Συγγραφέας: π. Γεώργιος Μεταλληνός
Χώρος της ιστορικής πραγματώσεως της νέας ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, η ΡΩΜΑΝΙΑ, στη «βυζαντινή» και μεταβυζαντινή διάστασή της. Η Ρωμανία (το «Βυζάντιο» από το 1562) γίνεται ρίζα και αφετηρία του νέου Ελληνισμού, του βασικότερου στοιχείου της Ορθόδοξης Οικουμένης. Μέσα στο πολιτειακό σκεύος της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης η ελληνική συνείδηση καταξιώνεται, στα όρια της εκκλησιαστικής παναδελφώσεως, σε μια υπερφυλετική πανενότητα και υπερεθνική σύνθεση, το «έθνος άγιον» της Α’ Πέτρου (2,9), εκφραζόμενο πολιτικά ως «Γένος των Ρωμαίων», των ορθοδόξων πολιτών της Κωνσταντινουπόλεως/Νέας Ρώμης. Τελικά, όλοι οι ορθόδοξοι, ως πολίτες της Ν. Ρώμης, αλλά πνευματικά ακόμη και οι εκτός της αυτοκρατορίας ορθόδοξοι λαοί, θα αποκτήσουν τη συνείδηση του Ρωμαίου ή Ρωμηού, ή κατά την απάντηση της Ρωμαϊκής Εθναρχίας προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους (1716-25) του «Νέου-ρωμαίου» «δια την Νέαν Ρώμην»[1]. Είναι μια νέα πνευματική και πολιτική συνείδηση, με κρηπίδα όχι τον φυλετισμό ή εθνισμό, αλλά το φρόνημα, την ορθόδοξη πίστη. Η αποστολική και πατερική Ορθοδοξία θα είναι εθνική συνείδηση των Ρωμηών, αλλά συνάμα και κρατική ιδεολογία.
Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι στην πολιτική ιδεολογία του «Βυζαντίου»/Ρωμανίας η Πίστη, ως κανόνας ζωής, υπέρκειται του εδάφους της αυτοκρατορίας, η οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θεωρείται ακέραιη και αδιάτμητη, παρά την βαθμιαία εδαφική συρρίκνωσή της. Διότι την εδαφική ενότητά της διέσωζε η πνευματική ενότητα των Ρωμαϊκών Πατριαρχείων της Ανατολής, όπως και εκείνου της Παλαιάς. Ρώμης στη Δύση, πριν από ην υποταγή του στους Φραγκογερμανούς (11οςαιώνας). Και τούτο, διότι ήδη από την έναρξη της Αραβοκρατίας στην Ανατολή (7ος αιώνας) και της Φραγκοκρατίας στη Δύση (6-7ος αι.) τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία ανελάμβαναν ρόλο εθναρχικό, αναπληρώνοντας την απουσία πολιτικής ηγεσίας και εξασφαλίζοντας στο Ρωμαϊκό Έθνος (το ρουμ-μιλλετί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) την καθολική συνέχειά του. Έτσι νοείται, γιατί ο εθναρχικός ρόλος του Κλήρου στην παράδοσή μας γίνεται αστασίαστα δεκτός ως σωτήρια, μάλιστα, λύση. Σε τέτοια ιστορικά προηγούμενα θεμελιώνεται και η συναλληλία στις σχέσεις «Ιερωσύνης και Βασιλείας», δηλαδή πολιτικής και πνευματικής διακονίας (Εκκλησίας και Πολιτείας κατά ην δυτική διατύπωση), που είναι μεν χωρισμός δικαιοδοσίας, αλλά και συνεργασία σε κρίσιμες στιγμές του έθνους.
Η Ορθοδοξία συνέβαλε ιστορικά στη συγκρότησή της ρωμαϊκής παναδελφότητας, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή ή γλώσσα και στην ενοποίηση των συνειδήσεων σε καθολικό φρόνημα. Στην ορθόδοξη παράδοση το «εθνικό» σώμα είναι συγχρόνως και «εκκλησιαστικό» και τανάπαλιν. Ο όρος «ελληνικό γένος» (και αργότερα, κατ’ απομίμηση, «σερβικό γένος», «βουλγαρικό γένος» κ. λπ.) θα εμφανιστεί όταν στους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες θα μορφωθεί η εθνική συνείδηση σε όρια φυλετικά, κάτι που θα αναπτυχθεί υπερτροφικά με την Γαλλική Επανάσταση (1789). Η πνευματική όμως θεμελίωση της «εθνότητας», με βάση την κοινή πίστη, θα συντηρείται ανυποχώρητα στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος, που θα διακρατεί την ενότητα της Ρωμηοσύνης παρά τις διαφορότροπες πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της Βαλκανικής.
Αυτήν ακριβώς την παράδοση ενσαρκώνει ο τόσο σκανδαλιστικός για όσους έχασαν την επαφή με την ορθόδοξο παράδοση και την ζωή του έθνους λόγος του Σεβασμιωτάτου Επισκόπου Νόβισάντ και Μπάτσκας π. Ειρηναίου (Μπούλοβιτς): «Εγώ Σέρβος γεννήθηκα κι Έλληνας θα πεθάνω». Όπως απεδείχθη, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι ολιγότερο ευρωπαϊκά εξελιγμένοι ή προσανατολισμένοι ορθόδοξοι αδελφοί μας στα Βαλκάνια και την λοιπή Ανατολή συνεχίζουν να ζουν συνειδησιακά στην πανενότητα του ρωμαϊκού γένους, έναν τρόπο ζωής και σκέψεως, που εμείς τους μεταδώσαμε ως φωτιστές τους. Έτσι, ενώ οι πολιτικές επιλογές λειτουργούν σχεδόν κατά κανόνα διασπαστικά, η ρωμαϊκή -ορθόδοξη συνείδηση οικοδομεί την ενότητα, με την αδελφοποίηση όλων των ορθοδόξων μέσα στο ένα Κυριακό Σώμα, την Εκκλησία, με απόλυτο την Αγία Τράπεζα, διαχρονικά μεν της Αγια-Σοφιάς, αλλά και συγχρονικά κάθε Αγία Τράπεζα της ανά την οικουμένη Ορθοδοξίας. Μέσα στην Ορθοδοξία και δια της Ορθοδοξίας η Ρωμανία ζει. Με την συμμετοχή στο κοινό Ποτήριο* της ευχαριστιακής συνάξεως πραγματώνεται η ενότητα στα όρια της «κατά Θεόν πατρίδος»[2]. Είναι η συνείδηση που εκφράζει ο προφήτης του νεώτερου Ελληνισμού Πατροκοσμάς, διακρίνοντας την «ψεύτικη, γήινη και μάταια» πατρίδα από την «αληθινή» ουράνια πατρίδα μας[3]. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει καθόλου αδιαφορία για την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας, ως χώρου μεταστοιχειώσεως του εγωκεντρικού ατόμου σε πρόσωπο και πραγματώσεως της προσωπικής ελευθερίας στα όρια της αδελφικής συνυπάρξεως. Αυτό διεκήρυττε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας σε μια επιστολή του: «Μητέρα των οσίων. Μήτηρ δε άλλη μεν άλλου, κοινή δε πάντων πατρίς»[4]. «Όπου σώζεται η ορθόδοξη συνείδηση εθνικότητα και υπερεθνικότητα συνυπάρχουν αρμονικά στην ευχαριστιακή σχέση. Η σχεδόν αποκλειστική στροφή της πολιτικής μας στη Δύση δεν επιτρέπει τη συνειδητοποίηση -και συγχρόνως αξιοποίηση- αυτής της πραγματικότητας. Αν στη Δύση η Ελλάδα είναι γνωστή για την αρχαιότητά της, στην πέρα από μας Ανατολή η Ελλάδα είναι γνωστή για την Ορθοδοξία της και την πατερική της παράδοση. Και αν ο Νεώτερος Ελληνισμός περιφρονείται κατά κανόνα στην Δύση, διότι δεν θεωρείται από πολλούς ως συνέχεια του αρχαίου, στην κοντινή μας ανατολή ο νεώτερος Ελληνισμός έχει ομόδοξους αδελφούς που τον τιμούν και τον θαυμάζουν ως φωτοδότη τους. Εξάλλου, κάποια λανθάνουσα αρχαιοπληξία δεν επιτρέπει την διαπίστωση, ότι «ανάδελφον» είναι το έθνος μας στη Δύση και όχι στην Ανατολή. Έτσι, η πρόσδεση μας στο άρμα της Ευρώπης μας στερεί τη δυνατότητα να διαδραματίσουμε τον ιστορικά επιβεβλημένο ρόλο μας στα Βαλκάνια και την «καθ’ ημάς Ανατολήν», στο χώρο των Ρωμιών (Ρουμ) και των συνδεομένων με αυτούς αραβικών λαοτήτων. Δεν εννοώ αποσύνδεση από την Ευρώπη, στην οποία γεωγραφικά, αλλά όχι και πολιτιστικά ανήκουμε, αλλά επισημαίνω την μεταλλαγή του ηγετικού (πολιτιστικά) ρόλου μας στην Ανατολή με τον ρόλο του ουραγού στη Δύση. Με την σχιζοφρενική αυτή επιλογή χάνουμε την εμπιστοσύνη των φύσει και θέσει αδελφών μας, προσκολλώμενοι στους ισχυρούς της γης, με προσδοκίες που συνεχώς αποδεικνύονται έωλες. Είναι θλιβερό να ανταλλάσσουμε το ρόλο του ηγέτη, που μας αναγνωρίζουν σήμερα καθολικά οι ορθόδοξοι , με το ρόλο του τσιγγάνου της ιστορίας, του άστεγου δηλαδή και πλάνητος.
Η ρίζα του σκοπιανού προβλήματος εντοπίζεται στην εθνικιστική πολυδιάσπαση του δια της πίστεως ενιαίου Ρωμαϊκού Γένους, την οποία εγκαινίασε -δεν πρέπει να το κρύβουμε- η Ελλάς με το ακατονόμαστο πραξικοπηματικό αυτοκέφαλο του 1833. Όπως θα πει ο Τόυμπη, «οι Έλληνες κερδίσαμε το κράτος, αλλά χάσαμε την αυτοκρατορία»! Η πανορθόδοξη σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 (καταδίκη του φυλετισμού-εθνικισμού) έσωσε ην πνευματική βάση της ορθοδόξου ενότητος και συγχρόνως τη συνέχεια της Ορθόδοξης Οικουμένης στην εποχή μας. Γι’ αυτό μπορούμε τόσο άνετα να μιλούμε για «ορθόδοξο τόξο» ως αντίβαρο στην εξ ανατολών απειλή, μολονότι διαφορετικά νοείται από τους πολιτικά-κοσμικά σκεπτόμενους και διαφορετικά από τους βιωματικά ορθόδοξους, τους Ρωμιούς. Η Ορθοδοξία δεν είναι -και όσο και αν φαίνεται περίεργο, ούτε στο «Βυζάντιο» ήταν- πολιτική και εξουσιαστική δύναμη, αλλά πνευματική και τότε μόνο μπορεί να αναπτύξει τις ειρηνοποιητικές , ενωτικές, καταλλακτικές δυνατότητές της, όταν μένει ελεύθερη και ανεπηρέαστη από πολιτικές σκοπιμότητες και παρεμβάσεις. Η Ορθοδοξία δεν είναι διοικητικό όργανο, που μπορεί να λειτουργήσει ως παράρτημα κάποιου Υπουργείου. Στην περίπτωση αυτή ιδεολογικοποιείται για την ενίσχυση της πολιτικής ιδεολογίας. Αλλά η Ορθοδοξία ιδεολογικοποιούμενη απορθοδοξοποιείται. Η Ορθοδοξία είναι φρόνημα και συνείδηση, που ενσαρκώνεται σε τρόπο ζωής, και μόνο μέσα στα εμπειρικά αυτά πλαίσια μπορεί να ενώσει. Αν, λοιπόν, οι πολιτικοί ηγέτες μας θέλουν ειλικρινά τη βοήθεια της Ορθοδοξίας στις εθνικές επιδιώξεις τους, οφείλουν να ορθοδοξοποιηθούν οι ίδιοι στη ζωή και τις ενέργειές τους. Για να γίνω σαφής: η επίκληση της Ορθοδοξίας δεν μπορεί να συμβιβασθεί με παράλληλες ικεσίες στον Πάπα, όταν ο Πάπας, ως πλανητάρχης Νο 2, και το Βατικανό Κράτος είναι εκ των βασικών παραγόντων του δράματος, που εκτυλίσσεται στην περιοχή μας. Εξ ίσου, πάλι, είναι τουλάχιστον αφελής η αναφορά σε «χριστιανικό τόξο» ως αντίβαρο στο Ισλάμ, όταν ο λεγόμενος χριστιανικός κόσμος της Δύσεως -δηλαδή ο «φραγκογερμανικός χριστιανισμός»- εγκληματεί κατά των Σέρβων και των άλλων ανατολικοευρωπαίων ορθοδόξων με όλα τα μέσα (πόλεμος, ουνία, προτεσταντικές προπαγάνδες κ.λπ.) ή αφήνει άλυτο το δράμα της Κύπρου. Δεν πρέπει να λησμονείται, ότι Σερβία και Ελλάδα είναι οι συμπαγέστερες ορθόδοξες χώρες και αποτελούν το ισχυρότερο εμπόδιο πραγματώσεως των παπικών (και προτεσταντικών) σχεδιών στην Ανατολική Ευρώπη. Γι’ αυτό και είναι, καθεμιά με διαφορετικό τρόπο, ως τη στιγμή αυτή τουλάχιστον, στο στόχαστρο των δυνάμεων της Νέας Τάξεως πραγμάτων.Βέβαια, δεν είναι άνετη η θέση της Ελλάδος, σ’ όλο το φάσμα των εθνικών μας θεμάτων, εφ’ όσον από την 1.1.1993 έγινε και επίσημα «επαρχία» (κατ’ άλλους «νομαρχία) της Ευρώπης. Το αυθαίρετο δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν» συνιστά τροχοπέδη για την ορθόδοξη συνείδηση που έχει επίγνωση της δυτικής αλλοτρίωσης.
Είναι πάντως γεγονός ότι η τρέχουσα πραγματικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει την λόγω των εξελίξεων στα Βαλκάνια επανανακάλυψη του «Βυζαντίου/Ρωμανίας ως κατ’ εξοχήν δυνατότητας ανανεώσεως της ενότητας των βαλκανικών λαών. Η ορθόδοξη παράδοση και συνείδηση διακρατούν κλίμα ενότητας στα Βαλκάνια, έναντι των δυτικών επιβουλών εναντίον τους, διότι η Ορθοδοξία, στην πατερική της διάσταση, δεν έχει υποταχθεί ακόμη στη Δύση και μπορεί να παίρνει ελεύθερα αποφάσεις. Περιττό δε να λεχθεί ότι, όσα δεν μπορεί να λειτουργήσει υπερεθνικά μια «Ορθοδοξία» υποταγμένη στη φυλετική νοοτροπία, άλλο τόσο μένει ανενεργός η ορθόδοξη πατερικότητα, όταν συναντά την εθνικιστική υστερία.
- Ρωμαίικός ρεαλισμός και εθνική πολιτική
Η ορθόδοξη συνείδηση έχει περαιτέρω τη δυνατότητα για μια ρεαλιστική εκτίμηση της πορείας των εθνικών θεμάτων και νηφάλια αντιμετώπισή τους. Διότι μόνο αυτή επιτρέπει σε κάθε Ορθόδοξο -και συνεπώς και στον Έλληνα- να έχει επίγνωση της ταυτότητας του και συγχρόνως της απόστασής του από τα κατέναντί του, την Τουρκία και την Φραγκιά, όπως έλεγαν παλαιότερα. Και για μεν την πρώτη δεν είναι ανάγκη να γίνει εδώ ιδιαίτερος λόγος. Η στάση απέναντί της ποτέ δεν προκάλεσε σύγχυση, διότι είναι καταφανής η διαφορά (υπενθυμίζουμε τα όσα έλεγε για το θέμα αυτό ο Πατροκοσμάς). Από τον 11ο αιώνα όμως οι ορθόδοξοι της Ανατολής δέχονται συνεχώς τις επιβουλές του φραγκικού κόσμου, με αλησμόνητες φρικαλεότητες, όπως οι σταυροφορίες. Ακριβώς δε η παρουσία και δράση των Φράγκων στη Μ. Ανατολή, όχι μόνο δικαιολογεί και ερμηνεύει σε μεγάλο ποσοστό την ισλαμική μανία κατά της «χριστιανικής Ευρώπης», αλλά παράλληλα έχει δημιουργήσει και κλίμα συμπάθειας προς τους Ρουμ, δηλαδή τους Ορθόδοξους, που επιβιώνει ως σήμερα. Αυτό διαπιστώνεται σ’ όλες τις επαφές μας μαζί τους, όπως ακόμη στη θετική κατά κανόνα στάση των ισλαμικών χωρών στα διεθνή fora για τα εθνικά μας θέματα (π.χ. Κυπριακό). Αντίθετα, σαφώς ανθελληνική στάση επιδεικνύουν ισλαμικές χώρες, που τελούν υπό την άμεση επιρροή δυτικών δυνάμεων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν είναι αυστηρά ισλαμική χώρα, αλλά δυτικοποιημένο Κράτος, στο οποίο η ηγεσία του Δυτικού Κόσμου έχει επενδύσει μεγάλες προσδοκίες, που τον 19ο είχαν συνδεθεί με την Ελλάδα. Η θρησκεία χρησιμοποιείται από την τουρκική πολιτική (πρβλ. ισλαμικό τόξο στα Βαλκάνια), για την εξυπηρέτηση όμως σχεδίων, που δεν είναι μόνο τουρκικά. Δεν χρειάζεται δε να αναπτύξω ποια και ποιών συμφέροντα κατ’ ουσίαν εξυπηρετεί και η τουρκική κατοχή της Β. Κύπρου. Υπάρχουν εξάλλου ισλαμικές χώρες, που χάνουν την εμπιστοσύνη τους προς την ορθόδοξη Ελλάδα, λόγω της δικής μας εξαρτήσεως από δυτικές χώρες, εχθρικές προς αυτές. Οι πολιτικές συνεπώς επιλογές μας μας καθιστούν αυτόματα φίλους ή εχθρικούς του ισλαμικού κόσμου, ο οποίος εν τούτοις στην πλειονότητά του γνωρίζει να διαχωρίζει την Ορθοδοξία από το Δυτικό Χριστιανισμό. [Εκ πείρας όμως γνωρίζω, ότι οι δυτικά σπουδασμένοι μουσουλμάνοι δεν μπορούν να κάμουν αυτή τη διάκριση, διότι η οικουμενική κίνηση και η συμμετοχή μας σ’ αυτήν τους κάνει να μας ταυτίζουν με τη δυτική χριστιανοσύνη].
Μεγάλο εμπόδιο στην δυναμική διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων αποτελεί η από τον 19ο αιώνα, λόγω των γνωστών ιστορικών συγκυριών, πρόσδεση μας στο άρμα του δυτικού κόσμου, διότι έχει επικρατήσει στην εθνική μας πολιτική ένα πνεύμα προστασιακής σχέσης (προτεκτοράτου), που καλλιεργεί μια πολιτική εξαρτήσεως, αναιμικής και χωρίς πρωτοβουλίες, αφού η λύση των εθνικών μας θεμάτων αναμένεται από την καλή θέληση των φίλων και συμμάχων μας και τον υποτιθέμενο φιλελληνισμό τους. Η άγνοια της ιστορίας ανακαλύπτει φιλέλληνες και εκεί, που δεν μπορούν να υπάρξουν. Διότι, όπως έχει δηλώσει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος, «οι Μεγάλοι δεν κοιτάζουν δίκαια, αλλά διευθέτηση δικών τους συμφερόντων. Οι λύσεις διευκολύνουν αυτούς πρώτα και λιγότερο τους λαούς ης γης»[5]. Η χώρα μας, άλλωστε, έχει πικρά πείρα και για το πόσο εύκολα οι σύμμαχοι μας λησμονούν όχι μόνο τις υποσχέσεις τους, αλλά και τις επίσημες αποφάσεις τους. Δεν είχε διεθνώς αποφασισθεί το 1946 η λύση του Βορειοηπειρωτικού μετά την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Αυστρία; Η συνθήκη υπεγράφη στις 15.5.1955, αλλά το Βορειοηπειρωτικό εκκρεμεί[6]. Διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί λύση η άρση του εμπόλεμου μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, χωρίς μάλιστα τις αναγκαίες εγγυήσεις για τις ελευθερίες του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ο ρωμαίικά σκεπτόμενος δεν μπορεί ποτέ να είχεψευδαισθήσεις. Και σ’ αυτό βοηθεί όχι μόνο η γνώση της Ιστορίας, αλλά και η ρωμαίική ανάγνωσή της[7]. Όπως ρεαλιστικότατα διατυπώνει την προβληματική αυτή ο π. Ι. Ρωμανίδης: «Ο Ρωμηός γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας και δουλειάς. Γίνεται σύμμαχος με οποιονδήποτε εφ’ όσον συμφέρει εις το έθνος, αλλά ποτέ δούλος των συμμάχων. Ο Γραικύλος όμως νομίζει ότι συμμαχία σημαίνει πνευματικήν δουλείαν, δηλαδή συγχώνευσιν πολιτισμών και σύγχυσιν ιδεολογιών. Ο Γραικύλος δεν γίνεται μόνον σύμμαχος, αλλά γίνεται και θέλει να γίνει ένα πράγμα με τον σύμμαχον…»[8]. Ο Ρωμηός, που δέχεται ως δεδομένη την ειλικρίνεια και φιλία της δυτικής πολιτικής, αναμένοντας ευνοϊκές λύσεις των προβλημάτων μας, χωρίς έντονη δραστηριοποίηση της διπλωματίας μας και συμπαγή κινητοποίηση όλου του εθνικού δυναμικού μας, στερείται τουλάχιστον ρεαλισμού. Ο Ρωμηός στις συναλλαγές του με η Δύση διατηρεί πάντα τις επιφυλάξεις του. Διότι γνωρίζει ότι η Δύση έχει ένα είδος ανθελληνικού DNA στη συνείδησή της. Πρόκειται για το γιββώνειο πλέγμα, που ανανεώνεται μέσω της παιδείας (πρβλ. πρόβλημα Duroselle) και βλέπει την ορθόδοξη Ανατολή, και ιδιαίτερα τον Ελληνισμό, μέσα από το πρίσμα των προκαταλήψεών της. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτη στον εκκλησιαστικό χώρο, εκδηλούμενη ως μόνιμη εχθρότητα κάτω από τις επίπλαστες φιλοφρονήσεις του Παπισμού, αλλά και του προτεσταντικού κόσμου, ταυτισμένου απόλυτα με την πολιτική των δυτικών χωρών έναντι της «καθ’ ημάς Ανατολής».
Στο σημείο αυτό ακριβώς αρχίζει η δική μας τραγωδία. Η προσπάθεια, δηλαδή, των δυτικόπληκτων του χώρου μας να γίνουμε αρεστοί στη Δύση, «αποδεικνύοντας» την ταύτιση μας με τους αρχαίους προγόνους μας, οδηγεί σε αξιοθρήνητους πιθηκισμούς και αποστροφή προς την ίδια την ιστορική μας σάρκα, με τάσεις εκ-στατικές για τον καθολικό εξευρωπαϊσμό μας. Τι άλλο όμως είναι αυτό από μανία αυτοκαταδιώξεως και αυτοκαταστροφής; Τελετές ναζιστικές όπως το άναμμα της ολυμπιακής φλόγας ή ανεπίκαιροι Ύμνοι προς τον Απόλλωνα πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών επιζητούν να κολακεύσουν την αρχαιοπληξία των εταίρων μας, για να κερδίσουμε τη συμπάθειά τους. Το σχιζοφρενικό όμως στις περιπτώσεις αυτές είναι, ότι αφού ως χριστιανική ενώνεται η Ευρώπη, γιατί η επιστροφή στην ειδωλολατρεία; «Έχει ο Φοίβος καλύβην …» ακόμη και δεν το γνωρίζομε; Ή μήπως ο Παρθενώνας έπαυσε να είναι ιστορικά Ναός της Αθηνιώτισσας Παναγίας και ξανάγινε εν αγνοία μας τέμενος της Αθηνάς; Αν ξαναζούσαν οι αρχαίοι -αυτό επανελάμβανε με πόνο και ο Μακρυγιάννης[9]– θα ένιωθαν αγαλλίαση, βλέποντας την ολοκλήρωση της ελληνικότητας τους στην ένωση Ελληνισμού-Χριστιανισμού, κάτι που συμβολίζει στους αιώνες η αναμνηστική πλάκα με το κήρυγμα του Απ. Παύλου στον Άρειο Πάγο και η από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τιμή της Παναγίας στην αθηναϊκή Ακρόπολη.
Είναι όμως γεγονός ότι η Ευρώπη που αληθινά μας αγαπά -διότι υπάρχει και αυτή, αλλά δεν ταυτίζεται με την ηγεσία της- στα καμώματα μας δεν βλέπει παρά θέατρο. Και οικτίρει την αξιοπρέπειά μας, όταν μεταβαλλόμασθε σε θεατρίνους της Ευρώπης, χωρίς ίχνος αυτοσεβασμού και με κατάφωρη περιφρόνηση της δισχιλιετούς χριστιανικής μας ιστορίας. Επιμένουμε έτσι, να αποκαλούμε την Κύπρο μυθολογικά «νησί της Αφροδίτης», παραβλέποντας ότι είναι, ιστορικά, νησί του Απ. Βαρνάβα και των χιλιάδων Αγίων της. Γι’ αυτό και στηρίζουμε την ελληνικότητα της Κύπρου στο απώτερο μυθολογικό ή και προχριστιανικό παρελθόν της και αγνοούμε τις απτότερες και χρονικά εγγύτερες αποδείξεις, το «Βυζάντιο»/Ρωμανία και την ελληνορθόδοξη ταυτότητά της.
Η αναφορά στο Βυζάντιο/Ρωμανία, την αυτοκρατορία μας, κατοχυρώνει ιστορικά τα εδάφη μας και δεν επιτρέπει στην Τουρκία την διεκδίκησή τους. Απαιτεί όμως ορθόδοξο (ρωμαϊκό) φρόνημα η αναφορά αυτή και ίσως έτσι εξηγείται το γιατί την αποφεύγει η διπλωματία μας από τον 19ο αιώνα!
[1] «Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν Δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν Ρώμην καλουμένων», στου Ι. Ν. Καρμίρη, Τα δογματικά και τα συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β’ εν Αθήναις 1953, σ. 789.
[2] Ο όρος ανήκει στον Ωριγένη (Κατά Κέλσου, βιβλ. Η΄ P.G.11 1629).
[3] «H πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και μάταια, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Αποκούρου… Ημείς Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ πατρίδα (πρβλ. Εβρ. 13.14). Δια τούτο και ο Θεός μας έβαλεν τον νουν εις το επάνω μέρος, δια να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας» (βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Αθήνα 1989, σελ. 109.
[4] Επιστ. 37, P.G. 37, 77 Β.
[5] Συνέντευξη στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Aθηνών), 11.1.1993.
[6] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, το «Βορειοηπειρωτικόν Ζήτημα (ιστορική θεώρηση)», στον τόμο: Βόρειος Ήπειρος – Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Πρακτικά Α΄ Πανελληνίου Επιστημονικού Συνεδρίου (Κόνιτσα 22-24 Αυγ. 1987), Αθήναι 1988, σ. 620.
[7] Θα δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Από το Δημοτικό Σχολείο διδασκόμεθα οι Έλληνες, ότι «το 732 ο Κάρολος Μαρτέλος (685-741), παππούς του Καρλομάγνου, συνέτριψε στο Πουατιέ τους Σαρακηνούς (Άραβες) υπό τον Αβδουραχμάν και έσωσε ο χριστιανικό πολιτισμό». Τι συνέβη όμως στην ουσία; Οι υποδουλωμένοι στους Φράγκους κατακτητές Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) της Δ. Ευρώπης (Γαλλίας) αντιστέκονταν με συνεχείς επαναστάσεις, για να σώσουν το σύνδεσμο τους με την πρωτεύουσα τους, την Κωνσταντινούπολη. Συμμαχούσαν έτσι με τους Άραβεςτης Β. Αφρικής, για να αντιμετωπίσουν τους Φράγκους, επιλέγοντας τη λιγότερο επικίνδυνη λύση. Ακριβώς η συμμαχία Ρωμαίων (Βυζαντινών) και Αράβων ηττήθηκε από τους Φράγκους του Μαρτέλου στο Πουατιέ (739). Εμείς όμως μαθαίνουμε να πανηγυρίζουμε την ήττα του Ρωμαίικού ως νίκη της «Χριστιανωσύνης»…
[8] Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 10-11.
[9] Είναι γνωστές τέτοιες αποστροφές του: «Καημένε Σωκράτη, καημένε Πλάτων και λοιποί, που κατήντησαν οι απόγονοι σας…» (Βλ. Οράματα και θάματα -εκδ. Λ. Παπακώστα, Αθήνα 1983, σ. 185).