Αρχική » Η ακροδεξιά και η διανόηση

Η ακροδεξιά και η διανόηση

από Άρδην - Ρήξη

του Σπύρου Κουτρούλη

Η πιο πυ­κνή και σα­φής ερ­μη­νεί­α του φαι­νο­μέ­νου της α­νό­δου της γαλ­λι­κής α­κρο­δε­ξιάς, α­πό την πλευ­ρά του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, δια­τυ­πώ­θη­κε α­πό τον Πε­ρου­βια­νό συγ­γρα­φέ­α Μά­ριο Βάρ­γκας Λιό­σα: Η ε­νί­σχυ­ση της α­κρο­δε­ξιάς τρο­φο­δο­τεί­ται α­πό αυτούς οι οποίοι, από το Ση­ά­τλ ως τη Γέ­νο­βα και το Πόρ­το Αλ­λέ­γκρε, α­ντι­στέ­κο­νται στον μο­νο­θε­ϊ­σμό της α­γο­ράς, στην πο­λι­τι­στι­κή ι­σο­πέ­δω­ση, στον α­σφυ­κτι­κό έ­λεγ­χο των ε­θνών-κρα­τών α­πό τους διε­θνείς ορ­γα­νι­σμούς και τον α­με­ρι­κα­νι­σμό.
Έ­τσι η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ι­δε­ο­λο­γί­α α­πο­δει­κνύ­ε­ται α­νί­κα­νη να κα­τα­νο­ή­σει και να α­πο­δε­χθεί τις συ­νέ­πειες των πρά­ξεών της:
–Η κοι­νω­νι­κή α­πο­ρρύθ­μι­ση, η κα­τάρ­ρευ­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους, η ε­λα­στι­κο­ποί­η­ση της α­γο­ράς ερ­γα­σί­ας και η χρή­ση της φτη­νής και ι­διαί­τε­ρα πει­θαρ­χη­μέ­νης ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης που προ­έρ­χε­ται α­πό τον Τρί­το Κό­σμο ή τις χώ­ρες της Α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης κα­τά των ευ­ρω­παί­ων ερ­γα­ζο­μέ­νων, ω­θεί την κοι­νω­νι­κή α­ντί­δρα­ση να εκ­φρα­στεί μέ­σα α­πό μη συ­στη­μι­κά κόμ­μα­τα της δε­ξιάς ή της α­ρι­στε­ράς.
–Η ε­μπο­ρευ­μα­τι­κή ι­δε­ο­λο­γί­α, η πο­λι­τι­στι­κή ι­σο­πέ­δω­ση, η ε­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ρη­το­ρεί­α πε­ρί του τέ­λους των ι­δε­ο­λο­γιών, δεν νο­μι­μο­ποί­η­σε την “τε­χνο­κρα­τι­κή” και ε­μπει­ρι­κή δια­χεί­ρι­ση της πο­λι­τι­κής, αλ­λά κα­τέ­στη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ε­πι­θυ­μη­τή τη σύν­θε­ση μιας νέ­ας ι­δε­ο­λο­γί­ας που τα υ­λι­κά της θα τα προ­μη­θευ­θεί α­πό τις α­ξί­ες που πε­ριέ­χο­νται σε κά­θε ε­θνό­τη­τα ή θρη­σκεί­α.
–Η Ευ­ρω­πα­ϊ­κή Έ­νω­ση, πα­ρά την υ­πο­τι­θέ­με­νη ε­νό­τη­τά της, δεν έ­χει κα­τα­φέ­ρει να α­πο­κτή­σει ε­νιαί­α πο­λι­τι­κή προς τον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, ού­τε έ­γι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ι­σχυ­ρή α­πό ό­ταν α­παρ­τι­ζό­ταν α­πό ε­ντε­λώς α­σύν­δε­τα με­τα­ξύ τους κρά­τη. Κα­τά την έκ­φρα­ση του Π. Κον­δύ­λη, η Ευ­ρώ­πη εί­ναι έ­να προ­τε­κτο­ρά­το των Η.Π.Α.
Για­τί ό­μως η α­κρο­δε­ξιά ε­νι­σχύ­ε­ται σε ευ­ρω­πα­ϊ­κές κυ­ρί­ως χώ­ρες, ό­πως η Γαλ­λί­α, και ό­χι σε άλ­λες χώ­ρες ό­πως αυ­τές της Λα­τι­νι­κής Α­με­ρι­κής; Διό­τι σε χώ­ρες ό­πως η Χι­λή ή η Αρ­γε­ντι­νή, η α­κρο­δε­ξιά υ­πήρ­ξε όρ­γα­νο των Η.Π.Α. και λει­τούρ­γη­σε ως μη ε­θνι­κή δύ­να­μη, α­φή­νο­ντας χώ­ρο για να διε­ξά­γουν τους ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κούς α­γώ­νες τα κι­νή­μα­τα της α­ρι­στε­ράς και προ­σω­πι­κό­τη­τες ό­πως ο Τσά­βες ή α­κό­μη και η κα­θο­λι­κή εκ­κλη­σί­α. Α­ντί­θε­τα, στην Γαλ­λί­α, η α­κρο­δε­ξιά εμ­φα­νί­ζε­ται με αρ­κε­τή πει­στι­κό­τη­τα α­ντια­με­ρι­κα­νι­κή και “λα­ϊ­κή”, υ­φαρ­πά­ζο­ντας κοι­νω­νι­κές ο­μά­δες που πα­ρα­δο­σια­κά στή­ρι­ζαν τις διά­φο­ρες εκ­δο­χές της α­ρι­στε­ράς. Αυ­τή προσ­διο­ρί­σθη­κε ως έ­να μη κα­θε­στω­τι­κό ρι­ζο­σπα­στι­κό κόμ­μα, που μπο­ρεί με με­γα­λύ­τε­ρη συ­νέ­πεια και α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα να υ­πε­ρα­σπι­στεί τα συμ­φέ­ρο­ντα των Γάλ­λων ερ­γα­ζο­μέ­νων σε σύ­γκρι­ση με μια ά­το­νη κυ­βερ­νη­τι­κή α­ρι­στε­ρά. Βε­βαί­ως η πο­λι­τι­κή του “Ε­θνι­κού Με­τώ­που” πε­ριέ­χει πολ­λές ε­ξαγ­γε­λί­ες που εί­ναι κοι­νές με την πο­λι­τι­κή του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, ό­πως η κα­τάρ­γη­ση της ά­με­σης φο­ρο­λο­γί­ας και η ε­πα­να­φο­ρά της θα­να­τι­κής κα­τα­δί­κης. Ε­πι­πρό­σθε­τα, εύ­κο­λα με­τα­πί­πτει α­πό τον α­ντι­ση­μι­τι­σμό στην “κα­τα­νό­η­ση” της πο­λι­τι­κής Σα­ρόν έ­να­ντι των Πα­λαι­στι­νί­ων. Ό­μως ό­πως μας α­πέ­δει­ξε ο Σ. Μά­ξι­μος στο βι­βλί­ο του “Κοι­νο­βού­λιο ή Δι­κτα­το­ρί­α”, συ­χνά στην ι­στο­ρί­α τα λα­ϊ­κά στρώ­μα­τα πραγ­μα­τώ­νουν την πά­λη τους ε­νά­ντια στις ι­θύ­νου­σες τά­ξεις μέ­σα α­πό συ­ντη­ρη­τι­κά α­ντι­δρα­στι­κά κόμ­μα­τα, σύμ­βο­λα και ι­δε­ο­λο­γί­ες.
Πέ­ραν τού­των, η Γαλ­λί­α εί­ναι μια ει­δι­κή πε­ρί­πτω­ση διό­τι, αν και δεν ε­γκα­θι­δρύ­θη­κε στο με­σο­πό­λε­μο έ­να κα­θε­στώς φα­σι­στι­κό, δια­θέ­τει μια πλού­σια, πο­λύ­χρω­μη και α­ντι­φα­τι­κή σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις πα­ρά­δο­ση που ε­φά­πτε­ται της α­κρο­δε­ξιάς. Η πα­ρά­δο­ση αυ­τή, ξε­χα­σμέ­νη ή α­ντι­κεί­με­νο κοι­νω­νιο­λό­γων και ι­στο­ρι­κών, μπο­ρεί υ­πό ο­ρι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις να ε­νερ­γο­ποι­η­θεί και να συ­γκρο­τη­θεί απ’ τα πο­λι­τι­κά γε­γο­νό­τα.
Τα πρώ­τα στοι­χεί­α αυ­τής της πα­ρά­δο­σης θα πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θούν στους Α­ντι­δρα­στι­κούς φι­λο­σό­φους ό­πως ο Μπο­νάλ και ο Ζο­ζέφ ντε Με­στρ. Ε­νά­ντια στη Γαλ­λι­κή Ε­πα­νά­στα­ση, στον Δια­φω­τι­σμό , στην α­νερ­χό­με­νη α­στι­κή τά­ξη, υ­πε­ρα­σπί­ζο­νται τη μο­ναρ­χί­α, τον κα­θο­λι­κι­σμό, τις πο­λυε­θνι­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες και α­ντι­πα­ρα­τί­θε­νται στη συ­γκρό­τη­ση των ε­θνών-κρα­τών. Σύμ­φω­να με τον Μπο­νάλ, “ο βα­σι­λεύς εί­ναι στην κοι­νω­νί­α των αν­θρώ­πων ό­,τι ο Θε­ός στο σύ­μπαν, ό,­τι ο πα­τέ­ρας στην πα­τριαρ­χι­κή οι­κο­γέ­νεια”1. Κα­τά μια έν­νοια ή­ταν φυ­σιο­κρά­της, ό­μως η φύ­ση ό­πως την α­ντι­λαμ­βα­νό­ταν του υ­πα­γό­ρευε α­ντι­δη­μο­κρα­τι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα. Σύμ­φω­να με τον Σαι­ντ Μπαιβ, ο Μπο­νάλ πε­ρι­φρο­νού­σε τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες. Ο Ζ. ντε Με­στρ εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο εν­δια­φέ­ρων στο­χα­στής. Σε έ­να δο­κί­μιο “πε­ρί του Πά­πα” θε­ω­ρεί ό­τι ο­λό­κλη­ρος ο κό­σμος θα πρέ­πει να υ­πα­κού­ει στον Πά­πα. Σύμ­φω­να με τον Π. Κα­νελ­λό­που­λο, το έρ­γο αυ­τό “το στε­φα­νώ­νει έ­νας έ­ξο­χος ε­πί­λο­γος” και δια­κρί­νε­ται α­πό τον σαρ­κα­σμό, την ποι­η­τι­κή έ­ξαρ­ση, τον πλού­το των ε­πι­χει­ρη­μά­των.2
Ό­πως και ο Μπο­νάλ, αι­σθά­νε­ται μια α­πο­στρο­φή προς τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες ε­ξαι­ρώ­ντας ί­σως τους Σπαρ­τιά­τες: “Δια­βά­στε Πλά­τω­να· θα κά­με­τε, σε κά­θε σε­λί­δα, μια διά­κρι­ση πο­λύ χτυ­πη­τή. Ό­λες τις φο­ρές που εί­ναι Έλ­λην, προ­κα­λεί α­νί­α και συ­χνά α­νυ­πο­μο­νη­σί­α. Δεν εί­ναι μέ­γας, υ­πέ­ρο­χος, διεισ­δυ­τι­κός πα­ρά ό­ταν εί­ναι θε­ο­λό­γος, δη­λα­δή ό­ταν ε­ξαγ­γέλ­λει θε­τι­κά και αιώ­νια δόγ­μα­τα…, που φέ­ρουν τό­σο κα­θα­ρή την α­να­το­λί­τι­κη σφρα­γί­δα… Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με την Λα­κε­δαί­μο­να, που ή­ταν έ­να πο­λύ ω­ραί­ο ση­μεί­ο της υ­δρό­γειας σφαί­ρας, τους Έλ­λη­νες τους βρί­σκου­με στην πο­λι­τι­κή τέ­τοιους που ή­ταν και στην φι­λο­σο­φί­α, πο­τέ σύμ­φω­να με τους άλ­λους, ού­τε με τον ε­αυ­τό τους”3. Για τους Έλ­λη­νες που α­σπά­στη­καν τον Χρι­στια­νι­σμό, γρά­φει ό­τι ή­ταν “αι­ρε­τι­κοί δη­λα­δή διαι­ρε­τι­κοί στην θρη­σκεί­α, ό­πως εί­χαν υ­πάρ­ξει στην πο­λι­τι­κή και στην φι­λο­σο­φί­α… θέ­λο­ντας να εί­ναι ταυ­τό­χρο­να φι­λό­σο­φοι και χρι­στια­νοί, δεν εί­ναι ού­τε το έ­να ού­τε το άλ­λο: α­να­κα­τεύ­ουν το Ευαγ­γέ­λιο, τον σπι­ρι­τουα­λι­σμό των πλα­τω­νι­στών και τα ό­νει­ρα της Α­να­το­λής. Ο­πλι­σμέ­νοι με μια πα­ρά­φρο­να δια­λε­κτι­κή, θέ­λουν να διαι­ρέ­σουν το α­διαί­ρε­το, να διεισ­δύ­σουν στο α­δια­πέ­ρα­στο”4.
Σύμ­φω­να με τον Ζ. ντε Με­στρ, ο προ­τε­στα­ντι­σμός εί­ναι στη θρη­σκεί­α ό­,τι η δη­μο­κρα­τί­α στην πο­λι­τι­κή ζω­ή: διά­λυ­ση της ε­νό­τη­τας. Αν και θρη­σκευό­με­νος, υ­μνεί τον Δή­μιο ως όρ­γα­νο της Θεί­ας δι­καιο­σύ­νης! “Εί­ναι τά­χα άν­θρω­πος; Ναι. Ο Θε­ός τον δέ­χε­ται στους να­ούς του και του ε­πι­τρέ­πει να προ­σεύ­χε­ται. Δεν εί­ναι ε­γκλη­μα­τί­ας. Κι ό­μως κα­μί­α γλώσ­σα δεν δέ­χε­ται να πει π.χ. ό­τι εί­ναι ε­νά­ρε­τος, ό­τι εί­ναι τί­μιος άν­θρω­πος, ό­τι εί­ναι ά­ξιος τι­μής κ.λπ. Κα­νέ­νας η­θι­κός έ­παι­νος δεν μπο­ρεί να του ται­ριά­ξει, για­τί ό­λοι αυ­τοί οι έ­παι­νοι προ­ϋ­πο­θέ­τουν σχέ­σεις με άλ­λους αν­θρώ­πους, κι αυ­τός δεν έ­χει κα­μί­α σχέ­ση. Και μο­λα­ταύ­τα κά­θε με­γα­λεί­ο, κά­θε δύ­να­μη, κά­θε υ­πο­τα­γή βα­σί­ζε­ται στον ε­κτε­λε­στή· αυ­τός εί­ναι ο βδε­λυγ­μός, ό­χι ο κρί­κος της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Α­φαι­ρέ­στε α­πό τον κό­σμο το α­κα­τα­νό­η­το αυ­τό όρ­γα­νο, και αυ­το­στιγ­μεί η τά­ξη πα­ρα­χω­ρεί την θέ­ση της στο χά­ος”5. Σε άλ­λα κεί­με­νά του, ο Ζ. ντε Με­στρ υ­πο­στη­ρί­ζει “ό­τι η δη­μο­κρα­τί­α, α­πό τη φύ­ση της, εί­ναι το πο­λί­τευ­μα που δί­νει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­καιώ­μα­τα στους ο­λί­γους που ο­νο­μά­ζο­νται α­νώ­τα­τοι άρ­χο­ντες, και που α­φαι­ρεί τα πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό ό­λους τους άλ­λους, που ο­νο­μά­ζο­νται υ­πή­κο­οι. Ό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πλη­σιά­ζει το δη­μο­κρα­τι­κό πο­λί­τευ­μα στην α­πό­λυ­τη δη­μο­κρα­τί­α, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο έκ­δη­λη γί­νε­ται αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση”6.
Άλ­λος ση­μα­ντι­κός σταθ­μός στην προ φα­σι­στι­κή πα­ρά­δο­ση εί­ναι ο Μω­ρίς Μπαρ­ρές. Α­πό διε­θνι­στής α­γνω­στι­κι­στής, θαυ­μα­στής του Νί­τσε και του Σο­πεν­χά­ουερ με­τα­τρέ­πε­ται σε ρο­μα­ντι­κό ε­θνι­κι­στή και συ­γκε­ντρώ­νει γύ­ρω του φα­να­τι­κούς κα­θο­λι­κούς, νο­σταλ­γούς της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής Γαλ­λί­ας και της Ιω­άν­νας της Λω­ραί­νης. Βα­θύ­τα­τα α­ντι-γερ­μα­νός, ε­νε­πλά­κη στην υ­πό­θε­ση Ντρέ­ι­φους. Το νή­μα το πα­ρα­λαμ­βά­νει ο Σ. Μωρ­ράς και η ‘Γαλ­λι­κή Δρά­ση’ ό­που τα στοι­χεί­α αυ­τά θα α­να­πτυ­χθούν με με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια. Πί­σω ο­λο­τα­χώς στην ε­παρ­χια­κή Γαλ­λί­α, κο­λα­κεί­α των α­γρο­τών, νο­σταλ­γί­α για την α­ντε­πα­νά­στα­ση της Βαν­δέ­ας και την συ­ντε­χνια­κή ορ­γά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας. Α­ντί­θε­τα α­πό τον Ζ. ντε Με­στρ, θα στη­ρί­ξει την μο­ναρ­χί­α ό­χι στην θεί­α προ­αί­ρε­ση αλ­λά στην αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή. Ο Μωρ­ράς ο­ρα­μα­τι­ζό­ταν την εν­σω­μά­τω­ση στην Γαλ­λί­α του Βελ­γί­ου, του Λου­ξεμ­βούρ­γου και των κα­θο­λι­κών πε­ριο­χών της Γερ­μα­νί­ας, ει­δι­κά την πε­ριο­χή του Ρουρ. Το τρα­γι­κό γι’ αυ­τόν εί­ναι ό­τι οι κλη­ρο­νό­μοι του θα συ­νερ­γα­στούν με το κα­θε­στώς του Βισ­ύ, υ­πη­ρε­τώ­ντας μια Γαλ­λί­α όρ­γα­νο της γερ­μα­νι­κής κυ­ριαρ­χί­ας.
Στην Γαλ­λί­α του με­σο­πο­λέ­μου συμ­βαί­νουν πολ­λά εν­δια­φέ­ρο­ντα, α­πό κοι­νω­νιο­λο­γι­κής πλευ­ράς, πράγ­μα­τα. Ο Ντο­ριό, α­πό τα η­γε­τι­κά στε­λέ­χη του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος, το 1936, ι­δρύ­ει το Λα­ϊ­κό Γαλ­λι­κό Κόμ­μα, το ο­ποί­ο συ­νερ­γά­στη­κε με τους Γερ­μα­νούς και ο ί­διος υ­πήρ­ξε α­ξιω­μα­τι­κός της Βέρ­μα­χτ.
Δύ­ο σπου­δαί­οι Γάλ­λοι συγ­γρα­φείς, ο Λου­ί Φερ­ντι­νάν Σε­λίν και ο Ντριέ Λα Ροσ­έλ συ­νερ­γά­στη­καν ή υ­πε­ρα­σπί­στη­καν το κα­το­χι­κό κα­θε­στώς. Ο Σε­λίν, συγ­γρα­φέ­ας έρ­γων “Α­πό τον έ­ναν πύρ­γο στον άλ­λο” και “Τα­ξί­δι στα βά­θη της νύ­χτας”, υ­πήρ­ξε μια ε­ξαι­ρε­τι­κά ι­διαί­τε­ρη φυ­σιο­γνω­μί­α, α­νε­πι­θύ­μη­τος σε ό­λο το πο­λι­τι­κό φά­σμα και συγ­γρα­φέ­ας α­ντιε­βρα­ϊ­κών λι­βέλ­λων. Ο Ντριέ Λα Ρο­σέλ ξε­κί­νη­σε ως θαυ­μα­στής της Αγ­γλί­ας, στη συ­νέ­χεια προ­σχώ­ρη­σε στον ε­θνι­κο­σο­σια­λι­σμό και αυ­το­κτό­νη­σε το 1944 έ­χο­ντας ε­να­πο­θέ­σει τις τε­λευ­ταί­ες του ελ­πί­δες στον Στά­λιν.
Η ση­μα­ντι­κό­τε­ρη ο­μά­δα στο­χα­στών που ε­φά­πτο­νται του Λε­πέν, α­πό την ο­ποί­α η α­κρο­δε­ξιά ά­ντλη­σε πολ­λά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, εί­ναι η ο­μά­δα γύ­ρω α­πό τον Α. Μπε­νουά και τα πε­ριο­δι­κά “Éléments” και “Nouvelle École”. Ο Μπε­νουά ε­λίσ­σε­ται α­νά­με­σα στην α­ρι­στε­ρά και τη δε­ξιά. Πα­γα­νι­στής, α­ντια­με­ρι­κά­νος, α­ντι­φι­λε­λεύ­θε­ρος, ε­μπνέ­ε­ται α­πο τον Χά­ι­ντε­γκερ, τον Κ. Λό­ρε­ντς, τον Α. Καί­σλερ, τον Γκράμ­σι, τον Λ. Αλ­τουσ­έρ. Οι σκέ­ψεις του δη­μιούρ­γη­σαν ρήγ­μα με τη μο­ναρ­χι­κή και κα­θο­λι­κή πα­ρά­δο­ση και εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρες α­πό τον ι­δε­ο­λο­γι­κό χώ­ρο που εκ­φρά­ζει το “Ε­θνι­κό Μέ­τω­πο”.
Οι δια­νο­ού­με­νοι που α­να­φέ­ρα­με δεν ευ­θύ­νο­νται για την ά­νο­δο της γαλ­λι­κής α­κρο­δε­ξιάς, διό­τι η ε­πιρ­ρο­ή που α­σκούν στην κοι­νω­νί­α εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη. Ό­μως α­πο­δει­κνύ­ουν ό­τι ο Λε­πέν δεν εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα του κι­νή­μα­τος της α­ντί-πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, ού­τε εμ­φα­νί­στη­κε α­πό το που­θε­νά, αλ­λά υ­πάρ­χει έ­νας συ­γκε­κρι­μέ­νος κοι­νω­νι­κός και πνευ­μα­τι­κός χώ­ρος α­πό τον ο­ποί­ο α­να­δύ­θη­κε .
Στην Ελ­λά­δα δεν υ­πήρ­ξαν σο­βα­ροί φα­σί­στες στο­χα­στές (αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τον κα­θη­γη­τή Δ. Βε­ζα­νή). Αυ­τόν που η α­κρο­δε­ξιά προ­σε­πά­θη­σε να ι­διο­ποι­η­θεί, ο Ι. Δρα­γού­μης, υ­πήρ­ξε ε­θνι­στής, δη­μο­τι­κι­στής, χρη­μα­το­δό­της της σο­σια­λι­στι­κής ε­φη­με­ρί­δας “Ο Λα­ός”, ε­πι­στή­θιος φί­λος του Γ. Κορ­δά­του, α­ντι­κα­πι­τα­λι­στής, κοι­νο­τι­στής, ο­ρα­μα­τι­στής του Α­να­το­λι­κού κρά­τους, δη­λα­δή της Βαλ­κα­νι­κής Κοι­νο­πο­λι­τεί­ας. Κα­τά συ­νέ­πεια, ο Ι. Δρα­γού­μης δεν μπο­ρεί να ε­ναρ­μο­νι­στεί με τον α­ντι­κο­μου­νι­σμό, τον ‘λο­γιο­τα­τι­σμό’ και τον ρα­τσι­σμό της α­κρο­δε­ξιάς, η ο­ποί­α α­πο­τε­λεί κα­τά πε­ρί­πτω­ση στην Ελ­λά­δα έ­να πα­ρα­κρα­τι­κό ή πα­ρα­κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο χω­ρίς σο­βα­ρά λα­ϊ­κά ε­ρεί­σμα­τα. Οι λό­γοι θα πρέ­πει να α­να­ζη­τη­θούν στην κυ­ριαρ­χί­α του πε­λα­τεια­κού συ­στή­μα­τος, το οποίο δεν ε­πι­τρέ­πει την α­νά­δει­ξη κομ­μά­των που δεν έ­χουν ά­με­ση α­να­φο­ρά στην ε­ξου­σί­α. Ε­πί­σης, η συμ­με­το­χή της α­ρι­στε­ράς στην ε­θνι­κή α­ντί­στα­ση τής έ­δω­σε τη δυ­να­τό­τη­τα να εί­ναι συγ­χρό­νως α­ντι­συ­στη­μι­κή και πα­τριω­τι­κή κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη.
Η λύ­ση στα δει­νά που προ­κα­λεί η πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση δεν θα προ­έλ­θει α­πό την α­κρο­δε­ξιά και τους νο­σταλ­γούς της γαλ­λι­κής α­ποι­κιο­κρα­τί­ας. Θε­ω­ρώ­ντας ό­τι “τί­πο­τα α­πό τα αν­θρώ­πι­να δεν μας εί­ναι ξέ­νο”, πρέ­πει συγ­χρό­νως να ε­πι­μέ­νου­με ό­τι ο κά­θε ε­θνι­κός πο­λι­τι­σμός θα πρέ­πει να α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται ι­σό­τι­μα και ό­τι ό­λοι μα­ζί α­πο­τε­λούν τον πλού­το του αν­θρώ­πι­νου πο­λι­τι­σμού. Το χρη­μα­τι­στη­ρια­κό κε­φά­λαιο και η πο­λι­τι­κή των διε­θνών οι­κο­νο­μι­κών ορ­γα­νι­σμών ω­θούν πολ­λές ε­θνι­κές οι­κο­νο­μί­ες στη χρε­ο­κο­πί­α και στην κα­τάρ­ρευ­ση. Η ε­φαρ­μο­γή του Φό­ρου Τοbin στις διε­θνείς χρη­μα­τι­στη­ρια­κές συ­ναλ­λα­γές, η ε­ξά­λει­ψη των χρε­ών του Τρί­του Κό­σμου, η ε­νί­σχυ­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους και της πο­λι­τι­κής της πλή­ρους α­πα­σχό­λη­σης, εί­ναι ο­ρι­σμέ­να α­πό τα α­να­γκαί­α μέ­τρα για την κα­τα­πο­λέ­μη­ση της α­νερ­γί­ας και της φτώ­χιας.
Η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση με την α­κρο­δε­ξιά, τε­λι­κά, προ­ϋ­πο­θέ­τει την α­πο­μά­κρυν­ση α­πό τον τε­τριμ­μέ­νο, υ­πο­κρι­τι­κό λό­γο των μέ­σων ε­νη­μέ­ρω­σης και των κα­θε­στω­τι­κών κομ­μά­των, το ξε­τύ­λιγ­μα και ό­χι την πε­ρι­στο­λή των ε­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κών και κοι­νω­νι­κών α­γώ­νων, τη σύ­γκρου­ση με τα ι­δε­ο­λο­γή­μα­τα του α­με­ρι­κα­νι­σμού και του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ