του Χατζηαντωνίου Κώστα
Η απόφαση για την επιχείρηση
Η ελληνική διεκδίκηση που προβλήθηκε, στο συνέδριο των Παρισίων το 1918, επί της Ιωνίας δεν εδραζόταν απλώς σε ιδεολογικούς λόγους (εθνική ολοκλήρωση) ή σε λόγους αρχής (δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών δεδομένης της πλειοψηφίας στο βιλαέτιο Σμύρνης) αλλά και σε άμεσα πρακτικούς σκοπούς που αναφέρονταν στην προστασία της ζωής και της τιμής του μικρασιατικού ελληνισμού, ο οποίος γνώριζε τα τελευταία χρόνια την πολιτική γενοκτονίας που είχε εξαπολύσει το εγκληματικό κομιτάτο των Νεότουρκων.
Σύμφωνα με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου 773.915 Έλληνες (298.449 από Μ. Ασία, 257.019 από Πόντο και 218.447 από Ανατ. Θράκη) είχαν εκτοπιστεί τα τελευταία έξι χρόνια (και μάλιστα από το 1913-1914, εν καιρώ ειρήνης τυπικά…) και απ’ αυτούς 250.000 δεν γύρισαν ποτέ. Είχαν βρει οικτρό θάνατο στα εργατικά τάγματα, τα πρώτα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του 20ού αιώνα.
Δύο σοβαροί παράγοντες διαμόρφωναν στα τέλη του 1918 μια μοναδική ευκαιρία επέμβασης της Ελλάδας στη Μ. Ασία: πρώτον, η κατάρρευση του δόγματος της οθωμανικής ακεραιότητας, που κυριαρχούσε για αιώνες στην ανατολική πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων· δεύτερον, η συντριβή της Τουρκίας (αλλά και της Βουλγαρίας) κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τους όρους της ανακωχής, η Τουρκία έπρεπε να παραδώσει όλο τον εξοπλισμό και το στόλο της και να αποστρατευθεί. Αγγλικά και γαλλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και καίρια σημεία στην Ανατολή ενώ για παρόμοια δράση ετοιμάζονταν και οι Ιταλοί. Ένας βαθύς διχασμός συντηρητικών (ισλαμιστών) και εθνικιστών απλωνόταν σε όλη την τουρκική κοινωνία που περιδεής έβλεπε το φάσμα του διαμελισμού.
Αν στα παραπάνω συνυπολογίσει κανείς την αριθμητική υπεροχή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ιωνίας το 1919-1920 (υπεροχή που μόλις το 1921 θα ισοζυγιστεί ενώ το 1922 μόνο τοπικά, στο μέτωπο του Αφιόν όπου επιτίθενται, έχουν υπεροχή οι Τούρκοι) αλλά και τα γενικότερα δημογραφικά δεδομένα –καμιά σχέση με τη σημερινή διαφορά, τότε οι δύο λαοί, συνολικά είναι περίπου ισοδύναμοι– συνειδητοποιεί κανείς ότι το γεωστρατηγικό πλαίσιο της εποχής ήταν εκπληκτικά πρόσφορο για την ανάληψη μιας πολιτικής εθνικής αποκατάστασης του ελληνισμού στις ιστορικές του χώρες. Μια ευκαιρία που κάθε χίλια χρόνια παρουσιάζεται και την οποία ο ελλαδισμός έκαμε ό, τι μπορούσε για να τη χάσει. Εκ των υστέρων ασφαλείς κρίσεις δεν έχουν καμιά ουσιαστική αξία. Μήπως εκ των υστέρων και η Ζυρίχη για το Κυπριακό δεν μας φαίνεται σήμερα ως μια ανέφικτα ιδανική συνθήκη μπροστά στο σημερινό μας κατάντημα;
Η απελευθέρωση της Σμύρνης δεν ήταν μια “αποστολή” την οποία εύκολα μας ανέθεσαν οι Σύμμαχοι. Τα αποικιακά τους συμφέροντα στην Ανατολή, αλληλοσυγκρουόμενα εν πολλοίς, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την αναγνώριση των ελληνικών δικαίων. Οι Σύμμαχοι δεν είχαν αποσαφηνίσει τα σχέδιά τους για το μέλλον της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του πολέμου. Μας αρέσει- δεν μας αρέσει (έτσι προχωρεί η ιστορία), η εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη και η απελευθέρωση των χριστιανικών πληθυσμών που είχαν γνωρίσει τρομερές διώξεις τα τελευταία χρόνια έπρεπε να συνδυαστεί με τα στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα των Δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή. Η Ρωσία, σοβιετική πια, ήταν εκτός μάχης σε αυτή την αναδιανομή. Αντίθετα, έπρεπε να συνυπολογιστεί και η αντιμετώπισή της, στην οποιαδήποτε συμφωνία. Μέσα σε ένα περιβάλλον αμείλικτων συμφερόντων, η διπλωματική ιδιοφυία του Ελ. Βενιζέλου υπήρξε αποφασιστικός παράγοντας για τη δυναμική προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων και την επίτευξη των ελληνικών στόχων. Πυρήνας της ιδιοφυούς πολιτικής η σύνδεση ελληνικών και δυτικών συμφερόντων, κάτι που είναι τελείως διαφορετικό τόσο από την “ανεξαρτησιολογική” δημοκοπία του παλαιοκομματισμού, όσο και από την πελατειακή νοοτροπία της μεταπολεμικής εθνικοφροσύνης.
Ο Βενιζέλος έπεισε τους Άγγλους ότι η Ελλάδα μπορούσε να είναι, μετά την κατάρρευση της Τουρκίας, το πολύτιμο αντίβαρο απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία και ο αναντικατάστατος εταίρος των Άγγλων στην Εγγύς Ανατολή. Εξασφάλισε τη συγκατάθεση των Γάλλων (που ήταν οι κυριότεροι προπολεμικοί πιστωτές της Τουρκίας) με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Ανέπτυξε καλές σχέσεις με τις Η.Π.Α. υιοθετώντας με ενθουσιασμό τις ιδέες του προέδρου Ουίλσον για την Κοινωνία των Εθνών. Πέτυχε να βρει φόρμουλα συνεργασίας ακόμη και με τους Ιταλούς των οποίων τα συμφέροντα (Μ. Ασία, Δωδεκάνησος, Β. Ήπειρος) ήσαν ευθέως αντίθετα με αυτά της Ελλάδας. Την αυγή της 2ας Μαΐου 1919 (μετά από έναν διπλωματικό μαραθώνιο το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου), τα ελληνικά πλοία εισήλθαν στον κόλπο της Σμύρνης. Πόθοι αιώνων γίνονταν πραγματικότητα.
Ο θρίαμβος
Οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν την προκαθορισμένη περιοχή του βιλαετίου Σμύρνης (προς Β. ως το Αϊβαλί και προς Ν. ως την Έφεσο) αλλά μέχρι τον Ιούνιο του 1920 δεν επιτράπηκε η προέλασή τους. Συνέπεια: να δοθεί χρόνος στην ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος που οργάνωσετους ατάκτους σε εθνικιστικό κίνημα και επιβλήθηκε στο σκληρό εμφύλιο πόλεμο με τις νομιμόφρονες σουλτανικές και ισλαμικές δυνάμεις. Οι ελληνικές πιέσεις για συντριβή του κινήματος αυτού απέδωσαν μόλις τον Ιούνιο του 1920 όταν οι κεμαλικές δυνάμεις απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. Με μια θυελλώδη εξόρμηση που άρχισε στις 9 Ιουνίου, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ευρύτατη περιοχή της Δυτικής και της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας. Στη συνέχεια απελευθερώθηκε η Ανατ. Θράκη με συνδυασμένη επιχείρηση από τον Έβρο και την Προποντίδα, με υποστήριξη του αγγλικού πολεμικού ναυτικού. Το ηθικό των Τούρκων κατέρρευσε. Ένα μήνα αργότερα, ο δρόμος για τη Μεγάλη Ελλάδα, σφραγιζόταν στις Σέβρες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1920 ανάγκασαν την Πύλη να υποκύψει στο συμμαχικό τελεσίγραφο.
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920, στη μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, οι αντιπρόσωποι των Συμμάχων και των συνασπισμένων Δυνάμεων υπέγραψαν την τελευταία συνθήκη ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη συνθήκη με την οθωμανική αυτοκρατορία. Με τη συνθήκη παρασχέθηκε στην Ελλάδα πενταετής εντολή για την περιοχή Σμύρνης, μετά το τέλος της οποίας θα γινόταν αίτηση και δημοψήφισμα για προσάρτησή της στην Ελλάδα. Τυπικά η περιοχή παραμένει υπό τουρκική κυριαρχία, αλλά μεταβιβάζεται στην ελληνική κυβέρνηση η ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή και διοικείται από Έλληνα ύπατο αρμοστή και τοπική αντιπροσωπευτική συνέλευση.
Η Τουρκία παραιτήθηκε απ’ όλα τα αραβικά εδάφη Συρίας, Μεσοποταμίας, Παλαιστίνης και Χετζάζης, από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα στη Δωδεκάνησο και τη Λιβύη υπέρ της Ιταλίας, στην Αίγυπτο και την Κύπρο υπέρ της Μ. Βρετανίας. Η Δυτική και η Ανατολική Θράκη ενσωματώνονται στην Ελλάδα ενώ η Κωνσταντινούπολη παραμένει στην τουρκική κυριαρχία, υπό όρους. Τα Στενά αποστρατιωτικοποιούνται και διεθνοποιούνται. Κατακυρώνονται επίσης στην Ελλάδα όλα τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου. Εξάλλου, με την ελληνοϊταλική συνθήκη (που είχε προετοιμάσει η συμφωνία Τιτόνι- Βενιζέλου, 29-7-1919), η Ιταλία παραιτείται υπέρ της Ελλάδος από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στη Δωδεκάνησο πλην Ρόδου, στην οποία θα παραχωρούσε ευρεία τοπική αυτονομία και πλήρη εθνικά και θρησκευτικά δικαιώματα. Μετά από δεκαπέντε χρόνια και αν η Βρετανία απέδιδε την Κύπρο στην Ελλάδα θα μπορούσε και ο λαός της Ρόδου με δημοψήφισμα να αποφασίσει για την τύχη του. Προεβλέπετο ακόμη αυτόνομο κράτος του Κουρδιστάν και ανεξάρτητο αρμενικό κράτος, με έξοδο στον Εύξεινο. Τέλος, η Γαλλία και η Βρετανία παραιτούνται από τα δικαιώματα εγγυητριών Δυνάμεων που το 1832 και το 1863 είχαν αναγνωριστεί με τις συνθήκες του Λονδίνου.
Μέσα στο όνειρο της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, λίγοι διείδαν ότι ο πόλεμος και ο αγώνας δεν είχαν τελειώσει και ότι τώρα απαιτείτο η ένταση της προσπάθειας του έθνους και η ομοψυχία του. Κι όμως. Δύο μέρες μετά την υπογραφή της ειρήνης των Σεβρών, δύο απότακτοι βασιλικοί αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν στο Παρίσι, στο σταθμό της Λυών, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο αντιβενιζελισμός που κατήγγελλε τον Βενιζέλο ως… δικτάτορα (γιατί είχε, σε καιρό πολέμου, στρατιωτικό νόμο!) ζητούσε επιτακτικά εκλογές. Τα κομματικά πάθη έφθασαν σε πρωτοφανή σημεία.
Η μοιραία μεταπολίτευση
Η λαϊκή δυσαρέσκεια και η κόπωση από μια δεκαετία σχεδόν επιστρατεύσεων και πολέμων, οι επιτάξεις, ο αποκλεισμός, τα στρατιωτικά μέτρα, η κατάχρηση εξουσίας πολλών αστυνομικών οργάνων και κυρίως η δημαγωγία της αντιπολίτευσης για “επιστροφή των παιδιών μας από το μέτωπο” ενάντια στο “φιλοπόλεμο” Βενιζέλο, είχαν φθείρει την εικόνα του μεγαλείου της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών που είχε επιτύχει να κάνει πραγματικότητα ο Βενιζέλος. Η κατάσταση έγινε δραματική μετά τον θάνατο (12/25 Οκτωβρίου) από σηψαιμία του βασιλιά Αλέξανδρου, τον οποίο μερικές εβδομάδες πριν είχε δαγκώσει ένας πίθηκος στον κήπο των ανακτόρων του Τατοΐου. Το συνταγματικό ζήτημα και η επιστροφή του Κωνσταντίνου έγινε τότε το κεντρικό εκλογικό σύνθημα των αντιβενιζελικών.
Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 έδωσαν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή στην Ηνωμένη Αντιπολίτευση που είχε κυριαρχήσει στην Παλαιά Ελλάδα και υπερψηφίστηκε από όλες τις μειονότητες (Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Εβραίοι) αλλά και από το νεότευκτο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ψήφος της 1ης Νοεμβρίου υπήρξε η αρχή του τέλους για τον μικρασιατικό Ελληνισμό και τη Μεγάλη Ελλάδα. Η συμμαχική συνδιάσκεψη του Λονδίνου επέδωσε στις 20 Νοεμβρίου στην κυβέρνηση Ράλλη μνημόνιο με σαφείς απειλές: Η επιστροφή Κωνσταντίνου θα θεωρείτο “μη φιλική ενέργεια”, η Ελλάδα θα έπαυε να θεωρείται σύμμαχος-εντολοδόχος της Αντάντ, θα διεκόπτετο κάθε οικονομική υποστήριξη και θα επανεξεταζόταν ολόκληρη η πολιτική τους για την Εγγύς Ανατολή χωρίς καμία δέσμευση. Παρά τις προειδοποιήσεις των Συμμάχων, η νέα κυβέρνηση οργάνωσε δημοψήφισμα στις 22 Νοεμβρίου, όπου η επάνοδος του Κωνσταντίνου υπερψηφίστηκε με 99% (!) και στις 6/19 Δεκεμβρίου ο μονάρχης επέστρεψε στην Ελλάδα.
Ακολούθησαν ευρείας έκτασης εκκαθαρίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία, την Παιδεία και τον Στρατό. Αντικαταστάθηκαν όλοι οι βενιζελικοί νομάρχες, δήμαρχοι, κοινοτάρχες και σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τα αίτια της μικρασιατικής τραγωδίας ανιχνεύονται σε αυτήν ακριβώς τη μεταπολίτευση που είχε ως συνέπειες:
Α. Κατάρρευση της διεθνούς θέσης της χώρας. Η Ελλάδα ανέλαβε τον μικρασιατικό αγώνα ως εντολοδόχος της Αντάντ, στο πλαίσιο των αποφάσεων ενός συνεδρίου ειρήνης μετά τον πόλεμο της Αντάντ εναντίον και της Τουρκίας. Η ανάδειξη στην Αθήνα κυβέρνησης από τις δυνάμεις που αντετίθεντο στην είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και η επιστροφή του Κωνσταντίνου (που στη Γαλλία ήταν μισητός όσο και ο Κάιζερ) αποδέσμευαν ηθικά τις δυνάμεις της Αντάντ από τις υποχρεώσεις τους προς μια σύμμαχο αλλά και από τη συνέχιση μιας αντιτουρκικής πολιτικής στο όνομα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ελληνοτουρκική σύγκρουση, από κεφάλαιο του παγκόσμιου πολέμου, έγινε διμερές ζήτημα. Οι Δυνάμεις υιοθέτησαν έτσι μια στάση εχθρικής αναμονής και ουδετερότητας, που θα γίνει στη συνέχεια (από Γαλλία και Ιταλία) ανοιχτή συνεργασία με τον Κεμάλ, ο οποίος άλλωστε έχει αφειδή βοήθεια και από τη Σοβιετική Ρωσία. Ο κίνδυνος τουρκοσοβιετικής συμμαχίας θα επηρεάσει σημαντικά τη Δυτική διπλωματία καθώς έβλεπε να αναβιώνει, με άλλο πρόσωπο, ο παλαιός ρωσικός κίνδυνος. Μόνο η Αγγλία προσπαθεί να στηρίξει την ελληνική προσπάθεια. Ήταν όμως μια στήριξη θεωρητική και συμβουλευτική, χωρίς καμία οικονομική ή στρατιωτική υλοποίηση.
Β. Έλλειψη εμπνευσμένης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Η απομάκρυνση του Βενιζέλου στέρησε τη χώρα από μια προσωπικότητα παγκοσμίου κύρους που μπορούσε να επιτύχει τις βέλτιστες δυνατές διπλωματικές παραχωρήσεις από τους συμμάχους. Με τον ρεαλισμό του είχε αποδείξει ότι θα ήταν δυνατόν, μόνον αυτός, να αναλάβει το κόστος ενός συμβιβασμού με την κεμαλική Τουρκία και να διασώσει τουλάχιστον τον ελληνισμό της Ανατολικής Θράκης αν όχι και της περιοχής Σμύρνης. Τον Ηγέτη αυτόν διαδέχθηκαν ανίκανοι πολιτευτές. Δυο αντιβενιζελικοί παράγοντες, ο Δούσμανης στα Απομνημονεύματά του και ο Μεταξάς στο Ημερολόγιό του, είναι αποκαλυπτικοί για την ανικανότητα των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων.
Στο στρατιωτικό πεδίο, οι εκκαθαρίσεις των εμπειροπόλεμων αξιωματικών, με αντικαταστάσεις και μεταθέσεις, είχαν δυσμενέστατη πολεμική και ηθική επίδραση. Αντικαταστάθηκαν με άκαπνους και απότακτους αξιωματικούς (επανήλθαν 1.500 απότακτοι και απόστρατοι) οι πολέμαρχοι της Αμύνης και όλοι σχεδόν οι επιτελείς και οι διοικητές σωμάτων, μεραρχιών και συνταγμάτων αλλά και πολλοί κατώτεροι αξιωματικοί, από ηγήτορες χωρίς καμιά πείρα μετά τους Βαλκανικούς και με άγνοια των συνθηκών του μικρασιατικού μετώπου. Συγχρόνως, με την άφρονα επιχείρηση προς Άγκυρα χάθηκε το εναπομείναν άνθος της Στρατιάς. Στη συνέχεια, η ειρηνιστική προπαγάνδα (παλαιοκομματική και κομμουνιστική) για το μάταιο των θυσιών και οι πληροφορίες περί αποχώρησης υπέσκαψαν το ηθικό του επί δέκα χρόνια δοκιμαζόμενου στρατιώτη. Όσο για τον “στρατηλάτη” Κωνσταντίνο προκρίθηκε να μην αναμιχθεί στις επιχειρήσεις θέτοντας σε κίνδυνο το γόητρο που η ιδιοφυία του Βενιζέλου του είχε προσπορίσει το 1912-13.
Ασφαλώς η συνθήκη των Σεβρών δεν έλυνε το μικρασιατικό, ούτε με την παραμονή του Βενιζέλου στην εξουσία ήταν βέβαιη η αίσια έκβαση της εκστρατείας. Η μεταπολίτευση ήταν πρόφαση για τις Δυνάμεις αλλά αντικειμενικά προσέφερε τη δυνατότητα που τόσο ήθελαν αυτές για να απαγκιστρωθούν από την “περιπέτεια” στη Μ. Ασία που η διπλωματική ιδιοφυία του Βενιζέλου τις είχε παρασύρει. Αποτελεί ωστόσο απαράδεκτη χάλκευση της ιστορίας η εξίσωση των επαναστατικών δυνάμεων του ελληνικού λαού (όπως λάμπουν μέσα από τα κινήματα του 1909 και του 1916) με τον εσμό του παλαιοκομματισμού και της αστικοτσιφλικάδικης τάξης που διέβλεψαν στη Μεγάλη Ελλάδα τον κίνδυνο να στερηθούν οριστικά τα αντιλαϊκά τους προνόμια. Ο Βενιζέλος δεν αποτελεί παρά τον συμβολικό εκφραστή αυτών των επαναστατικών δυνάμεων και ο Κωνσταντίνος εκείνης της τάξης, σε μια αντιπαράθεση που ασφαλώς δεν ήταν προσωπική. Δυστυχώς, η ιδεοκρατική ομίχλη των θεωριών περί “εθνικού διχασμού” (λες και δεν είχαν τέτοιον διχασμό ως το 1922 και οι Τούρκοι), που επιβλήθηκε από τη μεταπολεμική εθνικοφροσύνη για να καλυφθούν οι αμαρτίες της (με τη συναίνεση μιας μικροελλαδικής αριστεράς που προτιμούσε τις σοβιετικές ιδεοληψίες από τη διαυγή ανάλυση ενός Δρακούλη ή ενός Γιαννιού), συσκότισε τις αιτίες και βύθισε λαό και διανοούμενους στη γνώριμη αυτοϊκανοποίηση που ρίχνει τις ευθύνες για την εθνική μας αθλιότητα πάντα σε κάποιους κακούς ξένους ή στις λαϊκίστικες θεωρίες των πετρελαίων…
Πορεία προς ανατολάς
Στις 23 Δεκεμβρίου 1920, το Γ΄ Σώμα κινήθηκε σε αναγνωριστική επιχείρηση προς το Εσκή Σεχήρ για να “μάθουν” οι νέοι διοικητές το μέτωπο! Οι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στη βάση τους όταν συνάντησαν ισχυρή αντίσταση στο Ίνονου και έτσι δόθηκε η εντύπωση, που μεθοδικά καλλιέργησαν Γάλλοι και Ιταλοί, ότι ο ελληνικός στρατός αποκρούστηκε. Η συνέπεια ήταν η αναπτέρωση του τουρκικού ηθικού. Τρία ελληνικά Σώματα είχαν αναπτυχθεί πλέον στην περιοχή της Δ. και ΒΔ. Μικράς Ασίας. Η μεγάλη απόσταση Α΄ και Γ΄ Σώματος και η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους δημιουργούσαν σοβαρό κίνδυνο διάσπασης της ελληνικής στρατιάς και κινδύνους αποκοπής των επικοινωνιών με τα μετόπισθεν. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε λοιπόν ή να συμπτυχθεί στη ζώνη περί τη Σμύρνη ή να προελάσει για την κατάληψη Εσκή Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ. Επιλέχθηκε η δεύτερη λύση για τη συντριβή του κεμαλισμού στις βάσεις του αλλά οι τουρκικές δυνάμεις δεν θα ριψοκινδυνέψουν μια γενικευμένη σύγκρουση.
Η διεθνής απομόνωση της χώρας, η αποτυχία της αναγνώρισης του Δεκεμβρίου, οι γαλλοϊταλικές προσπάθειες για κατάργηση της συνθήκης των Σεβρών και οι αλλαγές στον ελληνικό στρατό, ανησυχούσαν έντονα τον Βενιζέλο που πρότεινε τη σύμπτυξη του μικρασιατικού μετώπου σε μια περιοχή γύρω από τη Σμύρνη. Στο μεταξύ οι Δυνάμεις παρουσίαζαν αλλεπάλληλα ειρηνευτικά σχέδια που συνεχώς γίνονταν όλο και πιο φιλοτουρκικά. Στις 10 Μαρτίου 1921, πριν φθάσουν στο μέτωπο οι ενισχύσεις, άρχισε η νέα ελληνική επίθεση, χωρίς επιτελικά σχέδια, χωρίς οργανωμένη επικοινωνία και επιμελητεία, με τη βεβαιότητα της εύκολης νίκης. Το Γ΄ Σώμα δεν μπόρεσε να κάμψει την οργανωμένη πια αντίσταση των Τούρκων μπροστά από το Εσκή Σεχήρ. Έτσι, με σοβαρές απώλειες αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι επιχειρήσεις του Μαρτίου όχι μόνο δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα στρατηγικά και πολιτικά αποτελέσματα αλλά επιβάρυναν, καθώς ήταν η πρώτη σοβαρή αποτυχία στο μικρασιατικό μέτωπο, και τη διεθνή διαπραγματευτική θέση της χώρας και το ηθικό του στρατεύματος.
Η απάντηση της κυβέρνησης Γούναρη (που το 1920 μιλούσε για “αποικιακή εκστρατεία” και υποσχόταν “να φέρει τα παιδιά από το μέτωπο”) στα νέα ειρηνευτικά σχέδια που περιόριζαν την ελληνική παρουσία στην πόλη της Σμύρνης υπήρξε ακόμη πιο πολεμική. Από τις 25 Ιουνίου εξαπολύθηκε γενική επίθεση σε όλο το μέτωπο. Το Α΄ Σώμα κατέλαβε την 1η Ιουλίου το Αφιόν Καραχισάρ. Στις 4 Ιουλίου το Β΄ Σώμα κατέλαβε την Κιουτάχεια και δυο μέρες αργότερα το Γ΄ Σώμα κατέλαβε το Εσκή Σεχήρ. Η νίκη στην σπουδαία μάχη του Εσκή Σεχήρ προκάλεσε ανύψωση του ελληνικού ηθικού και πτόησε το κεμαλικό κίνημα. Ο Λ. Τζωρτζ και οι υπέρμαχοι της δυναμικής λύσης αναθάρρησαν. Αλλά η ευκαιρία για περικύκλωση και συντριβή του τουρκικού όγκου είχε και πάλι χαθεί. Παρά ταύτα, το ελληνικό επιτελείο κατέληξε, στο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας, να αναληφθεί άμεση καταδίωξη του εχθρού για κατάληψη της Άγκυρας και καταστροφή των τουρκικών βάσεων εξόρμησης και πολεμικού υλικού που βρίσκονταν εκεί, πριν ο Κεμάλ ανασυντάξει τις δυνάμεις του το χειμώνα, προχωρήσει σε νέες στρατολογίες και κλείσει οριστική συμφωνία με τους Γάλλους. Η κατάληψη της πρωτεύουσας των κεμαλικών θα είχε μόνο ηθική σημασία, στα ελληνικά σχέδια δεν προβλεπόταν όμως η διατήρηση της κατοχής της!
Την 1η Αυγούστου, η ελληνική στρατιά με εννέα μεραρχίες πέρασε τη γραμμή εξόρμησης και κινήθηκε ανατολικά, για να φθάσει μετά δέκα μέρες στο Σαγγάριο. Οι κακουχίες, οι ελλείψεις στον εφοδιασμό, οι αρρώστιες έφερναν τους Έλληνες στρατιώτες στα όρια της αντοχής τους. Κι όμως. Η επίθεση που εξαπέλυσαν οι ελληνικές μονάδες από τις 10 Αυγούστου υπήρξε τρομερή. Οι ελληνικές δυνάμεις, μετά από πολυαίμακτες συγκρούσεις και τον επικό αγώνα του Καλέ Γκρότο, διέσπασαν δύο γραμμές τουρκικής άμυνας, στα άριστα οργανωμένα φυσικά οχυρά των εναλλασσόμενων ορεινών όγκων, και έφθασαν στην τελευταία γραμμή άμυνας προ της Αγκύρας. Όμως οι τρομερές απώλειες και τα προβλήματα ανεφοδιασμού προκάλεσαν τελικά απόφαση για σύμπτυξη της Στρατιάς στην περιοχή Εσκή Σεχήρ-Αφιόν Καραχισάρ. Η εκστρατεία προς την Άγκυρα, που στοίχισε περί τους 4.000 νεκρούς και 19.000 τραυματίες, αποτέλεσε μια απαράμιλλη σελίδα ηρωισμού και μαχητικότητας στην ελληνική στρατιωτική ιστορία. Όμως η αποτυχία του αντικειμενικού σκοπού της καθόρισε τις τραγικές εξελίξεις του επόμενου έτους.
Ο χειμώνας που ακολούθησε επέφερε κατακόρυφη πτώση του ηθικού και διάβρωση της πειθαρχίας του ελληνικού στρατεύματος. Τα φαινόμενα λιποταξίας και ανυπότακτων πολλαπλασιάζονταν ενώ οι απώλειες της εκστρατείας προς Άγκυρα δεν αναπληρώνονταν και η προπαγάνδα περί προσεχούς αποχώρησης υπονόμευε το φρόνημα. Ραγδαία ήταν η αναδιοργάνωση της κεμαλικής δύναμης. Η Αθήνα προσανατολίστηκε στη σύμπτυξη σε μια περιοχή περί τη Σμύρνη αλλά για πολιτικούς λόγους δεν τολμούσε να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Τον Οκτώβριο, οι Γούναρης και Μπαλτατζής επισκέφθηκαν το Παρίσι και το Λονδίνο αναθέτοντας “εις χείρας της Αντάντ το ζήτημα των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων”. Όμως τον ίδιο μήνα υπογράφηκε το σύμφωνο Φρανκλέν Μπουγιόν. Η Γαλλία αποχωρούσε οριστικά από την Κιλικία, αναγνώριζε την κεμαλική κυβέρνηση σαν τη μόνη νόμιμη τουρκική κυβέρνηση, αναλάμβανε τον εφοδιασμό του Κεμάλ με πολεμικό υλικό και λάμβανε σειρά οικονομικών ανταλλαγμάτων στη νέα Τουρκία.
Η Ελλάδα ευρισκόμενη πλέον σε δυσχερέστατη θέση ήταν έτοιμη ακόμη και για την αποχώρηση από τη Μ. Ασία αν η Αντάντ αναλάμβανε την εγγύηση της προστασίας του ελληνικού πληθυσμού. Η διαρροή των συνομιλιών στο Λονδίνο έκαμε σαφές ότι η Μ. Ασία επρόκειτο να εγκαταλειφθεί. Τον Μάρτιο του 1922, στη νέα συμμαχική συνδιάσκεψη των Παρισίων, η Αθήνα δέχθηκε αμέσως τις συμμαχικές προτάσεις για ανακωχή και αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μ. Ασία. Η Άγκυρα απέφυγε να δεσμευθεί και ζήτησε να αποχωρήσει ο ελληνικός στρατός αμέσως μετά την ανακωχή και όχι μετά τρίμηνο, όπως προέβλεπαν οι προτάσεις.
Στην Αθήνα, τις κρίσιμες εκείνες ώρες, ο διχασμός και η πολιτική κρίση λαμβάνουν τραγικές διαστάσεις. Γίνεται δολοφονική απόπειρα κατά του ναυάρχου Κουντουριώτη. Συλλαμβάνονται και καταδικάζονται επτά δημοκρατικοί Φιλελεύθεροι (ανάμεσά τους ο Αλέξ. Παπαναστασίου) που υπέγραψαν στις 12 Φεβρουαρίου Δημοκρατικό Μανιφέστο. Δολοφονείται ο βενιζελικός εκδότης του “Ελεύθερου Τύπου” Ανδρέας Καβαφάκης. Η πρωτοφασιστική οργάνωση των “Επίστρατων” τρομοκρατεί. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη αναγκάστηκε, μπροστά στο αδιέξοδο, να στραφεί σε δύο εντυπωσιακές πρωτοβουλίες. Η πρώτη ήταν η προσπάθεια δημιουργίας αυτόνομου μικρασιατικού κράτους, ένα σχέδιο της “Άμυνας” (βενιζελικής πολιτικής και στρατιωτικής κίνησης στην Πόλη και τη Σμύρνη) που ο στρατηγός Παπούλας είχε δεχθεί αλλά το οποίο προσέκρουσε στη δυσπιστία των ντόπιων και στην αντίθεση της Αντάντ. Η δεύτερη κίνηση ήταν η δήλωση για προέλαση του ελληνικού στρατού από την Τσατάλτζα και κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Δυνάμεις απάντησαν ότι τυχόν παραβίαση της ουδέτερης ζώνης θα αντιμετωπιζόταν ένοπλα και η ελληνική κυβέρνηση, που δεν είχε πρόθεση επίθεσης αλλά απλώς ήθελε να ασκήσει πίεση, υπεχώρησε. Δυστυχώς μια τρίτη πρόταση δεν εξετάστηκε με την προσοχή που έπρεπε. Στον Πόντο, τα δεινά της νεοτουρκικής βίας προκάλεσαν τη δημιουργία ομάδων που ανέπτυξαν ηρωική αντίσταση κατά του τουρκικού στρατού. Υπήρχε λοιπόν το 1921 το έδαφος για μια αποβατική επιχείρηση στον Πόντο αντί να αναληφθεί η εκστρατεία προς Άγκυρα. Η ιδέα αυτή δυστυχώς δεν εισακούστηκε.
Η μικρασιατική καταστροφή
Το μέτωπο είχε σοβαρότατο μειονέκτημα το μεγάλο ανάπτυγμα. Οι εννέα μεραρχίες της πρώτης γραμμής (τρεις σε εφεδρεία) δεν κάλυπταν με την απαιτούμενη πυκνότητα τη μεθόριο. Από τους 220.000 άνδρες της Στρατιάς, στη ζώνη των πρόσω ήταν 140.000 και μάχιμοι ήταν μόνο 80.000. Η απόσταση από τη Σμύρνη, όπου η διοίκηση Στρατιάς, ήταν πάνω από 400 χλμ. Οι γραμμές συγκοινωνιών, επικοινωνιών και ανεφοδιασμού εκτεθειμένες. Ο ελληνικός στρατός κατείχε μια περιοχή 80.700 τ. χλμ. Η αμυντική οργάνωση του μετώπου (που από την Προποντίδα ως το Μαίανδρο έφθανε τα 713 χλμ.) ήταν ημιτελής και η διάταξη ειδικά του Α΄ Σώματος στο νότιο τομέα (όπου αναμενόταν η εχθρική επίθεση) μειονεκτικότατη, με σοβαρά κενά στη γραμμή και μόνο δύο μεραρχίες νότια του ποταμού Ακάρ, στο πιο ευάλωτο σημείο. Σχέδια σύμπτυξης υπό εχθρική πίεση δεν υπήρχαν. Σαν να μην έφθαναν αυτά, ο νέος αρχιστράτηγος Γ. Χατζηανέστης αφαίρεσε πολύτιμες δυνάμεις για την “επιχείρηση” της Κωνσταντινουπόλεως, κατήργησε τα δύο Συγκροτήματα (Βόρειο και Νότιο) και υπήγαγε τα τρία Σώματα απ’ ευθείας στη Στρατιά που βρισκόταν ωστόσο 400 χλμ. μακρυά. Ο Χατζηανέστης είχε ήδη προτείνει σύμπτυξη του μετώπου. Η κυβέρνηση, παρότι δεν δέχθηκε την εισήγηση, διέρρεε ότι η εκστρατεία για οικονομικούς λόγους δεν μπορούσε να συνεχιστεί.
Στις 13 Αυγούστου 1922, εκδηλώθηκε η από πολλές μέρες αναμενόμενη τουρκική επίθεση στην “εξέχουσα” του Αφιόν Καραχισάρ. Η επίθεση στον τομέα αυτό έδιδε σοβαρά στρατηγικά πλεονεκτήματα στους Τούρκους που με συντριπτική τοπική υπεροχή αποσκοπούσαν, εν όψει των νέων διαπραγματεύσεων με την Αντάντ το φθινόπωρο, σε μια ευρεία νίκη ώστε να φανεί ως επιβληθείσα από αυτούς η επικείμενη ελληνική σύμπτυξη. Τα αποτελέσματα της επίθεσης υπερέβαλαν και τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις των κεμαλικών και οδήγησαν στην κατάρρευση του μετώπου. Η αντίσταση τις πρώτες ώρες της 13ης Αυγούστου ήταν ηρωική αλλά η Στρατιά από τη Σμύρνη αδυνατούσε να αντιληφθεί την κατάσταση (ενώ ο Κεμάλ είχε οπτική επαφή με την πρώτη γραμμή) και οι διαταγές της, καθυστερημένες, ήσαν εκτός τόπου και χρόνου. Παρά τις πληροφορίες για την επίθεση, η Στρατιά δεν είχε πράξει τίποτε αφήνοντας να εξελιχθεί σε στρατηγικό αιφνιδιασμό αυτή η επίθεση.
Την επομένη, το μέτωπο νότια του ποταμού Ακάρ διερρήχθη και εγκαταλείφθηκε το Αφιόν. Η υποχώρηση όμως δεν έγινε στο απαιτούμενο βάθος ώστε να αναπαυθούν οι δυνάμεις και να καταστούν και πάλι αξιόμαχες. Μαζί με τον στρατό έφευγαν πανικόβλητοι χιλιάδες αμάχων. Στις 15 Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα, εξακολουθώντας την προέλασή τους, ήλθαν σε επαφή με τις ελληνικές δυνάμεις που υποχωρούσαν “βήμα-βήμα” αντί να συμπτυχθούν προς τη δυτικότερη αμυντική τοποθεσία. Η διάλυση του ηθικού, η έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων, η έλλειψη συνοχής και κυρίως η διοικητική ανικανότητα παρέλυαν κάθε βούληση αντίστασης και ενίσχυαν τα αισθήματα φυγής.
Αποτέλεσμα της επιμονής του στρατηγού Τρικούπη, να παραμείνουν τη νύχτα της 15ης προς 16 Αυγούστου τα υπό τις διαταγές του τμήματα στην περιοχή Ολουτζάκ-Εϋρέτ, ήταν η πλήρης και οριστική διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων σε δύο χωριστές ομάδες με κενό μεταξύ τους 25 χλμ. Η ομάδα μεραρχιών υπό τον Τρικούπη, μετά τις ηρωικές μάχες στο Χαμούρκιοϊ-Ιλμπουλάκ (16/29 Αυγούστου) και στο Αλή Βεράν (17/30 Αυγούστου), κυκλώθηκε, συνετρίβη και το μεγαλύτερο μέρος της αιχμαλωτίστηκε. Αντίθετα, η ομάδα Φράγκου, χάρη στην ευψυχία του συνταγματάρχη Πλαστήρα, αμύνθηκε αποτελεσματικά στο Τουμλού Μπουνάρ και το Σαλιχλή και υπεχώρησε, με κάποια τάξη, προς την Ερυθραία. Στις 31 Αυγούστου, άρχισε στον Τσεσμέ η επιβίβαση στα πλοία για την επιστροφή. Τα ράκη του ελληνικού στρατού επέστρεφαν “Οίκαδε” όπως ζητούσαν, την ώρα της κρίσιμης μάχης, οι αρθρογράφοι του μικροελλαδισμού (Γ. Α. Βλάχος, “Καθημερινή” 15-8-1922).
Τόσο η κυβέρνηση των Αθηνών όσο και η Αρμοστεία της Σμύρνης και η Στρατιά απέκρυπταν από τα πλήθη που συνέρρεαν στη Σμύρνη την επικείμενη εγκατάλειψη της πόλης και ουσιαστικά παρέδωσαν τον μικρασιατικό ελληνισμό στα τουρκικά στίφη. Η απόφαση εκκένωσης της Μ. Ασίας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, στις 21 Αυγούστου, δημοσιεύεται Διάταγμα με το οποίο αποστρατεύονται όλες οι προ του 1918 υπηρετούσες κλάσεις! Το πρωί του Σαββάτου 27 Αυγούστου, και ενώ χιλιάδες βουβοί πρόσφυγες, με τον τρόμο στα μάτια, συνέρρεαν προς την προκυμαία της Σμύρνης, εισήλθαν στην πόλη οι πρώτοι έφιπποι τσέτες του Μπεχλιβάν. Το βράδυ συνελήφθη ο μητροπολίτης Χρυσόστομος που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει το ποίμνιό του και παραδόθηκε στον τουρκικό όχλο. Ο μαρτυρικός θάνατός του έδωσε το σύνθημα για να μετατραπεί η Σμύρνη σε κόλαση. Άρχισαν οι φόνοι, οι σφαγές και οι λεηλασίες, με αποκορύφωμα τον εμπρησμό των χριστιανικών συνοικιών της πόλης στις 31 Αυγούστου, μέρα που έφθασε στη Σμύρνη και ο Κεμάλ. Σε όλη τη μικρασιατική παραλία εκτυλίσσονταν σκηνές αλλοφροσύνης και σφαγής.
Η έκταση της καταστροφής είναι απροσδιόριστη. Η βαριά ήττα και οι βαρύτατες απώλειες, η διάλυση μιας ένδοξης Στρατιάς, οι σφαγές και οι λεηλασίες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της Μ. Ασίας, οι μαρτυρικές πορείες των αιχμαλώτων και των αμάχων προς το εσωτερικό της Ανατολής, η εξόντωση σχεδόν ενός εκατομμυρίου και ο ξεριζωμός 1.500.000 Μικρασιατών Ελλήνων, συνέθεσαν την εικόνα μιας χωρίς ιστορικό προηγούμενο τραγωδίας, της μεγαλύτερης εθνικής συμφοράς του νέου Ελληνισμού. Μετά από τρεις χιλιετίες ελληνικού πολιτισμού στη Μ. Ασία, η Ανατολή ερημώθηκε από τους αρχαίους της κατοίκους. Κι όμως. Μέσα από τη φωτιά, την πείνα, την αρρώστια, τον θάνατο και την ανέχεια, οι πρόσφυγες θα καταφέρουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και να δώσουν στην Ελλάδα το πολύτιμο νέο αίμα για να ανασυγκροτηθεί ο τόπος, χωρίς να ξεχνούν τις Πατρίδες όπου τα οστά των προγόνων τους μένουν βαθιά θαμμένα…
*O Κώστας Χατζηαντωνίου είναι ιστορικός