδηγούν μοιραία στην ξένη επέμβαση και τη μετατροπή του χώρου σε αμερικανική αποικία με τουρκικές εγγυήσεις.

Εν κατακλείδι, η στρατηγική της βαλκανικής ενότητας δεν είναι μία ρομαντική απόπειρα αναβίωσης της ουτοπίας του Ρήγα Φεραίου. Είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση που οδηγεί σε έναν δρόμο διαφορετικό από αυτόν της αποικιοποίησης, της περαιτέρω υποβάθμισης του χώρου, του αλληλοσπαραγμού και της τελικής υποταγής των Βαλκανίων στα σχέδια της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Κι αυτή τη φορά κανείς δε θα μας συγχωρήσει, γιατί τάχα δε γνωρίζαμε.

Θεσσαλονίκη 29 Νοεμβρίου – 3 Δεκεμβρίου 1996

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ