Αρχική » Ο νεωτερικός μεσσιανισμός

Ο νεωτερικός μεσσιανισμός

από Άρδην - Ρήξη

του Θ. Ζιάκα

Το τέ­λος της ι­στο­ρί­ας εί­ναι η ο­λο­κλή­ρω­ση των δια­δι­κα­σιών ε­ξα­το­μί­κευ­σης, της ο­ποί­ας προ­σφο­ρό­τε­ρη μορ­φή α­πο­τε­λεί ο φι­λε­λεύ­θε­ρος κα­πι­τα­λι­σμός.
(Φρ. Φου­κου­γιά­μα)

Ο μεσ­σια­νι­σμός εί­ναι έ­να σύ­στη­μα ελ­πί­δας. Προ­σφέ­ρε­ται στον Δού­λο και του υ­πό­σχε­ται την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή του. Α­να­πτύ­χθη­κε με την έ­ξο­δο α­πό την “πα­ρα­δεί­σια” πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­ση και με το πέ­ρα­σμα στους κο­λε­κτι­βι­στι­κούς πο­λι­τι­σμούς. Κά­τω α­πό τις βα­ριές κο­λε­κτι­βι­στικές πυ­ρα­μί­δες της Αι­γύ­πτου, της Βα­βυ­λώ­νας, της Ιν­δί­ας, της Κί­νας, ή των Αζ­τέ­κων, η ελ­πί­δα στέ­να­ζε παίρ­νο­ντας διά­φο­ρες μορ­φές μεσ­σια­νι­σμού. Την πιο κα­θα­ρή μορ­φή θα την προ­σλά­βει στο πιο ε­ξε­λιγ­μέ­νο κο­λε­κτι­βι­στι­κό έ­θνος της ι­στο­ρί­ας, τους Ε­βραί­ους, ό­ταν αιχ­μά­λω­τοι στη Βα­βυ­λώ­να ο­νει­ρεύ­ο­νταν τη Σιών και ό­ταν κιν­δύ­νε­ψαν να χά­σουν την ε­θνι­κή τους ταυ­τό­τη­τα κά­τω α­πό την ελ­λη­νι­κή κυ­ριαρ­χί­α.
Μπο­ρεί ο μεσ­σια­νι­σμός να εί­ναι γέν­νη­μα των κο­λε­κτι­βι­στι­κών κοι­νω­νιών, αλλά αυ­τό δεν ση­μαί­νει ό­τι δεν υ­φί­στα­ται και στις α­το­μο­κε­ντρι­κές κοι­νω­νίες, την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή και τη νε­ω­τε­ρι­κή. Ο τρα­γι­κός μύ­θος του Προ­μη­θέ­α προ­βάλλει, στην Α­θή­να του 5ου αιώ­να, έ­ναν πα­ρά­ξε­νο μεσ­σια­νι­σμό: “έ­νας θε­ός πιο δυ­να­τός α­πό τον Δί­α θα γεν­νη­θεί μια μέ­ρα και θα συ­ντρί­ψει την εξου­σί­α του”. Με το πέ­ρα­σμα στη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα ο με­σαιω­νι­κός χι­λια­στι­κός μεσ­σια­νι­σμός θα εκ­κο­σμι­κευ­θεί για να με­τα­μορ­φω­θεί σε πί­στη στην Πρό­οδο. Η νε­ω­τε­ρι­κή πί­στη στην Πρό­ο­δο βα­σί­ζε­ται σα­φώς σε έ­ναν τε­χνο­λο­γικό μεσ­σια­νι­σμό (: η τε­χνο­λο­γί­α θα μας λύ­σει ό­λα τα προ­βλή­μα­τα). Και σε μας εδώ ο χι­λια­στι­κός μεσ­σια­νι­σμός έ­παι­ξε το ρό­λο του. Με­τά την α­νε­ξαρ­τη­σί­α, τον 19ο αιώ­να, αρ­κε­τοί μεσ­σί­ες εί­χαν τα­ρά­ξει τον ύ­πνο της Ψω­ρο­κώ­σταινας. Ο γε­ρο-Μα­κρυ­γιάν­νης λί­γο έ­λει­ψε να ταυ­τί­σει τον ε­αυ­τό του με τη δια­δε­δομέ­νη τό­τε λα­ϊ­κή μεσ­σια­νι­κή μορ­φή του “φτω­χού βα­σι­λέ­α Ιω­άν­νη”. Τον 20ό αιώ­να το πράγ­μα κό­ρω­σε, για να γί­νου­με ο­λο­καύ­τω­μα στον μεσ­σια­νι­κό “κομ­μου­νι­στι­κό” Μο­λώχ. Σή­με­ρα, ε­νώ θα πε­ρί­με­νε κα­νείς μα­ζί με το με­τα­μο­ντέρ­νο “τέ­λος της ι­στο­ρί­ας” να έρ­θει και το τέ­λος των μεσ­σια­νι­σμών, το α­ντίθε­το εί­ναι που βλέ­που­με.
Δεν ξέ­ρω αν έ­χει γρα­φτεί μια συ­γκρι­τι­κή ι­στο­ρί­α του μεσ­σια­νι­σμού. Θα ή­ταν ί­σως η πιο καί­ρια με­λέ­τη πά­νω στην ου­σί­α του αν­θρώ­που: την ε­λευ­θε­ρί­α. Θα μας μι­λού­σε πά­νω απ’ ό­λα για τη φρί­κη της αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης. Γι’ αυτό και εί­ναι μάλ­λον α­πί­θα­νο να έ­χει γρα­φτεί. Κι αν έ­χει γρα­φτεί, θα εί­ναι απί­θα­νο να κυ­κλο­φο­ρεί. Στο κεί­με­νο που α­κο­λου­θεί θα μι­λή­σου­με κυ­ρί­ως για τον νε­ω­τε­ρι­κό μεσ­σια­νι­σμό: την ι­δέ­α της Προ­ό­δου, την α­ντί­στοι­χη α­ντί­λη­ψη για τον χρό­νο και τον τε­χνο­λο­γι­κό μεσ­σια­νι­σμό που την τρο­φο­δο­τεί.
1. Ο τε­χνο­λο­γι­κός μεσ­σια­νι­σμός


Ο μεσ­σια­νι­σμός συν­δέ­ε­ται σή­με­ρα με την Τε­χνολο­γί­α. Εί­χε ό­μως τε­χνο­λο­γι­κή βά­ση και στους κο­λε­κτι­βι­στι­κούς πο­λι­τι­σμούς.
Ας πά­ρου­με μια τυ­πι­κή κο­λε­κτι­βι­στι­κή πυ­ρα­μί­δα. Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι η α­να­παρα­γω­γή της προ­ϋ­πο­θέ­τει το μπλο­κά­ρι­σμα δύ­ο ε­ναλ­λα­κτι­κών λύ­σε­ων: α) της υ­ποστρο­φής στην “πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­ση”, α­πό την κα­τάρ­ρευ­ση της ο­ποί­ας ανα­δύ­θη­κε η κο­λε­κτι­βι­στι­κή πυ­ρα­μί­δα και β) της με­τά­βα­σης στην α­το­μο­κε­ντρι­κή κοι­νω­νί­α. Η πρώ­τη εί­ναι δο­μι­κά μπλο­κα­ρι­σμέ­νη: Οι με­γά­λοι κο­λε­κτι­βι­στι­κοί πο­λι­τι­σμοί του Νεί­λου, του Ευ­φρά­τη, του Γάγ­γη ή του Για­γκ Τσε, ή­ταν ι­κανοί να κα­τα­σκευά­ζουν και να δια­χει­ρί­ζο­νται τε­ρά­στια υ­δραυ­λι­κά έρ­γα και να προ­γραμ­μα­τί­ζουν έ­ξυ­πνα την κα­τα­νο­μή του πλε­ο­νά­σμα­τος α­νά­με­σα σε καλές και κα­κές χρο­νιές. Η πυ­ρα­μι­δι­κή δο­μή τους δεν δια­σφά­λι­ζε μό­νο τον τρόπο κα­τα­νά­λω­σης του πλε­ο­νά­σμα­τος, αλ­λά και τον τρό­πο της πα­ρα­γω­γής του. Δεν ή­ταν α­πλώς έ­να σύ­στη­μα σχέ­σε­ων ε­ξου­σί­ας, αλ­λά και έ­να σύ­στη­μα πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων. Με άλ­λα λό­για: Η εμ­φά­νι­ση της κο­λε­κτι­βι­στι­κής πυ­ρα­μί­δας πολ­λαπλα­σί­α­σε το οι­κο­νο­μι­κό πλε­ό­να­σμα και ε­πέ­τρε­ψε έ­ναν α­ντί­στοι­χο πολ­λα­πλα­σια­σμό του πλη­θυ­σμού. Το γε­γο­νός αυ­τό κα­τέ­στη­σε α­δύ­να­τη την υ­πο­στρο­φή στην προ­κο­λε­κτι­βι­στι­κή κα­τά­στα­ση. Μό­νο ε­ξω­τε­ρι­κοί πα­ρά­γο­ντες (“βαρ­βαρι­κές” ε­πι­δρο­μές – φυ­σι­κές κα­τα­στρο­φές) θα μπο­ρού­σαν να ε­πι­βά­λουν “υπο­στρο­φή στη βαρ­βα­ρό­τη­τα”. Η α­να­πα­ρα­γω­γή της πυ­ρα­μί­δας ή­ταν ό­ρος για την ε­πι­βί­ω­ση της πλειο­νό­τη­τας του πλη­θυ­σμού, ο ο­ποί­ος μπο­ρού­σε βέ­βαια να νο­σταλ­γεί τον προ­κο­λε­κτι­βι­στι­κό “πα­ρά­δει­σο”, αλ­λά οι πόρ­τες του εί­χαν κλεί­σει ο­ρι­στι­κά. Ό­ταν το Σύ­στη­μα εί­ναι ό­ρος για την ύ­παρ­ξή σου δεν μπο­ρείς να το α­να­τρέ­ψεις. Στις συν­θή­κες αυ­τές το­πο­θε­τεί­ται και η γέν­νη­ση του μεσ­σια­νι­σμού ό­σο και του ε­ξω­κοι­νω­νι­κού μυ­στι­κι­σμού.
Αλ­λά αν το κε­κτη­μέ­νο “ε­πί­πε­δο α­νά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων” απο­κλεί­ει την “αλ­λα­γή προς τα πί­σω” η “α­νε­πάρ­κεια της α­νά­πτυ­ξής” τους θα α­πο­κλεί­σει την “αλ­λα­γή προς τα μπρος”. Για­τί, σύμ­φω­να με την αλφα­βή­τα του ι­στο­ρι­κού υ­λι­σμού, αν δεν πραγ­μα­το­ποι­η­θεί μια “ρι­ζι­κή α­νατρο­πή” στους τε­χνο­λο­γι­κούς ό­ρους της πα­ρα­γω­γής, δεν εί­ναι δυ­να­τή η υ­πέρβα­ση του κο­λε­κτι­βι­στι­κού συ­στή­μα­τος. Η διά­ση­μη αυ­τή θέ­ση γε­νι­κεύ­ει, προφα­νώς, την ε­μπει­ρί­α της δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κής με­τά­βα­σης α­πό τον με­σαιω­νι­κό φε­ου­δαρ­χι­κό κο­λε­κτι­βι­σμό στη Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, ό­που η βιο­μη­χα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση, μια τε­χνο­λο­γι­κή ε­πα­νά­στα­ση, μοιά­ζει να έ­παι­ξε τον α­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο. Βε­βαί­ως η γε­νί­κευ­ση εί­ναι αυ­θαί­ρε­τη, α­φού δεν κα­λύ­πτει το αρ­χαιο­ελ­λη­νικό πα­ρά­δειγ­μα, ό­που το Ά­το­μο γί­νε­ται κυ­ρί­αρ­χο πρό­τυ­πο χω­ρίς να έ­χει με­σολα­βή­σει κα­μιά βιο­μη­χα­νι­κή ε­πα­νά­στα­ση. Εί­ναι έ­να δόγ­μα το ο­ποί­ο ε­ξυ­πη­ρέτη­σε θαυ­μά­σια την α­νά­γκη της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας να θέ­σει τον ε­αυ­τό της στην κο­ρυ­φή της ε­ξε­λι­κτι­κής κλί­μα­κας και να νο­μι­μο­ποι­ή­σει την α­παί­τη­ση του “εκ­συγ­χρο­νι­σμού”, δη­λα­δή της υ­πο­τα­γής-κα­τα­στρο­φής των προ­νε­ω­τε­ρικών πο­λι­τι­σμών. Αυ­τό εί­ναι άλ­λω­στε και η πρό­τα­σή της: Ο Μεσ­σί­ας που θα σας απε­λευ­θε­ρώ­σει α­πό την “κα­τά­ρα του νό­μου” θα έρ­θει. Μα­ταί­ως ό­μως τον περι­μέ­νε­τε α­πό τον δρό­μο της Θρη­σκεί­ας. Θα έρ­θει, αλ­λά α­πό τον δρό­μο της Ε­πιστή­μης, για­τί η Τε­χνο­λο­γί­α εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός Μεσ­σί­ας!
Ο τε­χνο­λο­γι­κός μεσ­σια­νι­σμός γνώ­ρι­σε μια εκ­πλη­κτι­κή ερ­μη­νευ­τι­κή πει­στι­κό­τη­τα. Οι πα­λιό­τε­ροι το ζή­σα­με με τη λε­γό­με­νη “υ­πέρ­βα­ση” του κα­πι­τα­λι­σμού: Με δε­δο­μέ­νο τον ι­λιγ­γιώ­δη ρυθ­μό της τεχνο­λο­γι­κής ε­ξέ­λι­ξης, εί­ναι “μα­θη­μα­τι­κά βέ­βαιο” ό­τι αρ­γά ή γρή­γο­ρα η α­νά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων θα σπά­σει το “κέ­λυ­φος” των κα­πι­ταλι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, κα­θι­στώ­ντας α­να­γκαί­α τη με­τά­βα­ση σε έ­να “α­νώ­τε­ρο στά­διο κοι­νω­νι­κής α­νά­πτυ­ξης”. Η “ε­πα­να­στα­τι­κή μα­μή”, που πά­ντο­τε έρ­χε­ται α­κά­λε­στη, θα ξε­γεν­νή­σει τε­λι­κώς μιαν α­τα­ξι­κή-α­ε­θνι­κή-α­κρα­τι­κή κοι­νω­νί­α. Κι αυ­τό, εί­τε το θέ­λου­με εί­τε ό­χι. Η μεσ­σια­νι­κή κοι­νω­νία θα εί­ναι μια τε­χνο­λο­γι­κή κοι­νω­νί­α. Η Ε­πι­στή­μη και η Τε­χνο­λο­γί­α θα έ­χουν λύ­σει ό­λα τα προ­βλή­μα­τα. Στον τε­χνο­λο­γι­κό πα­ρά­δει­σο θα έ­χει πραγ­μα­τω­θεί πλή­ρως το νε­ω­τε­ρι­κό ι­δα­νι­κό της “κοι­νω­νί­ας – παι­δι­κής χα­ράς”: Οι άν­θρω­ποι θα εί­ναι ε­κεί κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό α­νέ­με­λα παι­διά. Αν θέ­λουν να ερ­γάζο­νται, θα ερ­γά­ζο­νται. Αλ­λά μάλ­λον δεν θα χρειά­ζε­ται. Αν θέ­λουν να ψα­ρεύ­ουν, θα ψα­ρεύ­ουν. Θα κά­νουν κρι­τι­κή, θα παί­ζουν κ.λπ. κ.λπ. Θα τα ε­πι­τρέ­πει ό­λα αυ­τά η τε­χνο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη, για­τί θα έ­χει ε­ξα­σφα­λί­σει υ­περ­πλε­ό­να­σμα α­γαθών, αρ­κε­τών για ό­λους. Κα­τάλ­λη­λες μη­χα­νές θα πα­ρά­γουν ό,τι χρεια­ζό­μα­στε και σε ό­ση πο­σό­τη­τα το θέ­λου­με. Μια τέ­τοια μη­χα­νή θα ή­ταν π.χ. ο “κομ­μου­νιστι­κός φούρ­νος”, που έ­φερ­ναν σαν πα­ρά­δειγ­μα σε κά­ποιον α­πό τους τό­μους της Α­κα­δη­μί­ας Ε­πι­στη­μών της Ε.Σ.Σ.Δ. τη δε­κα­ε­τί­α του 1960: α­πό τη μια με­ριά συλ­λέγει τις η­λια­κές α­κτί­νες και α­πό την άλ­λη βγά­ζει λα­χτα­ρι­στές φρα­ντζό­λες. Α­κό­μα πιο εκ­πλη­κτι­κές εί­ναι οι μη­χα­νές που πε­ριέ­γρα­φαν, τό­τε και σή­με­ρα, οι α­με­ρι­κα­νι­κές ε­κλα­ϊ­κεύ­σεις του τε­χνο­λο­γι­κού μεσ­σια­νι­σμού. Με την κατάρ­ρευ­ση του υ­παρ­κτού σο­σια­λι­σμού, ο τε­χνο­λο­γι­κός μεσ­σια­νι­σμός δέ­χτηκε ι­σχυ­ρό­τα­το πλήγ­μα. Ε­φτά­ψυ­χος ό­μως, συ­νήλ­θε γρή­γο­ρα και με το “τρί­το κύ­μα”, την “κοι­νω­νί­α της πλη­ρο­φο­ρί­ας”, την “πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση”, τα χρη­μα­τι­στή­ρια κ.τ.τ. ε­πα­νήλ­θε δρι­μύ­τε­ρος. Πη­γή του εί­ναι φυ­σι­κά η Α­με­ρική. Και ό­λοι αυ­τοί οι α­να­ρίθ­μη­τοι α­φε­λείς, στην Ευ­ρώ­πη και στον Τρί­το Κόσμο, οι ο­ποί­οι ό­ψι­μα α­να­κά­λυ­ψαν την Α­με­ρι­κή.
Ο τε­χνο­λο­γι­κός μεσ­σια­νι­σμός α­πο­τε­λεί εξ αρ­χής τον πυ­ρή­να του νε­ω­τε­ρι­κού πνεύ­μα­τος. Εί­ναι η πί­στη ό­τι η τε­χνο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη θα ο­δη­γή­σει α) στην εξί­σω­ση των προ­σβά­σε­ων στη γνώ­ση (θα μα­θαί­νεις ό,τι θέ­λεις, “πα­τώ­ντας έ­να κου­μπί”) και β) στην “κοι­νω­νί­α της α­φθο­νί­ας”, με ό­λα τα α­γα­θά “προσι­τά στους πά­ντες”. Πα­ρά τα μυ­θο­λο­γού­με­να για την “α­θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά” του, ο νε­ω­τε­ρι­κός άν­θρω­πος εί­ναι βα­θύ­τα­τα θρη­σκευ­τι­κός. Η νε­ω­τε­ρι­κότη­τα έ­χει το ι­σχυ­ρό­τε­ρο και το πιο πλή­ρες σύ­στη­μα θρη­σκεί­ας που έ­χει φα­νεί στην ι­στο­ρί­α. Με βα­θιά πί­στη. Τε­ρά­στιο, αλ­λά προ­πα­ντός, εκ­πλη­κτι­κού κύ­ρους ιε­ρα­τεί­ο (κά­θε λο­γής “ει­δι­κών”). Πάν­δη­μη δη­μό­σια λα­τρεί­α (στα πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα και στην τη­λε­ό­ρα­ση). Η θρη­σκεί­α αυ­τή εί­ναι ο τε­χνο­λογι­κός μεσ­σια­νι­σμός. Η πί­στη ό­τι η Ε­πι­στή­μη και η Τε­χνο­λο­γί­α θα λύ­σουν όλα τα προ­βλή­μα­τα και θα φέ­ρουν στον άν­θρω­πο την ευ­τυ­χί­α. Ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι η κυ­ρί­αρ­χη λα­ϊ­κή θρη­σκεί­α και στη ση­με­ρι­νή με­τα­μο­ντέρ­να φά­ση της νεω­τε­ρι­κό­τη­τας. Έ­χει α­φο­μοιώ­σει κά­θε προ­γε­νέ­στε­ρη μορ­φή μεσ­σια­νι­σμού και κα­θο­ρί­ζει το πνεύ­μα της “Νέ­ας Ε­πο­χής”. Η “θε­ο­λο­γί­α” της θα μπορού­σε να συ­νο­ψι­στεί στα ε­ξής: Ή­ταν α­νά­γκη να πε­ρά­σει ο άν­θρω­πος α­πό την κόλα­ση της δου­λεί­ας, της φε­ου­δαρ­χί­ας, του κα­πι­τα­λι­σμού, των ά­πει­ρων σφα­γών, για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί η οι­κο­νο­μι­κή συσ­σώ­ρευ­ση που θα κα­θι­στού­σε δυ­να­τή την Τε­χνο­λο­γί­α. Ή­ταν μέ­σα στο “Μυ­στι­κό Σχέ­διο” του Θε­ού (ή του Λό­γου, της Ι­στο­ρί­ας, της Τύ­χης ή της Α­νά­γκης). Και ε­πει­δή η Τε­χνο­λο­γί­α εί­ναι γέν­νημα του χρι­στια­νι­κού πο­λι­τι­σμού, της “ε­πο­χής των Ι­χθύ­ων”, οι “χρι­στια­νοί” μας εί­ναι δια­τε­θει­μέ­νοι να δε­χθούν ό­τι α­κό­μα και η εν­σάρ­κω­ση του Υ­ιού του Θε­ού έ­γι­νε για να υ­πη­ρε­τή­σει τον τε­χνο­λο­γι­κό σκο­πό του “Θε­ϊ­κού Σχε­δί­ου”, δη­λα­δή την έ­λευ­ση της “ε­πο­χής του Υ­δρο­χό­ου”, της ε­πο­χής του τε­χνο­λο­γι­κού πα­ρα­δεί­σου.
Τα δε­δο­μέ­να του 20ού αιώ­να έ­δει­ξαν, ω­στό­σο, ό­τι κά­θε αύ­ξη­ση και γε­νί­κευ­ση των αλ­λα­γών στην τε­χνο­λο­γι­κή υ­πο­δο­μή της κοι­νω­νί­ας, των αλ­λα­γών που εί­χαν θε­τι­κές ε­πι­πτώ­σεις στην ε­πι­βί­ω­ση, ε­ξα­νε­μί­ζο­νται α­πό την αύ­ξη­ση του πληθυ­σμού, που αυ­τές προ­κα­λούν. Α­πό πλευ­ράς πο­σο­στού συμ­με­το­χής στα δια­θέ­σιμα α­γα­θά και στην υ­πάρ­χου­σα γνώ­ση, η νέ­α πλειο­νό­τη­τα πα­ρα­μέ­νει στο ί­διο και χει­ρό­τε­ρο πο­σο­στό με την προ­η­γού­με­νη. Ο κα­τά κε­φα­λήν ά­νι­σος λό­γος της συμ­με­το­χής στον κοι­νω­νι­κό πλού­το κα­θό­λου δεν βελ­τιώ­νε­ται, ό­πως έ­χουν δείξει άλ­λω­στε και τα στοι­χεί­α του Ο­Η­Ε για την ε­ξέ­λι­ξη της κοι­νω­νι­κής α­νι­σότη­τας. Το “αί­τιο”, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι α­πο­κλεί­ει την “ο­πι­σθο­δρό­μη­ση”, α­πο­κλεί­ει εξ ί­σου και την “πρό­ο­δο”, δυ­να­μι­τί­ζο­ντας τον ί­διο τον θε­ω­ρη­τι­κό πυ­ρή­να του τε­χνο­λο­γι­κού μεσ­σια­νι­σμού. Αλ­λά ποιος σκο­τί­ζε­ται για τέ­τοια δε­δο­μέ­να;
Βε­βαί­ως, αν δεν υ­πήρ­χε πρό­ο­δος, δεν θα εί­χα­με με­τά­βαση α­πό τον κο­λε­κτι­βι­στι­κό στον α­το­μο­κε­ντρι­κό πο­λι­τι­σμό, α­πό τον Δού­λο στον Μι­σθω­τό. Ού­τε α­πό τον Μι­σθω­τό στον Φί­λο. Η μεσ­σια­νι­κή ελ­πί­δα παίρ­νει διάφο­ρες φα­ντα­στι­κές μορ­φές, μια α­πό τις ο­ποί­ες εί­ναι και η τε­χνο­λο­γι­κή. Παρα­πέ­μπει σε κά­τι ε­φι­κτό, το ο­ποί­ο δεν έ­χει ό­μως κα­μιά σχέ­ση με τις εν λό­γω μορ­φές. Η πρό­ο­δος εί­ναι δυ­να­τή, αλ­λά σε τε­λεί­ως άλ­λο ε­πί­πε­δο. Σύμ­φω­να με την τρια­δι­κή πα­ρά­δο­ση, α­πό την ο­ποί­α α­ντλού­με ε­δώ, η μό­νη πρό­ο­δος που μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει εί­ναι η αν­θρω­πο­λο­γι­κή: Δού­λος, Μι­σθω­τός, Φί­λος. Η πρό­ο­δος εί­ναι ι­δέ­α του Προ­σώ­που, την ο­ποί­α το Ά­το­μο και ο Δού­λος την προ­σαρ­μό­ζουν στο δι­κό τους φα­ντα­σια­κό, α­πο­μα­κρύ­νο­ντάς την α­πό το πραγ­μα­τι­κό της περιε­χό­με­νο. Ας δού­με πώς αυ­τό γί­νε­ται στην ε­βρα­ϊ­κή, την ελ­λη­νι­κή και τη νε­ωτε­ρι­κή πε­ρί­πτω­ση.
2. Ο ε­βρα­ϊ­κός ι­στο­ρι­κι­σμός
Ο ε­βρα­ϊ­κός πο­λι­τι­σμός εί­ναι ο πιο ε­ξε­λιγ­μένος κο­λε­κτι­βι­στι­κός πο­λι­τι­σμός για­τί μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει και χω­ρίς πο­λι­τική ε­ξου­σια­στι­κή πυ­ρα­μί­δα. Του αρ­κεί η αυ­θε­ντί­α του Νό­μου. Η με­λέ­τη του κολε­κτι­βι­σμού αυ­τού θα βο­η­θού­σε πο­λύ την εξ α­ντι­δια­στο­λής κα­τα­νό­η­ση της ανθρω­πο­λο­γί­ας των α­το­μι­κι­στι­κών πο­λι­τι­σμών.
Στο κέ­ντρο της προ­σω­πι­κής και της συλ­λο­γι­κής ζω­ής του ιου­δαί­ου βρί­σκε­ται ο Νό­μος και κά­θε πτυ­χή της ρυθ­μί­ζε­ται α­πό τις δια­τάξεις του. Δεν έ­χου­με πα­ρά να τη­ρή­σου­με τις Ε­ντο­λές. Οι Ε­ντο­λές δεν εί­ναι μόνο Δέ­κα, αλ­λά ε­ξει­δι­κεύ­ο­νται σε α­να­ρίθ­μη­τες άλ­λες. Κι αν δη­μιουρ­γού­νται ασά­φειες υ­πάρ­χουν οι αρ­μό­διοι ερ­μη­νευ­τές, έ­τοι­μοι πά­ντο­τε για μια α­πε­ριόρι­στη ε­ξει­δί­κευ­ση της νο­μι­κής κα­ζου­ι­στι­κής (πε­ρι­πτω­σιο­λο­γί­ας). Ο πι­στός ιου­δαί­ος εί­ναι ο “Δού­λος του Νό­μου”. Πα­ρα­δό­ξως ό­μως ο άν­θρω­πος αυ­τός δεν έ­χει μια στα­τι­κή – κυ­κλι­κή α­ντί­λη­ψη του χρό­νου. Ο χρό­νος του εί­ναι ευθύ­γραμ­μος: έ­χει αρ­χή και α­να­με­νό­με­νο τέ­λος-σκο­πό. Εί­ναι χρό­νος ι­στο­ρι­κός. Με­τρά­ει α­πό “κτί­σε­ως κό­σμου”. Κα­τα­γρά­φει με σχο­λα­στι­κό­τη­τα τη διαδο­χή των γε­νε­ών, ση­μειώ­νει τα γε­γο­νό­τα που θε­ω­ρού­νται ση­μα­ντι­κά για τη συλλο­γι­κή ζω­ή και α­να­μέ­νει τον Βα­σι­λιά-Μεσ­σί­α, που θα κα­τα­στή­σει τον ε­βρα­ϊκό λα­ό κυ­ρί­αρ­χο των ε­θνών. Έ­χου­με έ­τσι σα­φώς μια α­ντί­λη­ψη προ­ό­δου. Αυ­τό όμως που “προ­ο­δεύ­ει” στον χρό­νο δεν εί­ναι ο με­μο­νω­μέ­νος-συ­γκε­κρι­μέ­νος άν­θρω­πος, αλ­λά ο ε­βρα­ϊ­κός Λα­ός, έ­να συλ­λο­γι­κό υ­πο­κεί­με­νο. Η πρό­ο­δος θα κα­τα­λή­ξει σε μια α­πο­φα­σι­στι­κή αλ­λα­γή στις σχέ­σεις του με τα έ­θνη (κυ­ριαρχί­α επ’ αυ­τών). Δεν πα­ρα­πέ­μπει, ε­πο­μέ­νως, σε κά­ποια έν­νοια αν­θρω­πο­λο­γικής ε­ξε­λί­ξε­ως. Έ­χου­με έ­τσι, στην πε­ρί­πτω­ση των Ε­βραί­ων, έ­να κο­λε­κτι­βι­στικό έ­θνος, που έ­χει πε­τύ­χει τη συλ­λο­γι­κή ε­ξα­το­μί­κευ­σή του, τη με­τα­τρο­πή του α­πό “έ­θνος καθ’ ε­αυ­τό” σε “έ­θνος για τον ε­αυ­τό του”, χω­ρίς να μπει κα­θό­λου στο στά­διο της αν­θρω­πο­λο­γι­κής ε­ξα­το­μί­κευ­σης. Ο ε­βρα­ϊ­κός λα­ός γί­νε­ται έ­θνος α) χά­ρη στην α­πο­κλει­στι­κή-προ­νο­μια­κή σχέ­ση του με τον Έ­να Θεό του, β) χά­ρη στα κλη­ρο­νο­μι­κά του δι­καιώ­μα­τα α­πο­κλει­στι­κό­τη­τας πά­νω στη σχέ­ση αυ­τή, και γ) χά­ρη στην ε­σχα­το­λο­γι­κή (ι­στο­ρι­κή) προ­ο­πτι­κή-ο­λο­κλή­ρω­σή της.
Πρέ­πει να ση­μειώ­σου­με και την πα­ρα­δο­ξό­τη­τα του ε­βρα­ϊ­κού κο­λε­κτι­βι­σμού, για­τί έ­χει δύ­ο μεσ­σια­νι­κές πα­ρα­δό­σεις: την κυ­ρί­αρ­χη κο­λε­κτι­βι­στι­κή (περι­μέ­νει βα­σι­λιά-Μεσ­σί­α) και μια πε­ρι­θω­ρια­κή προ­σω­πο­κε­ντρι­κή, στο πε­ρι­βάλλον της ο­ποί­ας θα γεν­νη­θεί ο Ι­η­σούς Χρι­στός.
3. Ο αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κός βιο­κε­ντρι­σμός
Ο α­το­μι­κι­στι­κός ελ­λη­νι­κός πο­λι­τι­σμός, α­ντι­θέτως, δεν έ­χει κα­μιά α­ντί­λη­ψη συλ­λο­γι­κής προ­ό­δου. Η συλ­λο­γι­κή ε­ξα­το­μί­κευση των Ελ­λή­νων σε έ­θνος δεν ο­φεί­λε­ται σε κά­ποιας μορ­φής μο­νο­θε­ϊ­σμό, ού­τε στην ε­γκα­θί­δρυ­ση κλη­ρο­νο­μι­κών δι­καιω­μά­των πά­νω σε μια πνευ­μα­τι­κή πα­ράδο­ση. Ο­φεί­λε­ται στην αν­θρω­πο­λο­γι­κή τους ε­ξα­το­μί­κευ­ση, που τους δια­φο­ρο­ποιεί τε­λεί­ως. Σε α­ντί­θε­ση με ό­λους τους άλ­λους που εί­ναι λα­οί υ­πη­κό­ων, οι Έλ­λη­νες εί­ναι έ­θνος ε­ταί­ρων (ε­λευ­θέ­ρων α­τό­μων).
Για τον ο­λυ­μπια­κό πο­λυ­θε­ϊ­σμό μπο­ρούν να γί­νουν διά­φο­ρες υ­πο­θέ­σεις. Ας σημειώ­σου­με δύ­ο: α) Εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα συ­γκα­τοί­κη­σης θε­ών που α­ντι­στοι­χούν ο κα­θέ­νας σε δια­φο­ρε­τι­κή ψη­φί­δα του φυ­λε­τι­κού μω­σα­ϊ­κού, που μι­λά τις διαλέ­κτους της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και παίρ­νει μέ­ρος στον Τρω­ι­κό Πό­λε­μο και αργό­τε­ρα στους Ο­λυ­μπια­κούς α­γώ­νες. β) Εί­ναι με­τα­φυ­σι­κή προ­βο­λή των πολ­λαπλών α­ντι­φα­τι­κών και α­πό δια­φο­ρε­τι­κές πλευ­ρές συ­ντε­λού­με­νων κρυ­σταλ­λώσε­ων-μορ­φο­ποι­ή­σε­ων της προ­ελ­λη­νι­κής ψυ­χής, κα­θώς αυ­τή βγαί­νει α­πό την κολε­κτι­βι­στι­κή α­μορ­φί­α και μπαί­νει στον δρό­μο της ελ­λη­νι­κής ε­ξα­το­μί­κευ­σης. Ό­πως κι αν έ­χει το πράγ­μα, το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι οι κά­τοι­κοι του Ο­λύ­μπου εί­ναι Ά­το­μα. Η κοι­νό­τη­τά τους κά­θε άλ­λο πα­ρά κο­λε­κτι­βι­στι­κή εί­ναι. Η συλ­λογι­κή ε­ξα­το­μί­κευ­ση, έ­να­ντι των άλ­λων λα­ών, προ­ερ­χό­με­νη α­πό την αν­θρω­πο­λογι­κή ε­ξα­το­μί­κευ­ση, δεν χρειά­ζε­ται τη σχέ­ση με έ­ναν α­πο­κλει­στι­κό θε­ό για να συ­γκρο­τη­θεί, αν και βε­βαί­ως το πο­λυ­πρό­σω­πο της θε­ό­τη­τας συ­ντη­ρεί, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί ο Ζα­μπέ­λιος, τον το­πι­κι­σμό και, α­πό έ­να ση­μεί­ο και πέ­ρα, γί­νε­ται τρο­χο­πέ­δη, ό­χι μό­νο για την πε­ραι­τέ­ρω αν­θρω­πο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη και οι­κου­μενι­κή ε­ξά­πλω­ση του Ελ­λη­νι­σμού αλ­λά και για την ί­δια την πρό­ο­δο της ε­θνι­κής-κοι­νω­νι­κής συ­νά­φειας και συ­νο­χής του.
Δεν έ­χου­με στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση αί­σθη­ση του συλ­λο­γι­κού χρό­νου, ως ι­στο­ρι­κού χρό­νου. Ο ι­στο­ρι­κός χρό­νος εί­ναι ε­δώ κυ­κλι­κός, ό­πως και ο κο­σμι­κός χρό­νος. Η σύ­μπτω­ση ό­μως με τους πα­γα­νι­στι­κούς κο­λε­κτι­βι­στι­κούς πο­λι­τισμούς, ως προς την α­νι­στο­ρι­κό­τη­τα, την κυ­κλι­κή α­ντί­λη­ψη για τον χρό­νο, εί­ναι α­πα­τη­λή, για­τί ο χρό­νος του α­το­μι­κού βί­ου δεν εί­ναι κα­θό­λου κυ­κλι­κός. Εμπε­ριέ­χει σα­φώς την έν­νοια της προ­ό­δου-προ­κο­πής, για­τί α­πο­σκο­πεί σε έ­να ανθρω­πο­λο­γι­κό πρό­τυ­πο: αυ­τό του κα­λού και α­γα­θού αν­δρός, ο ο­ποί­ος συν­δυάζει αν­δρεί­α, φρό­νη­ση και σω­φρο­σύ­νη και εί­ναι ε­σω­τε­ρι­κά δί­καιος. Ο χρό­νος του βί­ου διέ­πε­ται α­πό την ε­ξε­λι­κτι­κή-προ­ο­δευ­τι­κή ι­δέ­α της προ­κο­πής, ως καλλιέρ­γειας της α­ρε­τής, που κά­νει τον άν­θρω­πο υ­πεύ­θυ­νο πο­λί­τη: Ά­το­μο. Ε­ξε­λι­κτι­κή στο α­το­μι­κό ε­πί­πε­δο, η α­ντί­λη­ψη της προ­ό­δου έ­χει λοι­πόν ε­δώ σα­φώς αν­θρω­πο­λο­γι­κό πε­ριε­χό­με­νο και μά­λι­στα ε­ξα­το­μι­κευ­τι­κό, δια­μορ­φω­τικό α­το­μο­κε­ντρι­κής και ό­χι κο­λε­κτι­βι­στι­κής κοι­νω­νί­ας.
Ό­που στους κο­λε­κτι­βι­στι­κούς πο­λι­τι­σμούς της Α­να­το­λής, ό­πως π.χ. στον ιν­δου­ι­σμό και στον βου­δι­σμό, έ­χου­με α­ντί­λη­ψη α­το­μι­κής προ­κο­πής, αυ­τή έ­χει εξω­κοι­νω­νι­κή προ­ο­πτι­κή. Ο άν­θρω­πος πρέ­πει ε­κεί να βελ­τιώ­νε­ται, για να έ­χει μια κα­λύ­τε­ρη με­τεμ­ψύ­χω­ση. Στό­χος της βου­δι­στι­κής α­το­μι­κής τε­λειο­ποί­ησης δεν εί­ναι η α­νά­πτυ­ξη της α­το­μι­κό­τη­τας αλ­λά η ε­ξά­λει­ψή της.
4. Ο τρισ­διά­στα­τος χρό­νος του Προ­σώ­που
Με τη με­τά­βα­ση του ελ­λη­νι­κού Α­τό­μου στο στά­διο του Προ­σώ­που έ­χου­με την εμ­φά­νι­ση μιας άλ­λης α­ντί­λη­ψης για τον χρό­νο, η οποί­α θα μπο­ρού­σε να προ­σεγ­γι­στεί α­πλου­στευ­τι­κά ως “σύν­θε­ση” ελ­λη­νικής και ε­βρα­ϊ­κής.
Λό­γω της πα­ρα­δο­χής α­το­μι­κής και συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας, η πρό­ο­δος εί­ναι και α­το­μι­κή και συλ­λο­γι­κή “ταυ­τό­χρο­να”. Προ­κό­βο­ντας το ά­το­μο, προ­κό­βει και η κοι­νό­τη­τα και α­ντι­στρό­φως. Ε­ντασ­σό­με­νη στην προ­ο­πτι­κή του Προ­σώπου, η ελ­λη­νι­κή α­ντί­λη­ψη για τον υ­παρ­ξια­κό (α­το­μι­κό) χρό­νο α­να­και­νί­ζε­ται, ενώ η α­ντί­λη­ψη για την κυ­κλι­κό­τη­τα του ι­στο­ρι­κού (συλ­λο­γι­κού) χρό­νου ε­γκατα­λεί­πε­ται και α­ντι­κα­θί­στα­ται α­πό κεί­νη του ε­σχα­το­λο­γι­κού ι­στο­ρι­κού (συλ­λο­γι­κού) χρό­νου, τις κα­τα­βο­λές της ο­ποί­ας τις βρί­σκου­με στην ε­βρα­ϊ­κή προ­φη­τι­κή πα­ρά­δο­ση. Η νέ­α α­ντί­λη­ψη για τον χρό­νο, η ελ­λη­νο-χρι­στια­νι­κή, εί­ναι η α­ντί­λη­ψη του Προ­σώ­που. Ε­λά­χι­στα ό­μως πράγ­μα­τα μπο­ρού­με να πού­με γι’ αυ­τήν, ε­πει­δή πε­ρι­λαμ­βά­νει την ε­μπει­ρί­α της “αιω­νιό­τη­τας”. Μι­λώντας με ό­ρους της α­το­μι­κι­στι­κής νο­η­τι­κής βαθ­μί­δας, θα α­πο­δί­δα­με τον χρόνο του Προ­σώ­που ως α­το­μι­κό και συλ­λο­γι­κό “συγ­χρό­νως”. Αλ­λά αυ­τό το “συγ­χρό­νως” πώς να γί­νει κα­τα­νο­η­τό; Αυ­τό που κα­θι­στά α­κα­τα­νό­η­το για το Άτο­μο τον προ­σω­πο­κε­ντρι­κό χρό­νο εί­ναι η ι­διό­τη­τά του να “ε­κρή­γνυ­ται” στην “αιω­νιό­τη­τα”, ή αλ­λιώς το γί­γνε­σθαι να “εκ­βάλ­λει” στο “εί­ναι”, κά­θε φο­ρά που το πα­ρόν “αγ­γί­ζει” τα “έ­σχα­τα”. Ο “ε­κρηγνυό­με­νος” σπει­ρο­ει­δής-κυ­λιν­δρο­ει­δής ι­στο­ρι­κός χρό­νος εί­ναι ε­σχα­τολο­γι­κός. Το τέ­λος-σκο­πός, η Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α και η συν­δε­δε­μέ­νη μ’ αυ­τήν γενι­κή Α­νά­στα­ση-α­να­καί­νι­ση του κό­σμου, δεν εί­ναι γε­γο­νός εν­δο­ϊ­στο­ρι­κό, ό­πως στην ε­βρα­ϊ­κή α­ντί­λη­ψη, αλ­λά “με­τα­ϊ­στο­ρι­κό”. Η “θέ­ω­ση”, ως “σημεί­ο το­μής” της προ­σω­πι­κής και της συλ­λο­γι­κής “θε­ώ­σε­ως”, το ο­ποί­ο επι­τυγ­χά­νε­ται κα­τά τη “Θεί­α Λει­τουρ­γί­α”, πα­ρα­μέ­νει α­πλώς “πρό­γευση των ε­σχά­των”. Η “ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη” και “ο­ρι­στι­κή” θέ­ω­ση θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί ό­ταν έλ­θει το “πλή­ρω­μα του χρό­νου”. Ό­ταν θα έ­χει α­πο­πε­ρατω­θεί η πραγ­μα­το­ποί­η­ση του “θε­ϊ­κού σχε­δί­ου”.
Προ­σπά­θη­σα να πα­ρου­σιά­σω στην Έ­κλει­ψη του Υ­πο­κει­μέ­νου μια ε­κλο­γικευ­μέ­νη δια­τύ­πω­ση του προ­σω­πο­κε­ντρι­κού χρό­νου, ως τρισ­διά­στα­του “σπειρο­ει­δούς-κυ­λιν­δρι­κού” συ­νε­χούς, αλ­λά, ε­νώ τυ­πι­κά μου φαί­νε­ται σω­στή, δεν νο­μί­ζω ό­τι βο­η­θά ι­διαί­τε­ρα στην κα­τα­νό­η­ση. Ου­σια­στι­κά, δεν ξέ­ρου­με πώς βιώ­νει και πώς α­ντι­λαμ­βά­νε­ται τον χρό­νο το Πρό­σω­πο. Ί­σως μπο­ρού­με να μαντέ­ψου­με τι ση­μαί­νει στε­ρε­ο­με­τρι­κός χρό­νος (α­το­μι­κός-συλ­λο­γι­κός “συγ­χρό­νως”), αν σκε­φθού­με α) ό­τι μι­λά­με για ταυ­τό­χρο­νη ε­ξέ­λι­ξη-προ­κο­πή και στο υ­παρ­ξια­κό και στο ι­στο­ρι­κό πε­δί­ο, β) ό­τι η “πη­γή της ρο­ής” του χρό­νου βρί­σκε­ται στο μέλ­λον και ό­χι στο πα­ρελ­θόν και γ) ό­τι το εί­δος της προ­σω­πι­κής ε­νέρ­γειας που την “πα­ρά­γει” εί­ναι η α­με­ρό­λη­πτη Α­γάπη. Με άλ­λα λό­για: εί­ναι ο χρό­νος του αν­θρώ­που, ο ο­ποί­ος α­γα­πά με τον τρό­πο που α­γα­πά ο τρια­δι­κός Θε­ός. Οι δια­τυ­πώ­σεις αυ­τές και πά­λι δεν λέ­νε πολ­λά πράγ­μα­τα. Υ­πο­θέ­του­με ό­τι η κα­τα­νό­η­ση εί­ναι δύ­σκο­λη ε­πει­δή ό­λα αυ­τά α­ντι­στοι­χούν σε ε­μπει­ρί­ες μιας αν­θρω­πο­λο­γι­κής βαθ­μί­δας και ε­νός πο­λι­τι­σμού ανώ­τε­ρου α­πό τον δι­κό μας.
5. Η νε­ω­τε­ρι­κή ε­σχα­το­λο­γί­α
Η α­ντί­λη­ψη του νε­ω­τε­ρι­κού Α­τό­μου για τον χρόνο δεν εί­ναι ού­τε η α­ντί­λη­ψη του Προ­σώ­που ού­τε ε­κεί­νη της ελ­λη­νι­κής ε­ξα­τομί­κευ­σης. Ο νε­ω­τε­ρι­κός α­το­μι­κός χρό­νος έ­χει ε­ξε­λι­κτι­κή κα­τεύ­θυν­ση, αλ­λά α) δια­με­τρι­κά α­ντί­θε­τη α­πό την ελ­λη­νι­κή, ε­νώ β) ο συλ­λο­γι­κός χρό­νος γί­νε­ται α­ντι­λη­πτός ως ε­σχα­το­λο­γί­α ιου­δα­ϊ­κού τύ­που.
Οι φρα­γκο­τεύ­το­νες, πρό­γο­νοι του νε­ω­τε­ρι­κού Α­τό­μου, δεν ή­ταν σε θέ­ση να προ­σλά­βουν την ε­λλη­νι­κή χρι­στια­νι­κή α­ντί­λη­ψη για τον χρό­νο και τη με­τέ­τρεψαν σε ε­σχα­το­λο­γί­α ε­βρα­ϊ­κού τύ­που. Ε­πί πλέ­ον, με το μέλ­λον εί­χαν και ε­ξα­κολου­θούν να έ­χουν ει­δι­κό πρό­βλη­μα, που δεν μας παίρ­νει να το α­να­λύ­σου­με ε­δώ, έ­να πρό­βλη­μα που τους κά­νει ευά­λω­τους στον χι­λια­σμό. Στη Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία εί­δαν την έ­λευ­ση ε­νός ε­βρα­ϊ­κού Μεσ­σί­α, ο ο­ποί­ος θα ε­γκαι­νιά­σει έ­να στάδιο ι­στο­ρι­κό. Το α­νώ­τε­ρο βε­βαί­ως και τε­λευ­ταί­ο. Έ­τσι ό­ταν ο θρί­αμ­βος της εξα­το­μί­κευ­σης έ­φε­ρε την α­να­τρο­πή της κυ­ριαρ­χί­ας του κο­λε­κτι­βι­στι­κού χριστια­νι­σμού στη Δύ­ση, πέ­ρα­σαν, χω­ρίς κα­μιά ι­διαί­τε­ρη προ­σπά­θεια, στον κοινω­νι­κό ου­το­πι­σμό. Ο πα­ρά­δει­σος θα έλ­θει, α­να­πό­φευ­κτα, μέ­σω της τε­χνι­κής προ­ό­δου και της πο­λι­τι­κής. Αυ­τός εί­ναι η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, το βα­σί­λειο της Λογι­κής, η εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη εκ­δο­χή της ε­σχα­το­λο­γι­κής χι­λιε­τί­ας. “Στη χριστια­νι­κή Δύ­ση οι ‘νε­ώ­τε­ροι χρό­νοι’ σή­μαι­ναν τους ε­πι­κεί­με­νους αιώ­νες του μέλ­λο­ντος που θα αρ­χί­σουν μό­νο με τη Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α (…) Α­ντί­θε­τα, η κο­σμική έν­νοια της νε­ώ­τε­ρης ε­πο­χής εκ­φρά­ζει την πε­ποί­θη­ση ό­τι το μέλ­λον έ­χει ή­δη αρ­χί­σει.”1 Ε­μπε­δω­μέ­νη πο­λύ­πλευ­ρα, η εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη αυ­τή ε­σχα­το­λο­γί­α θα με­τα­τρα­πεί α­πό τους Χέγκελ και Μαρ­ξ σε ε­πι­βλη­τι­κό ι­στο­ρι­κι­στι­κό με­γα­θή­ριο.
Στην ύ­παρ­ξη “θε­ϊ­κού σχε­δί­ου” πί­στευαν και οι Έλ­λη­νες χρι­στια­νοί αλλά το θε­ω­ρού­σαν α­νε­ξι­χνί­α­στο. Πί­στευαν ό­τι το θε­ϊ­κό σχέ­διο δεν μπο­ρεί να συλ­λη­φθεί α­πό την αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή. Πε­πει­σμέ­νοι ό­τι κά­θε προ­σπά­θεια “σύλ­λη­ψης” του “θε­ϊ­κού σχε­δί­ου” κα­τα­λή­γει σε α­νο­η­σί­α και σε βλά­σφημη α­πό­δο­ση του ι­στο­ρι­κού κα­κού στον Θε­ό, δεν α­σχο­λή­θη­καν με το θέ­μα. Δεν είχε ό­μως την ί­δια ε­πι­φυ­λα­κτι­κή α­ντί­λη­ψη η χρι­στια­νι­κή Δύ­ση, η ο­ποί­α σπούδα­ζε τη ratio σαν δρό­μο για τη γνώ­ση της “θεί­ας ου­σί­ας”: Αν ο Θε­ός εί­ναι Νους, τό­τε το σχέ­διό Του εί­ναι λο­γι­κό. Πε­ρί­πλο­κο μεν αλ­λά λο­γι­κό. Δη­λα­δή κατ’ αρ­χήν κα­τα­νο­ή­σι­μο και ά­ρα α­πει­κο­νί­σι­μο σε έ­να λο­γι­κό διά­γραμ­μα. Α­πό μια τέ­τοια βά­ση ξε­κί­νη­σαν στη Δύ­ση ό­λες οι προ­σπά­θειες να συλ­λη­φθεί η “κρυμ­μέ­νη λο­γι­κή της Ι­στο­ρί­ας” και να δια­τυ­πω­θεί ως θε­ω­ρί­α κοι­νω­νικής προ­ό­δου μέ­σα α­πό στά­δια. Έ­τσι δεν εί­ναι λί­γοι αυ­τοί που κα­τά και­ρούς έβα­λαν τον ε­αυ­τό τους στη θέ­ση του Θε­ού και πί­στε­ψαν ό­τι “συ­νέ­λα­βαν” τη σο­φί­α του, για να γί­νουν τε­λι­κώς “νού­με­ρο”. Κο­ρυ­φαί­οι α­νά­με­σά τους οι φι­λό­σο­φοι στους ο­ποί­ους και α­να­φερ­θή­κα­με. Με­τά το φιά­σκο του μαρ­ξι­στι­κού “ε­πι­στη­μο­νι­κού” προ­φη­τι­σμού δε­χό­μα­στε, ε­πί τέ­λους σή­με­ρα (: με­τα­μοντέρ­να θέ­ση), ό­τι η δυ­να­μι­κή της ι­στο­ρί­ας εί­ναι “χα­ο­τι­κή”, δη­λα­δή μη γραμ­μι­κή, μη α­πει­κο­νί­σι­μη με ό­ρους ντε­τερ­μι­νι­στι­κής λο­γι­κής και θε­ω­ρί­ας συ­στη­μά­των.
Η νε­ω­τε­ρι­κή ε­σχα­το­λο­γί­α προσ­δί­δει, λοι­πόν, στον χρό­νο σα­φώς ε­ξε­λι­κτι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Τον νο­η­μα­τί­ζει ως διαρ­κή ε­μπλου­τι­σμό του συλ­λο­γι­κού, ως διαρ­κή αύ­ξη­ση της ι­κα­νό­τη­τάς του “να α­πα­ντά στις προ­κλή­σεις”. Ή πιο χα­ρα­κτηρι­στι­κά: να “λύ­νει τα προ­βλή­μα­τα”. Να “λύ­νει” την “α­ντί­θε­ση” α­νά­με­σα στον άν­θρω­πο και στη φύ­ση, α­πό την ο­ποί­α θε­ω­ρεί­ται ό­τι, σε “τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση”, πη­γά­ζουν ό­λες οι εν­δο­κοι­νω­νι­κές α­ντι­θέ­σεις (λο­γι­ζό­μενες και αυ­τές ως “προ­βλή­μα­τα”).
Η νε­ω­τε­ρι­κή α­ντί­λη­ψη για τον συλ­λο­γι­κό χρό­νο εί­ναι, λοι­πόν, ε­βρα­ϊ­κή, διαφο­ρε­τι­κή α­πό την κυ­κλι­κή αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή και την τρισ­διά­στα­τη χρι­στια­νοελ­λη­νι­κή. Πα­ρο­μοί­ως, η νε­ω­τε­ρι­κή α­ντί­λη­ψη για τον υ­παρ­ξια­κό (α­το­μι­κό) χρόνο δεν έ­χει κα­μιά σχέ­ση με την α­ντί­στοι­χη ελ­λη­νι­κή. Ε­στιά­ζε­ται στην α­νάπτυ­ξη του δια­νο­η­τι­κού μο­ρί­ου της προ­σω­πι­κό­τη­τας και πα­ρα­με­λεί τα υ­πό­λοιπα. Το πρό­βλη­μα της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας δεν εί­ναι να με­τα­πλά­σει τον ε­αυ­τό, ώ­στε να γί­νει κά­τι άλ­λο απ’ αυ­τό που εί­ναι: να μπο­ρεί π.χ., ό­πως το ελ­λη­νι­κό Ά­τομο, να κυ­ριαρ­χεί πά­νω στις α­πρό­σω­πες δυ­νά­μεις της κοι­νής μας φύ­σης, ώ­στε να λει­τουρ­γεί μέ­σα στην πό­λι του ως δί­καιος πο­λί­της, με φρό­νη­ση, πα­λη­κα­ριά και σω­φρο­σύ­νη. Ο δρό­μος που πή­ρε η νε­ω­τε­ρι­κή ε­ξα­το­μί­κευ­ση έ­χει την α­κρι­βώς α­ντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση α­πό ε­κεί­νον της ελ­λη­νι­κής. Τα ε­πι­τεύγ­μα­τά της στο πε­δί­ο της “κα­λής αλ­λοί­ω­σης” του ε­αυ­τού, μέ­σω της α­ρε­τής, θε­ω­ρού­νται ά­χρη­στα και ά­νευ α­ξί­ας. Ο άν­θρω­πος πρέ­πει ε­δώ να συμ­βι­βα­στεί με τη “φύση” του. Πρέ­πει να α­παλ­λα­γεί α­πό τα “με­τα­φυ­σι­κά” συ­στή­μα­τα που θέλουν να με­τα­μορ­φώ­σουν τα πά­θη, για­τί αυ­τά κα­τα­λή­γουν α­να­γκα­στι­κά στην ποινι­κο­ποί­η­ση της ε­πι­θυ­μί­ας. Ο άν­θρω­πος πρέ­πει να φτιά­ξει έ­τσι την κοι­νω­νί­α του, ώ­στε κά­θε ε­πι­θυ­μί­α να μπο­ρεί να ι­κα­νο­ποιεί­ται α­πρό­σκο­πτα, για­τί είναι εκ φύ­σε­ως κα­λός και δεν χρειά­ζε­ται “βελ­τί­ω­ση”. Η μό­νη βελ­τί­ω­ση και πρό­ο­δος, που νο­εί­ται στο ε­πί­πε­δο της νε­ω­τε­ρι­κής α­το­μι­κής ε­ξέ­λι­ξης, είναι αυ­τή α­κρι­βώς που έ­χει ως πε­ριε­χό­με­νο την α­παλ­λα­γή α­πό τις δή­θεν “βελτιώ­σεις” και τις πα­ρα­δό­σεις που τις υ­πο­στη­ρί­ζουν. Δε­κτή εί­ναι μό­νο η αγω­γή η ο­ποί­α α­πο­βλέ­πει στον θρυμ­μα­τι­σμό και στη διά­λυ­ση των α­πο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νων αν­θρω­πο­λο­γι­κών “βελ­τιώ­σε­ων”, που έ­φε­ραν τον ε­αυ­τό σε α­ντί­θεση με τη φύ­ση του. Προ­κρί­νε­ται ρη­τά η α­γω­γή που θα φέ­ρει την “ε­ξυ­γί­αν­ση” των σχέ­σε­ων α­νά­με­σα στον άν­θρω­πο και τον ε­αυ­τό του. Το σλό­γκαν “να εί­σαι ο ε­αυ­τός σου” ε­δώ πα­ρα­πέ­μπει. Πρό­ο­δος στην α­το­μι­κή διά­στα­ση εί­ναι λοι­πόν τώ­ρα η κα­τε­δά­φι­ση ό­λων των δε­δο­μέ­νων, που πα­λιά θε­ω­ρού­νταν ως “ανθρω­πο­λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη”. Πρό­ο­δος εί­ναι η ε­πι­στρο­φή στη “φυ­σι­κό­τη­τα”. Στην και­νούρ­για αυ­τή βά­ση, της “φυ­σι­κό­τη­τας”, το Ά­το­μο πρέ­πει να προι­κι­στεί με ό­λη ε­κεί­νη την ε­τοι­μό­τη­τα λο­γι­κής και πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας, που θα του ε­πι­τρέ­ψουν να βρί­σκει α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές λύ­σεις στα κοι­νω­νι­κά “προ­βλή­μα­τα”. Το θέ­μα εί­ναι να μά­θει, ο “φυ­σι­κο­ποι­η­μέ­νος” άν­θρωπος, να χρη­σι­μο­ποιεί τη λο­γι­κή και την πα­ρα­τή­ρη­ση με τέ­τοια τρό­πο, που να κάνουν τη ζω­ή του ά­νε­τη, ε­λεύ­θε­ρη και ευ­τυ­χή.
Α­πό τη στιγ­μή ό­μως που ο δυ­τι­κός άν­θρω­πος άρ­χι­σε να βλέ­πει τα πά­ντα σαν “προ­βλή­μα­τα” που πε­ρι­μέ­νουν τη λύ­ση τους, ο δρό­μος που ο­δη­γεί στην αλγο­ριθ­μι­κή σκέ­ψη και την ε­φαρ­μο­γή της για την κα­τα­σκευ­ή συ­στη­μά­των εί­χε α­νοί­ξει. Κά­θε “πρό­βλη­μα” βρί­σκει τον αλ­γό­ριθ­μό του και α­ντι­με­τω­πί­ζεται με την κα­τα­σκευ­ή του κα­τάλ­λη­λου μη­χα­νι­κού συ­στή­μα­τος. Έ­τσι φτιά­χτηκε η πο­λύ­πλο­κη κοι­νω­νί­α που ξέ­ρου­με, με τα γι­γά­ντια μη­χα­νι­κά συ­στή­μα­τα που κο­ντεύ­ουν να πνί­ξουν τη ζω­ή στον πλα­νή­τη. Το νε­ω­τε­ρι­κό Ά­το­μο εί­ναι μια φυ­σι­κή ε­πι­θυ­μη­τι­κή μο­νά­δα, που έ­χει α­νά­γκες, οι ο­ποί­ες ι­κα­νο­ποιού­νται α­πό συ­στή­μα­τα.
Πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι η ε­ξέ­λι­ξη έ­χει πε­ριε­χό­με­νο μό­νο στο μέ­τρο που κα­τε­δα­φί­ζε­ται ο προ­η­γού­με­νος κο­λε­κτι­βι­στι­κός ε­αυ­τός και τα κοι­νω­νι­κά του “ε­ποι­κο­δο­μή­μα­τα”. Α­πό κει και πέ­ρα η ε­ξέ­λι­ξη είναι μό­νο κοι­νω­νι­κή. Ο υ­παρ­ξια­κός χρό­νος κε­νώ­νε­ται α­πό πε­ριε­χό­με­νο. Υ­πο­κα­θί­στα­ται πλή­ρως α­πό τον συλ­λο­γι­κό χρό­νο, ο ο­ποί­ος, κα­θώς γί­νε­ται χρό­νος μη­χα­νής, δεν παύ­ει να α­να­νε­ώ­νει, συ­νε­χώς και με αυ­ξα­νό­με­νη τα­χύ­τη­τα, τα μη­χα­νι­κά του πε­ριε­χό­με­να. Ο άν­θρω­πος α­πέ­κτη­σε α­το­μι­κό ρο­λό­ϊ, για να μετρά ό­μως τον συλ­λο­γι­κό και ό­χι τον α­το­μι­κό χρό­νο. Α­πό τη στιγ­μή που έ­χει κατα­να­λώ­σει το προ­νε­ω­τε­ρι­κό πα­ρελ­θόν του, το νε­ω­τε­ρι­κό Ά­το­μο φτά­νει στην κο­ρυ­φή της α­νο­δι­κής αν­θρω­πο­λο­γι­κής του ε­ξέ­λι­ξης. -Κο­ρυ­φή η ο­ποί­α συ­μπί­πτει με την κυ­ριαρ­χί­α του μο­ντερ­νι­σμού, με τη μη­χα­νο­ποί­η­ση (μη­δε­νι­σμό) των συλλο­γι­κών ταυ­το­τή­των. Α­πό τη στιγ­μή ό­μως αυ­τή αρ­χί­ζει και η έ­κλει­ψή του. Ο υ­παρ­ξια­κός χρό­νος ε­πι­κα­λύ­πτε­ται α­πό τον μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νο συλ­λο­γι­κό χρό­νο και παύ­ει να υ­φί­στα­ται. Η ε­πί­τευ­ξη της κα­τά­στα­σης αυ­τής εί­ναι και το βα­θύ­τε­ρο πε­ριε­χό­με­νο της λε­γό­με­νης “κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου”.
6. Η στα­διο­ποί­η­ση της “Προ­ό­δου”
Η εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη ε­σχα­το­λο­γι­κή με­τα­φυ­σι­κή εκφέ­ρε­ται ως θε­ω­ρί­α ι­στο­ρι­κών στα­δί­ων. Για τον Μαρ­ξ, ο ο­ποί­ος “α­ντέ­στρε­ψε” τον Χέ­γκελ και α­να­βάθ­μι­σε τον ου­το­πι­κό σο­σια­λι­σμό σε “ε­πι­στη­μο­νικό”, η Ι­στο­ρί­α χω­ρί­ζε­ται σε δύ­ο με­γά­λα στά­δια: την προ­ϊ­στο­ρί­α ή “βα­σί­λειο της α­να­γκαιό­τη­τας” και την καθ’ ε­αυ­τού Ι­στο­ρί­α ή “βα­σί­λειο της ελευ­θε­ρί­ας” (α­τα­ξι­κή κοι­νω­νί­α, κομ­μου­νι­σμός). Το δεύ­τε­ρο στά­διο, το ο­μόλο­γο της Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας, δεν άρ­χι­σε με τον Δια­φω­τι­σμό και τις α­στι­κές ε­πα­να­στά­σεις, ό­πως εί­χαν δια­κη­ρύ­ξει οι Δια­φω­τι­στές. Θα αρ­χί­σει, εξ ά­πα­ντος, με τη σο­σια­λι­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση.
Αυ­τά ως προς την “καθ’ ε­αυ­τού” Ι­στο­ρί­α. Η “προ­ϊ­στο­ρί­α”, α­πό την άλ­λη πλευ­ρά, χω­ρί­ζε­ται σε πέ­ντε υ­πο-στά­δια: πρωτό­γο­νη κοι­νω­νί­α, δου­λεί­α, φε­ου­δαρ­χί­α, κα­πι­τα­λι­σμός, δι­κτα­το­ρί­α του προ­λετα­ριά­του. Υ­πήρ­ξε βέ­βαια και ο “α­σια­τι­κός δε­σπο­τι­σμός”, που ο Μαρ­ξ τον ανα­κά­λυ­ψε πο­λύ αρ­γά, α­φού εί­χε ή­δη φτια­χτεί η βο­λι­κή θε­ω­ρί­α των “πέ­ντε στα­δί­ων” και ε­πί πλέ­ον αυ­τή εί­χε τύ­χει εν­θου­σιώ­δους υ­πο­δο­χής α­πό το “κί­νη­μα”. Έ­τσι η “α­νω­μα­λί­α” ε­ξο­στρα­κί­σθη­κε σιω­πη­ρά εκ μέ­ρους των θεω­ρη­τι­κών ε­πι­γό­νων, λό­γω και των ε­νο­χλη­τι­κών ο­μοιο­τή­των της με τον υ­παρκτό σο­σια­λι­σμό. Α­κο­λού­θως α­ντι­προ­τά­θη­καν στη μαρ­ξι­στι­κή στα­διο­ποί­η­ση της ι­στο­ρί­ας άλ­λες α­κό­μα πιο θε­τι­κι­στι­κές θε­ω­ρί­ες στα­δί­ων, ό­πως π.χ. αυ­τή του Ρο­στό­ου, για τα στά­δια της οι­κο­νο­μι­κής “α­νά­πτυ­ξης” ή η πιο ευ­φά­ντα­στη με­τα­μο­ντέρ­να θε­ω­ρί­α των “τριών κυ­μά­των” του Τό­φλερ: Α­γρο­τι­κοί πο­λι­τι­σμοί (πρώ­το κύ­μα), βιο­μη­χα­νι­κός πο­λι­τι­σμός (δεύ­τε­ρο κύ­μα), με­τα­βιομη­χα­νι­κός-πλη­ρο­φο­ρι­κός πο­λι­τι­σμός (τρί­το κύ­μα).
Συ­να­φής με κά­θε θε­ω­ρί­α στα­δί­ων εί­ναι η δια­μά­χη α­νά­με­σα σ’ ε­κεί­νους που θε­ω­ρούν “υ­πο­χρε­ω­τι­κά” τα στά­δια και σ’ κεί­νους που πι­στεύ­ουν στη δυ­να­τό­τη­τα της “υ­περ­πή­δη­σής” τους. Τέ­τοια ήταν η δια­μά­χη α­νά­με­σα στους σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες, που έ­λε­γαν ό­τι για να πας στον σο­σια­λι­σμό πρέ­πει να πε­ρά­σεις πρώ­τα α­πό τον κα­πι­τα­λι­σμό, και στους κομμου­νι­στές που ι­σχυ­ρί­ζο­νταν ό­τι μπο­ρεί μια “προ­κα­πι­τα­λι­στι­κή” χώρα να πε­ρά­σει “κατ’ ευ­θεί­αν” στον σο­σια­λι­σμό, “υ­περ­πη­δώ­ντας” το κα­πι­τα­λι­στι­κό στά­διο. Για τη λύ­ση του προ­βλή­μα­τος εί­χαν προ­τα­θεί μά­λι­στα και οι ει­δι­κό­τε­ρες θε­ω­ρί­ες της “διαρ­κούς” και της “α­διά­κο­πης” ε­πα­νά­στα­σης. Η υ­πεν­θύ­μη­σή τους μοιά­ζει σχο­λα­στι­κή, αλ­λά α­να­φέ­ρε­ται στο κε­ντρι­κό πρό­βλη­μα κά­θε θε­ω­ρί­ας ε­ξε­λι­κτι­κών στα­δί­ων. Υ­πεν­θυ­μί­ζου­με την ενδιά­με­ση α­πά­ντη­ση που έ­δω­σαν οι νε­ο­μαρ­ξι­στές. Αυ­τοί έ­γρα­ψαν ά­πει­ρους τόμους για να υ­πο­στη­ρί­ξουν ό­τι, ό­σο κι αν προ­σπα­θή­σουν, οι χώ­ρες της “περι­φέ­ρειας” δεν μπο­ρούν να “φτά­σουν” τις χώ­ρες του “κέ­ντρου”. Δεν εί­ναι ό­τι δεν μπο­ρούν να μπουν στο κα­πι­τα­λι­στι­κό στά­διο. Α­πλώς ο κα­πιτα­λι­σμός που μπο­ρούν να οι­κο­δο­μή­σουν εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κός: ε­ξαρ­τη­μέ­νος, υπα­νά­πτυ­κτος, δο­ρυ­φο­ρι­κός. Το χά­σμα θα πα­ρα­μέ­νει α­διά­βα­το. Το πο­λύ – πο­λύ να έ­χου­με “α­νά­πτυ­ξη της υ­πα­νά­πτυ­ξης”. Αυ­τό ή­ταν και το βα­σι­κό τους επι­χεί­ρη­μα ε­να­ντί­ον της “αυ­τα­πά­της του εκ­συγ­χρο­νι­σμού”. Αλ­λά εις μά­την. Εί­ναι α­πί­στευ­το πό­σο δια­πο­τί­ζει τις α­ντι­λή­ψεις μας η νε­ω­τε­ρι­κή α­νά­γκη για στα­διο­ποί­η­ση του ι­στο­ρι­κού χρό­νου. Τι θα έ­με­νε π.χ. α­πό την α­ντί­λη­ψή μας πε­ρί “εκ­συγ­χρο­νι­σμού” αν παύ­α­με να πι­στεύ­ου­με στα “στά­δια”; Υπο­τί­θε­ται ό­τι δια­φο­ρε­τι­κοί ι­στο­ρι­κοί χρό­νοι συ­νυ­πάρ­χουν την “ί­δια στιγ­μή”. Ε­νώ ε­γώ π.χ. βρί­σκο­μαι στο πα­ρόν (εί­μαι “σύγ­χρο­νος”), ε­σύ μπο­ρεί να βρί­σκε­σαι στο πα­ρελ­θόν, να εί­σαι “κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος” και “α­να­χρονι­στι­κός”. Στο ι­στο­ρι­κό “πα­ρόν” βρί­σκε­ται πριν απ’ ό­λα η Α­με­ρι­κή και α­κο­λου­θούν η Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη και η Ια­πω­νί­α. Έ­πο­νται κα­τό­πιν, α­σθμαί­νοντες, ό­λοι οι άλ­λοι, με διά­φο­ρους βαθ­μούς με­το­χής στο “πα­ρόν”. Ως κριτή­ριο για την κα­τά­τα­ξη των ε­θνών στη γραμ­μι­κή ι­στο­ρι­κι­στι­κή κλί­μα­κα χρησι­μο­ποιεί­ται, χω­ρίς να δη­λώ­νε­ται, η συ­ναρ­τη­μέ­νη με την τε­χνο­λο­γί­α δια­βάθμι­ση της η­γε­μο­νι­κής ι­σχύ­ος. Αυ­τή εί­ναι τε­λι­κώς το α­λη­θι­νό μέ­τρο του “εκσυγ­χρο­νι­σμού”.
Αλ­λά ας ε­πα­νέλ­θου­με στο ι­στο­ρι­κι­στι­κό πρό­ταγ­μα. Υ­πάρ­χει ο ο­μο­γε­νο­ποι­ημέ­νος ι­στο­ρι­κός χρο­νο-χώ­ρος της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας. Εί­ναι ο σύγ­χρο­νος δυ­τι­κός πο­λι­τι­σμός, που έ­χει γί­νει “πα­γκό­σμιος”. Λέ­γε­ται νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, λόγω της κα­τα­στα­τι­κής α­ντι­πα­ρα­δο­σια­κό­τη­τάς του και της ει­δι­κής σω­τη­ριολο­γι­κής α­ξί­ας που προ­σλαμ­βά­νει το “νέ­ο” στη γραμ­μι­κή-ε­ξε­λι­κτι­κή α­ντίλη­ψη του νε­ω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που για τον ι­στο­ρι­κό χρό­νο. Α­να­γνω­ρί­ζει το “πριν” α­πό τον ε­αυ­τό του σαν “προ­ϊ­στο­ρί­α” της καθ’ ε­αυ­τού ι­στο­ρί­ας, που εί­ναι το δι­κό του πα­ρόν. Ε­πει­δή ό­μως νευ­ρω­τι­κά θέ­λει να “κα­τέ­χει” το μέλ­λον, η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν μπο­ρεί να α­να­γνω­ρί­σει ό­τι εί­ναι εν­δε­χό­μενο να υ­πάρ­ξει ι­στο­ρι­κό στά­διο και “με­τά” απ’ αυ­τήν. Γι’ αυ­τό νο­μι­μοποιεί­ται ο Φου­κου­γιά­μα να κη­ρύσ­σει ή­δη πα­ρόν το “τέ­λος της Ι­στο­ρί­ας”. Το μέλ­λον εί­ναι προ­λη­πτι­κά α­ποι­κι­σμέ­νο α­πό τη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα. Ε­πο­μέ­νως: αφού η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα δεν έ­χει πλέ­ον έ­δα­φος πε­ραι­τέ­ρω ε­πέ­κτα­σης, α­φού έ­χει ε­πι­βλη­θεί σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα και πρα­κτι­κά δεν έ­χει βιώ­σι­μους ε­χθρούς, α­φού η δη­μο­κρα­τί­α και η ε­λεύ­θε­ρη α­γο­ρά έ­χουν ε­πι­κρα­τή­σει, κα­τά την προ­εξο­φλη­τι­κή δια­πί­στω­ση του Φου­κου­γιά­μα,2  η ι­στο­ρί­α έ­χει “τε­λειώ­σει”. Ο Σκο­πός-Τέ­λος της νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας έ­χει ε­πι­τευ­χθεί-ο­λο­κλη­ρω­θεί. Βέ­βαια το “τέλος” εί­ναι στη νε­ω­τε­ρι­κή α­ντί­λη­ψη εν­δο­ϊ­στο­ρι­κό και ό­χι με­τα­ϊ­στο­ρι­κό, ό­πως στην ελ­λη­νο-χρι­στια­νι­κή α­ντί­λη­ψη. Κι α­πό δω πη­γά­ζουν του κό­σμου τα προ­βλή­μα­τα. Πά­ντως, ε­πί νε­ω­τε­ρι­κού ε­πι­πέ­δου, το θε­ώ­ρη­μα του Φου­κου­γιά­μα είναι α­κα­τα­μά­χη­το, για­τί ο­λό­κλη­ρη η σκέ­ψη του 19ου και του 20ού αιώ­να κινεί­ται στο σχή­μα του “τέ­λους”. Το σχή­μα αυ­τό δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί ού­τε α­πό τον “ύ­στε­ρο” μαρ­ξι­σμό (σχο­λή Φραν­κφούρ­της, σχο­λή Φου­κώ-Ντερι­ντά, “α­δύ­να­μη σκέ­ψη”, θε­ω­ρη­τι­κοί του “τέ­λους των με­γά­λων α­φη­γή­σεων”).3 Ο Φου­κου­γιά­μα εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο καί­ριος απ’ ό,τι φα­ντά­ζε­ται λέ­γοντας ό­τι: “Το τέ­λος της ι­στο­ρί­ας εί­ναι η ο­λο­κλή­ρω­ση των δια­δι­κα­σιών εξα­το­μί­κευ­σης, της ο­ποί­ας προ­σφο­ρό­τε­ρη μορ­φή α­πο­τε­λεί ο φι­λε­λεύ­θε­ρος κα­πι­τα­λι­σμός”. Η νε­ω­τε­ρι­κή δια­νό­η­ση α­δυ­να­τεί να υ­περ­βεί τη θέ­ση του “τέ­λους”, για­τί βλέ­πει το Ά­το­μο σαν την κο­ρυ­φή της αν­θρω­πολο­γι­κής ε­ξέ­λι­ξης.
Θα κλεί­σου­με την ε­πι­σκό­πη­σή μας με την πα­ρα­τή­ρη­ση ό­τι, στη νε­ω­τε­ρι­κή α­ντί­λη­ψη για την ε­ξέ­λι­ξη, δεν υ­πάρ­χει κα­θό­λου η έν­νοια της υ­πο­στρο­φής. Η ε­ξέ­λι­ξη εί­ναι πά­ντο­τε “προ­ο­δευ­τι­κή”. Στην ελ­λη­νι­κή συ­νεί­δηση, α­ντί­θε­τα, η διαρ­κής πα­ρου­σί­α των α­ντι­νο­μιών Χά­ους-Κό­σμου, Α­κτί­στου-Κτι­στού, Προ­σώ­που-Ου­σί­ας, κα­θι­στούν την “προ­ο­δευ­τι­κή” ι­δέ­α του­λά­χι­στον α­φε­λή. Στην τρί­βαθ­μη αν­θρω­πο­λο­γι­κή κλί­μα­κα (Δού­λος-Ά­το­μο-Πρό­σω­πο) τα πράγ­μα­τα εί­ναι πο­λύ σύν­θε­τα αλ­λά και σα­φέ­στε­ρα: υ­πάρ­χει νό­μος προ­ό­δου αλ­λά συγ­χρό­νως και νό­μος υ­πο­στρο­φής. Η ε­ξέ­λι­ξη και η πτώ­ση δεν εί­ναι αυ­τό­μα­τη ή τυ­χαί­α, αλ­λά προ­ϊ­όν ε­λεύ­θε­ρης ε­πι­λο­γής. Αλ­λά, αν υ­πάρ­χει αν­θρω­πο­λογι­κή υ­πο­στρο­φή, τι συμ­βαί­νει στο νε­ω­τε­ρι­κό Ά­το­μο ό­ταν κα­ταρ­ρεύ­σει μέ­σα του ο τε­χνο­λο­γι­κός μεσ­σια­νι­σμός και η πί­στη στην Πρό­ο­δο; Τι ε­πι­πτώ­σεις έχει πά­νω στην “ταύ­τι­ση” του αν­θρω­πο-α­νταλ­λα­κτι­κού με τον συ­στη­μι­κό του “ρό­λο” το “κε­νό νο­ή­μα­τος” που δη­μιουρ­γεί­ται; Αλ­λά αυ­τά εί­ναι αντι­κεί­με­νο μιας άλ­λης συ­ζή­τη­σης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ