Αρχική » Σε «ακραία» χαμηλά επίπεδα η γεννητικότητα

Σε «ακραία» χαμηλά επίπεδα η γεννητικότητα

από Άρδην - Ρήξη

Του Ματθαίου Τσιμιτάκη από την Καθημερινή 
Η οικονομική κρίση αλλάζει ήθη και συμπεριφορές στον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή στη συγκρότηση της οικογένειας και τη δημογραφική ανανέωση του πληθυσμού. Για πρώτη φορά παρατηρείται συντονισμός προς τα κάτω του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τη γονιμότητα. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες η προσωπική ανάπτυξη οδηγούσε σε μείωση της γεννητικότητας, ενώ τώρα η οικονομική ανασφάλεια οδηγεί σε αναβολή της απόφασης για τεκνοποίηση.

Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ακόμη κι αν έρθει η ανάπτυξη, μόνο πρόσκαιρα θα τραβήξει τη γονιμότητα μαζί της, αφού, όπως υποστηρίζει μια μελέτη του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), η γονιμότητα βρίσκεται σε ακραία χαμηλά επίπεδα για την ανανέωση του πληθυσμού.

Συγκεκριμένα, από το 2009 και έπειτα οι Ελληνίδες αποκτούν 1,1 έως 1,3 παιδιά, σε μεγάλη ηλικία, γεγονός που σημαίνει ότι ένα 25% αυτών μάλλον δεν θα αποκτήσει καθόλου παιδιά.

107.000 ευρώ για 1 παιδί
Το παραδοσιακό πλαίσιο του γάμου παραμένει προϋπόθεση τεκνοποίησης και δεν αμφισβητείται, όπως γίνεται σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όμως υφίσταται αλλαγές, αφού για πρώτη φορά οι πολιτικοί γάμοι και τα σύμφωνα συμβίωσης το 2014 ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς. «Είναι μια σειρά από παράγοντες που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως η υπερφορολόγηση της οικογένειας, η αύξηση του κόστους ανατροφής ενός τέκνου για τη μέση ελληνική οικογένεια και η αποκατάσταση των δομών συλλογικής φροντίδας», λέει η κ. Ηρα Εκμε Πουλουπούλου, αντιπρόεδρος της εταιρείας δημογραφικών μελετών και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης.

Η ίδια σε μελέτη της που κυκλοφόρησε πρόσφατα σχετικά με το κόστος κατανομής της κρίσης, υποστηρίζει πως η ανατροφή ενός τέκνου από τα 0 έως τα 18 του έτη, για τη μέση ελληνική οικογένεια το 1994 υπολογιζόταν σε 53.000 ευρώ περίπου, ενώ τον Δεκέμβριο του 2014 ξεπερνούσε τις 107.000 ευρώ, με βάση το δελτίο τιμών καταναλωτή και χωρίς να υπολογίζονται οι αλλαγές στα πολιτισμικά πρότυπα. Στο κομμάτι των δομών στήριξης της οικογένειας είναι χαρακτηριστικό πως το 2015 καλύφθηκαν 89.000 θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, αφήνοντας κενό επιπλέον 60.000 παιδιών, τα οποία κατέφυγαν στον ιδιωτικό τομέα ή έμειναν στο πατρικό σπίτι.

Η οικογένεια εξισορροπεί τις αυξανόμενες πιέσεις που δέχονται οι γυναίκες στο εργασιακό περιβάλλον, καθώς είναι ευάλωτες πριν και μετά την τεκνοποίηση, όχι όμως τόσο ώστε να ανακοπεί η «ακραία χαμηλή» γεννητικότητα των τελευταίων πέντε ετών, όπως λένε οι κοινωνικοί επιστήμονες.

«Είναι σημαντικά αυξημένες οι υποθέσεις στον ιδιωτικό τομέα, όπως η πλασματική οικειοθελής αποχώρηση ενώ βρίσκεται μια γυναίκα σε άδεια κύησης, η απουσία αδειών ανατροφής, οι ιδιότυπες συμβάσεις, όπου ζητούν από τις γυναίκες να δεσμευθούν ότι δεν θα μείνουν έγκυοι και η εξώθηση σε παραίτηση μετά την κύηση μέσω των αλλαγών των συνθηκών εργασίας», επισημαίνει η κ. Χριστίνα Αγγέλη, νομικός – ειδική επιστήμονας του Τομέα Ισότητας του Συνήγορου του Πολίτη. Τούτων δοθέντων: «Ενώ σε όλη την Ευρώπη οι εργαζόμενες μητέρες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο τείνουν να κάνουν λιγότερα παιδιά, προκειμένου να ακολουθήσουν την καριέρα τους, στην Ελλάδα της κρίσης παρατηρείται το ανάποδο φαινόμενο από το 2010 και έπειτα», εξηγεί ο κ. Διονύσης Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ. Καινούργιες τάσεις συνιστούν ακόμα η διαφορά ανδρών και γυναικών στον αριθμό των γάμων που πραγματοποιούν (οι άνδρες παντρεύονται περισσότερες φορές) και η τεκνοποίηση εκτός γάμου, η οποία παρότι μικρότερη σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (7%) για πρώτη φορά συνδέεται με τη φτώχεια.

Τρεις παρεμβάσεις

«Υπάρχουν τρία επίπεδα στα οποία επιχειρούνται παρεμβάσεις σήμερα και θα ενταθούν το επόμενο διάστημα», λέει η γενική γραμματέας Ισότητας του υπουργείου Εσωτερικών, Φωτεινή Κούβελα. «Το νέο ΕΣΠΑ έχει πρόβλεψη για την πρόσληψη κοινωνικών κατηγοριών που κινδυνεύουν με κοινωνικό αποκλεισμό, όπως μονογονεϊκές οικογένειες, νέες γυναίκες κ.ά. Έπειτα ο ΟΑΕΔ δίνει έμφαση στην κάλυψη των γυναικών, που αποτελούν την πλειονότητα των αιτούντων εργασία σε αυτόν. Τέλος, το εθνικό σχέδιο για την κοινωνική οικονομία θα συμπεριλάβει προνομιακά δομές, όπως συνεταιρισμούς γυναικών», συμπληρώνει η ίδια. Η κ. Κούβελα θεωρεί πως η γενικότερη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων θα βοηθήσει και στην αποκατάσταση των γυναικών ως πιο ευάλωτων στην αγορά εργασίας.

Οι Ολυμπιακοί του 2004 έφεραν μωρά…

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες μπορεί να θεωρούνται υπεύθυνοι για υπερχρέωση του Δημοσίου, ώς ένα βαθμό, όμως είχαν ένα εντυπωσιακά θετικό αποτέλεσμα για το σύνολο της οικονομίας και την ελληνική κοινωνία. Αντέστρεψαν τον πτωτικό δείκτη γεννητικότητας για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ’80 και μάλιστα κατά τρόπο πρωτότυπο στη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, ενώ ο δείκτης γονιμότητας πέφτει σταθερά από το 1981, οπότε καταγράφηκε για τελευταία φορά σε 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, ο «ρυθμός ανανέωσης των γενεών», όπως λένε οι δημογράφοι, το 1987 έπεσε για πρώτη φορά σε 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, η χώρα μπήκε δηλαδή στην «παγίδα χαμηλής γονιμότητας». Εως και το 2004 η γεννητικότητα στην Ελλάδα κινούνταν σε ποσοστά περί και κάτω των 1,3 παιδιών ή σε «ακραία χαμηλά» ποσοστά – ένδειξη συρρίκνωσης του πληθυσμού με επιπτώσεις στην κοινωνική ασφάλιση, την υγεία κ.ά. «Καμιά χώρα δεν επέστρεψε από 1,5 παιδιά και κάτω σε θετικούς ρυθμούς γεννητικότητας. Οταν τα πράγματα φτάνουν, δε, κάτω των 1,3 παιδιών, πραγματικά δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να γίνει για να αναστραφεί η τάση», λέει ο κ. Μπαλούρδος, διευθυντής Ερευνών του ΕΚΚΕ, που επεξεργάστηκε τα στοιχεία έως το 2013. Σύμφωνα με αυτά, από το 2005 έως το 2010 η γονιμότητα στην Ελλάδα ακούμπησε ξανά τα 1,5 παιδιά, μόνο για να κατακρημνισθεί μετά την κρίση σε ποσοστά που κινούνται μεταξύ 1,3 και 1,1 παιδιά ανά γυναίκα. «Η γεννητικότητα της περιόδου 2005-2010 ήρθε ως καρπός της ανάπτυξης της χώρας καθώς αντανακλούσε την αισιοδοξία των Ελλήνων» εξηγεί ο κ. Μπαλούρδος.

Μία στις τέσσερις γυναίκες δεν θα αποκτήσει παιδιά
Σύμφωνα με έρευνα των Γιατρών του Κόσμου, το 2014, τέσσερις στις δέκα γυναίκες είχαν αποφασίσει να κάνουν ένα λιγότερο παιδί ή κανένα για οικονομικούς λόγους και προκειμένου να μη ρισκάρουν την εργασία τους. Ομως αυξάνεται το ποσοστό των γυναικών που αποφασίζουν οικειοθελώς να μην κάνουν παιδιά ανά γενεά, ώστε σήμερα να υπολογίζεται ότι το 25% των γυναικών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’70 δεν θα αποκτήσει τελικά τέκνα. Δεδομένης της κεντρικής θέσης που κατέχουν η οικογένεια και η σταθερή θέση απασχόλησης στο μεσογειακό πρότυπο απόκτησης παιδιών που χαρακτηρίζει και τις Ελληνίδες, η θέση της γυναίκας φαίνεται να αλλάζει σήμερα λόγω της κρίσης.

«Οι γυναίκες είναι πιο ανεξάρτητες σήμερα, καλύτερα ενημερωμένες για θέματα αντισύλληψης και διεκδικούν καλύτερες θέσεις εργασίας σε σχέση με παλιότερα. Μάλιστα, είναι περισσότερες από τους άνδρες στους καταλόγους του ΟΑΕΔ», λέει η γενική γραμματέας Ισότητας του υπουργείου Εσωτερικών, Φωτεινή Κούβελα. «Η μετατόπιση προς πιο φιλελεύθερες θέσεις σε συνδυασμό με το οικονομικό πρόβλημα και την ανατροπή των στερεοτύπων, που σημαίνει ότι δεν είναι κατακριτέο μια γυναίκα να κάνει οικογένεια σε μεγάλη ηλικία, συνιστούν μια προσαρμογή στα δεδομένα της κρίσης», λέει ο κ. Νίκος Σαρρής, ερευνητής του ΕΚΚΕ.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η έξαρση των πολιτικών γάμων, οι οποίοι για πρώτη φορά υπερέβησαν τους θρησκευτικούς το 2014, θα πρέπει να ερμηνευθεί μάλλον σαν απόρροια της οικονομικής δυσπραγίας (ο θρησκευτικός κοστίζει περισσότερο) και λιγότερο σαν πολιτισμική μετατόπιση. Είναι χαρακτηριστικό πως από 12.000 πολιτικούς γάμους το 2002, είχαμε περισσότερους από 27.000 το 2014. Ωστόσο, σύμφωνα με τα στατιστικά, γάμοι και γεννήσεις παραμένουν αλληλένδετα, με τον γάμο να προηγείται κατά μέσο όρο δύο χρόνια πριν από την απόκτηση του πρώτου παιδιού.

Δύο φορές γονείς

Το ελληνικό σύνδρομο καθυστέρησης της γεννητικότητας, όμως, περιγράφεται και σαν αργή μετάβαση στην ενηλικίωση και την ανεξάρτητη διαβίωση, κάτι που αποδυναμώνει την ικανότητα ανάληψης κινδύνων, προϋπόθεση απαραίτητη για την απόκτηση παιδιών.

«Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους δύο φορές: μία έως τα 18 και μια δεύτερη έως τα 30 και μάλιστα σε ποσοστό που αγγίζει το 60%», επισημαίνει ο κ. Μπαλούρδος. Ο λόγος για τα αυξανόμενα όρια ηλικίας τεκνοποίησης που στην Ελλάδα κυμαίνονται πια μεταξύ 30 και 39 ετών για την απόκτηση του πρώτου παιδιού, με τη μέση ηλικία το 2013 να καταγράφεται στα 33 έτη και με ανοδική τάση.

Πάντως, η Ελλάδα δεν απέχει πολύ από τον νοτιοευρωπαϊκό μέσο όρο στο θέμα και δεν αποτελεί εξαίρεση στην κλασική διαίρεση ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, όπου στον μεν Βορρά το κοινωνικό κράτος επιτρέπει την ταχύτερη ανεξαρτητοποίηση, ενώ στον Νότο η πυρηνική οικογένεια παραμένει βασικός θεσμός στήριξης και διαμορφωτής αξιών. Χαρακτηριστικά στην Ελλάδα και την Ισπανία υπερτερούν συντριπτικά όσοι συζούν εντός γάμου ή συγκατοικούν με τους γονείς τους, ενώ μόνοι άγαμοι και άτυποι συγκάτοικοι δεν ξεπερνούν το 10% στις δύο χώρες. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Δανία και η Φινλανδία ποσοστό άνω του 50% συγκατοικεί με φίλους ή ζει μόνο του, ενώ μόλις το 10% συγκατοικεί με τους γονείς για πολύ καιρό μετά την ενηλικίωση.

«Οι γυναίκες στη δεκαετία των 20-30 είναι σαφώς υγιέστερες. Στη δεκαετία των 30-40 είναι περισσότεροι οι κίνδυνοι για την υγεία των παιδιών. Επιπλέον, έχει πληγεί η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, αφού σημαντικά λιγότερα ζευγάρια διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να καταφύγουν σε αυτήν», αναφέρει η κ. Πουλοπούλου.

Η βασική αιτία για τη μετακίνηση των ορίων γεννητικότητας με την πάροδο του χρόνου δεν είναι άλλη από την ανεργία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του β΄ τριμήνου του 2015, η ανεργία των γυναικών στις ηλικίες 25-35 ανέρχεται στο 33% και στους άνδρες στο 27%. Ωστόσο, η έρευνα του ΕΚΚΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν φτάνει η καταπολέμησή της, αλλά απαιτούνται στοχευμένες πολιτικές ανάσχεσης της υπογεννητικότητας των νέων προκειμένου να ανακοπεί η εξάρτηση από τους γονείς, που εντείνεται σε περίοδο ύφεσης.

Δαπάνες χωρίς αντίκρισμα

Επιπλέον, αναποτελεσματικές κρίνονται οι κοινωνικές επενδύσεις του κράτους. Εως και το 2012 η Ελλάδα ξόδευε το 30% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου σε κοινωνικές υπηρεσίες κατατασσόμενη μέσα στις πρώτες δέκα χώρες σε κοινωνικές επενδύσεις, όμως το αποτέλεσμα των επενδύσεων αυτών ήταν πολύ φτωχό και δεν κατόρθωνε να αμβλύνει τους κοινωνικούς αποκλεισμούς, παρά το γεγονός ότι άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, παρουσιάζουν μεγαλύτερη απόδοση για μικρότερη επιβάρυνση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (25% περίπου). «Ο λόγος είναι απλός και δεν είναι άλλος από το δυσλειτουργικό κράτος που δεν κατευθύνει σωστά τα κονδύλια», εξηγεί ο κ. Μπαλούρδος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Μπάμπης 4 Νοεμβρίου 2015 - 11:08

Το διάγραμμα πάνω λέει ότι μέχρι το 2012 η Ελλάδα ήταν μέσα στις 10 πρώτες χώρες παγκοσμίως σε κοινωνικές δαπάνες, ξοδεύοντας το 30% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε αυτές. Γιατί συγχρόνως είχε τόσο άθλια σχολεία και νοσοκομεία; Ποιοι τα φάγανε; Ποιοι πληρώνονταν χωρίς να δουλεύουν και να ενδιαφέρονται για να βελτιώσουν το αντικείμενο της δουλειάς τους; Μήπως ήρθε η ώρα να πληρώσουν για να πάρει μπρος η πραγματική οικονομία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ