Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς
Άρνηση διαπραγμάτευσης των δυτικο-ευρωπαίων με την νόμιμη κυπριακή κυβέρνηση, σκανδαλώδης υποστήριξη της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, παράκαμψη των κοινοτικών οργάνων της Ε.Ε. για απ’ ευθείας συνομιλίες του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου με την Τσιλέρ, έμμεση υποστήριξη από την Wall Street Journal των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο, μέχρι και την Κρήτη, σιγοντάρισμα της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο, κ.λπ. κ.λπ. Γιατί, αναρωτιέται, με ειλικρινή απορία συχνά, ο Έλληνας πολίτης; Πώς είναι δυνατόν η «πολιτισμένη» Δύση να επικροτεί, ή έστω να συγκαλύπτει, τις τουρκικές αγριότητες στην Κύπρο ή να ενθαρρύνει την Άγκυρα στις βλέψεις κατά της Ελλάδας, που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε πόλεμο; Και η ερμηνεία που συνήθως δίνεται από τους σοβαρούς αναλυτές -και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται ακόμα και εκείνοι του ‘Άρδην’– είναι πως η Δύση ενισχύει την Τουρκία με τέτοια «συνέπεια» και φανατισμό, διότι η Τουρκία αποτελεί σύμμαχο σημαντικότερο από την Ελλάδα, μεγάλη αγορά, στήριγμα στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, κλπ. κλπ. Έτσι για παράδειγμα γράφει ο Κ. Αγγελόπουλος στην Καθημερινή της Πέμπτης 27ης Φεβρουαρίου, για την αναμονή 90 λεπτών στην οποία υποχρέωσε η Τσιλέρ τον Άγγλο διαπραγματευτή σερ Ντέϊβιντ Χάνι, «Πόσα δεν ανέχεται κανείς για να συμβάλλει στην καταπολέμηση του ισλαμισμού στην Τουρκία…»
Κατά συνέπεια η πολιτική της Ελλάδας θα πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυσή της στην περιοχή και στα πλαίσια της Δύσης, στην οικονομική ανασυγκρότηση, στην «ρεαλιστικότερη» προσέγγιση των συμμαχιών μας, στην υπενθύμιση των κινδύνων της υποστήριξης μιας ισλαμικής Τουρκίας, κλπ. κλπ. για να «πείσουμε» ίσως τους συμμάχους πως είτε δεν αξίζει να στηρίζουν την Τουρκία -τουλάχιστον μονομερώς- είτε πως εμείς αποτελούμε καλύτερο «οικόπεδο» και πιστότερο στρατηγικό σύμμαχο.
Όμως όσο πολλαπλασιάζονται αυτά τα κρούσματα και αν τα συνδυάσουμε με την σκανδαλώδη υποστήριξη των δυτικών στους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων, ακόμα και στις πιο παράλογες απαιτήσεις τους έναντι της Ελλάδας, ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε αυτή την αντίληψη. Ίσως η δυτική υποστήριξη προς την Τουρκία δεν είναι απλώς επιλογή του ισχυρότερου και του καλύτερου χωροφύλακα αλλά ίσως αγγίζει τα όρια της υποκίνησης.
Μήπως είχε δίκιο το ΚΚΕ; (!)
Επί πολλά χρόνια η σύμβαση της ελληνικής αριστεράς επέμενε να φορτώνει την τουρκική πολιτική στους Αμερικάνους και τους υπόλοιπους δυτικούς «συμμάχους». Οι Αμερικανοί βρίσκονταν εν τέλει πίσω από τους επιθετιστές και επεκτατιστές της Άγκυρας, για πολλούς και ποικίλους λόγους. Γιατί θέλουν «τα πετρέλαια του Αιγαίου», γιατί θέλουν να πουλάνε όπλα στους αντιμαχόμενους και από τις δύο όχθες του Αιγαίου, γιατί θέλουν να εφαρμόζουν την πολιτική του «διαίρει και βασιλεύε», γιατί… κλπ. κλπ. Κατά συνέπεια το αίτημα της αριστεράς και κατ’ εξοχήν του Κ.Κ.Ε. -μη εξαιρούμενων των αριστεριστών- ήταν σαφές: «Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, εμπρός για ανεξαρτησία», «φιλία των λαών», και άλλα εμετικά παρόμοια. Όσοι δε για χρόνια ολόκληρα επιμέναμε -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60- πως η Τουρκία αποτελεί αυτοτελώς επεκτατική δύναμη, πως θα πρέπει να αντισταθούμε στον τούρκικο φασισμό κλπ.- θεωρούμασταν στην καλύτερη περίπτωση «εθνικιστές».
Σήμερα που ο τουρκικός επεκτατισμός είναι πλέον τόσο απροκάλυπτος, ώστε ακόμα και το ΚΚΕ μιλάει για τουρκικό σωβινισμό -και μόνον ο Κύρκος, μια μερίδα του αριστερισμού και των αναρχικών, η «διανόηση» των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και οι αρθρογράφοι της Ελευθεροτυπίας και του Βήματος, τολμούν ακόμη να ψελλίζουν τα περί ελληνοτουρκικής φιλίας και ελληνικού εθνικισμού- η στάση των δυτικών «εταίρων» μας και ιδιαίτερα των Ευρωπαίων μας κάνει να αναρωτιόμαστε μήπως εν τέλει είχε δίκιο το… ΚΚΕ, αν όχι σε ότι αφορά τα περί «ελληνοτουρκικής φιλίας», αλλά στα περί δυτικής υποκίνησης!
Γιατί πράγματι, όσο και εάν η Τουρκία αποτελεί σημαντικό και στρατηγικό σύμμαχο για τη Δύση, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί η δυτική στρατηγική μόνο και μόνο εξ αιτίας της ανάγκης προσεταιρισμού της Τουρκίας. Θα πρέπει να ψάξουμε πιο πέρα, στα ίδια τα κίνητρα της Δύσης και των συγκεκριμένων δυνάμεων, για να ερμηνεύσουμε την πολιτική της. Θα πρέπει να φωτίσουμε τον πρωτογενώςανθελληνικό χαρακτήρα της σημερινής δυτικής πολιτικής και να πάψουμε να εξαντλούμαστε σε μια προσπάθεια δευτερογενούς ερμηνείας.
Ο δυτικός «ανθελληνισμός»
Πράγματι από τις αρχές τις δεκαετίας του ’80, ιδιαίτερα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τη στάση του, τόσο μέσα στο ΝΑΤΟ σε σχέση με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας όσο και απέναντι στους Άραβες, τους Παλαιστινίους, τη Λιβύη κλπ., αρχίζει η Ελλάδα να θεωρείται λιγότερο ασφαλής σύμμαχος για τη Δύση και να γίνεται ύποπτη ακόμα και για συνεργασία με το Ανατολικό στρατόπεδο και τις μυστικές του υπηρεσίες.* Και ο κύκλος θα κλείσει με την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την Γιουγκοσλαβική κρίση. Η Ελλάδα πλέον δεν χρειάζεται ως δύναμη αποτροπής της Σοβιετικής Ένωσης αλλά αντίθετα γίνεται ύποπτη επί φιλοσοβιετισμώ και φιλορωσικά αισθήματα. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται μια πολιτική σταδιακής αποξένωσης της Ελλάδας από την «δυτική» κοινότητα και αυτό παρά την φιλοδυτική στροφή του ΠΑΣΟΚ και όλων των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων.
Η Ελλάδα αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως οιονεί «εχθρική» δύναμη από το γερμανικό και αγγλικό κατεστημένο, δηλαδή και από τους δύο κυριότερους και αντιτιθέμενους πόλους ισχύος μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Α. Η γερμανική πολιτική. Η Γερμανία στην λογική της εξασφάλισης της κυριαρχίας της στην κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, τον παλιό καλό ζωτικό της χώρο, ενδιαφέρεται για μια συγκυριαρχία με τους Τούρκους στα Βαλκάνια και για την δημιουργία μιας προστατευτικής ζώνης απέναντι στην Ρωσία. Η Γερμανική Ευρώπη έχει ανάγκη από την περιθωριοποίηση των «εχθρικών ορθόδοξων» δυνάμεων και τον προσεταιρισμό του δυτικόφιλου Ισλάμ -με προεξάρχουσα την Τουρκία.
Β. Η βρετανική πολιτική. Αυτή οικοδομείται με άξονα τα πετρελαϊκά και μεσανατολικά της συμφέροντα. Η διατήρηση του status quo και της τουρκικής απειλής στην Κύπρο και η αποτροπή τελικά της ένταξής της -τουλάχιστον σήμερα- στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα επιτρέψουν στην Αγγλία να διατηρήσει την παρουσία της και τις βάσεις της στην Κύπρο. Παράλληλα τα πετρελαϊκά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία οδηγούν σε μια ανοικτή πολιτική όχι απλά στήριξης της Τουρκίας αλλά και ενίσχυσής της.
Γ. Η οιονεί εκδίωξή μας από την Ε.Ε. Τα παραπάνω κατατείνουν σε μια πολιτικήπεριθωριοποίησης της Ελλάδας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που επειδή δεν είναι δυνατόν να εκδιωχθεί θα τοποθετηθεί μαζί με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ίσως μελλοντικά και την Τουρκία σε μια ιδιαίτερη «τρίτη ταχύτητα», στα πλαίσια μιας Ευρώπης «πολλών ταχυτήτων». Και η ίδια η Γαλλία -η μόνη που πιθανά θα μπορούσε να έχει μια άλλη πολιτική- προσκολλημένη στο γερμανικό άρμα αφ’ ενός και με εμπορικά και πετρελαϊκά συμφέροντα στην περιοχή διολισθαίνει με τη σειρά της σε μια ανθελληνική πολιτική.
Δ. Η αποδυνάμωση της παρουσίας μας στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ τελικά αποτελούν -όσο και αν φαίνεται παράδοξο- δύναμη περισσότερο εξισορροποιητική στην περιοχή. Αλλά και εκεί η φωνή της Ελλάδας αδυνατίζει. Το περιβόητο ελληνικό λόμπι βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, το εβραϊκό -τόσο ισχυρό στις ΗΠΑ- έχει συμπαραταχθεί με την Τουρκία και οι ΗΠΑ εν τέλει ακολουθούν την λογική των συμφερόντων τους στην περιοχή, στο Αιγαίο, στην Κύπρο.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα συμπέρασμα. Η θέση μας δεν είναι δύσκολη γιατίσε τελική ανάλυση οι δυτικοί σύμμαχοι επιλέγουν την Τουρκία, αλλά ακόμα περισσότερο γιατί σε πρώτη ανάλυση έχουν κάνει τις επιλογές τους ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα και απλώς συναντώνται με την Τουρκία σε μία, πιθανώς πρόσκαιρη αλλά σήμερα ισχυρότατη, ταύτιση συμφερόντων. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να περιμένουμε να μας «λυπηθούν». Θα είναι ανελέητοι σύμφωνα με τις επιταγές ακριβώς αυτών των συμφερόντων.
Υπάρχει διέξοδος;
Κατά συνέπεια η θέση μας είναι μάλλον δύσκολη και συχνά φαντάζει ακόμα και απελπιστική. Όμως το πρώτο σημείο μιας απάντησης είναι η συνειδητοποίησή της. Μια τέτοια συνειδητοποίηση θα επιτρέψει και τη χάραξη μιας μεσομακροπρόθεσμης στρατηγικής και μιας βραχυπρόθεσμης τακτικής.
Στο τακτικό πεδίο εκτός από τους απαραίτητους ελιγμούς και χειρισμούς θα πρέπει να μεταβάλλουμε την στάση μας σε σχετικά απρόβλεπτη. Όσο η ελληνική στάση είναι προβλέψιμη και οι αντιδράσεις μας υποτονικές, τόσο περισσότερο μας αγνοούν, γεγονός που έχει σαν συνέπεια να επιτείνει τον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής διότι η Ελλάδα θεωρείται «εύκολη» και πειθήνια -γεγονός που επιτρέπει αυξανόμενες προκλήσεις από μέρους της Άγκυρας με αυξανόμενη πιθανότητα ανάφλεξης.
Στο στρατηγικό πεδίο παίρνοντας υπόψη μας τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα πρέπει να αυξήσουμε το επίπεδο ανεξαρτησίας της χώρας μας, και να αρχίσουμε να συνάπτουμε συμμαχίες -μέσα και έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση- και κυρίως με τον βαλκανικό, ορθόδοξο, αραβικό και ιρανικό χώρο, ή ακόμα και με τη μακρινή Κίνα που αντιμετωπίζει ήδη την εξέγερση των τουρανικών φύλων στα σύνορά της. Η Ελλάδα για να επιβιώσει πρέπει να πάψει να είναι ψωροκώσταινα. Ας ευχηθούμε μια τέτοια αλλαγή να πραγματοποιηθεί χωρίς να χρειαστεί να υποστούμε και νέες περιπέτειες και συρρικνώσεις.
*Φαινόμενα όπως η στάση της Ελλάδας στην περίπτωση του κορεατικού τζάμπο, ή η πράγματι κατάπτυστη στήριξη του Γιαρουζέλσκι από τον Ανδρέα Παπανδρέου έναντι της ‘Αλληλεγγύης’, ή η ανάδειξη επιχειρηματιών τύπου Κόκκαλη, που κατηγορείται ότι υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στη Στάζι και το ΠΑΣΟΚ, η «λίστα» Μποχάν με τους πράκτορες της KGB κ.λπ. ενισχύουν το αρχικό κλίμα καχυποψίας έναντι της Ελλάδας.