Αρχική » Κινηματογράφος: Η κιβωτός των ανθρώπων του Σοκούροφ

Κινηματογράφος: Η κιβωτός των ανθρώπων του Σοκούροφ

από Άρδην - Ρήξη

sok1

Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 122

Λίγες μέρες προτού προβληθεί η καινούργια ταινία του Σοκούρωφ στην Ελλάδα, οι συριακές ένοπλες δυνάμεις, σε συνεργασία με τους Ρώσους, επανακατέλαβαν την Παλμύρα. Θυμάστε που το ISIS είχε ανατινάξει έναν αρχαίο ναό, όταν είχε την αρχαία πόλη υπό κατοχήν. Οι αρχαιότητες και τα έργα τέχνης εν γένει είναι σε κάθε πόλεμο τα σύμβολα της νίκης, είτε χτίζονται είτε δηώνονται, αναλόγως. Ο Σοκούρωφ μπορεί στην ταινία του μιλάει για το 1940, την κατοχή του Παρισιού από τους ναζί, πλην όμως η κατοχή έργων τέχνης ή αρχαιοτήτων –το ίδιο κάνει– παραμένει ισχυρή σε έναν πόλεμο από αρχαιοτάτων χρόνων έως και το ISIS. Ο νικητής γράφει την Ιστορία και διαχειρίζεται για λογαριασμό του όχι μόνο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του ηττημένου, αλλά και την πολιτιστική του κληρονομιά. Για να μην πούμε ότι επιχειρεί να διαμορφώσει κατά το δικό του δοκούν την ταυτότητα του νικημένου, όπως γίνεται πάνω κάτω με την Ελλάδα σήμερα.

Το Λούβρο είναι μια μεγάλη κιβωτός τέχνης, αντίστοιχη στη Γαλλία και την Ευρώπη με τη «ρωσική κιβωτό» του Ερμιτάζ. Αφού και οι Γάλλοι, ως νικητές, από Ναπολέοντος Βοναπάρτη, έχουν μεταφέρει εδώ σημαντικά έργα τέχνης από όλους τους κατακτημένους λαούς ή τους τόπους όπου έφτασαν τα αποικιοκρατικά τους κανόνια. Φυσικά και από την Ελλάδα. Το Λούβρο, λοιπόν, είναι ένα μεγάλο μουσείο μιας μητρόπολης, όπως το Παρίσι, και έχει αποθησαυρίσει αριστουργήματα της τέχνης από όλο τον κόσμο. Η λαφυραγώγησή του, συνεπώς, η χρήση του ως συμβόλου νίκης –το ίδιο είναι– ήταν το πρώτο μέλημα των ναζί όταν κατέλαβαν την πόλη. Και η καταστροφή του –ιδού οι διδάξαντες τον ISIS!– θα ήταν η τελευταία πράξη της Κατοχής, αν η εξ ανάγκης σύνεση δεν επικρατούσε την τελευταία στιγμή στον επικεφαλής των ηττημένων πλέον Γερμανών.

Σίγουρα, ένας από τους στόχους του Σοκούρωφ στην ταινία του αυτή είναι η Ιστορία. Στα συμφραζόμενα και στα υπονοούμενα της ταινίας υπάρχει πάντα μια λοξή ματιά στη (γερμανική) Ευρώπη του σήμερα. Οι Ρώσοι, σαν τότε και σήμερα, μοιάζει να είναι οι ηττημένοι –προσωρινά; Το ρώσικο πλοίο, που θαλασσοδέρνεται στον ωκεανό σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, βγάζει ταυτόχρονα στο έργο τη ρώσικη νοσταλγία και κρατάει ως το τέλος την ελπίδα πως θα γλιτώσουν οι θησαυροί της τέχνης που κουβαλάει σφραγισμένους στα κοντέινερ.

Αν η Ιστορία είναι ο ένας πόλος του φιλμ, η τέχνη, τα έργα των ανθρώπων είναι ο άλλος του πόλος. Αφηγητής και πρωταγωνιστής ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο σκηνοθέτης Σοκούρωφ, αναζητά στην οθόνη του υπολογιστή παλιές σωζόμενες εικόνες και την επικοινωνία με ένα φίλο που ταξιδεύει σε φουρτουνιασμένες θάλασσες. Αν η ταινία είναι ένα ιστορικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, η παρουσία του σκηνοθέτη χτίζει μια άλλη ταινία μέσα στην ταινία. Εκτός από βιρτουόζος σκηνοθέτης, ο Σοκούρωφ αναδεικνύεται και πάλι εδώ ως μεγάλος στοχαστής της ευρωπαϊκής ιστορίας, του πολιτισμού εν γένει. Ο καλλιτέχνης δραματοποιεί στο πρόσωπό του τη μοίρα του ανθρώπου ως δημιουργού, που αντιπαλεύει μόνιμα την καταστροφή, τη μοίρα του πολιτισμού και των έργων του, που θαλασσοπνίγονται στον μέγα ωκεανό της Ιστορίας.

Ως ιστορικό ντοκιμαντέρ η ταινία αναφέρεται στον διευθυντή του Μουσείου του Λούβρου το 1940, τον Ζακ Ζοζάρ και τον Γερμανό διοικητή του στην πρώτη φάση της Κατοχής, τον Φρανσίσκο Βολφ Μέτερνιχ. Ο Ζοράρ είναι ένα λαϊκό παιδί της Γαλλικής Δημοκρατίας, που ανέβηκε τα σκαλιά της υπαλληλικής ιεραρχίας για να γίνει διευθυντής του μουσείου. Ο φον Μέτερνιχ είναι γόνος μεγάλης γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας βαρόνων και, ένεκα καταγωγής και παιδείας, αναλαμβάνει τη διεύθυνση «διάσωσης» της πολιτιστικής κληρονομιάς των υπό κατοχή χωρών. Των δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, όπως δίκαια διαχωρίζει ο Σοκούρωφ. Γιατί στην Ανατολική Ευρώπη οι ναζί δε δίσταζαν απροκάλυπτα να καταστρέφουν – και η Ελλάδα μήπως υπέστη λιγότερα;

Ο Ζοράρ και ο φον Μέτερνιχ, λοιπόν, είναι πρωταγωνιστές του έργου, μαζί με τον Σοκούρωφ, που είναι ο αφηγητής σε έναν εσωτερικό μονόλογο που συνέχει όλο το έργο και δίνει το πώς, το γιατί και το μετά της ιστορίας. Σε αυτή την περίτεχνη ιστορική παραβολή, το Λούβρο είναι επίσης ο πρωταγωνιστής. Από βασιλικό φρούριο τον 12ο αιώνα, όταν η πόλη του Παρισιού περιοριζόταν σε μια πολίχνη γύρω του, πάνω στο περίφημο νησί του Σηκουάνα, γίνεται μουσείο στα χρόνια της επανάστασης, τέλος του 18ου αιώνα, και εμπλουτίζεται από τον Μέγα Ναπολέοντα με (συλημένες) αρχαιότητες από τις κατακτήσεις του αυτοκράτορα. Η φιγούρα του Βοναπάρτη περιφέρεται κι αυτή ανάμεσα στα εκθέματα, όπως η φιγούρα της Μεγάλης Αικατερίνης στο Ερμιτάζ, στη Ρωσική Κιβωτό (2002). Ο 20ός αιώνας έφερε εδώ τους Γερμανούς να σχεδιάσουν μια νέα Ευρώπη, μια νέα αυτοκρατορία.

Ο Σοκούρωφ, καθώς οι Ρώσσοι αναζητούν τη θέση τους στη νέα Ευρώπη, ειδικεύεται στις ιστορικές-στοχαστικές παραβολές. Η μακρά προπαιδεία του στο ντοκιμαντέρ και η δεξιοτεχνία του που ακουμπάει στους Ρώσους «πατέρες» Τολστόι και Τσέχωφ, αναμετριέται με τους μεγάλους της ευρωπαϊκής τέχνης, όπως ο Ντα Βίντσι (κάπου υπάρχει πάντα και ένας Γκρέκο, βέβαια, λατρεμένος του Σοκούρωφ) σε μια πολυτρόπως ενδιαφέρουσα ταινία. Εκτός από τον ίδιο τον σκηνοθέτη εμφανίζονται ο Λουί-Ντο ντε Λενκεσέν, στο ρόλο του Ζοράρ, ο Μπέντζαμιν Ούτζεραθ ως Μέτερνιχ –και οι δύο ιδιοφυώς μελαγχολικοί στους ρόλους τους– και ο Βίνσεντ Νέμεθ στον ρόλο του Βοναπάρτη. Οι κινούμενες λήψεις του Σοκούρωφ στους πίνακες ζωντανεύουν τα πρόσωπα και μαζί με τα πρόσωπα από τα επίκαιρα που χρησιμοποιεί κάνουν την ταινία ένα μυριοπρόσωπο ψηφιδωτό, εικόνα ζωντανή της ιστορίας των ανθρώπων.

ba1

Oι Έλληνες στους πολέμους του άνθρακα

Μια ξεχασμένη πτυχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από άσημους, φτωχούς μετανάστες, ζωντανεύει στο ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα Βαρδαρού, Ludlow, οι Έλληνες στους πολέμους του άνθρακα. Πόσοι στ’ αλήθεια γνωρίζουν πως πεντακόσιοι Έλληνες τυφεκιοφόροι, εργάτες ανθρακωρύχοι, υπό τον Τζωρτζ Κατσούλη, υπαρχηγό του δολοφονηθέντος Λούη Τίκα, στο κίνημα των ξένων εργατών της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής (United Mine Workers of America), κατέλαβαν τη μισή Πολιτεία του Κολοράντο, από το Τρινιδάδ ίσαμε τα προάστια της πρωτεύουσας Ντένβερ, τον Απρίλιο του 1914; Οι Έλληνες ένοπλοι, «ραχοκοκαλιά και μυικό σύστημα των εξεγερμένων εργατών», όπως ακούμε στην ταινία, έχοντας πίσω τους τις μάχες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, δασκαλεμένοι κιόλας στις μνήμες της τακτικής της Κλεφτουριάς (να ’ξερα πού θα κρυφτείτε, μεταμοντέρνοι χλευαστές της!), έγιναν το οπλισμένο χέρι των απεργών εργατών και η εκδίκησή τους για τη σφαγή από την πληρωμένη των Ροκφέλερ Πολιτοφυλακή.

Μια ακόμα ηρωική πτυχή της ιστορίας μας, που θα πρέπει ίσως να γραφτεί –Τρινιδάδ και Κολοράντο– στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, ως ελάχιστη μνήμη του άλλου μεγάλου έπους των σύγχρονων Ελλήνων, της υπερπόντιας εργατικής μετανάστευσης. Έχει προηγηθεί πάνω στο θέμα το βραβευμένο ντοκιμαντέρ Παλληκάρι. Ο Λούης Τίκας και η Σφαγή του Λάντλοου (2014). Ο Βαρδαρός επιμένει στο θέμα και δίνει, ως δοκιμασμένος κινηματογραφιστής, συναρπαστικά και με τιμιότητα την ιστορία της ελληνικής συμμετοχής στο κίνημα των ανθρακωρύχων, συγκινώντας πράγματι. Ρεμπέτικα της Αμερικής και νέγρικα τραγούδια, μαζί με φωτογραφίες, λίγα σωζόμενα επίκαιρα, παλιές μαρτυρίες από τους πρωταγωνιστές, συνεντεύξεις από γιούς και εγγονούς τους και επιστημονικές μαρτυρίες φτιάχνουν μια ταινία που την παρακολουθείς με ξεχωριστό ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος. Αξίζει πράγματι τον κόπο.

Γιατί η Ιστορία, όπως μας δείχνει ο Σοκούρωφ, είναι μια κιβωτός μνήμης των έργων των ανθρώπων, που θαλασσοπνίγεται στον μέγα ωκεανό, μα κάπως, κάπου στο τέλος επιζεί, σε ένα μουσείο, σε ένα μνημείο πιθανόν, στην ίδια την καρδιά των επιγόνων –χάριτες οφείλονται στον Βαρδαρό…

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ