Σε φόντο αντιπαραθέσεων Κίνας-ΗΠΑ η Σύνοδος της G20
Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr
Σε μια χώρα που οι συμβολισμοί διαποτίζουν όχι μόνο την παράδοση αλλά και την ίδια την καθημερινότητα, η επεισοδιακή, αν όχι ταπεινωτική, υποδοχή του Barack Obama στην πόλη Hangzhou της Κίνας για τη σύνοδο των ηγετών των G20 μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ υποχρεώθηκε να κατέβει από την πίσω πόρτα του Air Force One καθώς οι κινεζικές αρχές δεν του εξασφάλισαν την κατάλληλη σκάλα για να εξέλθει με επισημότητα από μπροστινή πόρτα – την ώρα που οι λοιποί ξένοι συμμετέχοντες της υψηλού επιπέδου διοργάνωσης (για την οποία προφανώς οι Κινέζοι οικοδεσπότες είχαν από καιρό προετοιμασθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια) έτυχαν της κατάλληλης υποδοχής “κόκκινου χαλιού”.
Ούτε είναι τυχαίο, ότι υπήρξαν φραστικές λογομαχίες ανάμεσα σε Κινέζους υπεύθυνους, που φώναζαν “εδώ είναι η δική μας χώρα και το δικό μας αεροδρόμιο”, και μέλη της αμερικανικής αποστολής, συμπεριλαμβανομένης και της Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Suzan Rice.
Άλλωστε, αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι σινοαμερικανικές σχέσεις δεν βρίσκονται στο καλύτερο σημείο τους. Η πρόσφατη απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου για την οριοθέτηση της Νότιας Σινικής Θάλασσας (την οποία το Πεκίνο αντιμετωπίζει ως αμερικανική μεθόδευση που αμφισβητεί θαλάσσιες περιοχές και νησίδες που το ίδιο θεωρεί τμήμα της ευρύτερης κινεζικής επικράτειας), οι διελεύσεις πλοίων του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού από τα επίμαχα ύδατα, στο όνομα της διασφάλισης της “ελευθερίας της διεθνούς ναυσιπλοϊας”, αλλά και τα σχέδια των ΗΠΑ για ανάπτυξη αντιβαλλιστικών πυραυλικών συστημάτων THAAD στην Νότια Κορέα, που η κινεζική πλευρά αντιμετωπίζει ως επιθετική ενέργεια απέναντί της, έχουν ψυχράνει το τελευταίο διάστημα τις σχέσεις των δύο χωρών.
Σε αυτό το φόντο, η διμερής συνάντηση του προέδρου Obama και του Κινέζου ηγέτη Xi Jinping δεν έφερε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τις δύο χώρες πιο κοντά στα θέματα που τις χωρίζουν, παρότι χαρακτηρίστηκε ως “εξαιρετικά παραγωγική”.
Πάντως ο Κινέζος πρόεδρος επέλεξε στην εναρκτήρια ομιλία του στη διήμερη σύνοδο της G20 να ξεδιπλώσει μια συνολική στρατηγική τοποθέτηση για την κατάσταση του κόσμου. Ξεκίνησε παρουσιάζοντας τα επιτεύγματα της κινεζικής οικονομίας, αποτιμώντας θετικά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί, αλλά και τονίζοντας ότι το Πεκίνο θέλει εφεξής να στηριχτεί στην καινοτομία, στην πράσινη ανάπτυξη και στην δικαιότερη διανομή του πλούτου. Δεν παρέλειψε να τονίσει ότι πλέον η Κίνα είναι η δεύτερη ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, έχει το μεγαλύτερο εμπόριο αγαθών, είναι τρίτη χώρα παγκοσμίως ως προς τις επενδύσεις στο εξωτερικό και έχει οδηγήσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα 8000 δολάρια. Σε ό,τι μάλιστα αφορά τους φόβους περί εγκλωβισμού της Κίνας στην “παγίδα του μεσαίου εισοδήματος” απάντησε ότι στην περίπτωση της χώρας του “οι πράξεις μιλούν πιο πειστικά από τα λόγια”.
Ενδιαφέρον έχουν και οι διαπιστώσεις του Κινέζου προέδρου για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Ο Xi Jinping τόνισε ότι φθίνει ο δυναμισμός που έδωσε η προηγούμενη επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση, ενώ ακόμη δεν ξεδιπλωθεί η δυναμική των νέων τεχνολογικών καινοτομιών. Διέκρινε επιστροφή του προστατευτισμού, στασιμότητα στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις και καθυστερήσεις στη θέσπιση των πολυμερών συμφωνιών, την ώρα που η παγκόσμια οικονομία σημαδεύτεται από τοπικές συγκρούσεις, την τρομοκρατία, την προσφυγική κρίση αλλά και την κλιματική αλλαγή.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, τόνισε, “χρειάζεται να αδράξουμε την ιστορική ευκαιρία που παρουσιάζει η καινοτομία, η νέα επιστημονική και τεχνολογική επανάσταση, ο μετασχηματισμός της βιομηχανίας και η ψηφιακή οικονομία”, που αποτελούν “προκλήσεις και για τη διεθνή συνεργασία”.
Οι διαπιστώσεις αυτές, που αναδεικνύουν την ανάγκη στροφής προς την “πραγματική οικονομία”, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια συγκυρία όπου οι κεντρικές τράπεζες τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρώπης διαπιστώνουν ότι οι επίμονα ελλειμματικοί ρυθμοί επένδυσης ακυρώνουν στην πράξη τις προσδοκίες τόνωσης της ανάπτυξης μέσω των παραλλαγών της “ποσοτικής χαλάρωσης”.
Όλα αυτά για το Κινέζο πρόεδρο υποδεικνύουν την ανάγκη ενίσχυσης του παγκόσμιου εμπορίου και των θεσμών που θα το εγγυηθούν αλλά και υπογραμμίζουν την αλληλοσυνδεσιμότητα των οικονομιών. Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν έχει να κάνει μόνο τη διαφαινόμενη “κόπωση” των ΗΠΑ (πρβ. την προεκλογική ρητορική του Donald Trump) αλλά και της Ευρώπης, υπό το βάρος των αντιδράσεων της κοινής γνώμης, στο θέμα των διεθνών εμπορικών συμφωνιών.
Αφορά και την οικονομική απάντηση της Κίνας σε ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως η αμερικανική στρατηγική για ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο. Το κινεζικό σχέδιο των νέων, χερσαίων και θαλάσσιων, “Δρόμων του Μεταξιού” αποτελεί ένα φιλόδοξο σχέδιο διασύνδεσης αγορών, λιμανιών, ενεργειακών αγωγών, τηλεπικοινωνιών, εμπορίου σε μια ζώνη που αφορά 64 κράτη, 4,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους και περίπου το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Η Ασιατική Τράπεζα Υποδομών, το Ταμείο του Δρόμου του Μεταξιού και η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα των Brics υπόσχονται να εξασφαλίσουν μεγάλο μέρος των αναγκαίων πόρων για αυτό το φιλόδοξο σχέδιο που θα μπορούσε να συνεισφέρει στους αναπτυξιακούς ρυθμούς που απαιτούνται παγκοσμίως, συντελώντας κατά τους Κινέζους ιθύνοντες σε μια κατάσταση win-win. Όμως, αυτό απαιτεί και δικαιότερη κατανομή του πλούτου και καταπολέμηση της φτώχειας. Ο Κινέζος πρόεδρος υπογράμμισε ότι με το δείκτη ανισότητας Gini να φτάνει διεθνώς το 0,7 ξεπερνώντας το κρίσιμο όριο του 0,6, αυτό γίνεται επιτακτικό όχι μόνο για λόγους ηθικούς αλλά και γιατί η καταπολέμηση της φτώχειας παγκοσμίως θα απελευθερώσει σε τεράστιο βαθμό την ενεργό ζήτηση.
Όμως, για την κινεζική ηγεσία όλα αυτά προαπαιτούν απαλλαγή από την “ξεπερασμένη ψυχροπολεμική νοοτροπία” και οικοδόμηση μιας νέας αντίληψης περί “κοινής, πλήρους, συνεργατικής και βιώσιμης ασφάλειας”. Επιβάλλουν ακόμη αναβαθμισμένο συντονισμό μακροοικονομικών πολιτικών, αλλά και νέες πρακτικές στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Ο Xi Jinping θυμήθηκε μάλιστα και το κινεζικό ρητό σύμφωνα με το οποίο “οι κουτοπόνηροι άνθρωποι ασχολούνται με τετριμμένα πράγματα, ενώ οι άνθρωποι με μεγαλύτερη σοφία ασχολούνται με την δημιουργία θεσμών”.
Ωστόσο φαίνεται ότι αρκετοί από τους συμμετέχοντες στη G20 δεν μετάβησαν στη Hangzhou για να ξεδιπλώσουν μεγάλους οραματισμούς για την παγκόσμια οικονομία και τη διακυβέρνησή της, αλλά για παροξύνουν ανοιχτά ζητήματα και αντιπαραθέσεις. Η αμερικανική αντιπροσωπεία, με τη μειωμένη δυνατότητα άσκησης πολιτικής που εκ των πραγμάτων έχει ένας απερχόμενος πρόεδρος στην τελική ευθεία των προεδρικών εκλογών, δεν δείχνει πρόθυμη να ανοίξει μεγάλα ζητήματα, όπως άλλωστε φάνηκε και από τη μερική αναδίπλωση στις συζητήσεις με τη Ρωσία για τη συριακή όπου αντί για συνολική διευθέτηση προτιμήθηκε η συζήτηση περί εκεχειρίας, ή η αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης για το “λάθος” του Brexit, καθώς τονίσθηκε στην βρετανική πλευρά ότι δεν μπορεί να ελπίζει σε μια διμερή εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ πριν από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε.
Σε ανάλογο πνεύμα και η ιαπωνική κυβέρνηση εξέδωσε 15σέλιδο έγγραφο που προειδοποιεί τη Βρετανία ότι εάν με το Brexit χαθούν για τις ιαπωνικές εταιρείες μερικά από τα πλεονεκτήματα της πρόσβασης στην ενιαία αγορά, αυτές θα αποχωρήσουν (προειδοποίηση σοβαρή εάν σκεφτούμε ότι περίπου οι μισές επενδύσεις της Ιαπωνίας στην Ε.Ε. αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο και περιλαμβάνουν εταιρείες όπως η Nissan, η Honda, η Mitsubishi, η Nomura και η Daiwa).
Από την πλευρά της η Αυστραλία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα κινεζικά ερωτήματα σχετικά με το εάν επιθυμεί την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, με αφορμή την εμπλοκή στην προσπάθεια Κινέζων επενδυτών να διεκδικήσουν τμήμα του αυστραλιανού ηλεκτρικού δικτύου. Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή, δια στόματος Jean-Claude Juncker έθεσε το πρόβλημα της υπερβάλλουσας δυναμικότητας της κινεζικής βιομηχανίας που κατά τη γνώμη του είναι “απαράδεκτη”, καθώς έχει οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας στην ευρωπαϊκή χαλυβουργία.
Μένει να φανεί αν η ολοκλήρωση των συζητήσεων θα οδηγήσει σε βήματα προς τον καλύτερο συντονισμό στην παγκόσμια οικονομία ή επιβεβαιώσει ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο εντονότερων αντιπαραθέσεων σε γεωστρατηγικό και σε οικονομικό επίπεδο.