Του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη φ. 121
Ένας άλλος στοχαστής, στο έργο του οποίου γίνεται συχνά αναφορά, είναι ο καθηγητής του LSE Άντονυ Σμιθ. Στην χώρα μας μεταφράστηκε η μελέτη του «Εθνική Ταυτότητα», η οποία όμως υπήρξε θύμα μιας επιλεκτικής ανάγνωσής του, που παραλείπει να αναφερθεί στο γεγονός ότι ο Α. Σμιθ εντόπισε πολλά θετικά στοιχεία στα έθνη, ενώ επιπλέον διαπίστωσε σε αυτά έναν τεράστιο ιστορικό δυναμισμό. Το κυριότερο μειονέκτημα που έχει ο ορισμός του, που αποδίδει στο έθνος ως «έναν κατονομασμένο ανθρώπινο πληθυσμό, που μοιράζεται μια ιστορική εδαφική επικράτεια, κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, μια μαζική δημόσια κουλτούρα, κοινή οικονομία και κοινά σε όλα τα μέλη νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις»1, είναι πως ταυτίζει την ύπαρξη του έθνους με τη δημιουργία κράτους.
Όπως ισχυρίζεται, «το κράτος υπήρξε η απαραίτητη προϋπόθεση και μήτρα για την κυοφορία της –τόσο έκδηλης στις μέρες μας– εθνικής νομιμοφροσύνης»2. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να αναγνωρίσει ως έθνη τους αρχαίους Αιγύπτιους, τους Κινέζους, τους αρχαίους Έλληνες ή τους Εβραίους, σε αντίθεση μάλιστα με ό,τι υποστήριξε ο Ένγκελς στο δοκίμιό του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Επίσης, ο Α. Σμιθ δεν μπορεί να απαντήσει για το πώς πρέπει να προσδιορίσουμε τα μέλη μιας εθνότητας που βρίσκονται εκτός του εθνικού τους κράτους, ή δεν έχουν επιτύχει ακόμη να δημιουργήσουν το δικό τους αυτόνομο κράτος. Το περίεργο όμως είναι ότι κάποιοι Έλληνες ιστορικοί, ξεκινώντας από την πιο προβληματική πλευρά της προσέγγισης του Α. Σμιθ, προσπαθούν να δείξουν ότι ο ελληνισμός είναι νεώτερη κατασκευή, χωρίς ιστορικό βάθος, μεταγενέστερη από το ελληνικό κράτος, αποτέλεσμα σε ένα μεγάλο βαθμό διανοούμενων όπως ο Α. Κοραής, ο Σ. Ζαμπέλιος και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Ο Α. Σμιθ, σε αντίθεση με τη μαρξική παράδοση, θεωρεί ότι το έθνος είναι στερεότερο σημείο αναφοράς από ό,τι η κοινωνική τάξη, διότι την τελευταία τη διακρίνει η «περιορισμένη συναισθηματική έλξη και η έλλειψη πολιτισμικού βάθους»3. Συγχρόνως αποδέχεται την ουσιώδη συνάφεια ανάμεσα στα έθνη και τις θρησκείες. Τον προβληματικό ορισμό του όμως προσπαθεί να τον θεραπεύσει με την αναφορά στην «εθνική ταυτότητα», που έχει περισσότερο πολιτιστικά χαρακτηριστικά από ό,τι το έθνος-κράτος, ώστε τελικά: «η εθνική ταυτότητα και το έθνος είναι σύνθετες κατασκευές που συνίστανται από έναν αριθμό διασυνδεόμενων συστατικών- εθνοτικών, πολιτισμικών, εδαφικών, οικονομικών και νομικο-πολιτικών. Δηλώνουν δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ των μελών κοινοτήτων ενωμένων από κοινές μνήμες, μύθους και παραδόσεις οι οποίες μπορεί (ή όχι) να βρουν έκφραση σε δικά τους κράτη, αλλά είναι εντελώς διαφορετικοί από τους αμιγώς νομικούς και γραφειοκρατικούς δεσμούς του κράτους. Από εννοιολογική άποψη, το έθνος έχει καταλήξει να είναι ένα μείγμα δύο διαφορετικών διαστάσεων, μιας που βασίζεται στον πολίτη και το έδαφος και μίας εθνοτικής-γενεαλογικής σε διαφορετικές κατά περίπτωση αναλογίες. Αυτό το πολυδιάστατο είναι που ανέδειξε την εθνική ταυτότητα σε μια τόσο εύκαμπτη και ανθεκτική δύναμη της σύγχρονης ζωής και πολιτικής και της επέτρεψε να συνδυάζεται επιτυχώς με άλλες ισχυρές ιδεολογίες και κινήματα χωρίς να χάνει το χαρακτήρα της»4.
Στην εθνική ταυτότητα, ο Α. Σμιθ αναγνωρίζει μια μεγάλη προσφορά: την κοινωνικοποίηση των ατόμων «ως μέλη του έθνους και πολίτες»5. Η Δύση αναγνωρίζεται ως η γενέθλια γη του εθνικισμού, που στη συνέχεια μεταφυτεύτηκε σε όλο τον κόσμο: «Ο εθνικισμός, το δόγμα που καθιστά το έθνος αντικείμενο κάθε πολιτικού εγχειρήματος και την εθνική ταυτότητα μέτρο κάθε ανθρώπινης αξίας, αμφισβητεί από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης την ιδέα μιας ενωμένης ανθρωπότητας, μιας παγκόσμιας κοινότητας και της ηθικής της ενότητας».6 Βεβαίως, πέραν των αρνητικών συνεπειών του εθνικισμού «θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει άλλα τόσα ευεργετικά αποτελέσματα: προασπίζεται μειονοτικούς πολιτισμούς, διασώζει «χαμένες» ιστορίες και λογοτεχνίες, αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολιτισμικές αναγεννήσεις και λύση για τις «κρίσεις ταυτότητας», νομιμοποιεί την κοινότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη, εμπνέει την αντίσταση στην τυραννία, ανάγει σε ιδεώδες τη λαϊκή κυριαρχία και τη συλλογική κινητοποίηση, αποτελεί ακόμα και κίνητρο για μια αυτάρκη οικονομική ανάπτυξη»7.
Ο Άντονυ Σμιθ
Ως προς την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, ενώ έχει αφετηρία την εγκυρότητα της άποψης Φαλμεράιερ, καταλήγει πως «οι σύγχρονοι Έλληνες δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν ως απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, παρά το γεγονός ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί κάτι τέτοιο»8. Αλλά θα προσθέσει ότι οι Νεοέλληνες «νιώθουν πως η «ελληνικότητά» τους είναι προϊόν της καταγωγής τους από τους αρχαίους (ή τους βυζαντινούς) Έλληνες και πως αυτή η πατρογονική σχέση είναι που τους κάνει να αισθάνονται μέλη της μεγάλης «υπερ-οικογένειας» των Ελλήνων, υπό την έννοια ότι τα κοινά αισθήματα της συνέχειας και του «ανήκειν» έχουν ουσιώδη σημασία για να υπάρξει μια ζωντανή αίσθηση της ταυτότητας»9. Ο Α. Σμίθ, επειδή ορθά δεν αποδίδει καμία σημασία στις «γραμμές βιολογικής καταγωγής», αναγνωρίζει καταλυτικό ιστορικό ρόλο σε ό,τι ονομάζει «γραμμές πολιτιστικής συγγένειας», δηλαδή την αίσθηση της συνέχειας, της κοινής μνήμης και του συλλογικού πεπρωμένου, που «ενσωματώνονται στους ιδιαίτερους μύθους, τις μνήμες, σύμβολα και τις αξίες που διατηρεί μια δεδομένη πληθυσμιακή πολιτισμική μονάδα»10.
Ειδικά για την ελληνική περίπτωση, ο Α. Σμίθ, αναγνωρίζει ότι, παράλληλα με τις σλαβικές μεταναστεύσεις, σημειωνόταν στην Ιωνία και στην Κωνσταντινούπολη μια «αυξανόμενη έμφαση στην ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία και λογοτεχνία και μια στροφή προς τα κλασικά μοντέλα σκέψης και μάθησης», που σε συνδυασμό με τις «ελληνικές αναγεννήσεις» του 10ου και του 14ου αιώνα προώθησαν «σημαντικά την αίσθηση της πολιτισμικής συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα και την κλασική της κληρονομιά»11. Πρόκειται τελικά για μια ιστορική ερμηνεία που δεν απέχει, ούτε αντιτίθεται σε ό,τι υποστήριξαν ο Παπαρρηγόπουλος και ο Σβορώνος. Αλλά, επιπλέον, ο Α. Σμιθ θα συμπεράνει πως, «η θρησκεία μπορεί να συντηρήσει την αίσθηση της κοινής εθνότητας όπως το κουκούλι τη χρυσαλλίδα, τουλάχιστον για κάποια περίοδο, όπως έκανε η ελληνική ορθοδοξία για το αυτοδιοικούμενο ελληνορθόδοξο μιλέτι κατά την περίοδο της οθωμανικής εξουσίας»12.
Ο Α. Σμιθ δεν θεωρεί τα έθνη ως δημιούργημα της αστικής τάξης. Αντίθετα, αρκετές ευρωπαϊκές μοναρχίες –όπως η αγγλική και η γαλλική– είχαν δημιουργήσει αρκετά συγκεντρωτικά και συνεκτικά έθνη-κράτη, ώστε να ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που αυτός θέτει. Όμως θα σταθεί στις δύο διακρίσεις εθνικισμών που διατύπωσε ο Χανς Κον, που διέκρινε έναν δυτικό εθνικισμό με χαρακτηριστικά τον ορθολογισμό και τον συνεργατισμό, δηλαδή τη σύμπραξη «ανθρωπίνων όντων που ζουν σε μια κοινή εδαφική περιοχή, κάτω από την ίδια κυβέρνηση και τους ίδιους νόμους»13 και έναν εθνικισμό ανατολικό, οργανικό και μυστικιστικό. Το κύριο ελάττωμα μιας τέτοιας διάκρισης είναι ότι παραβλέπει ότι σε «ορισμένες κοινότητες άσκησαν επιρροή και τα δύο είδη εθνικιστικής ιδεολογίας – λ.χ. η οργανική εκδοχή στην Ιρλανδία και αργότερα στη Γαλλία του 19ου αιώνα και το ορθολογιστικό ιδεώδες σε ορισμένες εκδοχές του τσέχικου, ουγγρικού, σιωνιστικού εθνικισμού, καθώς και στους πρώιμους δυτικοαφρικανικούς εθνικισμούς»14.
Ολοκληρώνοντας το δοκίμιό του, ο Α. Σμίθ, συμπεραίνει πως, «αν υπάρχουν κάποια πραγματικά παγκόσμια φαινόμενα, αυτά πρέπει να είναι το έθνος και ο εθνικισμός»15, ενώ η εθνική ταυτότητα αντιπροσωπεύει την κυριότερη μορφή συλλογικής ταύτισης. Το μαοϊκό κίνημα οφείλει πολλά στον κινέζικο εθνικισμό «τόσο από δογματική όσο και από πρακτική άποψη»16. Οι Ελβετοί, παρά τις διαφορετικές θρησκείες και γλώσσες, «όχι μόνο κατόρθωσαν να επιτύχουν την πολιτική τους ένωση, αλλά και να διατηρήσουν σαφή αίσθηση της ιστορικής τους μοναδικότητας»17. Οι υπερεθνικές εταιρείες, ενώ κυκλώνουν τον πλανήτη με τα διεθνή δίκτυα παραγωγής και διανομής των προϊόντων τους, «συνάμα προκαλούν την αντίδραση των εθνών (ή συμμαχίες μεταξύ τους), οπουδήποτε οι κυβερνήσεις είναι αρκετές ισχυρές ώστε να μπορούν να διαπραγματευτούν ή να επιβάλουν όρους»18. Άλλωστε, «οι υπερεθνικές οικονομικές δυνάμεις ενδέχεται τελικά, κατά παράδοξο τρόπο, να ενδυναμώσουν τα έθνη και τους εθνικισμούς που αναμενόταν να εκτοπίσουν»19.
Ο Α. Σμιθ εξηγεί τους λόγους για τους οποίους είναι ατελέσφορο και αβάσιμο «το σχέδιο να κατασκευαστεί μια παγκόσμια κουλτούρα, έστω και τόσο εκλεκτικιστική και τεχνική»20 : Πρώτα πρώτα, «στην εποχή της εκκοσμίκευσης, η ταύτιση με το «έθνος» είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να ξεπεραστεί το τελεσίδικο του θανάτου και να εξασφαλιστεί κάποιος βαθμός ατομικής αθανασίας. Ακόμα και το κόμμα, δεν μπορεί να προσφέρει μια τόσο κατηγορηματική υπόσχεση και αυτό αναγκάζεται εν τέλει να προσφύγει στο έθνος»21. Δεύτερον, «πως με την εθνική αναγέννηση και μέσω αυτής μας προσφέρεται η προσωπική μας ανανέωση και αξιοπρέπεια»22. Τρίτον, η εθνική ταυτότητα «αφορά την προτεραιότητα που δίνει στην πραγμάτωση του ιδεώδους της αδελφοσύνης. Αυτό το ιδεώδες υποδηλώνει την ύπαρξη μιας στενής σχέσης ανάμεσα στην οικογένεια, την εθνοτική κοινότητα και το έθνος τουλάχιστον σε ιδεολογικό επίπεδο»23. Τέταρτον, «υπάρχουν και τα γεωπολιτικά και ιστορικά αίτια. Από ιστορική άποψη, η αξία του έθνους-κράτους έχει αποδειχτεί από την εποχή που η ηγεμονία της Γαλλίας και της Βρετανίας φανέρωσαν την αποτελεσματικότητά του στον πόλεμο και την ειρήνη. Έτσι το έθνος-κράτος αναδεικνύεται σε οικουμενικό πρότυπο, έστω και αν στις περισσότερες περιπτώσεις αντιγράφηκαν περισσότερο τα εξωτερικά του στοιχεία παρά το πνεύμα του »24.
Είναι λανθασμένο να θεωρούμε ότι τα έθνη εξαρτώνται από τις αλλαγές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, αφού «μέσα στον σημερινό κόσμο των υπερεθνικών επιχειρήσεων και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, τα έθνη και ο εθνικισμός εξακολουθούν να ευημερούν»25. Η συμμετοχή των εθνών σε διεθνείς και περιφερειακές συμμαχίες τους δίνουν ένα νέο πεδίο διεκδίκησης ισχύος και επιρροής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι ασφαλώς ένα ευρωπαϊκό υπερέθνος, ούτε θα έχει καμία σχέση με το παράδειγμα των ΗΠΑ ή της ΕΣΣΔ, ή το βελγικό ή αγγλικό υπόδειγμα, αλλά για να έχει λαϊκή απήχηση, θα πρέπει να θεμελιωθεί στην κοινή πολιτισμική κληρονομιά που δεν θα λειτουργεί όμως ανταγωνιστικά προς τις «κραταιές και ακμαίες εθνικές κουλτούρες»26, αλλά με βάση αυτές θα επιχειρεί να διαμορφώσει «κοινούς ευρωπαϊκούς μύθους, σύμβολα, αξίες και μνήμες»27. Το έργο του Α. Σμιθ, τελειώνει με τη βεβαιότητα ότι η εθνική ταυτότητα και το έθνος-κράτος θα εξακολουθεί να είναι η πιο ισχυρή και πιο διαδεδομένη συλλογική ταυτότητα και θα «συνεχίσει να συγκεντρώνει τη νομιμοφροσύνη των ανθρώπων»28 για τον επόμενο αιώνα, ενώ «όλα τα άλλα οράματα, όλες οι υπόλοιπες επιχειρηματολογίες μοιάζουν χλομές και νεφελώδεις σε σύγκριση μαζί του»29.
Σημειώσεις:
1. Anthony D. Smith, Εθνική ταυτότητα, μετάφραση Εύα Πέππα, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σελ. 66.
2. ό.π.σελ.91.
3. ό.π. σελ.19
4. ό.π.σελ.32.
5. ό.π.σελ.33.
6. ό.π.σελ.35.
7. ό.π.σελ.36.
8. ό.π.σελ.51.
9. ό.π.σελ.51.
10. ό.π.σελ.51.
11. ό.π.σελ.51.
12. ό.π.σελ.59.
13. ό.π.σελ.121.
14. ό.π.σελ.122.
15. ό.π.σελ.205.
16. ό.π.σελ.207.
17. ό.π.σελ.209.
18. ό.π.σελ.223.
19. ό.π.σελ.223.
20. ό.π.σελ.228.
21. ό.π.σελ.228.
22. ό.π.σελ.229.
23. ό.π.σελ.230.
24. ό.π.σελ.231,232.
25. ό.π.σελ.234.
26. ό.π.σελ.247.
27. ό.π.σελ.247.
28. ό.π.σελ.248.
29. ό.π. σελ.249.
1 ΣΧΟΛΙΟ
« η μελέτη του Άτονι Σμιθ «Εθνική Ταυτότητα», η οποία όμως υπήρξε θύμα μιας επιλεκτικής ανάγνωσής»
Ἐδῶ,με ἐπιλεκτική ἀνάγνωση ἀντέστρεψαν το ἀποτέλσμα δημοψηφίσματος,μία μελέτη θα τους σταματοῦσε;