Συγγραφέας: H. McNeil
Ο Σ. Χάντιγκτον έγραψε ένα πολύ σημαντικό αλλά ενοχλητικό βιβλίο. Απαριθμεί τις φιλοδοξίες και τις υποθέσεις για παγκοσμιότητα που χαρακτήριζαν την Αμερικανική Εξωτερική πολιτική από το 1917 ή και νωρίτερα. Απορρίπτει, τόσο τις ελπίδες για ένα κόσμο “σίγουρο για τη δημοκρατία”, στη γλώσσα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όσο και τις ελπίδες για ένα κόσμο οπού όλοι θα απολαμβάνουν τις Τέσσερεις Ελευθερίες, στη γλώσσα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Και αυτά επειδή όπως γράφει: “Η πίστη της Δύσης στην παγκοσμιότητα του Δυτικού πολιτισμού έχει τρία μεγάλα προβλήματα: είναι λανθασμένη, ανήθικη και επικίνδυνη.” Λανθασμένη επειδή, υπάρχουν κι άλλοι πολιτισμοί με διαφορετικά ιδανικά και πρότυπα. Ανήθικη, επειδή “ο ιμπεριαλισμός είναι αναπόφευκτη λογική συνέπεια της παγκοσμιότητας” ? και επικίνδυνη επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει σ’ένα μεγάλο πόλεμο μεταξύ πολιτισμών. Αντίθετα, ο Χάντιγκτον υποστηρίζει, μια αναδυόμενη αναδιάταξη δυνάμεων που απαιτεί αμοιβαίο συμβιβασμό ανάμεσα σε ομάδες διαφορετικών “πολιτισμών”, ένα συμβιβασμό που υποστηρίζει ότι ήδη συντελείται είτε το θέλουμε είτε όχι. Σύμφωνα με τα λόγια του: “Μέσα στο πνεύμα του εκσυγχρονισμού, η διεθνής πολιτική αναδιατάσσεται κατά μήκος των πολιτιστικών συνόρων. Λαοί και κράτη με παρόμοιο πολιτισμό συγκλίνουν, ενώ λαοί και κράτη με διαφορετικό πολιτισμό αποκλίνουν. Οι συμπαρατάξεις που προσδιορίζονταν από την ιδεολογία και τις σχέσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων, δίνουν τη θέση τους σε συμπαρατάξεις καθορισμένες οπό την κουλτούρα και τον πολιτισμό. Τα πολιτικά σύνορα, ολοένα και περισσότερο ξαναχαράζονται για να συμπέσουν με τα πολιτιστικά… Οι πολιτιστικές κοινότητες, αντικαθιστούν τα στρατόπεδα του ψυχρού πολέμου και οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πολιτισμών μετατρέπονται στις κεντρικές γραμμές αντιπαράθεσης της διεθνούς πολιτικής.”
Σαν απόδειξη, αυτών των τάσεων, ο Χάντιγκτον εμφανίζει τον Σοβιετο-Αφγανικό πόλεμο του 1979-1989 και τον Πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991. “Και οι δύο πόλεμοι ξεκίνησαν”, εξηγεί, “σαν απ’ ευθείας εισβολές μιας χώρας σε μια άλλη αλλά μετασχηματίστηκαν,και σε μεγάλο βαθμό, επανακαθορίστηκαν σαν πόλεμοι διαφορετικών πολιτισμών. Στην ουσία, ήταν πόλεμοι μετάβασης, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από εθνικές συγκρούσεις και πολέμους ανάμεσα σε ομάδες διαφορετικών πολιτισμών.” Αφότου τέλειωσαν, ο Χάντιγκτον γράφει, το νέο αυτό στυλ πολέμου μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, έκανε αποφασιστικά την εμφάνισή του στη Βοσνία ακριβώς όπως έκαναν την εμφάνισή τους οι πόλεμοι μεταξύ ιδεολογιών στο πρώτο κομάτι του αιώνα με τον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο του 1936-39. “στην εποχή των πολιτισμών, η Βοσνία είναι η Ισπανία όλων μας. Ο Ισπανικός εμφύλιος, ήταν ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών πολιτικών συστημάτων και ιδεολογιών. Ο πόλεμος στη Βοσνία, ήταν ένας πόλεμος μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών. Δημοκράτες, κομμουνιστές και φασίστες πήγαν στην Ισπανία να πολεμήσουν μαζί με τους ομοϊδεάτες τους και οι δημοκρατικές, οι κομμουνιστικές και πιο ενεργά οι φασιστικές κυβερνήσεις έστειλαν βοήθεια. Ο Γιουγκοσλαβικός πόλεμος, προκάλεσε μια παρόμοια μαζική κινητοποίηση εξωτερικής υποστήριξης από Δυτικούς Χριστιανούς, Ορθόδοξους και Μουσουλμάνους για λογαριασμό των πολιτιστικά συγγενών τους. Οι βασικές δυνάμεις της Ορθοδοξίας, του Ισλάμ και της Δύσης, αναμίχθηκαν όλες έντονα. Μετά από 4 χρόνια, ο Ισπανικός Εμφύλιος τερματίστηκε οριστικά, με τη νίκη των δυνάμεων του Φράνκο. Οι πόλεμοι ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες των Βαλκανίων, μπορεί να υποχώρησαν, ακόμη και να σταμάτησαν προσωρινά, αλλά κανένας δεν κατάφερε μια αποφασιστική νίκη, και χωρίς νίκη δεν υπάρχει τέλος σ’ ένα πόλεμο. Ο Ισπανικός Εμφύλιος, ήταν ένα πρελούδιο στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος στη Βοσνία είναι ένα ακόμη αιματηρό επεισόδιο στην επερχόμενη σύγκρουση των πολιτισμών.” Και αναλογικά, μήπως ο πόλεμος στη Βοσνία είναι κι αυτός ένα πρελούδιο στον Γ’ Παγκόσμιο; Ο Χάντιγκτον θεωρεί αυτή, τη χειρότερη απ’όλες τις δυνατές λύσεις σαν πολύ πιθανή. “Ενας παγκόσμιος πόλεμος στον οποίο θα εμπλακούν τα κράτη-πυρήνες των κυριότερων παγκόσμιων πολιτισμών είναι εξαιρετικά απίθανος αλλά όχι αδύνατος” δηλώνει. (Ως κράτη-πυρήνες ο Χάντιγκτον εννοεί τα πιο ισχυρά έθνη κάθε ομάδας που ανήκει στον ίδιο πολιτισμό. Σ’αυτά περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, Γερμανία, Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία Ρωσσία, Ινδονησία, Αίγυπτος, Ιράν και Βραζιλία.) Για να είμαστε σίγουροι, ένας παγκόσμιος πόλεμος θα μπορούσε να ξεκινήσει “απο την κλιμάκωση ενός πολέμου μεταξύ ομάδων διαφορετικών πολιτισμών που, το πιο πιθανό είναι να περιλαμβάνει Μουσουλμάνους απο τη μια πλευρά και μη-Μουσουλμάνους από την άλλη…Μια πιο επικίνδυνη πηγή παγκόσμιου διαπολιτιστικού πολέμου είναι η μετατιθέμενη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ πολιτισμών και των κράτων-πυρήνων τους. Αν συνεχιστεί, η άνοδος της Κίνας και η αυξανόμενη αποφασιστικότητα του “μεγαλύτερου παίκτη στην ιστορία του Ανθρώπου” θα ασκηθεί τεράστια πίεση στην διεθνή σταθερότητα στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο Χάντιγκτον συνεχίζει να φαντάζεται πως στις αρχές του επόμενου αιώνα η Αμερικάνικη παρέμβαση σε μια διαμάχη μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ που θα έχει σαν σκοπό να προστατέψει την πρόσβαση στις πετρελαιοπηγές της Νότιας θάλασσας της Κίνας που είχαν νοικιάσει οι Βιετναμέζοι σε αμερικάνικες εταιρίες θα μπορούσε να προκαλέσει έναν πραγματικά τρομακτικό πόλεμο, εμπλέκοντας τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Ρωσία, και την Ινδία, από τη μια πλευρά ενάντια στην Κίνα και την Ιαπωνία και το μεγαλύτερο κομάτι του Ισλάμ από την άλλη. Μια τέτοια σύγκρουση, ακόμη κι αν σταματούσε λίγο πριν την ολική πυρινική καταστροφή, θα εξασθένιζε τόσο πολύ τους εμπόλεμους ώστε το κέντρο πολιτικών αποφάσεων θα μετατοπιζόταν νοτιότερα, σε χώρες ουδέτερες, όπως η Ινδονησία στην Ασία και τα κυρίαρχα κράτη της Λατινικής Αμερικής.
Ο Χάντιγκτον αντλεί τρία μαθήματα από αυτές τις υποθέσεις. Πρώτον: «η αποφυγή μεγάλων πολέμων μεταξύ πολιτισμών απαιτεί από τα κράτη-πυρήνες την αποφυγή ανάμιξης σε διαμάχες άλλων πολιτισμών». Δεύτερον, στις χαώδεις περιοχές, όπου οι πολιτισμοί αλληλοκαλύπτονται ή συνορεύουν άμεσα, στις ενδιάμεσες περιοχές, τα κράτη-πυρήνες πρέπει να συμμετάσχουν στην από κοινού μεσολάβηση «για να αναχαιτίσουν ή να σταματήσουν πολέμους χαρακωμάτων μεταξύ κρατών ή ομ΄΄αδων που ανήκουν στο δικό τους πολιτισμό».
Παρ΄όλα αυτά, ο Χάντιγκτον δεν απορρίπτει τελείως την οικουμενικότητα. Αντίθετα, (γεγονός που προκαλεί μεγάλη έκπληξη σε σχέση με τις αμείλικτες απόψεις του ότι η διαμάχη είναι κάτι το φυσιολογικό μεταξύ των ανθρώπινων ομάδων, οι οποίες χρειάζονται έναν εχθρό για να ενωθούν μεταξύ τους), αφιερώνει τις τελευταίες τέσσερις σελίδες τοου βιβλίου του σε μια συζήτηση για τα «Κοινά Στοιχεία του Πολιτισμού». Από αυτήν τη συζήτηση αντλεί έναν τρίτο κανόνα για τη διαχείριση εξωτερικών υποθέσεων σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο, τουτέστιν : «Οι λαοί όλων των πολιτισμών θα πρέπει να επεκτείνουν τις αξίες, τους θεσμούς και τις μεθόδους που μοιράζουν με λαούς άλλων πολιτισμών».
Μέχρι τότε «είναι αναπόφευκτος ένας πολλαπλός πολιτισμός διότι η παγκόσμια αυτοκρατορία είναι αδύνατη», καταλήγει στο βιβλίο του δηλώνοντας ότι : «στις συγκρούσεις των πολιτισμών, η Ευρώπη και η Αμερική είτε μπορούν να συμπαραταχθούν» είτε όχι. Στο ανώτερο επίπεδο της σύγκρουσης στην πραγματική «παγκόσμια σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμού και βαρβαρότητας, μεγάλοι πολιτισμοί του πλανήτη με τα πλούσια επιτεύγματα τους στη θρησκεία, την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την τεχνολογία, την ηθική, και την ευσπλαχνία επίσης είτε θα στμπαραταχθούν είτε όχι. Στην εποχή που έρχεται, η σύγκρουση των πολιτισμώνείναι η μεγαλύτερη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη, και μια διεθνής τάξη που θα βασίζεται σε πολιτισμούς είναι ο πιο ασφαλής φρουρός ενάντια στον παγκόσμιο πόλεμο».
Βρίσκω πολλά με τα οποία μπορώ να συμφωνήσω στην επίθεση του Χάντιγκτον στις επικρατούσες αμερικάνικες απόψεις σχετικά με την παγκόσμια ισχύ της εθνικής μας εκδοχής περί ανθρωπίνων ελπίδων και προσδοκιών. Ένας ιδεολογικός πόλεμος εγκαθίδρυσε το αμερικάνικο έθνος, λίγο μετά αφ’ ότου οι επαναστατημένοι άποικοι εγκατέλειψαν τις «ελευθερίες των Άγγλων» για χάρη των παγκόσμιων δικαιωμάτων στη ζωή, την ελευθερία και την αναζήτηση της χαράς -το τελευταίο, ένας ευφημισμός για την ιδιοκτησία στην πολιτική γλώσσα του 18ου αιώνα- σαν όρους στην Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Από τότε οι Αμερικάνοι θέλησαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς στο να υποδεικνύουν σε άλλους λαούς να χειρίζονται με αρμονικά αποτελέσματα τις δημόσιες υποθέσεις(1), με χρήση τηςαντίληψης του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων(2).
Σαν αποτέλεσμα, στον 20ό αιώνα πιστοποιήσαμε συμμετοχή στον 1ο και 2οΠαγκόσμιο Πόλεμο ξεκινώντας σταυροφορίες για να εγκαθιδρυθεί μια διαρκής ειρήνη σ’ ένα κόσμο, όπου ο μιλιταρισμός , η πολιτική ισχύος, οι σφαίρες επιρροής κι άλλες μορφές μοχθηρίας επικρατούσαν μεταξύ όλων των άλλων, λιγότερο πεφωτισμένων λαών της γης.
Είναι εύκολο να χλευάζεις ένα τέτοιο φαρισαϊσμό και κατά τη γνώμη μου καλώς ο Χάντιγκτον απέρριψε αυτόν τον εννοούμενο ηθικό ιμπεριαλισμό ειδικά από την άποψη της αμερικάνικης ανετοιμότητας να ενσωματώνει τις περισσότερες από τις προτροπές μας με δυναμικές κι ενωτικές κινήσεις. Το ότι η συνταγή όμως του Χάντιγκτον για τη ρύθμιση σχέσεων μεταξύ των μεγάλων μπλοκ κρατών που προσδιορίζεται μάλλον χαλαρά από τη λέξη «πολιτισμός» δεν μου φαίνεται και μεγάλη βελτίωση στην αφελή ηθική σταυροφορία. Πρώτον, είναι πεπεισμένος, χωρίς να μας δείχνει ακριβώς το γιατί έχει αρχίσει η παρακμή της Δύσης. Πιστεύει, ότι για να επιβραδύνουν αυτή την παρακμή, οι ΗΠΑ, πρέπει να επαναβεβαιώσουν την ταυτότητά τους σαν Δυτικό έθνος αποκηρύσσοντας την ύπαρξη πολλών πολιτισμών στη χώρα, ενώ ταυτόχρονα «θα υιοθετήσουν» μια Ατλαντική πολιτική στενής συνεργασίας με τους Ευρωπαίους συνεταίρους τους, με σκοπό να προστατέψουν και να προάγουν τα ενδιαφέροντα και τις αξίες του μοναδικού πολιτισμού που μοιράζονται». Αυτό ακούγεται ύποπτα σαν αντίληψη οχύρωσης που μας καλεί ν’ αντέξουμε όσο γίνεται ενάντια σε άλλους ανατέλλοντες πολιτισμούς που είναι περισσότερο επεκτατικοί γεωγραφικά, κοινωνικά συνεκτικοί και ηθικά ενωμένοι απ’ ότι η σημερινή παρηκμασμένη Δύση.
Μια τέτοια άποψη δείχνει μια από τις διαφορές μεταξύ της αντίληψης του Χάντιγκτον και προσώπων όπως εγώ, που δεν μοιράζομαι την έλξη του από θεωρίες πολιτισμικής ανόδου και πτώσης όπως τέθηκε από τον Toynbee, την Καρόλ Κουίγκλεϊ και άλλους, μια γενιά πριν. Παραθέτει αυτούς τους συγγραφείς, τους συνοψίζει και δεν επιδοκιμάζει σαφώς την ορθότητά τους* δείχνει όμως πεπεισμένος ότι η παρακμή και ενδεχόμενη διάλυση του δυτικού πολιτισμού επίκειται αργά ή γρήγορα. Και μάλλον νωρίτερα παρά αργότερα, αν ο φανταστικός του 3ος παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπούσε, όπως προβλέφθηκε, κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του επόμενου αιώνα.
Όπως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε κι εγώ είχα γοητευτεί από τις θεωρίες κυκλικής επανάληψης της ιστορίας. Όταν το 1940 πρωτοδιάβασα Toynbee το τραγικό του μοντέλο για την ανθρώπινη περιπέτεια με συγκλόνισε με όλη τη δύναμη μιας καινούριας αποκάλυψης διότι το βιβλίο του «Μελέτη Ιστορίας» διέκρινε ένα απλό κατανοητό μοντέλο στο παρελθόν, παρά μια μέχρι τούδε αφάνταστη πολλαπλότητα πολιτισμών. Είδε κάθε έναν από αυτούς να ανέρχεται και να καταρρέει σύμφωνα με το ίδιο (ή ένα πολύ παρόμοιο) μοντέλο. Από τότε, γνωρίζω περισσότερο την σημασία δύο παραγόντων που ο Toynbee αγνόησε. Ο πρώτος είναι ότι οι σύγχρονοι πολιτισμοί, πάντα αλληλεπιδρούν, ο ένας στον άλλο, ακόμη και μέσα από μεγάλες αποστάσεις. Ο δεύτερος ότι οι ανθρώπινες ικανότητες και ιδέες πολλαπλασιασμένες μέσω αυτών των διαπλοκών μεταξύ πολιτισμών έχουν αθροιστικό χαρακτήρα.
Προφανώς, και υπάρχουν παράλληλοι δρόμοι, μεταξύ της ιστορίας ξεχωριστών πολιτισμών. Ο πιο εμφανής τέτοιος παράλληλος, είναι ο τρόπος με τον οποίο έληξε η εντεινόμενη διαμάχη μεταξύ αντιπάλων εμπόλεμων κρατών τόσες φορές με νίκη για τον έναν από τους πολέμιους καταλήγοντας σε επιβλητική ενοποίηση όλων των διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων στην περιοχή.
Αυτό το μοντέλο επιβλήθηκε σε τόσο διαφορετικά περιβάλλοντα όπως, την αρχαία Μεσοποταμία, τη κλασική Κίνα, την αρχαία Ινδία, το Προκολομβιανό Περού, τη Μοσχοβίτικη Ρωσία και βέβαια τον αρχαίο Μεσογειακό κόσμο. Στους σύγχρονους καιρούς, η Δυτική Ευρώπη, έφτασε κοντά σε αντίστοιχη πολιτική ενοποίηση υπό τον Κάρολο τον V και μόνο εσωτερική παρέμβαση από μέχρι τότε περιθωριακές συνάμεις -πρώτα την Βρετανία, μετά τη Ρωσία και τώρα τελευταία τις ΗΠΑ- αποτράπηκαν τέτοιοι υποψήφιοι κατακτητές, όπως ο Λουδοβίκος XIV, ο Ναπολέων και ο Χίτλερ, από το να εγκαταστήσουν μια Παν-Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία. Βέβαια, η εμπλοκή μεχρι πρόσφατα περιθωριακών δυνάμεων, απλώς διεύρυνε το θέατρο του πολιτικού ανταγωνισμού κι επιμήκηνε τη διαδικασία πολιτικής ενοποίησης, χωρίς απαραίτητα να διαφοροποιήσει την δυναμική της..
Στην εποχή μας, οι βελτιώσεις στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των μεταφορών και των επικοινωνιών που κυριαρχεί στις ζωές μας, μετέτρεψε αυτή την παλιά διαδικασία πολιτικής ενοποίησης σε παγκόσμια υπόθεση. Όπως υποστηρίζει με σθένος ο Χάντιγκτοννέα, σίγουρα και δυνατά κράτη όπως η Κίνα, θα αποτελέσουν προκλήσεις για τις υπάρχουσες παγκόσμιες ισορροπίες δυνάμεων. Οι διαμάχες που γίνονται κατά μήκος γραμμών που διαχωρίζουν διαφορετικούς πολιτισμούς είναι πιθανόν να είναι πιο δυσεπίλυτες απ’ ότι διαμάχες στο εσωτερικό των πολιτισμών, απλώς επειδή οι πολιτισμικές διαφορές πολλαπλασιάζουν τις περιπτώσεις δυσπιστίας και παρεξήγησης. Έπεται ότι σ’ ένα κόσμο πολιτισμικών μπλοκ, όσο ευσυνείδητα κι αν εισχωρείται κάθε μπλοκ στη σφαίρα επιρροής ενός ή περισσότερων δυνατών κρατών, μέσα στα μπλοκ μπορεί να περιμένουμε τα ίδια είδη διαμάχης που τόσο συχνα συνέβησαν μεταξύ ξεχωριστών πολιτισμών στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα, θα μπορούσε ευνόητα να είναι η ενοποίηση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας ή η καταστροφή του ανθρώπινου είδους σ’ ένα πυρηνικό, βιολογικό και/ή χημικό ολοκαύτωμα.
Οι συνθήκες που ωθούν το ανθρώπινο είδος στον ανταγωνισμό μεταξύ πολιτισμών είναι πράγματι πολύ ισχυρές και το επιχείρημα του Χάντιγκτον σ’ αυτή τη συνέπεια είναι αυτό που κάνει ενοχλητικό το βιβλίο του. Όταν σκέφτομαι την πρόσφατη ιστορία του Ιράν, ας πούμε πρέπει να συμφωνήσω με την άποψη του ότι: «Αρχικά η δυτικοποίηση και ο εκσυγχρονισμός συνδέονται στενά, με τη μη-Δυτική κοινωνία ν’ απορροφά ουσιώδη στοιχεία της δυτικής κουλτούρας κάνοντας βήματα προς τον εκσυγχρονισμό. Όσο όμως επιταχύνεται ο εκσυγχρονισμός, ο ρυθμός εκδυτικισμού μειώνεται και η ιθαγενής (γηγενής) κουλτούρα αναζωογονείται. Επιπλέον ο εκσυγχρονισμός διαφοροποιεί την πολιτιστική ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Δυτικής και της μη-Δυτικής κοινωνίας υποστηρίζει τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση αυτής της κοινωνίας και ενδυναμώνει την δέσμευση με την γηγενή κουλτούρα.
Επομένως, στις πρώιμες φάσεις αλλαγής, η δυτικοποίηση προωθεί τον εκσυγχρονισμό. Στις ύστερες φάσεις, ο εκσυγχρονισμός προωθεί την από-δυτικοποίηση καιτην αναγέννηση της ιθαγενούς κουλτούρας με δύο τρόπους. Σε κοινωνικό επίπεδο, ο εκσυγχρονισμός επαυξάνει την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική δύναμη της κοινωνίας συνολικά και ενθαρρύνει το λαό αυτής της κοινωνίας να έχει εμπιστοσύνη στην κουλτούρα του και να γίνει διεκδικητικός πολιτισμικά. Σε ατομικό επίπεδο ο εκσυγχρονισμός παράγει αισθήματα αποξένωσης και ανομίας καθ’ ότι σπάζουν οι παραδοσιακοί δεσμοί και οι σχέσεις και οδηγεί σε κρίσεις ταυτότητας στις οποίες η θρησκεία παρέχει απαντήσεις».
Ποια θρησκεία όμως; Συχνά μια ανοικοδομημένη και συναισθηματικά συγκινητική εκδοχή μιας παλιάς εγκαθιδρυμένης θρησκείας είναι διαθέσιμη να συναντήσει τις ανάγκες των πρόσφατα αστικοποιημένων μεταναστών των αγροτικών κοινοτήτων. Κάτι τέτοιο είναι καταφανώς αληθινό μεταξύ Μουσουλμάνων για παράδειγμα στο Ιράν ή την Αίγυπτο* και ο Ινδουισμός φαίνεται να παίζει καλά τον ίδιο ρόλο στην Ινδία. Παρ’ όλα αυτά ο Κουμφουκιανισμός, δεν επεκτείνει εύκολα τις ηθικές του, περί αλληλεγγύης, έξω από τα οικογενειακά σύνορα. Συνεπώς, μεταξύ των Κινέζων, οι ετερόδοξες Βουδιστικές αιρέσεις καλύτερα διατήρησαν τη θρησκευτική και πολιτική κοινότητα μεταξύ των βασανισμένων χωρικών και κατοίκων των πόλεων. Απ’ όσα μπορεί κανείς να ξέρει, μπορεί να κάνουν ξανά το ίδιο αν η εκτεταμένη διάλυση της Κινέζικης αγροτικής ζωής ενταθεί όσο περισσότερο επιταχύνεται η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας.
Ο Χάντιγκτον σημειώνει ότι όταν «οι θρησκευτικές ανάγκες για εκσυγχρονισμό δεν θα μπορούν ν’ απαντηθούν με τα παραδοσιακά τους πιστεύω, οι άνθρωποι θα στραφούν σε έννοιες που ικανοποιούν το συναίσθημα». Στο σημερινό κόσμο, αυτό ανοίγει το δρόμο είτε για μουσουθλμανικές είτε για χριστιανικές ιεραποστολές -οι πιο συνηθισμένες είναι οι Προτεσταντικές, ευαγγελικές αιρέσεις για τους χριστιανούς. Για ν’ αναφερθούμε στον Χάντιγκτον άλλη μια φορά: «κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα τόσο το Ισλάμ όσο και ο Χριστιανισμός απλώθηκαν σημαντικά στην Αφρική και μια μεγάλη μετατόπιση προς το Χριστιανισμό απαντήθηκε στη Ν. Κορέα. Στις κοινωνίες που εκσυγχρονίζονται με ταχύ ρυθμό, αν η παραδοσιακή θρησκεία είναι ανίκανη να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του εκσυγχρονισμού, τότε υφίσταται η δυναμική για τη διάδοση της Δυτικής Χριστιανοσύνης και του Ισλάμ. Σ’ αυτές τις κοινωνίες, οι πιο επιτυχημένοι πρωταγωνιστές της Δυτικής κουλτούρας δεν είναι οι νέο-κλασικοί οικονομολόγοι ή οι σταυροφόροι δημοκράτες ή τα εκτελεστικά Συμβούλια των Πολυεθνικών. Είναι και πολύ πιθανόν να συνεχίσουν να είναι οι Χριστιανικές ιεραποστολές. Ούτε ο Άνταμ Σμιθ ούτε ο Τόμας Τζέφερσον θα ικανοποιήσουν τις ψυχολογικές, συναισθηματικές, ηθικές και κοινωνικές ανάγκες των αστών μεταναστών και την πρώτη γενιά αποφοίτων του γυμνασίου. Μπορεί να μην τους ικανοποιεί ούτε ο Χριστός αλλά είναι πιθανόν να έχει καλύτερη τύχη. Παρ’ όλ’ αυτά, μακροπρόθεσμα κερδισμένος βγαίνει ο Μωάμεθ. Ο χριστιανισμός εξαπλώνεται κυρίως με τον προσηλυτισμό, το Ισλάμ με τον προσηλυτισμό και την αναπαραγωγή». Οι εκτεταμένοι προσηλυτισμοί από προτεστάντες ιεραπόστολους που πραγματοποιούνται τώρα στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική μπορεί να σημαίνουν ότι οι εξωτερικές πολιτισμικές επιρροές θα έχουν αυξητικά βαθύ μετατρεπτικό αποτέλεσμα στους πολιτισμούς τους. Ο Χάντιγκτον γράφει ότι: «Η εξάπλωση του προτεσταντισμού μεταξύ των φτωχών στην λατινική Αμερική δεν είναι κατά κύριο λόγο η αντικατάσταση μιας θρησκείας από μια άλλη, αλλά μάλλον μια μεγάλη καθαρή αύξηση στην θρησκευτική δέσμευση και την συμμετοχή αφού οι κατ’ όνομα και παθητικοί Καθολικοί γίνονται ενεργοί και ευσεβείς Ευαγγελιστές».
Ακόμη κι αν έχει πει τόσα πολλά ο Χάντιγκτον δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται πολύ για το μετασχηματισμό των πολιτισμών από τις εξωτερικές εμπλοκές με ιεραποστολές ή κάποια άλλη εξωτερική επιρροή. Γι αυτό δίνει μικρή σημασία στην Αφρική και τη λατινική Αμερική όπου αυτές οι διαδικασίες είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Επίσης δεν λέει τίποτα και για τους αραβο-Ισραηλινούς πολέμους ίσως γιατί δεν είναι σίγουρος αν οι Εβραίοι ανήκουν σ’ ένα ξεχωριστό πολιτισμό ή όχι. Αυτό είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό από τη στιγμή που συγκεντρώνει την προσοχή του πρωτίστως στις διαμάχες της Δύσης με το Ισλάμ και δευτερευόντως με την Κίνα -οι δύο πολιτισμοί που πιστεύει ότι θα προκαλέσουν τη Δύση στις ερχόμενες δεκαετίες. Όπως ειπώθηκε, συστήνει συμβιβασμό με καθεμιά απ’ αυτές μέσω της διαίρεσης του κόσμου σε καλά προσδιορισμένες σφαίρες επιρροής.
Παρ’ όλα αυτά διατηρεί επίσης ελπίδες για απορρόφηση της λατ. Αμερικής από την εκσυγχρονισμένη Δύση, με τον όρο αυτό εννοεί την Β. Αμερική και την Ευρώπη. Το πως μια τέτοια πολιτική θα λειτουργούσε παραμένει ανεξερεύνητο αλλά ο Χάντιγκτον δείχνει να υποθέτει ότι ενώ οι Αμερικνοϊνδιάνικη (Amerindian) και Αφρικάνικη πολιστιστική κληρονομιά και η υπανάπτυξη πολλών Νοτιοαμερικάνικων κρατών, τις απέκλεισε στο παρελθόν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι Λατινοαμερικάνοι μπορεί να τραβηχτούν στην ακμάζουσα Δυτική τροχιά όχι μόνο μέσω του θρησκευτικού προσηλυτισμού αλλά και από συμφωνίες όπως η NAFTA.
Επομένως υπονοεί -αλλα δεν το λέει σαφώς- ότι η ασθενέστερη διείσδυση απλών κοσμικών ιδεών και αγαθών που προκύτπουν από τις καθημερινές ανταλλαγές και το εμπόριο μπορεί να έχουν σαν αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωση ταυτοτήτων και πολιτικών συγγενών σχέσεων μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών. Ακόμη, αν τον κατανοώ σωστά ο Χάντιγκτον πιστεύει πραγματικά μόνο αν λαοί Αμεριντιανικής και Αφρικανικής καταγωγής μπορούσαν να γίνουν εύκολα ελεύθερα αποδεκτοί μεταξύ των αρχουσών ελίτ της αμερικάνικης κοινωνίας, τόσο του Νότου όσο και του Βορρά -προοπτική που δεν φαίνεται πιθανή για αρκετό καιρό.
Οι ασθενέστερες, καθημερινές κοσμικές επαφές που αναφέρει ο Χάντιγκτον περνιόνται, οι οποίες επηρεάζουν κάθε κοινωνία επί προσώπου Γης είναι φυσικά αυτές που η επίσημη αμερικάνικη εξωτερική πολιτική περιμένει να επικρατήσουν. Ελεύθερες, ορθολογικές επιλογές, με σκοπό να καταφέρουν μια καλύτερη ζωή (που συνήθως μετριέται με τους αυστηρούς υλικούς όρους του αυξανόμενου εισοδήματος και της οικονομικής ανόδου) θεωρείται από τους Αμερικάνους ηγέτες ότι θα πιέσουν τόσο την ιδιωτική όσο και τη δημόσια συμπεριφορά στην κατεύθυνση της ειρήνης, του συμβιβασμού της νομιμότητας και της αμοιβαίας προσαρμογής. Ο πόλεμος και η βία που είναι εμφανή κομμάτια της κοινωνικής και ορθολογικής τάξης αντιμετωπίζονται ως θλιβερές ανωμαλίες. Όταν ένας κακός κατεργάρης μπορεί ν’ αναγνωριστεί ως υπεύθυνος για την αποδέσμευση οργανωμένης βίας, οι Αμερικάνοι θέλησαν πραγματικά μερικές φορές (σχεδόν διψασμένα) να πολεμήσουν, όπως έδειξε πρόσφατα ο Πόλεμος του Κόλπου. Τέτοιες κινήσεις είναι όμως σποραδικές και εξαιρέσεις. Αυτό στο οποίο στηρίζεται επίσημα η εξωτερική πολιτική είναι η πολλαπλότητα των ειρηνευτικών επαφών και η αργή βελτίωση των συνθηκών ζωής για όλους τους κατοίκους της Γης που υποτίθεται ότι επιφέρουν τέτοιες επαφές.
Τέτοιες ιδεές, βέβαια έχουν τις ρίζες τους στον ορθολογισμό και την παγκοσμιοποίηση του διαφωτισμού του 18ου αιώνα, όπως είναι η οικονομική θεωρία της ελεύθερης αγοράς και του ελευθέρου εμπορίου που κυριαρχεί τόσο στην εξωτερική μας πολιτική. Μήπως, τέτοιες ιδέες είναι απαρχαιωμένες και λανθασμένες όπως αναγγέλλει ο Χάντιγκτον; Η αρκετά σαθρή μου απάντηση είναι και ναι και όχι.
Ναι, ο Χάντιγκτον έχει δίκιο, γιατί ως ανθρώπινα πλάσματα όντως διαρθρώνονται από την κουλτούρα. Έπεται ότι η κληρονομιά των μεγάλων Ασιατικών πολιτισμών και των Αφρικάνικων και Amerindian κοινωνιών δεν είναι ταυτόσημη με την κληρονομιά του ευρωπαϊκού παρελθόντος. Τέτοιες διαφορές έχουν σημασία στην πολιτική και βρίσκουν την πιο φανατική τους έκφραση στη θρησκεία. Μπορεί να επηρεάζουν ακόμη και τα οικονομικά, όπως επιχειρηματολογεί ο Χάντιγκτον όταν γράφει ότι πρόσφατη οικονομική πλημμυρίδα στην Κίνα και άλλες Ανατολικές Ασιατικές χώρες -που χαρακτηρίζει ως Ασιατική επιβεβαίωση- είναι συνεπείς με τις αξίες του κομφουκιανισμού περί ιεραρχίας, συναίνεσης και αυτοπειθαρχίας.
Οι πολιτισμοί όμως είναι από μόνοι τους διαφορετικοί, με αμέτρητες εσωτερικές ρωγμές και συνεπαγόμενες προστριβές. Επιπλέον, όλες οι ανθρώπινες ομάδες σχετίζονται με τρίτους και διαμέσου των χιλιετιών τέτοιες συναλλαγές έχουν γίνει όλο και πιο σημαντικές και διεισδυτικές. Η ροή πληροφορίας, αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των πολιτισμών, έχει αυξηθεί απότομα τις τελευταίες δεκαετίες* και οι αμέτρητες ανθρώπινες συναντήσεις που συνεπάγονται, είτε είναι προσωπικές είτε απλώς ηλεκτρονικές, αφήνουν τα σημάδια τους κυριολεκτικά στον καθένα σήμερα.
Σε μέρη, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας και πρόσφατα στη Βοσνία, για παράδειγμα, μια αντίδραση στην επακόλουθη ροή διαφορετικών μηνυμάτων ήταν να δοθεί έμφαση σε πλευρές της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς και να επιβεβαιωθεί η ανωτερότητά της σε σχέση με οτιδήποτε έχουν να προσφέρουν οι «άλλοι». Κι όπως έντονα δηλώνει ο Χάντιγκτον αυτό το είδος υποχώρησης στη σπηλιά ενός γνωστού, κυρίως θρησκευτικού παρελθόντος, έχει γίνει μια αυξανόμενη λαϊκή απάντηση στις συναντήσεις με τους «άλλους» είτε στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, τη Μαλαισία είτε στις ΗΠΑ.
Πράγματι, η υποχώρηση και η κατηγορηματική επαναβεβαίωση των τοπικών συνηθειών και εθίμων υπήρξε πάντα η πρώτη στοιχειώδης και δημοφιλής αντίδραση στις καινοτομίες που απειλούν κατεστημένες αλήθειες και ρυθμούς της ζωής. Μέσα όμως στην ανθρώπινη ιστορία οι περιστασιακές προσπάθειες που έγιναν από δημιουργικές μειοψηφίες να δανειστούν ξένες ιδέες και πρακτικές, να τις προσαρμόσουν σε τοπική χρήση, υπήρξαν πολύ πιο σημαντικές* αυτές οι προσπάθειες, όταν ήταν επιτυχείς- και μόνο περιστασιακά συνέβη αυτό- επέτρεψαν τη διάδοση και ανάπτυξη νέων ικανοτήτων.
Η μουσουλμανική μαεστρία και επεξεργασία των ελληνικών μαθηματικών επιτευγμάτων και ο μεταγενέστερος δανεισμός και επιπλέον επεξεργασία των ίδιων επιτευγμάτων από τους Ευρωπαίους μετά τον 13ο αιώνα είναι ένα ζωντανό παράδειγμα τέτοιων συναλλαγών. Το καθαρό αποτέλεσμα του πετυχημένου δανεισμού και της προσαρμογής ήταν να αυξηθεί ο ανθρώπινος πλούτος και ηδύναμη με μεγάθυνση της θέσης μας στο οικοσύστημα. Αυτό, τελικά είναι και πάντα υπήρξε το κεντρικό φαινόμενο της ανθρώπινης ιστορίας.
Η υποχώρηση σ’ ένα τοπικό πολιτισμικό παρελθόν -ακόμη κι όταν είναι ένα ανοικοδομημένο παρελθόν που δεν υπήρξε πριν- μπορεί πράγματι να στηρίξει την τοπική ηθική και λογική σε στιγμή δυσκολιών. Όταν όμως η απορρέουσα οχυρωματική λογική υπαγορεύει ένα συστηματικό……….., ή απελευθερώνει………….οι ιδέες και δεξιότητες ξένων άνθρωποι και οι κουλτούρες που έχουν υπό την διαταγή τους, το τελικό αποτέλεσμα είναι να μείνουν καταστροφικά πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο. Ξεκινώντας στις αρχές του 19ου αιώνα, ακόμη κι ένας πολιτισμός τόσο τεράστιος και πετυχημένος όπως ο Κινέζικος είχε να αντιμετωπίσει αυτό το δύσκολο γεγονός. Ο Κινέζικος λαός έχει ακόμη να ξανακερδίσει από το συνεπαγόμενο σοκ, την αυτοεκτίμησή του.
Αν ένα κράτος ή ένα μπλοκ κρατών πρόκειται να έχει μακρόχρονη επιτυχία, η πολιτιστική συνέχεια, πρέπει με κάποιο τρόπο να έρθει σ’ επαφή με πολύ προσοχή, με χρήσιμες καινούριες ιδέες, πρακτικές και Τεχνολογίες προερχόμενες από πάνω. Στην πρώιμη σύγχρονη εποχή, οι Ευρωπαίοι το κατόρθωσαν και ως εκ τούτου κατάφεραν να έχουν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Με τον καιρό, όταν καθένας από τους μεγάλους Ασιατικούς πολιτισμούς έψαχνε να ελαχιστοποιήσει τις ενοχλητικές επαφές με εξωτερικά στοιχεία οι Ευρωπαίοι συνέχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους ενώ ταυτόχρονα εξερευνούσαν τον υπόλοιπο κόσμο με διψασμένη ακούραστη απληστία τόσο για υλικό κέρδος όσο και για διανοητική κατανόηση. Σαν αποτέλεσμα αυτού, η Δύση εξαπλώθηκε και άλλαξε τον εαυτό της ξανά και ξανά. Και απ’ όσο μπορώ να πω οι ταραχώδεις αντίθετες επιδιώξεις, συντελώντας στην παρατεινόμενη καταστροφή και ανανέωση του δυτικού Πολιτισμού, παραμένουν τόσο ζωντανές και βασανιστικές όσο ποτέ. Οι επίκαιρες προσπάθειες να γίνει συμπαγής η Ευρώπη και παράλληλα να καταπολεμηθεί μια τέτοια ένωση είναι ένα παράδειγμα αυτού του είδους της ενεργητικής, φιλόνικης ανάπτυξης με συνέπειες που κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά. Η σκοτεινή αντίληψη του Χάντιγκτον για την παρακμή της Δύσης μπορεί απλώς να εκλαμβάνει λανθασμένα τον αυξανόμενο πόνο ως επιθανάτια οδύνη. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά;
Στη διαδικασία της αξιολόγησης των απόψεων του Χ. μου ήρθε στο νου πως ό,τι συμβαίνει παγκόσμια σήμερα μοιάζει με την ευρωπαϊκή εμπειρία την εποχή της αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης. Στη Δυτική Ευρώπη εκείνης της εποχής, ο υλισμός της Αναγέννησης βρέθηκε σε αξιοθρήνητη κατάσταση απέναντι στην αναζωογονημένη Χριστιανική πίστη* κι αυτό έγινε την εποχή που οι αγροτικές κοινότητες ενσωματώθηκαν σε δίκτυα αγορών που κατέστρεψαν την αλληλεγγύη του χωριού και διέλυσαν τους ηθικούς κανόνες που επικρατούσαν. Οι θρησκευτικές διαμάχες έλιωσαν από μακριά, τις πιο δυνατές λαϊκές και πολιτικές αντιδράσεις* η εμφάνιση όμως του Αναγεννησιακού ύφους της κοσμικής ορθολογικότητας δεν καταπνίγηκε ποτέ τελείως, ακόμη και μεταξύ των πιο παθιασμένων θεολόγων.
Μπορεί να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σε παγκόσμια κλίμακα, όσο η χιλιετηρίδα φτάνει στο τέλος της. Η ενεργητική θρησκευτική επαναβεβαίωση ή ο προσηλυτισμός σε νέα (συχνά επιτακτικά) θρησκευτικά πιστεύω εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα. Την ίδια στιγμή, οι παραδοσιακές κοινότητες του χωριού, δεν εξασφαλίζουν πια έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής για την πλειοψηφία των ανθρώπινων όντων, όπως συνέβαινε πάντα πριν στην πολιτισμένη ιστορία. Συναισθηματικά τεράστιες θρησκευτικές αιρέσεις, είτε είναι ισλαμικές είτε χριστιανικές δεν μπορούν ν’ αναπαράξουν τις αξίες και την κοινωνική αλληλεγγύη των κοινοτήτων των χωριών στο σύνολό τους* παρέχουν όμως ηθική καθοδήγηση και αμοιβαία υποστήριξη για τα μέλη τους ακόμη και, ή ειδικά, για τους χιλιάδες που έχουν μεταναστεύσει από τα φτωχά χωριά στις φτωχοσυνοικίες των πόλεων, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Οι ίδιες όμως εντεταμένες επικοινωνίες που έχουν διεισδύσει στα χωριά του κόσμου, κάνοντας αδύνατη πρακτικά την αυτάρκεια, στηρίζουν επίσης ένα ακόμη πιο πυκνό δίκτυο συναλλαγών μεταξύ των πολιτισμών. Αυτοί που αναγκάζονται σε μια τέτοια επικοινωνία, εκτίθενται θέλοντας και μη στον υπόλοιπο κόσμο. Οι ιδέες και οι συμπεριφορές επηρεάζονται αναπόφευκτα* και τα ίδια συμφέροντα στην συνέχιση αυτών των συναλλαγών μεγαλώνουν. Συνυπάρχουν αδέξια με την ανάγκη των εκτοπισμένων και ξεριζωμένων ανθρώπων για μια ασφαλή ηθική κοινότητα, ριζωμένη στην τοπική θρησκευτική επιβεβαίωση ή τον προσηλυτισμό. Και όντας τόσο θρησκευόμενοι όσο οι αντίπαλοι της Μεταρρύθμισης που χρησιμοποίησαν τις Τεχνικές και τη ρητορική και ιστορική κριτική της Αναγέννησης για να ενδυναμώσουν τη δική τους εκδοχή της αλήθειας που σώζει, έτσι κάνουν και στην εποχή μας οι θρησκευτικοί φονταμενταλιστές και εκμεταλλεύονται τις Τεχνικές της μαζικής επικοινωνίας για να προπαγανδίσουν τα μηνύματά τους και να τα προσαρμόσουν στις ανάγκες του ακροατηρίου τους.
Αυτός ο παραλληλισμός δεν είναι ακριβώς καθησυχαστικός. Περισσότερο από ένας αιώνας βίαιων πολέμων, θρησκευτικών πολέμων ήταν το τίμημα που πλήρωσαν οι Ευρωπαίοι για τη διάλυση της ηθικής που στηριζόταν στην αγροτική ζωή που προκλήθηκε από την αύξηση διατοπικών σχέσεων αγοράς. Ενόψει της καταστροφικότητας των σύγχρονων όπλων, ο κόσμος μας μπορεί μόλις και μετά βίας ν’ αντέξει ένα τέτοιο θυελλώδες πέρασμα στο μέλλον. Η άποψη του Χ. όμως, ότι οι εμπλοκές μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών μπορούν να είναι διαχειρίσιμες αν όλα τα μέρη σεβαστούν το ένα τις διαφορές του άλλου και αναγνωρίσουν σφαίρες επιρροής ανάλογες με τις διακυμάνσεις της προγραμματικής ισχύος, είναι αρκετά πειστική. Δηλαδή, έτσι η Σοβιετική Ένωση και η συμμαχία του ΝΑΤΟ επιβίωσαν από την πενηντάχρονη αντιπαράθεσή τους. Με τύχη, η ανθρωπότητα, μπορεί να συνεχίσει να τα καταφέρνει κουτσά-στραβά, παρ’ όλους τους θρησκευτικούς κινδύνους τις πολιτισμικές διαμάχες και την εξάπλωση των όπλων.
Αν γίνει έτσι, σ’ αυτά τα δίκτυα παγκόσμιων επικοινωνιών και οι συναντήσεις μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών που τα δίκτυα αυτά συντηρούν αξίζει μια πίστωση χρόνου. Ίσως, να εμφανιστούν νέες μη αντιμετωπίσιμες μορφές ηθικής κοινότητας για να συναντήσουν τις ανάγκες των χαμένων ψυχών έρμαιοι των πόλεών μας. Κι όταν θυμόμαστε την καριέρα και την επιρροή του Αντρέι Ζαχάρωφ, μπορούμε λογικά να ρωτήσουμε αν η επαγγελματικές κοινότητες δεν μπορούν να επιτύχουν αρκετή παγκόσμια συνεκτικότητα για να ρυθμίσουν τους πολιτικούς ανταγωνισμούς.
Γενικά η ανθρώπινη εφευρετικότητα είναι αμείωτη και στην εποχή μας είναι έντονη η ανάγκη για νέες μορφές συλλογικότητας.