Συγγραφέας: Χάρης Ναξάκης
Η οικονομική ιστορία[1] του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής διαιρείται σε τρία βασικά στάδια: τη διεθνοποίηση των εμπορευμάτων, του κεφαλαίου και της παραγωγής. Κάθε στάδιο ακολουθεί διαδοχικά και επικαλύπτεται από το επόμενο, αλλά και θέτει νέες μορφές παραγωγής, οργάνωσης, χωροθέτησης και δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας.
Το τελευταίο στάδιο, αυτό της διεθνοποίησης της παραγωγής (αλλά και των αγορών και της τεχνολογίας), εμφανίστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Συγκεκριμένα στις υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, όπως και στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών, δε μεταφέρονται πια μόνο τελειωμένα προϊόντα (στάδιο της διεθνοποίησης των εμπορευμάτων) ή κεφάλαιο και θυγατρικές βιομηχανίες για την παραγωγή προϊόντων για την τοπική αγορά (στάδιο της διεθνοποίησης του κεφαλαίου), αλλά μεταφέρεται και η παραγωγή τμημάτων προϊόντων. Πρόκειται για παραγωγή, που όπως θα δούμε στην συνέχεια δεν ολοκληρώνεται σ’ ένα χώρο, αλλά στον παγκόσμιο χώρο. Οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι παραγωγής και οι εθνικές οικονομίες, αποκτούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα με τις διασυνδέσεις τους με δραστηριότητες εγκατεστημένες σε διαφορετικές χωρικές ενότητες. Τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων δεν συνδέονται με τον εθνικό χώρο αλλά με τον παγκόσμιο χώρο, οι επιχειρησιακές στρατηγικές είναι περισσότερο από ποτέ διεθνοποιημένες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1980-1990 η σχέση μεταξύ εξαγωγών και παραγωγής έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο 1,7:1,0 έναντι 1,4:1,0 στην περίοδο 1960/1970 και 1,25:1,0 στην περίοδο 1970/1980. Το γεγονός αυτό σημαίνει βέβαια ότι την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε η διεθνοποίηση της παραγωγής, ενώ η σύνθεση των εξαγωγών (το μερίδιο των βιομηχανικών προϊόντων στο διεθνές εμπόριο έφτασε σήμερα στο 75-78% έναντι 40-45% το 1960) δείχνει ότι οι εξαγωγέςαποτελούν το κύριο μέσο μεταφοράς τεχνολογίας/τεχνογνωσίας.
Να σημειώσουμε όμως εδώ ότι το ποσοστό του τρίτου κόσμου στις διεθνείς ανταλλαγές έμεινε αμετάβλητο τα τελευταία 20 χρόνια παρά τον διπλασιασμό του πληθυσμού τους. Το 1990, ο τρίτος κόσμος κατείχε το ίδιο ποσοστό του παγκοσμίου εμπορίου με το 1963. Αν μάλιστα αφαιρεθούν οι χώρες του ΟΠΕΧ και κυρίως οι δυναμικές χώρες της Ν.Α. Ασίας, που με 70 εκ. πληθυσμό έχουν τόσες εξαγωγές όσο σχεδόν τα 3,5 δισ. των μη πετρελαιοπαραγωγών χωρών, τότε, ανάμεσα στο 1963 και το 1990, το ποσοστό του τρίτου κόσμου στο παγκόσμιο εμπόριο μειώνεται κατά το ένα τρίτο. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι οι βιομηχανικά αναπττυγμένες χώρες αύξησαν τις εξαγωγές τους από το 63% στο 72%, ενώ οι εισαγωγές τους αυξήθηκαν μόνο από το 69% στο 71%.
Ταυτόχρονα όμως η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, η διάχυση της στον παγκόσμιο χώρο, συνοδεύεται με αύξηση τηςτάσης συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Οι 500 μεγαλύτερες σήμερα πολυεθνικές ελέγχουν[2] το 70% του παγκόσμιου εμπορίου και το 80% των παγκόσμιων επενδύσεων. Η τάση συγκεντροποίησης και διεθνοποίησης εμφανίζεται και στον τραπεζικό-χρηματοδοτικό τομέα και στις υπηρεσίες. Το 1990, οι 100 μεγαλύτερες διεθνείς πολυεθνικές τράπεζες έχουν ένα διεθνές δίκτυο 5680 καταστημάτων, ενώ από τις 350 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών, οι 340 είναι πολυεθνικές και μόνο οι 40 δραστηριοποιούνται στην εθνική αγορά. Ιδιαίτερη βαρύτητα, σε μια εποχή αύξησης της παραγωγής γνώσης και πληροφορίας, έχει η εξαγωγή δεδομένων για επεξεργασία στο εξωτερικό, η οποία τείνει να γίνει τόσο σημαντική όσο η εξαγωγή πρώτων υλών για την μεταποίηση. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές ελέγχουν σήμερα το 68% της παγκόσμιας αγοράς σε προγράμματα (software), τα 2/3 των καταχωρημένων πληροφοριών σε τράπεζες δεδομένων και τα 2/3 της παγκόσμιας ροής πληροφοριών με την μορφή ειδήσεων και πολιτιστικών προϊόντων.
Τον δρόμο της διεθνοποίησης ακολουθούν επίσης οι αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Οι τοποθετήσεις σε τίτλους (ομολογίες, κ.λπ.) από 118 δισ. δολ. το 1980 έφτασαν στις 500 δισ. δολ. το 1992, οι οποίες κατά 91% πραγματοποιήθηκαν από τις αναπτυγμένες χώρες, ενώ οι αγορές συναλλάγματος σε ετήσια βάση είναι κατά 65-70 φορές μεγαλύτερες από την αγορά του διεθνούς εμπορίου. Τέλος όσον αφορά τις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη, που αποτελούν την κρίσιμη μεταβλητή για την ανάπτυξη της τεχνολογίας, του σημαντικότερου παράγοντα για την δημιουργία ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στις παγκόσμιες αγορές, οι αναπτυγμένες χώρες κατέχουν την πρωτοκαθεδρία. Το 1990 η Ευρώπη[3]δαπανούσε για έρευνα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, 2,02, οι ΗΠΑ 2,8 και η Ιαπωνία 2,72 ενώ πέντε μόνο χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία) καλύπτουν το 85% του συνόλου των δαπανών για έρευνα της ζώνης του ΟΟΣΑ, η οποία αντιπροσωπεύει πολύ μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων δαπανών Ε+Α. Ταυτόχρονα οι μεγάλες επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι πολυεθνικές ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής έρευνας (στην Αμερική οι πρώτες είκοσι μεγάλες επιχειρήσεις ελέγχουν το 70% του συνόλου των δαπανών Ε+Α).
Παρατηρήσαμε λοιπόν ότι έχουμε οδηγηθεί σε μια διεθνοποίηση της οικονομίας και σε μια συνακόλουθη κρίση του εθνικού μοντέλου ανάπτυξης. Στο κεϋνσιανό μοντέλο ανάπτυξης η γεωγραφία της παραγωγής ήταν εθνική, αφορούσε κυρίως την εντατική ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, ήταν ένα μοντέλο προστατευτισμού της εθνικής αγοράς από τους ξένους ανταγωνιστές, ώστε οι παραγωγοί μαζικών προϊόντων να αποζημιώνονται για το κόστος των επενδύσεών τους.
Το κεϋνσιανό όμως μοντέλο, όσο η δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας μετατοπιζόταν στο παγκόσμιο επίπεδο (το οικονομικό εύρος της ΙΒΜ ή της ΕΧΧΟΝ ξεπερνάει κατά δύο ή τρεις φορές το εθνικο εισόδημα της Ελλάδας), αδυνατούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, γιατί:
1) Η χωροταξική επέκταση του κεφαλαίου και της παραγωγής στο διεθνή χώρο απαιτούσε το μετακινούμενο κεφάλαιο να είναι ελεύθερο από προστατευτικούς περιορισμούς και ρυθμίσεις. Αυτό συνεπαγόταν όμως μια απορύθμιση[4] των κρατικών περιορισμών, που είναι συνυφασμένοι με την ύπαρξη της κεϋνσιανής ρύθμισης.
2) Ο χωροταξικός γιγαντισμός των μονάδων μαζικής παραγωγής δημιούργησε το μαζικό συνδικάτο και αύξησε την διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, που σε συνδυασμό με τις κεϋνσιανές ρυθμίσεις (κοινωνικές παροχές, κατώτατο ημερομίσθιο, έμμεσος μισθός, κ.λπ.), αύξησε το κόστος εργασίας. Το γεγονός αυτό ώθησε τις επιχειρήσεις να αναζητήσουν, μέσω της αποκέντρωσης και της διεθνοποίησης της παραγωγής τους, χώρος όπου η προσφορά του εργατικού δυναμικού να είναι πιο φθηνή.
3) Η αυξανόμενη επίσης τάση για διεθνοποίηση του κεφαλαίου προσέκρουσε σ’ ορισμένα τεχνικά όρια, συνυφασμένα με τη δομή του φορντιστικού τεχνολογικού προτύπου, που αποτελούσε την τεχνολογική δομή του παρεμβατικού κράτους.
Στην αλυσίδα παραγωγής η ροή των απαραίτητων πληροφοριών για την τελική συναρμολόγηση ενός προϊόντος ήταν προκαθορισμένη, στο βαθμό που παραγόταν το ίδιο προϊόν σε μορφή και περιεχόμενο. Η ενσωμάτωση όμως ενός τμήματος του κόσμου μετά το άλλο σε μια ενιαία αγορά, απαιτεί μια αυξανόμενη ροή γνώσης και πληροφορίας στο παραγωγικό σύστημα. Απαιτεί δηλαδή τη δημιουργία ενός πληροφοριακού δικτύου επικοινωνίας και ανταλλαγών. Η υπερεθνική μονάδα έχει ανάγκη τον συντελεστή πληροφορία για να συντονίσει τις ενέργειές της, να εναρμονίσει τα διάφορα αποκεντρωμένα τμήματα της παραγωγής της. Η υπερεθνική μονάδα, για να κυριαρχήσει στο χώρο έχει ανάγκη την μείωση της απόστασης ως συντελεστή κόστους, απαίτηση την οποία δεν μπορεί να ικανοποιήσει στα πλαίσια της φορντιστικής τεχνολογίας. Χρειάζεται γι’ αυτό μια νέα τεχνολογική επανάσταση, η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη, με την εισαγωγή στην παραγωγή και την διαχείριση της πληροφορικής τεχνολογίας (Η/Υ, CAD/CAM, τηλεσυνδιάσκεψη, ρομποτική, τηλεματική, γραφειακή, κ.λπ.).
Οι εξωτερικοί λοιπόν παράγοντες, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, δεν αποτελούν πλέον μια εξωγενή μεταβλητή, αλλά επηρεάζουν καθοριστικά τις εθνικές οικονομίες, οδηγώντας σε μια αντιμετώπιση της ζήτησης των προϊόντων ως μέγεθος άμεσα συνδεδεμένο με την αύξηση ή μείωση της ζήτησης για εξαγωγές, στην αντιμετώπιση του κόστους εργασίας[5] ως ένα μέγεθος ανάμεσα σε χώρες ανταγωνιστικές και τέλος στην εξάρτηση της τεχνολογικής ανανέωσης του παραγωγικού εξοπλισμού με την πρόσβαση σε διεθνείς οργανισμούς έρευνας, σε διακρατικές συμφωνίες και υπερεθνικές συνεργασίες μεταξύ των επιχειρήσεων. Η νέα αυτή πραγματικότητα και κυρίως η διεθνοποίηση της παραγωγής, των αγορών και της τεχνολογίας, αναδιάρθρωσε τον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας και τις παραγωγικές δυνάμεις/σχέσεις και επέφερε τις παρακάτω αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία.
- Αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, των προστατευτικών μηχανισμών του κεϋνσιανού υποδείγματος, μέσω της αύξησης των πιέσεων σε κλάδους παραγωγής που στήριζαν το συγκριτικό τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην κρατική προστασία, στις επιδοτήσεις, στους δασμούς, κ.λπ.
- Μετατόπιση των αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο (π.χ. ΕΟΚ) και από το επίπεδο του κράτους στις αποφάσεις των πολυεθνικών και στην ελευθερία της αγοράς.
- Η παραγωγή παγκοσμιοποιείται και τα προϊόντα παράγονται σε διαφορετικές χωρικές ενότητες, αλλά ολοκληρώνονται στον παγκόσμιο χώρο, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είναι συνδεδεμένα[6] με την επιχείρηση και λιγότερο με την χώρα εγκατάστασης της. Οι μεγάλες επιχειρήσεις προχωρούν σήμερα (βλέπε Fiat, Olivetti, Benetton, General Motors, κ.λπ.) σε μια αποκεντρωτική κίνηση στο εθνικό ή παγκόσμιο χώρο, διασπώντας την παραγωγή τους σε μικρότερα εργοστάσια και διαχέοντας τα στο χώρο, τα οποία πολλές φορές συνεργάζονται με ένα δίκτυο μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή υπεργολάβων.
Οι τεχνολογίες της πληροφορίας συμβάλλουν στην παραπάνω κατεύθυνση γιατί πρόσφεραν στην επιχείρηση ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Επιτρέπουν την μείωση της απόστασης ως συντελεστή κόστους, μεταβάλλοντας τη γεωγραφία της παραγωγής και οδηγώντας σε μια χωρική αναδιάρθρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τη μεταφορά των άυλων εμπορευμάτων τα οποία μέχρι τώρα δεν ήταν δυνατόν να αποθηκευτούν και να καταναλωθούν μακριά από τον χώρο παραγωγής τους. Ο διαχωρισμός της παραγωγής υπηρεσιών, πληροφορίας και γνώσης, από τον χώρο κατανάλωσης της είναι πλέον ένα γεγονός. Ο διαχωρισμός αυτός του χώρου παραγωγής από τον χώρο κατανάλωσης των δραστηριοτήτων έρευνας, ελέγχου, σχεδιασμού, προγραμματισμού, κ.λπ., παρέχει στην επιχείρηση την δυνατότητα για έλεγχο και συντονισμό των αποκεντρωμένων παραγωγικών μονάδων, την ταχύτατη ροή των απαραίτητων πληροφοριών προς αυτές.
- Η τάση της διεθνοποίησης ενισχύεται περισσότερο μέσω της δημιουργίας διεπιχειρησιακών συμφωνιών (κοινά ερευνητικά προγράμματα, συμπαραγωγή προϊόντων, κ.λπ.), γεγονός που επιτρέπει την συλλογική αξιοποίηση των ατομικών πλεονεκτημάτων της κάθε επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις συγκροτούν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού προηγούμενα συνεργάζονται με τοπικούς πόρους (υποδομές, εργατικό δυναμικό κ.λπ.). Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις αναθέτουν για παράδειγμα ερευνητικά προγράμματα σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ή οι ιαπωνικές επιχειρήσεις σε αμερικάνικα πανεπιστήμια και το αντίθετο.
Η παγκοσμιοποίηση όμως της παραγωγής οδηγεί σε μια διεθνοποίηση της ζήτησης και των καταναλωτικών προτύπων, σε μια αυξανόμενη διαφοροποίηση των παραγόμενων προϊόντων, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στην διαφοροποιημένη και κυμαινόμενη ζήτηση των διαφόρων χωρών. Όσο η προσφορά κατευθυνόταν κυρίως στην εσωτερική αγορά, η ζήτηση ήταν ομογενοποιημένη και τα προϊόντα τυποποιημένα, γεγονός που αποδυναμώνεται όσο αυξάνεται η διεθνοποίηση της παραγωγής. Οι επιχειρήσεις σήμερα αποκτούν την δυνατότητα πρόσβασης στην διαφοροποιημένη διεθνή ζήτηση αγαθών μέσω της νέας τεχνολογίας του ευέλικτου αυτοματισμού, που επιτρέπει τα ίδια μηχανικά μέσα να επαναπρογραμματίζονται μέσω της καθοδήγησης τους από Η/Υ, για να παράγουν διαφοροποιημένα προϊόντα, ανάλογα με τις μεταμορφώσεις της ζήτησης. Η Benetton σήμερα κατασκευάζει τα έτοιμα ενδύματα χωρίς χρώμα σε μαζική κλίμακα και τα βάφει ανάλογα με τις τροποποιήσεις της ζήτησης, τις οποίες γνωρίζει μέσω ενός παγκοσμίου δικτύου Η/Υ, ενώ στην αυτοκινητοβιομηχανία κατασκευάζεται πρώτα ο σκελετός ενός οχήματος σε μαζική κλίμακα και στην συνέχεια ανάλογα με τις διαφοροποιήσεις της ζήτησης τροποποιείται (χρωματισμός, ειδικά εξαρτήματα και λειτουργίες).
- Η οικονομική ανάπτυξη, σε συνθήκες διεθνοποίησης, όλο και περισσότερο εξαρτάται από τις δομές και λειτουργίες του «τεχνο-οικονομικού συστήματος», που περιλαμβάνει
-τον πόλο της επιστήμης, όπου λειτουργούν τα πανεπιστημιακά, κρατικά, επιχειρησιακά ή ανεξάρτητα κέντρα έρευνας, παράγοντας βασική και εφαρμοσμένη έρευνα.
-τον πόλο της τεχνολογίας, όπου λειτουργούν οι βιομηχανίες παραγωγής νέων τεχνολογικών μέσων, λογισμικού, οι οργανισμοί τυποποίησης που παράγουν βιομηχανικά πρότυπα, κ.λπ.
-τον πόλο των υπηρεσιών, όπου συνυπάρχουν οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οργανισμοί επιμόρφωσης και παροχής υπηρεσιών μάρκετινγκ και μάνατζμεντ, τα γραφεία παραγωγής σχεδίου και διαφήμισης, οι εκδοτικοί και ερευνητικοί οργανισμοί παραγωγής και έκδοσης τεχνικών άρθρων, κ.λπ.
-τον πόλο της αγοράς, όπου δραστηριοποιούνται οι εμπορικές επιχειρήσεις διανομής αγαθών και υπηρεσιών, οι ενώσεις καταναλωτών κ.λπ.
- Τέλος η παγκοσμιοποίηση ασκεί σημαντικές πιέσεις στην ενδογενοποίηση της τεχνολογίας και αυξάνει το χάσμα Βορρά-Νότου.
Οι αναπτυγμένες χώρες, που συνδέονται με τα συμφέροντα των πολυεθνικών και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή έρευνας, καινοτομίας και των νέων τεχνολογικών συστημάτων, έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες ενδογενοποίησης της τεχνολογίας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Σε αρκετές ανεπτυγμένες χώρες (Ιαπωνία, Αμερική, ΕΟΚ κ.λπ.) προωθείται το μοντέλο των τεχνοπόλεων, των επιστημονικών πάρκων. Πρόκειται για ένα μοντέλο προγραμματισμένης ανάπτυξης περιφερειακών πόλων, που ενισχύονται από το κράτος (αναπτυξιακά κίνητρα, υποδομή) και όπου συνυπάρχουν κέντρα έρευνας, πανεπιστήμια, συμπλέγματα βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας, κ.λπ.
Αντίθετα οι υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες και μάλιστα ελάχιστες απ’ αυτές περιορίζονται να εισάγουν την τεχνογνωσία και καινοτομία (μέσω της αγοράς ξένης τεχνολογίας ή της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων), αλλά αδυνατούν να παράγουν την τεχνογνωσία και κατ’ επέκταση την τεχνολογία. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αδυνατούν να αφομοιώσουν την εισαγόμενη τεχνολογία στον βαθμό που αυτό απαιτεί την ύπαρξη ενός ενδογενούς επιστημονικού δυναμικού ικανού να προσαρμόσει την τεχνολογία στις εθνικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.
Η διεθνής μέχρι σήμερα εμπειρία έχει δείξει ότι ελάχιστες χώρες, όπως οι Νέες βιομηχανικές χώρες (Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Χονγκ-Κονγκ, Μαλαισία), ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, κ.λπ. έχουν αναπτύξει ενδογενή τεχνολογία (βασική και εφαρμοσμένη έρευνα) ή έχουν αφομοιώσει την εισαγόμενη, διαθέτοντας το απαραίτητο γι’ αυτό εθνικό επιστημονικό δυναμικό.
Η διεύρυνση σήμερα του τεχνολογικού χάσματος μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων χωρών απορρέει από την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, των αγορών και της τεχνολογίας και την συνακόλουθη τάση ενίσχυσης του παγκόσμιου τεχνολογικού μονοπωλίου από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες ελέγχουν τους μηχανισμούς παραγωγής και ροής της τεχνολογίας. Ένας μικρός αριθμός χωρών και επιχειρήσεων ελέγχει τις τεχνολογικές εξελίξεις, που τους επιτρέπει να αποκτούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, πρόσβαση στις δυναμικές αγορές και να διαμορφώνουν τα νέα προϊόντα και τις νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής. Ενώ λοιπόν από την μια η ελεύθερη αγορά φαίνεται να καθορίζει τις νέες εξελίξεις, από την άλλη ο μονοπωλιακός έλεγχος της παραγωγής και της τεχνολογίας από ελάχιστες επιχειρήσεις και χώρες δημιουργεί φραγμούς στις αναπτυσσόμενες χώρες, αποστερώντας τις από ένα σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης.
Οι τεχνολογικά προηγμένες χώρες εντείνουν τις πιέσεις στις οικονομικά ασθενέστερες ή μη χώρες, για να μειώσουν τα μέτρα προστατευτισμού των αγορών τους, και ταυτόχρονα προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή τους και ιδιαίτερα αυτή στους τομείς εντάσεως τεχνολογίας και γνώσης. Με μοχλό την κρατική παρέμβαση και σε συνεργασία με τις εγχώριες βιομηχανίες δημιουργούνται προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των διεθνώς ανταγωνιστικών κλάδων (κρατική χρηματοδότηση έρευνας-εγγύηση της αγοράς των νέων προϊόντων μέσω κρατικών προμηθειών κ.λπ.) και επιβάλλουν φραγμούς εισόδου στην εγχώρια αγορά στις ξένες επενδύσεις και τα προϊόντα που σχετίζονται με τους κλάδους αιχμής.
Ταυτόχρονα οι κυρίαρχες οικονομικά χώρες και με δεδομένη την καθοριστική σημασία της γνώσης για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, δημιουργούν ένα διεθνές νομικό και θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας στους γνωστικούς πόρους. Οι πολυεθνικές έτσι επιχειρήσεις και οι αναπτύγμένες χώρες επιβάλλουν διεθνικές ρυθμίσεις, κανόνες και θεσμούς, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και του προστατευτισμού των οικονομικών τους και περιορίζουν μέσω πολυμερών κανόνων την διαπραγματευτική δύναμη των αναπτυσσόμενων χωρών, αποδυναμώνοντας τις αναπτυξιακές τους δυνατότητες.
Τελικά βέβαια, και στον βαθμό που η τεχνολογική ανανέωση των παραγωγικών διαδικασιών αξιοποιείται κυρίως για να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, οδηγούμαστε σε έναν νέο φαύλο κύκλο. Οι επιχειρήσεις που έχουν το τεχνολογικό προβάδισμα, για να μειώσουν το κόστος καταργούν θέσεις εργασίας, ενώ οι λιγότερο ανταγωνιστές υποχρεώνονται να κλείσουν.
Έτσι όσο η ανάπτυξη του πλανήτη καθοδηγείται από την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την τεχνολογική επιτάχυνση σε συνθήκες διεθνοποίησης των κοινωνικοοικονομικών δομών, γίνεται όλο και πιο επίκαιρο το ερώτημα: είναι καλύτερο να έχουμε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οικονομίες και όλο υψηλότερα επίπεδα ανεργίας (και φτώχειας) ή επιχειρήσεις που επιλέγουν εργασίες σε νέες περισσότερο «κοινωνικές» αγορές και στηρίζουν την απασχόληση;
Μήπως στις συνθήκες του νέου πλανητικού καπιταλισμού πρέπει να διατυπωθεί ένα πλανητικό συμβόλαιο που θα θέτει ως πρωταρχικό στόχο την κοινωνική ανάπτυξη και όχι τον τυφλό ανταγωνισμό για την επικράτηση στην παγκόσμια αγορά έτσι ώστε να ικανοποιηθούν οι θεμελιώδεις ανάγκες των ανθρώπων;
Είναι λοιπόν σήμερα φανερό ότι το τέλος του αιώνα μας δεν κυριαρχείται από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς αγώνες όπως συνέβη με το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά καθορίζεται από τις βαθιές δομικές αλλαγές που επιφέρειο θρίαμβος της αγοράς και επιβάλλουν οι διεθνοποιημένες επιχειρήσεις ή παγκόσμια τράπεζα ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Πρόκειται για αλλαγές που οδηγούν στην εξασθένιση των πολιτικών και κοινωνικών ελέγχων επί της οικονομίας, στην ενίσχυση των παγκόσμιων αγορών και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων (ΕΟΚ, ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό, και χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας).
Για αλλαγές που οδηγούν επίσης στην αποδυνάμωση των περιφερειών και των τοπικών κοινωνιών κάνοντας επιτακτικό το πρόβλημα των μορφών έκφρασης σε ένα κατακερματισμένο κόσμο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λ. Λαμπριανίδης, «Σημειώσεις περιφερειακής οικονομικής», Πανεπιστήμιο Μακεδονίας 1990, Θεσ/νικη
- Τ. Φωτόπουλος, Ελευθεροτυπία 10/12/1992
- Επιστήμη και τεχνολογία στην Ευρώπη, Έκδοση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1991
- A. Roobeek, «The Crisis of fordism and a new technological paradigm», Futures, vo 19, April, 1987
- Μ. Χατζηπροκοπίου, Η. Κατσίκας, «Η στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας», Βήμα των κοινωνικών επιστημών, Τ.3. 1990
- Τ. Γιαννίτσης, «Η παγκοσμιοποίηση των αγορών και οι επιπτώσεις στην τεχνολογική οργάνωση της ελληνικής οικονομίας», Συμπόσιο Πολυτεχνείου Κρήτης, 1992