Συγγραφέας: Χρήστος Γιανναράς
Θα μου επιτρέψετε να υπογραμμίσω ξεκινώντας ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ σεβαστό μέγεθος στο Διεθνή χώρο. Να μη δοθεί η εντύπωση -εμένα θα μου ήταν λύπη αν δίναμε σήμερα το βράδυ την εντύπωση ότι ο Χάντιγκτον είναι ένα είδος ολίγον επιπόλαιου Πανεπιστημιακού καθηγητή της Αμερικής ή στρατευμένου ή δευτεροκλασάτου ή δεν ξέρω τι άλλο. Και μόνον η απήχηση και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τα δύο του άρθρα νομίζω ότι δείχνουν ότι για ποικίλους λόγους -που πιθανόν να μην αναφέρονται όλοι στο μέγεθος της επιστημονικής του συγκρότησης ή της αναλυτικής του ιδιοφυΐας παρ’ όλο ότι τα άρθρα του απ’ όσο μπορώ να κρίνω είναι πολύ καλά γραμμένα. Εννοώ από πλευράς συγκρότησης και δομής. Οι αντιδράσεις και οι απηχήσεις που είχαν τα άρθρα του στο διεθνή χώρο νομίζω, δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον που πρέπει να τον υπολογίσουμε ως συνομιλητή. Θα έλεγα ότι η πρότασή του σε μια τελείως απ’ έξω οπτική -δεν ξέρω τι σημαίνει απ’ έξω* αντικειμενική, θέλω να τα’ αποφύγω- σε μια αντικειμενική, τέλος πάντων, οπτική η πρότασή του έχει κάτι το ιδιοφυές. Το πρόβλημα του Πολιτισμού δεν ετέθη, νομίζω, για τον δυτικό Κόσμο, για τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο χώρο για πρώτη φορά με τον Χάντιγκτον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες -οργανωτικές προσπάθειες- για τη δημιουργία ενός ιδεολογικού μετώπου έναντι, την εποχή εκείνη, του μαρξιστικού-κομμουνιστικού μετώπου αρχίζει το 1920 με την προσπάθεια προσέγγισης των Χριστιανικών Εκκλησιών -την περίφημη Οικουμενική Κίνηση- η οποία έχει τις αφετηρίες της ή μάλλον ένα ενεργό στήριγμα -και κυρίως οικονομικό- στην Αμερική. Επισημαίνω τους σταθμούς. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση των Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη και την ιδεολογία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, χριστιανο-ευρωπαϊκού Πολιτισμού, έναντι του άθεου Σοβιετικού Μπλοκ. Νομίζω ότι με αυτά τα δύο προηγούμενα μπορούμε να δούμε και το ιδιοφυές -έστω σε εισαγωγικά- της πρότασης του Χάντιγκτον αλλά βέβαια και την ευλυγισία και ασυνέπεια της προβληματικής.
Σήμερα το Πανχριστιανικό μπλοκ έναντι του άθεου κομμουνιστικού μπλοκ δεν μας χρησιμεύει, έχει λείψει ο αντίπαλος – μπορούμε να αρχίσουμε να ξαναβρίσκουμε τις μεταξύ μας διαφορές.
Στην απήχηση και στη γονιμότητα που είχαν τα άρθρα του θα μπορούσα να αναφέρω – και δεν είναι δική μου γνώμη- το έχω διαβάσει κι εγώ σε σχετικούς αναλυτές, μπορούμε να αποδώσουμε στο διεθνή Τύπο και κυρίως στις μεγάλες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές εφημερίδες -εμφανέστατο από το ’93 και μετά- αντισερβικό και ανθελληνικό πολεμικό χαρακτήρα. Θα άξιζε απόψε να είχαμε κάποιον που να έχει μελετήσει το θέμα και να μας παρουσιάσει αποσπάσματα κυρίως του αμερικάνικου Τύπου τα οποία είναι πραγματικά μια έκπληξη για τη μαχητικότητά τους έναντι των Σέρβων και έναντι των Ελλήνων .
…Αυτός είναι ένας πρώτος κύκλος που ήθελα να τονίσω. Ο δεύτερος είναι ότι αισθάνομαι -εδώ μιλώ για ένα αίσθημα προσωπικό- ότι εμείς οι Έλληνες, οι σημερινοί, θα έπρεπε να είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες στον Χάντιγκτον. Και τούτο διότι η πρόκληση την οποία μας απηύθυνε είναι καίρια, γονιμότατη. Διανοείσθε την έκπληξη της ελληνικής προοδευτικής διανόησης, εννοώ αυτής που αρχίζει από τον Κοραή και κυριαρχεί μέχρι σήμερα στη δημόσια ζωή μας, όταν εμφανίζεται κάποιος τόσο διάσημος και με τέτοια εμβέλεια λόγου να πει ότι το χαρακτηριστικό μας στοιχείο είναι η Ορθοδοξία και αυτή ως πολιτιστικό στοιχείο καθορίζει την πολιτική μας θέση και τη θέση μας στο διεθνή χώρο. Δηλαδή ένας τελείως περιφρονημένος παράγων ή αν θέλετε ένας παράγων τον οποίο έχουμε κάνει ως κοινωνία και κράτος απεγνωσμένες προσπάθειες 170 χρόνια να τον δούμε τελείως ως δευτερεύοντα, ως κάτι το φολκλορικό ή κάτι το -τέλος πάντων- όχι καίριας σημασίας για τη ζωή μας, ένας ξένος μελετητής το φέρνει και το προβάλλει ως στοιχείο ταυτότητας και με βάση το στοιχείο αυτό πλέον μας κρίνει και μας κατατάσσει. Η πρόκληση είναι πολύ καίρια και είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η μόνη αθηναϊκή εφημερίδα -απ’ όσο ξέρω γιατί δεν τις διαβάζω όλες- που είδα ν’ αφιερώνει ένα ολόκληρο «σαλόνι», όπως λέμε, στο θέμα επιστράτευσε αρθρογράφους οι οποίοι μου έδωσαν εμένα -πιθανόν να σφάλω- την εντύπωση μιας τέλειας αμηχανίας. Δεν έχουμε τι να πούμε πάνω σ’ αυτή την πρόκληση και συζητάμε το αν κατά πόσο πράγματι μια σύγκρουση πολιτισμών είναι ενδεχόμενη ή κατά πόσο πράγματι η οπτική του Χάντιγκτον μπορεί να αποτελέσει κατευθυντήρια γραμμή στις Διεθνείς Σχέσεις. Βέβαια θα ‘λεγε κανείς ότι η συλλογιστική του Χάντιγκτον δικαιώνει τη στάση της προοδευτικής -όπως είπα- ελληνικής διανόησης από τον Κοραή και μετά, η οποία ισχυρίζεται με επιχειρήματα -τα οποία είναι πάρα πολύ σοβαρά και σεβαστά- ότι το στοιχείο της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού είναι αυτό ακριβώς που μας εμποδίζει στον εξευρωπαϊσμό μας και επομένως εφ’ όσον 170 χρόνια τώρα με όλες αυτές τις εκκλήσεις και τις επικλήσεις της παράδοσής μας, της ελληνικότητας, του ελληνότροπου πολιτισμού μας κ.λπ. δεν έχουμε κατορθώσει τα στοιχειώδη, να έχουμε μια στοιχειωδώς λειτουργούσα δημόσια διοίκηση, να έχουμε ένα πολιτικό βίο ο οποίος να είναι στοιχειωδώς ορθολογικός, δεν έχουμε κατορθώσει, για να μην μπω και στα πιο λαϊκά επιχειρήματα, δεν έχουμε κατορθώσει να κάνουμε μια σωστή σειρά στο λεωφορείο ή δεν έχουμε κατορθώσει να λειτουργούν τα ταχυδρομεία και τα τηλέφωνα.
Εφ’ όσον 170 χρόνια με όλη αυτή την παραδοσιαλατρεία δεν το έχουμε κατορθώσει ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά να γίνουμε συνεπώς ένα έθνος ευρωπαϊκό, με συνέπεια ένα Κράτος Ευρωπαϊκό έστω ένα Βέλγιο, μια Ολλανδία.
Να μπορεί να λειτουργεί και η Ελλάδα αποδοτικά στο σημερινό κόσμο. Αυτή είναι η λογική τους και έρχεται να ενισχυθεί κατά τούτο από τον Χάντιγκτον ο οποίος μας αποδίδει στοιχεία πολιτισμού τα οποία δεν έχουμε.
Αυτή η ιδιαιτερότητα της ορθόδοξης παράδοσης η οποία του επιτρέπει να μας κατατάσσει μαζί με το Ισλάμ, σε χώρες οι οποίες δεν έχουν εθιστεί, στην προτεραιότητα των ατομικών δικαιωμάτων, στο σεβασμό των κοινοβουλευτικών θεσμών, στην αποδοτικότητα και την οργάνωση της εργασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Αυτά, πράγματι λειτουργούν αλλά δεν λειτουργούν λόγω του γεγονότος επειδή η μίμηση, ο μεταπρατισμός μας δεν έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί ν’ αναπληρώσει ιστορικούς εθισμούς, ανεπίγνωστους, ασυνείδητους που πράγματι πολλές φορές έχει κανείς την αίσθηση ότι δεν μας επιτρέπουν να συμφιλιωθούμε μ’ αυτήν την αδιαφοροποίητη εξίσωση των ατόμων, με αυτήν την απολύτως ορθολογική, μηχανιστική αντίληψη των παραγωγικών σχέσεων, με αυτήν την χρησιμοθηρική και πρακτικιστική λειτουργία της πολιτικής. Πρόκειται όμως, η για εθισμούς ενώ στην πράξη και στην θεωρία σ’ ένα ποσοστό, εάν η θεωρία δεν είναι βέβαια κάποιοι περιθωριακοί διανοούμενοι, αλλά είναι ας πούμε τα σχολικά μας βιβλία, η εκπαίδευση δεκαετίες τώρα, η εν συνεχεία η επίσημη διανόηση. Επίσημη, εννοώ, η καθιερωμένη, η προβαλλόμενη. Εάν όλοι αυτοί, κάνουν τέτοια τεράστια προσπάθεια να απεμπολήσουν την ορθόδοξη πολιτιστική ιδιαιτερότητα, παρ’ όλη αυτή την προσπάθεια δεν έχουν κατορθώσει να εξαλείψουν τους εθισμούς τους ιστορικούς του λαού, τότε το πρόβλημα γίνεται πάρα πολύ περίπλοκο, και η λύση του Χάντιγκτον σε καθαρά επίπεδο στρατηγικής αποδεικνύεται αρκετά ελλιπής. Με άλλα λόγια θα μπορούσε να συγγράψει κανείς ένα μελέτημα που να απαντάει στον Χάντιγκτον και να δείχνει ότι εδώ έχουμε κάτι πολύ περιπλοκότερο από το απλουστευτικό του σχήμα. Δεν έχουμε ένα φονταμενταλισμό τύπου ισλαμικού ο οποίος να καιροφυλακτεί και να ετοιμάζει μια θεοκρατία, αλλά έχουμε ένα κοινωνικό σώμα το οποίο επαναλαμβάνει από τη Βαυαροκρατία και μετά, με κάθε τρόπο επισήμως πέρα των περιθωριακών περιπτώσεων, επαναλαμβάνω, προσπαθεί να εκδυτικιστεί και δεν μπορεί και δεν το κατορθώνει. Λοιπόν το πρόβλημα είναι πολύ πιο περίπλοκο. Σημειώστε εδώ πέρα σε παρένθεση τη σημασία που έχει το γεγονός ότι οι αντιθέσεις στο διεθνή χώρο, αντιθέσεις πολιτισμών, τις βασίζει ο Χάντιγκτον στη θρησκευτική διαφοροποίηση κι αυτό έχει κάποια σημασία διότι έρχεται να υπενθυμίσει ότι αυτό που λέμε πολιτισμός και που πάρα πολύ ωραία μας θύμισε ο Κώστας ο Ζουράρις ότι είναι τα συμφωνημένα υπονοούμενα, είναι μια νοηματοδότηση της ύπαρξης του κόσμου, της ιστορίας -όχι συνειδητή σε όλους, ούτε οπωσδήποτε με επίγνωση- αλλά η οποία λειτουργεί, λειτουργεί στο κοινωνικό σώμα για να ιεραρχεί τις ανάγκες των ανθρώπων. Αυτή η νοηματοδότηση εμπεδώνεται θα ‘λεγε κανείς κοινωνικά μόνο μέσα από τις θρησκείες, οι οποίες εξασφαλίζουν αυτή τη λαϊκή βίωση των αφετηριακών νοηματοδοτήσεων.
Το επόμενο στοιχείο για το οποίο νομίζω πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Χάντιγκτον, είναι το γεγονός ότι μας θυμίζει επιτέλους, την σχέση της σημερινής Ευρώπης, της νεότερης Δύσης, Κεντρικής-Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής με τον ελληνισμό, κυρίως με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Είναι πραγματικά απορίας άξιο ότι στην Ελλάδα ακόμα σήμερα, ζούμε με το παραμύθι ότι η Δύση θεμελιώθηκε σε ελληνικές ρίζες. Δεν ξέρω αν αντιληφθήκατε προ ημερών, ένα πολύ σεβαστό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, βγήκε έξαλλα σε μια εφημερίδα να μου καταλογίσει ότι διαστρεβλώνω την ιστορική πραγματικότητα όταν λέω ότι η Δύση, ιστορικά, για λόγους καθαρά πολιτικής ανάγκης, θεμελιώθηκε σε μια αντιπαλότητα προς τον ελληνισμό στο «Contra errores Grecorum». Από κει και πέρα, σε κάθε αντιπαλότητα λειτουργεί μια ανάγκη σφετερισμού. Και βέβαια εμφανίζει ότι είναι η μόνη διάδοχος της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την Αναγέννηση και εν συνεχεία των γραμμάτων, με τον ουμανισμό, τον νεοκλασικισμό κ.λπ. Βεβαίως το εμφανίζει. Αλλά η αφετηρία, η ρίζα είναι αντιπαλότητα και εν συνεχεία σφετερισμός δηλαδή μια προσαρμογή του ελληνικού προσλήμματος στις δυτικές προδιαγραφές της ατομοκρατίας και νοησιαρχίας με αποτέλεσμα μια ελληνικότητα σε εισαγωγικά στη Δύση με αντεστραμμένους τους όρους της ελληνικής της προέλευσης. Όση σχέση έχει ο Αριστοτέλης, με τον Αριστοτέλη του Θωμά του Ακινάτη, νομίζω μπορεί να το δει και ένας επιπόλαιος ακόμη αναγνώστης των δύο κειμένων κ.λπ, κ.λπ. Λοιπόν, μας θύμισε ο Χάντιγκτον αυτό το πρόβλημα το οποίο επιτέλους εάν δεν λυθεί, δεν μπορεί αυτός ο τόπος ν’ αποκτήσει αυτογνωσία, γιατί τι θα πει αυτοσυνειδησία και πολιτιστική ταυτότητα, θα πει ιεράρχηση των αναγκών του και πολιτική πράξη η οποία να ανταποκρίνεται σε αυτή την ιδιαιτερότητα των αναγκών. Δεν μπορεί να ελπίζει σε αποδοτικό πολιτικό βίο, ούτε σε κοινωνικούς θεσμούς, εάν δεν λύσει αυτούς τους θεμελιακούς κόμβους. Ο Χάντιγκτον λέει στο 2ο άρθρο του, του περασμένου μήνα, πολύ απλά, πολύ ωμά μάλλον, ότι η Δύση είναι ο κληρονόμος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Βέβαια και ο ορθόδοξος και ο ισλαμικός πολιτισμός κάτι κληρονόμησαν απ’ την αρχαία Ελλάδα, αλλά καμιά σύγκριση με αυτό που κληρονόμησε η Δύση. Δηλαδή, η Δύση είναι ο κληρονόμος, εμείς είμαστε απλώς κάτι ρετάλια, απομείνανε εκεί για μας. Αυτό δεν είναι προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Αυτά είναι συναισθηματισμοί, αυτά είναι προκλήσεις για να συνειδητοποιήσουμε επαναλαμβάνω τους κόμβους εκείνους, τα κλειδιά εκείνα που θα επιτρέψουν να λειτουργήσει πολιτική, διπλωματία, διεθνείς σχέσεις σ’ αυτόν τον τόπο και να τελειώσω λέγοντας η πρόκληση του Χάντιγκτον δεν μπορεί να παραμείνει απλώς ένα στοιχείο θεωρητικού προβληματισμού. Η προβληματική του είναι πολιτική προβληματική και ο κος Στοφορόπουλος εξέφρασε σαφώς τις συνέπειες, τις έμπρακτες, που βγάζει, πρέπει να φύγει η Ελλάδα και η Τουρκία από το ΝΑΤΟ, πρέπει το ΝΑΤΟ να είναι ένας στρατιωτικός σχηματισμός ο οποίος θα υπερασπιστεί τις αρχές και αξίες του Δυτικού Πολιτισμού. Πρέπει να διαχωριστεί ο δυτικός πολιτισμός από τη διεθνοποιημένη σήμερα χρήση των προϊόντων του. Δεν σημαίνει ότι όταν πίνουμε Coca Cola και φοράμε blue-jeans, μετέχουμε στο δυτικό πολιτισμό. Ο δυτικός πολιτισμός είναι για τους λίγους και τους συγκεκριμένους, ότι πρέπει να απαγορευτεί η είσοδος μεταναστών πλέον στις δυτικές χώρες για να σωθεί η πολιτιστική, άραγε μόνο, ή και η εθνοφυλετική ομοιογένεια των δυτικών κρατών κ.λπ., κ.λπ. Ο προβληματισμός του είναι πολιτικός, εκφράζει, βασίζεται δυστυχώς σε μια πολύ επιπόλαιη ιστορική βάση, η οποία όμως βάση είναι αποκαλυπτική για μας, γιατί είναι το γενικό ιστορικόbackground που έχει ο μέσος δυτικός άνθρωπος θα τολμούσα να πω, αν η γενίκευσή μου δεν είναι αυθαίρετη και την οποία με συγχωρείτε πάρα πολύ, έχει και ο μέσος Έλληνας. Από τους ακαδημαϊκούς μας μέχρι τη βάση δηλαδή αυτό: «η Δύση, αυτή έχει τον πολιτισμό, εμείς είμαστε απόγονοι, αυτό πιστεύουμε και μας χρωστούν οι Δυτικοί τις ρίζες τις οποίες πήραν από εμάς» και όλα τα σχετικά συναφή, επομένως τα δυο διλήμματα τα οποία έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία και η ελληνική πολιτική κατά συνέπεια, είναι: ή θα συνεχίσει την πορεία των 170 χρόνων, μιας βαθύτατης μέχρι τα μύχια μειονεξίας με αποτέλεσμα το μεταπρατικό χαρακτήρα και της κοινωνίας και της πολιτικής και την υποταγή επομένως, φράση που είπε ο κ. Στοφορόπουλος από την συνέντευξη του Υπουργού Εξωτερικών, ήταν ανατριχιαστική νομίζω κυριολεκτικά, αυτή η αυτονόητη υποταγή στη Δύση ή θα διερωτηθεί εάν η ταυτότητα, η όποια ταυτότητα, όχι αυτή που μας αποδίδει ο Χάντιγκτον αλλά αυτή η οποία επιβιώνει έστω και ως λανθάνον εθισμός στο κοινωνικό μας σώμα, αυτή η ταυτότητα εάν αξίζει να την υπερασπιστούμε, εάν προσφέρει στον Έλληνα μια ποιότητα ζωής, που χωρίς αυτήν δεν έχει νόημα η ζωή του και άρα στη θέση της υποταγής πρέπει να μπει η αντίσταση. Αντιστέκεται κανείς όχι για λόγους ποδοσφαιρικούς, όχι γιατί εθίγει το φιλότιμο της ομάδας του, αντιστέκεται και είναι έτοιμος να θυσιαστεί, να πολεμήσει, να πεθάνει όταν δεν μπορεί να ζήσει χωρίς κάποιο στοιχείο που απειλούν να του το πάρουν. Λοιπόν, αυτά τα διλήμματα, το μαχαίρι νομίζω έχει φθάσει στο κόκαλο, πρέπει να λυθούν και πιστεύω ακράδαντα ότι δεν πρόκειται να λυθούν.