τ
Κατ’ αρχάς, αυτό που ο Σεθ Τίλμαν αποκαλεί “ισραηλινό λόμπι” είναι πολύ ευρύτερο από την αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα και αγκαλιάζει το μεγαλύτερο τμήμα της φιλελεύθερης κοινής γνώμης, την ηγεσία των συνδικάτων, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές2 , “συντηρητικούς” που υποστηρίζουν μια ισχυρή κρατική μηχανή προσανατολισμένη σε κρατικά ελεγχόμενη παραγωγή υψηλής τεχνολογίας απορριμμάτων (δηλ. στρατιωτική παραγωγή), στο εσωτερικό, και σε στρατιωτικές απειλές και τυχοδιωκτισμούς προς τα έξω, και –διαπερνώντας οριζοντίως όλες αυτές τις κατηγορίες– κάθε είδους ένθερμους οπαδούς του ψυχρού πολέμου. Αυτές οι διασυνδέσεις εκτιμούνται στο Ισραήλ, κι όχι μοναχά από τη δεξιά πτέρυγα. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Γιτζάκ Ραμπίν του Εργατικού Κόμματος, ο οποίος έχει φήμη περιστεράς, είχε διαφωνήσει με τις κινήσεις για πολιτικό συμβιβασμό μετά τον πόλεμο του 1973. Τόνισε ότι το Ισραήλ έπρεπε να προσπαθήσει να “κερδίσει χρόνο”, με την ελπίδα ότι “αργότερα, θα βρεθούμε σε καλύτερη κατάσταση, όταν οι Η.Π.Α υιοθετήσουν πιο επιθετική στάση απέναντι στην Ε.Σ.Σ.Δ.3 .”
Πολλοί Αμερικανοί σιωνιστές ηγέτες αναγνωρίζουν αυτούς τους παράγοντες. (…). Ο Ζακ Τορκζάινερ, πρώην πρόεδρος της Σιωνιστικού Οργανισμού της Αμερικής και στέλεχος της Παγκόσμιας Σιωνιστικής Οργάνωσης, έγραψε ότι “Πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι φυσικός σύμμαχος του Σιωνισμού είναι η αντιδραστική δεξιά πτέρυγα και όχι οι φιλελεύθεροι4 .” Ως προς τους τελευταίους κάνει λάθος, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι αυτοί δεν θα συμμερίζονταν την ψυχροπολεμική συναίνεση, ενώ στην πραγματικότητα την προώθησαν σταθερά και βοήθησαν στη διατήρησή της. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η αμερικανική αριστερά και οι ειρηνιστικές ομάδες, εκτός από κάποια περιθωριακά στοιχεία, σε γενικές γραμμές, υποστήριξαν ιδιαίτερα το Ισραήλ, ορισμένοι μάλιστα με πάθος, παραβλέποντας πρακτικές που, σε διαφορετική περίπτωση, θα είχαν σπεύσει να καταγγείλουν. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα έκθεση απόψεων, συγγενών προς εκείνες του Ραμπίν, σε μια πρόσφατη μελέτη για τον “πραγματικό αντισημιτισμό στην Αμερική” από τους Νέιθαν και Ρουθ Περλμιούτερ, αντιστοίχως Eθνικού Προέδρου της Anti-Defamation League of B’nai Brith και της γυναίκας του, που είναι επίσης δραστήριο ηγετικό στέλεχος του σιωνισμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Anti-Defamation League (Αντι-Δυσφημιστική Ένωση) θεωρείται μια ελευθεριακή οργάνωση πολιτών, που κάποτε ήταν αντάξια της φήμης της. Τώρα, ειδικεύεται στο να παρεμποδίζει την κριτική συζήτηση πάνω στην πολιτική του Ισραήλ, χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως κακόβουλη κριτική, συμπεριλαμβανομένων και των Ισραηλινών που δεν περνούν τις εξετάσεις νομιμοφροσύνης, διακινώντας υποτιθέμενες “πληροφορίες” που κυκλοφορούν συνήθως σε ανυπόγραφα φυλλάδια κ.ο.κ5 . Στο Ισραήλ, χαρακτηρίζεται συνήθως ως “ένας από τους βασικούς στυλοβάτες” της ισραηλινής προπαγάνδας στις Η.Π.Α. (…)
Σύμφωνα με το ζεύγος Περλμιούτερ, ομάδες όπως το Εθνικό Συμβούλιο των Εκκλησιών απειλούν τα εβραϊκά συμφέροντα με το να καλούν το Ισραήλ “να συμπεριλάβει την Ο.Α.Π. στην ειρηνευτική διαδικασία της Μέσης Ανατολής.” “Οι απολογητές της αριστεράς –όπως και εκείνοι της δεξιάς– ερμηνεύουν συχνά τον αντισημιτισμό ή την αδιαφορία τους για τα εβραϊκά συμφέροντα ως κάτι το συγκυριακό”, και προσθέτουν ότι οι Εβραίοι θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα.
Παντού, το επιχείρημα είναι ότι τα συμφέροντα του Ισραήλ –που εκλαμβάνονται υπόρρητα ως τα συμφέροντα ενός απορριπτικού Μεγάλου Ισραήλ που αρνείται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων– είναι τα “εβραϊκά συμφέροντα”, έτσι ώστε οποιοσδήποτε αναγνωρίζει δικαιώματα στους Παλαιστινίους ή υπερασπίζεται πολιτικές που απειλούν τα “ισραηλινά συμφέροντα”, όπως τα αντιλαμβάνονται οι συγγραφείς, είναι, για να παραφράσουμε την παλιά σταλινική ρητορική, “αντικειμενικά” αντισημίτες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατηγορίες για “αντισημιτισμό” (ή, για την περίπτωση των Εβραίων, για “εβραϊκή αυτο-απέχθεια”) υπήρξαν ένα γενικευμένο και συχνά αποτελεσματικό τέχνασμα για τη φίμωση της κριτικής απέναντι στο Ισραήλ. Ακόμα και ο Άμπα Εμπάν, o διπλωμάτης του Εργατικού Κόμματος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης (και θεωρείται ηγέτης των ειρηνιστών), είναι ικανός να γράφει ότι “Ένα από τα βασικά καθήκοντά μας στον διάλογο με τον μη-εβραϊκό κόσμο είναι να αποδείξουμε ότι η διάκριση ανάμεσα σε αντισημιτισμό και αντισιωνισμό δεν υφίσταται στην πραγματικότητα”, και ότι οι κριτικές από Εβραίους (εδώ γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε μένα και στον Ι. Φ. Στόουν) χαρακτηρίζονται από “ένα βασικό σύμπλεγμα…. ενοχής για την επιβίωση των Εβραίων”. Παρομοίως, ο Ίρβινγκ Χάου, χωρίς επιχειρήματα, αποδίδει απλώς την επικίνδυνη διεθνή απομόνωση του Ισραήλ στους “επιδέξιους ελιγμούς του πετρελαίου” και στο εξής “χολωμένο απόφθεγμα: ακόμα και στις πιο ζεστές καρδιές υπάρχει πάντα ένα παγωμένο σημείο για τους Εβραίους6 .”
Οι Περλμιούτερ ειρωνεύονται όσους απευθύνουν “κριτικές στο Ισραήλ, ενώ απορρίπτουν τις κατηγορίες για αντι-σημιτισμό”, αλλά αυτό το σχόλιό τους είναι ανειλικρινές. Η τακτική είναι δεδομένη. Ο Κρίστοφερ Σάικς, στην εξαίρετη μελέτη του για την περίοδο προ της ιδρύσεως του ισραηλινού κράτους, εντοπίζει την καταγωγή αυτού του τεχνάσματος (“μια νέα φάση στη σιωνιστική προπαγάνδα”) σε μια “βίαιη αντεπίθεση” του Δαβίδ Μπεν-Γκουριόν ενάντια σ’ ένα βρετανικό δικαστήριο που είχε εμπλέξει Σιωνιστές ηγέτες σε εμπόριο όπλων το 1943: “Από εδώ και στο εξής ο αντισιωνισμός θα ταυτίζεται με τον αντισημιτισμό7.”
Μέσα στους κόλπους της ισραηλινής κοινότητας, η ενότητα στην “υποστήριξη του Ισραήλ” που απαιτήθηκε, σε γενικές γραμμές, επιτεύχθηκε. Υπάρχει ακόμα μια ζωντανή διαμάχη στην αμερικανο-εβραϊκή κοινότητα για το εάν είναι θεμιτό να ασκείται κριτική στην πολιτική του Ισραήλ, και το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα είναι ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας διαμάχης δεν προκαλεί την εντύπωση που σίγουρα της αναλογεί. Η θέση ότι η κριτική στο Ισραήλ δεν νομιμοποιείται υποστηρίζεται, για παράδειγμα, από τον Ελάι Βάιζελ, ο οποίος λεει χαρακτηριστικά:
“Υπερασπίζομαι το Ισραήλ – τελεία. Προσδιορίζομαι σε σχέση με το Ισραήλ – τελεία. Ποτέ δεν επιτίθεμαι, ποτέ δεν κριτικάρω το Ισραήλ όταν βρίσκομαι έξω από τα σύνορά του.”
Όσον αφορά την πολιτική του Ισραήλ στα κατεχόμενα εδάφη, ο Βάιζελ αδυνατεί να σχολιάσει ο,τιδήποτε:
“ Δεν γνωρίζω τι και πως θα έπρεπε να πράξουμε, διότι μου διαφεύγουν βασικές γνώσεις και σημαντικές πληροφορίες…. Για μπορέσει κανείς να αποκτήσει πρόσβαση σ’ όλες τις πληροφορίες πρέπει να είναι σε θέση ισχύος… Δεν έχω αυτές τις πληροφορίες, οπότε δεν γνωρίζω γι’ αυτό…8 ”
Είναι πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς παρόμοια λατρεία του κράτους, εκτός εάν ανατρέξει στα χρονικά του Σταλινισμού και του Φασισμού. Ο Βάιζελ θεωρείται στις Η.Π.Α επικριτής του φασισμού, ενώ τιμάται ως ένας εγκόσμιος άγιος.
Σημειώσεις
1. Σχετικά με την πολιτική επιρροή αυτού που αποκαλείται “ισραηλινό λόμπι”, βλέπε Seth Tillman, The United States in the Middle East (Indiana, Bloomington, 1982). Ο Τίλμαν συμμετείχε στην Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων της Γερουσίας με ιδιαίτερη ενασχόληση για τη Μέση Ανατολή.
2. Βλ. Stephen Zunes, “Strange Bedfellows”, Progressive, Νοέμβριος 1981. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι η ένθερμη υποστήριξη του Ισραήλ συμβαδίζει εύκολα με τον φανατικό αντι-σημιτισμό. Βλ. επίσης Richard Bernstein, “Evangelicals Strengthening Bonds with Jews”, New York Times, 6 Φεβρουαρίου 1983, και J. A. James, “Friends in need”, Jerusalem Post, 20 Ιανουαρίου 1983, όπου γίνεται συζήτηση για την “ενδεχόμενη σημασία της υποστήριξης των Ευαγγελικών” στην αμερικανική πολιτική και την “τεράστια υποδομή” σε μέσα ενημέρωσης που έχουν στην εξουσία τους, καθώς και για την ευρύτατη χρηματοδότηση που μπορεί να αντληθεί. Η Davar αναφέρει ότι το Temple Mount Fund (Ίδρυμα του Όρους του Ναού), “που εδρεύει στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ και χρηματοδοτείται από εξτρεμιστές Χριστιανούς”, σκοπεύει να δωρίσει δέκα εκατομμύρια δολάρια σε εβραϊκούς εποικισμούς στη Δυτική Όχθη· 23 Ιανουαρίου 1983 (Israleft News Service). Είναι μια λογική υπόθεση –που τώρα πια ακούγεται ενίοτε στο Ισραήλ– ότι μια συμμαχία Ισραηλινών και Προτεσταντών Ευαγγελικών μπορεί να γίνει όλο και πιο σημαντική στη Λατινική Αμερική, ακολουθώντας το πρότυπο της Γουατεμάλας, όπου το καθεστώς του Ρίος Μόντες (το οποίο διαδέχθηκε και μάλιστα ξεπέρασε τους προκατόχους του σε δολοφονική βαρβαρότητα) υποστηρίζεται από κινήματα Ευαγγελικών Προτεσταντών ενώ καθοδηγείται και τροφοδοτείται από το Ισραήλ.
3. Αναφέρεται από τον Amnon Kapeliouk, Israel: la fin des mythes (Albin Michel, Παρίσι, 1975, σελ. 219). Το βιβλίο αυτό, γραμμένο από έναν διακεκριμένο Ισραηλινό δημοσιογράφο, αποτελεί την καλύτερη παρουσίαση των πολιτικών της ισραηλινής κυβέρνησης (Εργατικό Κόμμα) στην περίοδο 1967-1973. Πολλοί εκδότες των ΗΠΑ προσεγγίστηκαν για να εκδοθεί το βιβλίο στα αγγλικά, αλλά κανένας δεν θέλησε να το αναλάβει.
4. Αναφέρεται από τον Zunes, “Strange Bedfellows.”
5. Βλέπε, για παράδειγμα, την έκδοση Pro-Arab Propaganda in America: Vehicles and Voices: a Handbook (Anti-Defamation League of B’nai Brith, 1983) Thomas Mountain, “Campus anti-Zionism”, Focus (Brandeis University), Φεβρουάριος 1983, και πολλά φυλλάδια και μπροσούρες που κυκλοφόρησαν σε κολέγια όλης της χώρας, τυπικά χωρίς υπογραφή, τα οποία οι φοιτητές που τα μοιράζουν τα αποδίδουν στην League.
6. Abba Eban, Congress Bi-Weekly, 30 Μαρτίου 1973, λόγος που εκφωνήθηκε στις 31 Ιουλίου 1972· Irving Howe, “Thinking the Unthinkable about Israel: a Personal Statement”, New York magazine, 24 Δεκεμβρίου 1973.
7. Christopher Sykes, Crossroads to Israel: 1917-1948 (Indiana, Bloomington, 1965), σελ 247.
8. Συνέντευξη, Jewish Post & Opinion, 19 Νοεμβρίου 1982. Ο Dale V. Miller, που πήρε τη συνέντευξη, τον ερμηνεύει αρκετά εύστοχα και δείχνει να τον επιδοκιμάζει καθώς υποστηρίζει ότι η “αρμοδιότητα” της κριτικής είναι “το αποκλειστικό δικαίωμα των ίδιων των Ισραηλινών.” Σχετικά με τη στάση του Βάιζελ απέναντι στη σφαγή του Σεπτέμβρη στη Βηρυτό, βλ. σελ. 386-7 του βιβλίου του Τσόμσκι.
Μετάφραση: Γ. Ρ. – Χ. Σ.
* Από το βιβλίο του Νoam Chomsky, Fateful Triangle, The United States, Israel and the Palestinians, Pluto Press, Λονδίνο, 1999, από το δεύτερο κεφάλαιο.