του Γιώργου Καραμπελιά
Η ιστορία του ιταλικού αντάρτικου αρχίζει πολύ μακριά στο παρελθόν, είναι συνυφασμένη με την ίδια την ιστορία του κινήματος που αναπτύχθηκε μετά το 1968.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τη «μυθολογία» του αντάρτικου, έντονα ριζωμένη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά και σε ορισμένα κομμάτια της εργατικής τάξης — που στη συνέχεια είδαν ευνοϊκά και υποστήριξαν τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Αυτή η «μυθολογία» αναφέρεται πιο πρόσφατα στο αντάρτικο ενάντια στον Μουσσολίνι και τους Γερμανούς, ιδιαίτερα στην κεντρική και τη βόρεια Ιταλία στα χρόνια 1943-1945, που είχε ριζώσει στα προλεταριακά στρώματα και είχε έναν έντονα κοινωνικό ανατρεπτικό χαρακτήρα.
Όταν λοιπόν το ΚΚΙ, με επικεφαλής τον Τολιάτι, φρενάρει την αντιπαράθεση με το καθεστώς, δεκάδες χιλιάδες όπλα κρύβονται για μεγάλο διάστημα, μια και η λογική της εφόδου για την κατάληψη της εξουσίας ήταν έντονη στα μαχητικά στελέχη του αντάρτικου. Οι μνήμες εκείνου του αντάρτικου μένουν ριζωμένες ιδιαίτερα σε προλεταριακές περιοχές όπως το Τορίνο, η Γένοβα και οι λιμενεργάτες, κ.λπ.
Στη συνέχεια θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε την «κουλτούρα» του ’68 γενικότερα και του ιταλικού ’68 ειδικότερα. Η γκερίλλα, ο Τσε, ο ένοπλος αγώνας στο Βιετνάμ, οι Τουπαμάρος στην Ουρουγουάη, η φράση του Μάο: «η εξουσία βρίσκεται στην κάννη του τουφεκιού», ήταν η ζωντανή κουλτούρα του κινήματος. Η «πολιτικοστρατιωτική οργάνωση», το ιδανικό της εποχής. Η «σύγκρουση με τους μπάτσους», η καθημερινή αντιπαράθεση με αλυσίδες, μπετόβεργες, κοκταίηλ Μολότωφ και επιτροπές περιφρούρησης που μεταβάλλονταν σε παραστρατιωτικά τμήματα των μεγάλων οργανώσεων της άκρας αριστεράς, σημάδευαν και ζωντάνευαν τις καθημερινές συζητήσεις των αγωνιστών του κινήματος.
Το επίπεδο της ιταλικής αντιπαράθεσης, ο ψηλός βαθμός της σύγκρουσης στα εργοστάσια, το δρόμο και το σχολειό, όχι μόνο με την αστυνομία αλλά και με τους φασίστες που δεν δίσταζαν να δολοφονήσουν, έκανε αναγκαία την προσφυγή σε ένα αναπτυγμένο επίπεδο βίας. Όταν σκεφτεί κανείς πως μια οργάνωση σαν την Lotta Continua είχε πάνω από δέκα νεκρούς εκείνα τα χρόνια, καταλαβαίνουμε πού βρισκόταν η σύγκρουση.
Μετά το ’69, η ιταλική αντίδραση προσπαθεί να απαντήσει. Αρχίζουν οι «σφαγές» που κάνουν οι φασίστες, με πρώτη τη σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο με τους 16 νεκρούς, και οι απόπειρες πραξικοπήματος με τον «μαύρο πρίγκηπα» Βαλέριο Μποργκέζε και τον αρχηγό της CID, τις μυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας. Ο κίνδυνος πραξικοπήματος έμοιαζε άμεσος. Μπρος σ’ αυτές τις απειλές, οργανώνονται τα πρώτα ένοπλα δίκτυα από τον Τζιαντζιάκομο Φελτρινέλλι, τον μεγαλύτερο Ιταλό εκδότη, που είχε σχέσεις με το λατινικοαμερικάνικο αντάρτικο και τον Τσε τα προηγούμενα χρόνια, και δολοφονήθηκε σε παγίδα που του έστησε η ελληνική χούντα και οι ιταλοί φασίστες. Οι επιτροπές περιφρούρησης των οργανώσεων, ιδιαίτερα της Lotta Continua, μεταβάλλονται σε ημιστρατιωτικές οργανώσεις που προσπαθούν να εξουδετερώσουν τις φασιστικές συνομωσίες και να ξεσκεπάσουν τη «στρατηγική της έντασης».
Τελικά, μετά το 1971-72, ο φασιστικός κίνδυνος απομακρύνεται. Όμως το πολιτικό κλίμα αλλάζει. Η μαζική κινητοποίηση γνωρίζει μια σχετική υποχώρηση. Μπαίνει το ζήτημα της εγκατάστασης σε διαδικασίες μακρόχρονου αγώνα. Ποιος άραγε θα είναι ο δρόμος;
Και εδώ αρχίζουν οι διαφοροποιήσεις. Δυνάμεις όπως η «Εργατική Πρωτοπορία» και το «Μανιφέστο» περνάνε τελικά στη λογική ενός μακρόχρονου και σχετικά θεσμοποιημένου αγώνα, με συμμετοχή στις εκλογές και ρίζωμα στη λεγόμενη συνδικαλιστική αριστερά, ιδιαίτερα μετά την ανανέωση της δύναμης των συνδικάτων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70.
Σε οργανώσεις όπως η Lotta Continua, η εσωτερική πάλη παίρνει διαστάσεις σκληρής αντιπαράθεσης πάνω στον δρόμο που θα ακολουθηθεί. Εδώ ουσιαστικά προβάλλουν τρεις κατευθύνσεις: Η μία είναι η ανάγκη να περάσει το κίνημα στην ένοπλη πρακτική, πάντα βέβαια με μια λογική δεμένη με το μαζικό κίνημα, μια λογική «ένοπλης υποστήριξης» των μαζικών κινημάτων. Αυτή η τάση εκφραζόταν κύρια από την «επιτροπή περιφρούρησης» της οργάνωσης, που είχε ήδη αρκετές ενέργειες στο ενεργητικό της στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων, και ανάμεσά τους την πρώτη «εκτέλεση», εκείνη του αστυνομικού διευθυντή Καλαμπρέζι, υπεύθυνου για τη δολοφονία του αναρχικού Πινέλλι μετά τη σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα. Τελικά, μετά από σκληρή αντιπαράθεση, αυτή η τάση αποχώρησε από την οργάνωση, έφτιαξε αρχικά την οργάνωση Senza Tregua (Χωρίς ανακωχή), που ήθελε να έχει πολιτικοστρατιωτικό χαρακτήρα, και τελικά οδήγησε στη διαμόρφωση της οργάνωσης «Πρώτη Γραμμή», δεύτερης σε μέγεθος μετά τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που προωθούσε μια αντίληψη περισσότερο «κινηματική» από εκείνη των Ταξιαρχιών. Οι άλλες δύο κατευθύνσεις, που προσωρινά και για μερικά χρόνια εμφανίζονται χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσά τους, προτείνουν είτε τη θεσμική παρέμβαση είτε τη συνέχεια του κινήματος μέσα από την ανάπτυξη εξωθεσμικών κινημάτων. Πάντως, για την ώρα, και οι δύο αυτές τάσεις συμπορεύονται στην άρνηση της «ένοπλης» λογικής.
Στην άλλη μεγάλη οργάνωση, το Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), που έχει κοινή προέλευση με τη Lotta Continua, η διαμάχη οδηγεί το 1973 στην αυτοδιάλυση. Εδώ οι προβληματικές είναι πιο κοντά στη λογική του ένοπλου. Πάντα βέβαια από μια σκοπιά σύνδεσης με το ταξικό κίνημα, αλλά το μεγαλύτερο βάρος που έδινε το Ρ.Ο. στα προβλήματα της εξουσίας και της κατάκτησής της, ο λεγόμενος λενινισμός του, έσπρωχναν περισσότερο στη λογική της ένοπλης, ριζικής αντιπαράθεσης, της άρνησης οποιασδήποτε πολιτικής διαμεσολάβησης με το κράτος, της μετωπικής σύγκρουσης. Βέβαια δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση για ενιαία άποψη, ούτε για λογική ένοπλης οργάνωσης κόμματος, αλλά για μια λογική ανύψωσης του επίπεδου της αντιπαράθεσης σε ανώτερες μορφές βίας. Η αυτοδιάλυση του Ρ.Ο. οδηγεί, από τη μια, στις ομάδες και παραπέρα στις οργανώσεις της εργατικής αυτονομίας, και από την άλλη στη συγκρότηση μικρών ομάδων με προσανατολισμό προς βίαιες ενέργειες, που στη συνέχεια θα μεταβληθούν σε ένοπλες ομάδες και οργανώσεις.
Τέλος, φτάνουμε στο πρότυπο και την κυριότερη μορφή της ένοπλης οργάνωσης, του «ένοπλου κόμματος», των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Εδώ, από τη μικρή οργάνωση «Προλεταριακή Αριστερά», με σήμα το σφυροδρέπανο και το τουφέκι, που ιδρύθηκε από τον Ρενάτο Κούρτσιο στις αρχές τις δεκαετίας του ’70 (και στηριζόταν σε μια μιλιταριστική εκδοχή της «Προλεταριακής Αριστεράς» της Γαλλίας, καθώς έβλεπε την ανάγκη της πάλης και στο στρατιωτικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των φασιστών και την υποστήριξη των εργατικών αγώνων), περνάμε στις Ερυθρές Ταξιαρχίες που αρχικά παρεμβαίνουν στους εργατικούς αγώνες με απαγωγές διευθυντών εργοστασίων, (επαναλαμβάνοντας την πρακτική τής απαγωγής του διευθυντή της Ρενώ από το στρατιωτικό τμήμα της Προλεταριακής Αριστεράς, τη «Νέα Λαϊκή Αντίσταση» στη Γαλλία).
Η σκλήρυνση της ταξικής σύγκρουσης μετά το 1973 και η πτώση του μαζικού κινήματος οξύνουν το πεδίο της αντιπαράθεσης. Σιγά-σιγά, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, από το ’75 και μετά, περνάνε σε «ανώτερες μορφές πάλης» και αρχίζουν οι πρώτες εκτελέσεις διευθυντών εργοστασίων ή δικαστών. Κι αυτό την ίδια στιγμή που οι οργανώσεις PDUP(απόπειρα ενοποίησης της Εργατικής Πρωτοπορίας και του Μανιφέστου που κατεβαίνουν στις εκλογές με το όνομα «Προλεταριακή Δημοκρατία») και Lotta Continua ακολουθούν μια πολιτική συμμετοχής στους θεσμούς και τις εκλογές, ενώ από την άλλη η εργατική αυτονομία διευρύνει τη δραστηριότητά της στα εργοστάσια, τα νοσοκομεία, τις αερογραμμές, τους νέους, κ.λπ., πάντα σε μια εξωθεσμική λογική.
Οι εκλογές του 1976, στις οποίες για πρώτη φορά συμμετείχε και η Lotta Continua μαζί με τους υπόλοιπους σε ένα κοινό ψηφοδέλτιο, σήμαναν την κρίση των οργανώσεων και την άνθηση της αυτονομίας. Η κρίση ήρθε σαν συνέπεια τόσο της αποτυχίας στις εκλογές, της αποτυχίας της θεσμικής μεσολάβησης, όσο και της εξέγερσης των «υποκειμένων» ενάντια σε μια πολιτική επιστροφής στα παλιά καλά μονοπάτια των παραδοσιακών κομμάτων. Και βέβαια η κρίση αρχίζει από την Lotta Continua που ήταν η μεγαλύτερη οργάνωση κατ ταυτόχρονα η πιο κοντινή στις νέες ευαισθησίες. Στο Συνέδριο του Ρίμινι, το Φθινόπωρο του 1976, η οργάνωση ουσιαστικά εκρήγνυται. Οι φεμινίστριες είναι οι πρώτες που διεκδικούν την ιδιαιτερότητά τους απέναντι στη συνολική ανδροκρατική πολιτική. Ακολουθούν οι εργάτες του Τορίνο. Τα διαφορετικά υποκείμενα δεν μπορούν να συνυπάρξουν μέσα σε μια οργάνωση-κόμμα που τείνει να αναπαράγει τα παλιά και δοκιμασμένα –όσο και ξεπερασμένα– πρότυπα. Στη συνέχεια, η κρίση αγκαλιάζει και τις υπόλοιπες μεγάλες οργανώσεις – την Προλεταριακή Δημοκρατία και το Μανιφέστο, ξεκινώντας από τις γυναίκες πάλι, για να ακολουθήσουν οι νέοι, κλπ. Αρχίζει ο μεγάλος «σεισμός» του 1977. [ ]
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της εκμετάλλευσης, της καπιταλιστικής αξιοποίησης, από το μεγάλο εργοστάσιο, είχε μια διπλή συνέπεια: από την μια να οδηγήσει σε κρίση την παραδοσιακή βάση των οργανώσεων της άκρας αριστεράς, τον εργάτη μάζα και την αντίστοιχη μορφή της οργάνωσης, και από την άλλη να οδηγήσει στην ανάδυση νέων υποκειμένων –των γυναικών, των νέων, των άνεργων, των εργαζόμενων στο σύστημα υγείας και τις μεταφορές, τις τράπεζες και το εκπαιδευτικό σύστημα– την ανάδυση δηλαδή του κοινωνικού εργάτη!
Το Potere Operaio που πρώτο, με βάση ένα ψηλό επίπεδο θεωρητικής ανάλυσης των εξελίξεων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, κατανόησε αυτή την πορεία, κρίσης της αναφοράς στον εργάτη μάζα, αυτοδιαλύθηκε έγκαιρα και έδωσε τη δυνατότητα διαμόρφωσης της Εργατικής Αυτονομίας, όλα τα επόμενα χρόνια, που έκφραζε τη νέα πραγματικότητα του κοινωνικού εργάτη. Για τις άλλες οργανώσεις το αποτέλεσμα ήταν η βαθύτατη κρίση που τις διαπέρασε μέσα από την ανάδυση των νέων υποκειμένων και την κρίση της αναφοράς στον εργάτη μάζα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες πραγματοποιείται η έκρηξη της αυτονομίας, το 1977, που σημαδεύεται από την εκδίωξη του Λάμα από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης, τις τεράστιες διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων νέων και τη γενίκευση της λογικής του ένοπλου·, δεκάδες ένοπλες οργανώσεις διαμορφώνονται σε όλες τις μεγάλες πόλεις, που έχουν την ρίζα τους αρχικά στην αυτονομία, αλλά σύντομα το κέντρο περνάει στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την Πρώτη Γραμμή.
Η κρίση των παραδοσιακών οργανώσεων και η ανάπτυξη της αυτονομίας συνοδεύτηκε ιδεολογικά από την απόλυτη άρνηση και απόρριψη τής οποιασδήποτε διαμεσολάβησης, μια και φαινόταν πως αυτή ακριβώς η πολιτική διαμεσολάβηση που αποπειράθηκαν οι παλιές οργανώσεις οδήγησε στη γραφειοκρατική σκλήρυνση και τη θεσμοποίηση. Απέναντι λοιπόν σ’ αυτή την αποτυχία, που για τους νέους φάνταζε σαν η αποτυχία δέκα χρόνων αγώνων μετά το Μάη του ’68, η μόνη απάντηση ήταν η ιδεολογία του Ρ 38 (του περιστρόφου). Η κρίση και η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου είχε θίξει τόσο βαθειά τη νεολαία, τον κοινωνικό εργάτη, ώστε η μόνη απάντηση ήταν βίαιη και αντι-θεσμική.
Και εδώ είναι προφανή τα λάθη της αυτονομίας, που φαντάζεται μια δυνατότητα άμεσης και πλειοψηφικής εξεγερσιακής εξέλιξης των κινημάτων χωρίς κανένα θεσμικό επίπεδο μεσολάβησης, δηλαδή χωρίς κανένα επίπεδο πολιτικής σύνθεσης, πέρα από την αυθόρμητη ενοποίηση στο δρόμο. Παράλληλα δεν κριτικάρεται η πορεία προς το ένοπλο, παρόλο που οι πιο ολοκληρωμένες αντιλήψεις μέσα στην αυτονομία κριτικάρουν ήδη τη λογική των Ταξιαρχιών. Όμως εδώ υπάρχει μια πραγματική «υπόκλιση στο αυθόρμητο»: Μια και μέσα σε ένα κομμάτι των νέων ωριμάζει η λογική του Ρ 38, η αυτονομία ακολουθεί την κατεύθυνση, αν όχι της άμεσης υποστήριξης του ένοπλου, τουλάχιστον όμως της άρνησης της κριτικής του. Σ’ όλη την Ιταλία πληθαίνουν οι «απαλλοτριώσεις» και εφευρίσκονται νέοι όροι, όπως «γαμποποίηση», δηλαδή το χτύπημα στα πόδια «αντιδραστικών» κάθε είδους, εκτός βέβαια από τις εκτελέσεις.
Για μια ακόμα φορά μετά το ’68, η επανάσταση φάνταζε «επί θύραις». Κι αυτή τη φορά βέβαια με όρους ένοπλης σύγκρουσης.
Οι συνέπειες αυτής της πορείας φάνηκαν μέσα σε δύο-τρία χρόνια. Αρχικά έχουμε ένα πέρασμα, όλο και πιο έντονο, από ένα αντάρτικο «κοινωνικό», του τύπου των ένοπλων ομάδων της αυτονομίας, σε ένα άλλο πιο άκαμπτο και γενικοπολιτικό του τύπου των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Από τη «γαμποποίηση» ενός υπεύθυνου εργοστασίου στην απαγωγή και την εκτέλεση του Άλντο Μόρο.
Επρόκειτο για μια πορεία που θα χαρακτηρίζαμε μοιραία από πολλές απόψεις. Τόσο από την άποψη των συνεπειών της, όσο και από εκείνη του «μοιραίου» χαρακτήρα της αλληλουχίας της. Μοιραία από την πρώτη άποψη γιατί είχε σαν συνέπεια, μέσα από το ανέβασμα του επίπεδου της σύγκρουσης, τη μεταβολή του αντάρτικου σε μετωπική αντιπαράθεση μηχανισμών, και επομένως το σταδιακό αποκλεισμό των νέων και του ευρύτερου κινήματος από αυτή την αντιπαράθεση. Πια δεν ήταν η σύγκρουση ενός κοινωνικού κινήματος με το κράτος αλλά του μηχανισμού των Ταξιαρχιών ή της Πρώτης Γραμμής με το μηχανισμό του κράτους. Και βέβαια, στην αντιπαράθεση δύο τόσο άνισων μηχανισμών, η έκβαση ήταν σίγουρη.
Ο μοιραίος χαρακτήρας της εξέλιξης είχε και μια δεύτερη όψη. Αυτή η διαδικασία της σταδιακής μετατροπής μιας εξεγερσιακής κατάστασης σε αντιπαράθεση μηχανισμών είναι κάτι που έχει αναπαραχθεί παντού όπου εμφανίστηκε αντάρτικο τα τελευταία χρόνια. Και αν σήμερα ο Κούρτσιο και οι σύντροφοί του, κάνοντας μια αυτοκριτική, γυρνάνε πίσω στην ανάγκη ενός διάχυτου, κοινωνικού αντάρτικου δεμένου με την πραγματικότητα του κοινωνικού κινήματος, πέρα από το ότι φαντάζονται ότι είναι δυνατό να υπάρξει επιστροφή στο παρελθόν, διαπράττουν και ένα άλλο σημαντικό λάθος, το ουσιαστικότερο ίσως. Δεν κατανοούν ότι, στις συνθήκες των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης, όπου η επιλογή του αντάρτικου είναι μια μειοψηφική επιλογή, χωρίς πραγματική μαζική υποστήριξη και χωρίς την δυνατότητα κίνησης «σαν το ψάρι μέσα στο νερό», η ίδια η διαλεκτική της αντιπαράθεσης οδηγεί στη σύγκρουση μηχανισμών και στην ήττα. [ ]
Έτσι το κέντρο βάρος του ένοπλου πέρασε από τη μαζική βία, τις χιλιάδες μικρές ένοπλες ενέργειες, στις μεγάλες ενέργειες, τύπου Μόρο, πέρασε από την αυτονομία στις Ταξιαρχίες. Μέσα σε δύο χρόνια, ’77-’79, είχε ολοκληρωθεί αυτή η εξέλιξη. Οι Ταξιαρχίες μπορούσαν να είναι ικανοποιημένες. Είχαν μεταβληθεί στο κέντρο βάρους του κινήματος.
Όμως επρόκειτο για πύρρεια νίκη. Γιατί η κρατική καταστολή, που ξεθεμελίωσε μέσα σε λίγα χρόνια οργανώσεις, ομάδες, επίπεδα παρέμβασης του κινήματος από την γειτονιά μέχρι το εργοστάσιο, αυτό το τεράστιο κυνήγι των μαγισσών που αγκάλιασε όλη την ιταλική κοινωνία είχε μια διπλή συνέπεια. Από τη μια έστειλε χιλιάδες ανθρώπους στην κατεύθυνση του «ειρηνισμού» του Ριζοσπαστικού Κόμματος, του Σοσιαλιστικού Κόμματος (βλέπε την εξέλιξη της Lotta Continua) ή ακόμα και του ΚΚΙ (το ΡDUΡ), έσπρωξε τους νέους στην κατεύθυνση της ηρωίνης και της φυγής, ή της μετατροπής τους σε ποινικούς (και εδώ μιλάμε για φαινόμενα με σημαντικό βάρος και όχι μεμονωμένες περιπτώσεις), και άλλους, τέλος, στη φυλακή και την εξορία – όπως συνέβη με όλο το «σκληρό πυρήνα» της αυτονομίας (οι διώξεις αγκάλιασαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους)· από την άλλη φούσκωσε πρόσκαιρα τις τάξεις του «ένοπλου κόμματος» μια και δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα δράσης. Όμως, παρά τον πρόσκαιρο «θρίαμβο» των ένοπλων, επρόκειτο για ένα θρίαμβο που συντελέστηκε με τη συρρίκνωση του κινήματος, ένα θρίαμβο πάνω στο πτώμα του ισχυρότερου επαναστατικού κινήματος της Δύσης. Οι ένοπλες οργανώσεις είχαν πριονίσει το κλαδί πάνω στο οποίο στηρίζονταν, το μαζικό εκείνο κίνημα που τους πρόσφερε προφύλαξη και κάλυψη. Αυτή ήταν και η απόδειξη του στρατηγικού τους λάθους, της κενότητας της πρωτοβουλίας τους, της ριζικής τους αποξένωσης από τις ανάγκες του κινήματος. Η διαδικασία του ένοπλου, αντί να γεννήσει νέα στηρίγματα στον πληθυσμό, αντί να έχει έναν επεκτατικό χαρακτήρα, οδήγησε πρώτα στη συρρίκνωση του κινήματος της άκρας αριστεράς, στην ήττα του εργατικού κινήματος (απολύσεις των πιο μαχητικών εργατών από τα εργοστάσια) και τέλος βέβαια δεν μπορούσε παρά να καταλήξει και στη δική του ήττα, την ήττα του αντάρτικου.
Αυτή η πορεία φαίνεται ξεκάθαρα από την ίδια την πορεία των ενεργειών. Μετά την υπόθεση Μόρο, και ιδιαίτερα από το ’80 και μετά, οι περισσότερες ενέργειες δεν αφορούν πλέον κοινωνικούς ή γενικοπολιτικούς στόχους, αλλά στόχους «εσωτερικούς» για το αντάρτικο, εισαγγελείς, δικαστές, διευθυντές ή επιτηρητές φυλακών, κ.λπ. Πλέον έχουμε φτάσει στο τέρμα. Οι «τρομοκράτες» διεξάγουν το δικό τους αγώνα με τον κρατικό μηχανισμό, έξω και πέρα από οποιαδήποτε προβλήματα και ανάγκες των μαζών! Το ένοπλο αντάρτικο μεταβλήθηκε σε ιδιωτικό πόλεμο με το κράτος. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη πορεία που την είδαμε και στην περίπτωση της ΡΑΦ, την έχουμε δει στο παρελθόν σε όλα τα τρομοκρατικά εγχειρήματα. Θα λέγαμε πως πρόκειται για μια τυπολογία της τρομοκρατίας. Ξεκίνημα από ένοπλες «κοινωνικές» ενέργειες, τη βία ενάντια στους αντιδραστικούς, που συστηματοποιείται, πέρασμα σε κεντρικές πολιτικές ενέργειες, αντίδραση του κράτους και καταστολή, συλλήψεις, δολοφονίες κ.λπ. Τέλος, απάντηση στην κρατική καταστολή στο επίπεδο της ένοπλης αντιπαράθεσης και οριστική, αμετάκλητη, ήττα. Το 1981, οι Ταξιαρχίες έφτασαν να πουν πως το ζήτημα της καταστολής, οι φυλακές, μεταβλήθηκαν στο κεντρικό πεδίο της ταξικής πάλης στην Ιταλία! Ο υποκειμενισμός στο πόστο της καθοδήγησης!
Τέλος, η αποσύνθεση. Ο υπεύθυνος των Ταξιαρχιών του Τορίνο, Πέτσι, εγκαινιάζει τη στρατιά των μετανιωμένων. Εκατοντάδες, νεαροί συνήθως, «τρομοκράτες» «μετανιώνουν» και καταδίδουν τους υπόλοιπους. Το κράτος τούς ανταμείβει ποικιλότροπα, με καλύτερες συνθήκες κράτησης, μείωση των ποινών, κ.λπ. Ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της απαγωγής του Ντόζιερ, ο ίδιος ο «κίλλερ» των ταξιαρχιών, Αντόνιο Σαβάστα, μεταβλήθηκε αμέσως σε «μετανιωμένο». Μέσα στο 1982, από τα 400 άτομα που πιάστηκαν σαν μέλη ή οπαδοί των Ταξιαρχιών, η πλειοψηφία «μετάνιωσε». Επρόκειτο για μια ηθική ήττα μεγάλης κλίμακας. Η εποχή του αντάρτικου πλησίασε σε ένα τέλος.
Έφθασε η ώρα των λογαριασμών. Και βέβαια αυτοί οι λογαριασμοί δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να μείνουν μόνο στο επίπεδο των αιτίων της αποτυχίας του αντάρτικου, μια και η αποτυχία του αντάρτικου δεν εμφανίστηκε σαν μονοσήμαντο γεγονός αλλά σαν κάτι που αφορά το σύνολο της άκρας αριστεράς, το σύνολο της κληρονομιάς του κινήματος μετά τον Μάη του ’68.
Από την Εισαγωγή του βιβλίου Αυτοκριτική του Ένοπλου Αντάρτικου στην Ιταλία, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Ιούνης 1983