Συγγραφέας: Παναγιώτης Κόνιαρης
Τα πρόσφατα γεγονότα στην Αλβανία έστρεψαν τα φώτα της επικαιρότητας σε ένα από τα ηλικιακά νεότερα βαλκανικά κράτη. Πρόκειται για ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, για εθνικό, για εσωτερικό, για κοινωνικό; Ίσως λίγο από όλα.
Μια προσπάθεια ερμηνείας επιβάλλει να συνυπολογίσουμε ορισμένα ιστορικά χαρακτηριστικά του γείτονά μας.
Μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο αυταρχισμός σχηματοποιείται και δρα κάτω από τα όμματα διαφόρων δυτικών παρατηρητών που εποπτεύουν την ωρίμανση της δημοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη.
Όμως πάντα ο αυταρχισμός και η εξισορρόπηση των εξω-βαλκανικών παρεμβάσεων ήταν η συνθήκη ίδρυσης και ύπαρξης του αλβανικού κράτους.
Η κοινωνία δεν έπαψε να βιώνει υπόγεια και δραματικά τα αποτελέσματα της αναμέτρησης των επιρροών και των καταναγκασμών στον θρησκευτικό, τοπικό ακόμα και τον οικογενειακό βίο.
Έτσι, περισσότερο από κάθε βαλκανική χώρα, στην Αλβανία, η ιστορία του τόπου επιδέχεται τόσες αντιφατικές αναγνώσεις, μέσα στον ίδιο τον λαό, τόσο κεντρικά όσο και περιφερικά. Ενώ η επίσημη βαλκανική ιστορία τιμά τον ήρωα των Ρωμιών της Βαλκανικής, τον αυτό-ονομαζόμενο Ηπειρώτη πρίγκιπα, Γεώργιο Καστριώτη, Σκεντέρμπεη, μια άλλη σχολή μπορεί και ανακαλύπτει στοιχεία εθνικής υπερηφάνειας στην παρουσία του Αλή Πασά, στους αλβανικής καταγωγής Μεγάλους Βεζίρηδες κ.ά. Οθωμανούς αξιωματούχους.
Η αλβανική διανόηση τιμά την αντίσταση των αλβανόφωνων ηγεμόνων της Β. Αλβανίας ενάντια στους Τούρκους, στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, υπό τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο, ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν φυσιολογικό τον μετέπειτα μουσουλμανικό εποικισμό, από γλωσσική άποψη τουλάχιστον.
Η «ιλλυρική» φιλολογία, μια ακόμα βαλκανική κατάδυση σκοπιμότητας στην προϊστορία, ερμηνεύει πολύ λίγο τη σύνθετη αρχαιολογική-πολιτιστική και γλωσσολογική διαμόρφωση της χώρας. Χρησιμεύει όμως σαν ένα status«πανάρχαιου ιθαγενούς λαού», απαραίτητο στη συγκρότηση ενός ακόμα εθνικού μύθου και την αποσιώπηση υπαρκτών διαφοροποιήσεων.
Η πνευματική παράδοση της Κορυτσάς ξεκινάει από τα πνευματικά φυτώρια (Όσιος Ναούμ κ.ά.) της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος και φτάνει, μέσω της ακαδημίας της Μοσχόπολης, μέχρι σήμερα, με τους Ευλόγιο Κουρίλα, Γρηγόριο Αργυροκαστρίτη κ.ά.
Η μετάφραση, η γραφή για κάθε γλώσσα, η συνύπαρξη, έχουν και μια ιστορία στα Βαλκάνια και τη διασπορά της κεντρικής Ευρώπης. Πολύ πριν οι δυτικές λογικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρθουν να λύσουν(;) τα προβλήματα που δημιούργησαν οι δυτικές λογικές εθνικισμών.
Φυσικά υπάρχουν και στην Αλβανία αυτοί που επιμένουν στις βεβαιότητες και τις σκοπιμότητες της νεώτερης περιόδου (Φαν Νόλι, Χριστοφορίδης κ.ά. είναι η αλβανική εκδοχή σε ανάλογες προσεγγίσεις από ελληνικής πλευράς).
Άλλο παράδοξο. Ο Εμβέρ Χότζα δίδαξε περί ταξικής πάλης πολλά χρόνια. Η επική όμως ιστορία της επανάστασης του Ζενέλ Γκιολέκα, το 1848, δεν βρήκε τη θέση της στην ιστορία του. Ήταν η μόνη περίπτωση αντι-οθωμανικής εξέγερσης με λαϊκό χαρακτήρα. Όταν οι νότιοι Αλβανοί δεν βρήκαν, αντίθετα με τον Βορρά, θέση στις μεταρρυθμίσεις του οθωμανικού καθεστώτος, συμμάχησαν με τους Βορειο-ηπειρώτες, ήρθαν σε συνεννόηση και με την Ελλάδα (Κωλέττης) και πολέμησαν ηρωικά. Αυτούς τους αγωνιστές γνώριζαν και τιμούσαν και οι γείτονές τους Χειμαρριώτες, και μάλιστα η οικογένεια των Σπυρομηλαίων.
Αυτή η αίσθηση των αντιφάσεων βαραίνει αλλά και προσφέρει ευκαιρίες στην ανάγκη για ένα κοινό μέλλον. Εκεί πάνω, η ανοχή και η κατανόηση δεν είναι θεσμικό πλαίσιο αρχών, δικαιωμάτων και ουμανιστικών οραμάτων αλλά καθημερινόςδιάλογος, αντιπαράθεση, επαφή προσώπων και παραδόσεων.
Όλα αυτά θα ήταν χρήσιμα σε έναν πραγματικό διάλογο μέσα στην ελληνική κοινωνία. Διάλογος όμως σημαίνει αναζήτηση, όχι σύνθεση τελεσίδικων συμπερασμάτων (συνήθως εντελώς αντίθετων).
Αγαπημένο άθλημα της ελληνικής διανόησης σήμερα είναι η αναζήτηση, η οργάνωση του «οικουμενικού ελληνισμού». Η ένταξή του σε μια εθνική στρατηγική που θα επεκτείνει την ελληνική επιρροή στα μέρη όπου έζησε, διαφυλάσσοντας τη μεταφυσική ουσία του έθνους. Οι σχέσεις, ιδιαιτερότητες, επιδράσεις που έχουν να κάνουν με το εκεί περιβάλλον εξοβελίζονται στον χώρο των προβλημάτων.
Μετά το ’89, αντί διαλόγου στα ζητήματα αυτά, επεκράτησε μια λογική ανταλλαγής πιστοποιητικών εθνικής αναβάπτισης με πιστοποιητικά δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η αφελής ιδέα της πλατιάς διαχείρισης του βορειοηπειρωτικού ζητήματος είναι τυπικό παράδειγμα. Νωρίς διαμορφώθηκε ένα κολάζ απόψεων όπου όλοι, ευαίσθητοι, προοδευτικοί, ιστοριοδίφες, διανοούμενοι, τεχνοκράτες, οικονομολόγοι κ.ά. προσέφεραν κάτι. Στην πραγματικότητα όμως, μπροστά στο ιεροεξεταστικής υφής ερώτημα: «τι λύση θέλουν;», υποβιβάζουν τον εαυτό τους σε διακοσμητικό στοιχείο.
Όλοι χωρούσαν, αρκεί να μην αμφισβητούσαν την προτεραιότητα της «εθνικής διεκδίκησης» που υπέτασσε τα πάντα. Οι «παλιοί» μονοπωλούσαν έτσι τη γνώση και τις προδιαγραφές του ζητήματος.
Την ίδια στιγμή, στη μειονότητα, η μετανάστευση, η κοινωνική μεταλλαγή, η ταυτόχρονη πολιτική επιρροή και οι παρεμβάσεις από Ελλάδα, Αλβανία, ΗΠΑ κ.ά., χτυπούσαν την αυτόνομη πολιτική παρουσία της Ομόνοιας και υφάρπαζαν το δικαίωμα πολιτικής της έκφρασης, χάριν των εκτός αυτής βορειοηπειρωτικών κύκλων.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, από τον ρόλο του «προνομιακού συνομιλητή», του κ. Παπούλια, πέρασε στους χειρισμούς Μητσοτάκη, τους αλαλαγμούς Σαμαρά και την αξιοποίηση των «ειδικών» από την κ. Τσουδερού.
Στη συνέχεια, το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να κρατήσει μια πολιτική σχετικής αυτονομίας από τις προτεραιότητες της Δύσης στα Βαλκάνια, νομίζοντας ότι η αποστασιοποίηση και η αδιαφορία για την ελληνική μειονότητα, και γενικά τη δημοκρατία στην Αλβανία, είναι ικανή προϋπόθεση γι’αυτό. Αυτή ήταν και η αχίλλειος πτέρνα. Έκτοτε στηρίζουμε τον κ. Μπερίσα χάριν ηρεμίας (φαινομενικής).
Η ομηρία της Ελλάδας σε ένα ρόλο στηρίγματος, όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας, του αυταρχισμού και της ιμπεριαλιστικής «τάξης» στα Βαλκάνια, βρίσκει αποδοχή από την άκρα αριστερά έως τους λεγόμενους «υπερπατριωτικούς» κύκλους.
Εκεί η υποστήριξη του Μπερίσα ξεκινάει από την περίοδο που υπονόμευαν τηνΟμόνοια στα πρώτα της βήματα. Συνεχίζεται έως σήμερα, μετά από τη συνεχή προσπάθεια κηδεμονίας-υπονόμευσης της Ομόνοιας, και στήριξης ενός μηχανισμού εντός της ΕΑΔ που, από τη μια, «χρεώθηκε» την αποστολή του εξελληνισμού της «έως τον Γενούσο» Βορείου Ηπείρου και τον ξεσηκωμό ελληνιζουσών κ.ά. ομάδων και μειονοτήτων (για εσωτερική κατανάλωση στην Ελλάδα), ενώ έφτασε στο σημείο ο πρόεδρος της ΕΑΔ, κ. Μέλιος, να μένει πιστός στον κ. Μπερίσα, ακόμα και τώρα που οι ακροδεξιοί σύμμαχοί του συντάχθηκαν με τους Σοσιαλιστές.
Το βορειοηπειρωτικό, όπως και κάθε άλλο εθνικό θέμα, είναι πρώτιστα θέμα δημοκρατίας και ελεύθερης έκφρασης.
Η εθνική ελληνική μειονότητα στην Αλβανία έχει όλα τα προσόντα να αναδείξει, και το κάνει παρ’ όλα τα προβλήματα, δική της ηγεσία. Πραγματικό συνομιλητή με κυβερνήσεις και οργανώσεις στην Ελλάδα, την Αλβανία, το εξωτερικό, και όχι δείγμα εκπροσώπησης που να νομιμοποιεί προαποφασισμένες πολιτικές.
Άλλωστε, το «σαφάρι» για τον οικουμενικό ελληνισμό αρέσκεται σε τέτοια δείγματα που νομιμοποιούν τη «χάραξη ενιαίας εξωτερικής πολιτικής» κτλ., και έτσι αποσοβούν τον κίνδυνο για ισότιμο διάλογο με περιφερειακές ηγεσίες που θα φανέρωνε τη γύμνια του ελληνολογούντος αθηναϊκού κέντρου.
Η εθνική ελληνική μειονότητα μπορεί να συνεισφέρει στις καλές σχέσεις των δύο χωρών και τη συνεννόηση στα Βαλκάνια γιατί:
n Έχει ιστορικά καλές σχέσεις με τις ομάδες του αλβανικού λαού με τις οποίες συγκατοικεί στην περιοχή και σε όλη την Αλβανία.
n Έχει δημοκρατική παράδοση και η συντριπτική πλειοψηφία πήρε ενεργά μέρος στην αντιφασιστική αντίσταση, μέσα από δικά της συγκροτήματα που οργάνωσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και εντάχθηκαν σε αλβανική διοίκηση με ανοιχτό το θέμα της αυτοδιάθεσης (και από το ΚΚΕ έως το ’46).
n Έχει πείρα ζωής της αλβανικής, της ελληνικής κοινωνίας και των βαλκανικών ισορροπιών που δεν αναπαράγεται από τους όποιους ειδικούς.