του
Εδώ και μερικά χρόνια, το αθηναϊκό συγκρότημα εξουσίας (τα διαπλεκόμενα κατά μία έννοια) ανησυχεί για το ποσοστό των κερδών του, αλλά και την ισχύ του, αφού αυτά συναρτώνται από την επιτυχία του στρατηγικού και προνομιακού πεδίου τοποθέτησης των “επενδύσεών” του. Αυτό το πεδίο ακούει στο όνομα Ολυμπιάδα 2004 της Αθήνας. Για να πάνε καλά οι “επενδύσεις”, πρέπει να είναι ασφαλείς οι αγώνες. Η ασφάλεια των ολυμπιακών αγώνων πιστοποιείται από τους Αμερικάνους και την υπόλοιπη ιεραρχία του παγκόσμιου συστήματος εξουσίας. Για να προσφέρουν οι Αμερικανοί πιστοποιητικό ασφάλειας των αγώνων, απαιτούν μια νέα προσαρμογή του ελληνικού κοινωνικού συστήματος στο σύστημα σκέψης και στοχεύσεων των “αμερικανικών συμφερόντων”.
Μετά την πτώση του διπολισμού διαμορφώθηκε ένα νέο ιστορικό πλαίσιο άσκησης της αμερικανικής ηγεμονίας, αυτό δηλαδή της “παγκοσμιοποίησης”. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα γεωγραφική και δομική αναδιάρθρωση του ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογική ηγεμονία των Αμερικανών στη νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική της εξουσίας γίνεται ευκρινής μέσω της εκστρατείας καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Αναγάγει την προσχώρηση στην εκστρατεία αυτή σε κριτήριο ορθού προσανατολισμού των διαφόρων λαών και κρατών, που δεν έχουν πάρει κατά τον προηγούμενο ιστορικό κύκλο, αυτόν του διπολισμού, πιστοποιητικό αμερικανοσύνης. Τέτοιοι είναι και οι Έλληνες, οι οποίοι μπήκαν στο κύκλο της παγκοσμιοποίησης με τα “υπολείμματα” και τις “μνήμες” του παρελθόντος. Δηλαδή, μπήκαν σαν αντι-ιμπεριαλιστές, με ιδέες και θεσμούς που ακύρωναν μια ουσιαστική επιτήρησή τους από την αμερικανική εξουσία. Γι’ αυτό, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, επιδιώκεται μέσα από μια συστηματική ιδεολογική, πολιτική και, τελευταία, αστυνομική δουλειά να ανατραπεί εκείνη η κοινωνική ψυχολογία και ιδεολογία που τροφοδοτείται από την ιστορική μνήμη των εγκλημάτων που έχουν διαπράξει οι ιμπεριαλιστές εις βάρος του ελληνικού λαού. Έτσι, σε μια περίοδο “κούρασης” των πάλαι ποτέ αντι-ιμπεριαλιστών, οι εθνικά και κοινωνικά αμνήμονες πολιτικοί καριέρας επιχειρούν μια μεγάλη επιχείρηση κοινωνικής-εθνικής αμνησίας και κομφορμισμού.
Επιχειρούν κατ’ αρχάς να επανακαθορίσουν μια νέα εθνική στόχευση που να συμβαδίζει με το πεδίο της ισχύος και της κερδοφορίας του αθηναϊκού συγκροτήματος εξουσίας.
Η επιλογή της “Ολυμπιάδας” είναι πρωτίστως μια επαναβεβαίωση της ηγεμονίας και της κεντρικότητας της Αθήνας στην εθνική ταυτότητα και τη γεωγραφία του ελληνισμού. Ηγεμονία που αμφισβητείται από ιστορικές δυνάμεις που απελευθέρωσε στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία η πτώση του διπολισμού. Η “Ολυμπιάδα” ενισχύει τον νεοκλασικό χρωματισμό της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Ο νεοκλασικισμός είναι εισαγόμενο ιδεολογικό στοιχείο που κάνει ευκρινή την ηγεμονία των Δυτικών στον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Έτσι η “Ολυμπιάδα”, ως νεοκλασική αναβίωση, δημιουργεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο προσαρμογής ή ανοχής της ελληνικής κοινωνίας στις στοχεύσεις των Δυτικών και διευκολύνει την κοινωνική και εθνική αμνησία. Σαν “εθνικός στόχος” θέλει να επανακαθορίσει την κοινωνική ψυχολογία, ώστε αυτή να αποδεχτεί τη συνάντηση με τους “εθνικούς στόχους” των Αμερικανών, με το αιτιολογικό ότι η επίτευξη του “δικού” της στόχου προϋποθέτει τη συνδρομή αυτών.
Επομένως, το πιστοποιητικό ασφάλειας των ολυμπιακών αγώνων προϋποθέτει την προσχώρηση της ελληνικής πολιτείας στην καμπάνια των Αμερικανών ενάντια στη τρομοκρατία. Η προσχώρηση αυτή δεν συνιστά απλά μια αστυνομικού τύπου, αλλά μια πολιτικού και ιδεολογικού τύπου διαδικασία. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με μια προπαγάνδα της “εξάρθρωσης της τρομοκρατίας”, με μια αναγωγή της σε κυρίαρχο θέμα τουλάχιστον μέχρι τους ολυμπιακούς αγώνες, μέσω της οποίας θα κρίνονται και θα ελέγχονται οι κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές. Θα ελέγχεται δηλαδή η προσαρμοστικότητα του ελληνικού λαού και θα γίνεται ευκρινής η επιτήρησή του.
Δεν έχει και μεγάλη σημασία αν ο “πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία” είναι πραγματικός ή προσχηματικός. Εξάλλου, τόσο η “δράση” όσο και η “εξάρθρωση” της τρομοκρατίας είναι μια σκοτεινή υπόθεση και αποτελεί μάλλον χάσιμο χρόνου να εμπλακεί κανείς στη συζήτηση. Αυτό που είναι σημαντικό, όμως, είναι ότι η “εξάρθρωση της τρομοκρατίας” στην Ελλάδα επιτρέπει την οικοδόμηση μιας κοινωνικής ψυχολογίας ανοχής ή και αποδοχής της εισβολής ξένων μυστικών υπηρεσιών και επιτήρησης της ελληνικής πολιτείας. Δεν είναι ακόμη σαφές αν στις ξένες μυστικές υπηρεσίες περιλαμβάνεται και η τουρκική και αν η ελληνική (ΕΥΠ) έχει παροπλιστεί από τις λεγόμενες “έρευνες” για την τρομοκρατία. Πάντως φαίνεται ότι η κερκόπορτα για να περάσουν οι διάφοροι “ξένοι πράκτορες” που θα ασκήσουν, με το πρόσχημα της “εξάρθρωσης της τρομοκρατίας” και την “ασφάλεια των ολυμπιακών αγώνων”, την επιτήρηση του ελληνικού λαού αποτελεί το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Στα πλαίσια αυτού έχουν υλοποιηθεί οι πρώτες συμφωνίες “επιτήρησης”, οι οποίες περιλαμβάνουν τη δημιουργία ειδικών μονάδων καταστολής και παρακολούθησης Ελλήνων πολιτών από την γνωστή για τις εθνικές μας τραγωδίες CΙΑ.
Η δικομματική πολιτική έκφραση του αθηναϊκού συγκροτήματος εξουσίας κομπάζει για τις “επιτυχίες” στο μέτωπο της τρομοκρατίας, τις οποίες προς το παρόν αναγάγει στην “συνεργασία” των ελληνικών αρχών με τις ξένες υπηρεσίες, ενώ προετοιμάζει ταυτόχρονα την κοινή γνώμη σε μια ανοχή της στη διαχείριση της ασφάλειας των ολυμπιακών αγώνων από ξένες δυνάμεις. Ανοχή η οποία θα ζητηθεί από την κοινή γνώμη με το πρόσχημα είτε μιας κάποιας αποτυχίας των ελληνικών διωκτικών αρχών, είτε της έλλειψης επαρκών αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Η ασφάλεια των ολυμπιακών αγώνων θα αποτελέσει τη μεγάλη απειλή για την εθνική μας αξιοπρέπεια, αφού αυτή δρομολογεί όχι μόνο την “απόβαση” ξένων δυνάμεων με τη μορφή “εταιρειών ασφάλειας”, αλλά και ένα μεγάλο οικονομικό κόστος για τους Έλληνες.
Η αντιτρομοκρατική προπαγάνδα συντονίζεται από ισχυρό αθηναϊκό εκδοτικό συγκρότημα, με κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των ολυμπιακών αγώνων. Εκτός από τους ανθρώπους του στην κυβέρνηση, το “συγκρότημα” επιστράτευσε και μια πλειάδα ανυποψίαστων δημοσιογράφων του αστυνομικού ρεπορτάζ και ανεπαρκέστατους τηλεπολιτικούς αναλυτές. Όλοι αυτοί κομπάζουν για τη “νίκη της δημοκρατίας” τους, την ώρα που η ελληνική δημοσιογραφία κατέστη παράρτημα του γραφείου τύπου της αστυνομίας. Έχει χάσει την αυτονομία της και τον ελεγκτικό της ρόλο σε σχέση με τις “αστυνομικές έρευνες”, όταν μάλιστα αυτές συντονίζονται από τους ξένους αξιωματούχους και την αμερικανική πρεσβεία. Η τελευταία, βέβαια, είναι αυτή που δίνει τα εύσημα και βαθμολογεί. “Ακόμη είστε στην αρχή” αλλά σε “σωστό δρόμο”, αξιολογεί τις μέχρι τώρα προσπάθειες. Όμως, διαφαίνεται ότι το πιστοποιητικό ασφάλειας η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα το δώσει μέχρις ότου η “επιτήρησή” της αρθρωθεί οργανικά με όλους τους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας.
Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και τώρα, στην αντιτρομοκρατική ρητορεία, επιστρατεύτηκε και η γνωστή ομάδα των αυτοαποκαλουμένων “αριστερών” οι οποίοι, μετά την πτώση του διπολισμού, μεταμορφώθηκαν σε απολογητές του ιμπεριαλισμού, για να ικανοποιήσουν μάλλον τον ακόρεστο πολιτικό καριερισμό τους. Οι τηλε-φορείς αυτοί της εθνικής και κοινωνικής αμνησίας και κομφορμισμού προσπαθούν να αντιπαραθέσουν στη βαρβαρότητα της τρομοκρατίας, τη βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού. Προσπαθούν δηλαδή να δικαιολογήσουν την επιτήρηση των λαών από τους ιμπεριαλιστές με πρόσχημα την απονομή δικαίου για τα θύματα της τρομοκρατίας. Απονομή δικαίου που, όπως και στην περίπτωση του Αφγανιστάν, μπορεί να γίνει πέρα από ισχύοντες διεθνείς ή εθνικούς κανόνες δικαίου και πέρα από αποδεκτούς, εθνικά και κοινωνικά, κανόνες δράσης.
Περιέργως και από πολιτειακούς παράγοντες, ενώ η τρομοκρατική δράση προβάλλεται να εξυπηρετεί “εξ αντικειμένου ξένα κέντρα και ανθελληνικά συμφέροντα” (πρόεδρος Βουλής), δεν σημειώνεται παράλληλα ότι και η εξάρθρωσή της, όταν γίνεται υπό την επιτήρηση ξένων υπηρεσιών, εξυπηρετεί τα ίδια συμφέροντα, ότι αποτελεί δηλαδή την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Κυβερνητικά, επίσης,στελέχη ενώ διακηρύττουν ότι η εξάρθρωση της τρομοκρατίας πρέπει να γίνει “χωρίς έκπτωση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις αρχές δικαίου”, περιέργως παραλείπουν να αναφέρουν ότι πρέπει να γίνει και χωρίς την έκπτωση των δικαιωμάτων εθνών και των λαών. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η υπερδυναμική ρητορική της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, που χρησιμοποιούν πολλές φορές οι ιμπεριαλιστές ως άλλοθι των επεμβάσεών τους, ενέχει το στοιχείο όχι της πίεσης για τον εξανθρωπισμό των εθνικών συστημάτων αστυνόμευσης και απονομής δικαιοσύνης, αλλά του ελέγχου της λειτουργίας και των αποφάσεων τους.
Αν όμως η “τρομοκρατία οδηγείται σε ήττα” (Πρωθυπουργός) με περιορισμό των εθνικών μας δικαιωμάτων, τότε η ήττα αυτή είναι απατηλή. Γιατί, ιστορικά, ένα πεδίο το οποίο εκτρέφει την τρομοκρατία στην Ελλάδα είναι οι εθνικές μας ήττες, οι εθνικοί μας εξευτελισμοί. Και αν αυτή η παράμετρος γέννησης της τρομοκρατίας συνδυαστεί με την κοινωνική, δηλαδή με την όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων αλλά και την πολιτική, δηλαδή με την εκτροπή σε μια αναξιοπρεπή “δημοκρατία”, τότε το φαινόμενο της τρομοκρατίας θα αναβιώσει ξανά. Και τέτοιο εκρηκτικό μίγμα στοιχείων αναβίωσης της τρομοκρατίας φαίνεται να δημιουργεί η επιλογή της “Ολυμπιάδας” ως εθνικού στόχου. Επιλογή που έγινε με βάση τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του αθηναϊκού συγκροτήματος εξουσίας και όχι τα εθνικά. Γιατί τα εθνικά συμφέροντα απαιτούσαν ένα σχέδιο περιφερειακής ανάπτυξης και περιφερειακής εθνικής ταυτότητας.