Οιδίπους τύραννος σε σκηνοθεσία Ρίμας Τούμινας
Του Κώστα Σαμάντη από την Ρήξη φ. 126
Το καλοκαίρι αυτό είχα τη χαρά να ξαναδιαβάσω το φιλοσοφικό δοκίμιο του Κώστα Παπαϊωάννου Κόσμος και ιστορία – ελληνική κοσμολογία και δυτική εσχατολογία (Εναλλακτικές Εκδόσεις). Στο βιβλίο αυτό, το οποίο ο συγγραφέας συνέγραψε σε ηλικία μόλις 30 ετών, περιγράφει το ιστορικό δίπολο ανάμεσα στην ελληνική και δυτική σκέψη. Η άποψή του, ολοκληρωμένη και συγκροτημένη, δεν είναι αξιολογική των δύο διαφορετικών φιλοσοφικών καταφάσεων, δεν προκρίνει δηλαδή τη μία έναντι της άλλης. Απεναντίας αναδεικνύει τις σημαντικές πλευρές κάθε μιας από αυτές και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου, «Μας βάζει να σκεφτούμε… την ‘’ουτοπία’’ μιας ανθρώπινης ιστορίας, η οποία θα έχει επανενταχθεί στη φυσική τάξη, στον κόσμο, που θα συνδυάζει τον ‘’μετασχηματισμό’’ και την ‘’ησυχία’’, την άρνηση της εργαλειακής μεθόδου, την επιστροφή στο κοσμικό αίσθημα της ενότητας με το σύμπαν, με την αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας».
Όμως ένα από τα βασικά συμπεράσματα, στα οποία μπορεί να οδηγηθεί ο αναγνώστης (συμπέρασμα όσο και ερωτηματικό), είναι το κατά πόσον ο δυτικός κόσμος, με βάση τη διαφορετική αφετηρία του είναι ικανός να κατανοήσει πλήρως την ελληνική σκέψη και, για να φτάσουμε στο προκείμενο, μπορεί να αφομοιώσει μία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις της, την αρχαία τραγωδία.
Ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή είναι ίσως η πιο αναγνωρίσιμη, σε διεθνές επίπεδο, τραγωδία. Εξ αιτίας του τραγικού της περιεχόμενου, έχει εμπνεύσει πλείστους όσους των γραμμάτων και των τεχνών, πολύ περισσότερο είναι σημείο αναφοράς στη θεωρία που άρθρωσε ο Σίγκμουντ Φρόυντ, πατέρας της ψυχανάλυσης. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω σε αυτό.
Στην υπόθεση του έργου, ο ήρωας βρίσκεται προ μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας ήδη από τη στιγμή της γέννησής του. Ό,τι προσπάθεια κι αν έχουν κάνει οι γονείς του (Λάιος και Ιοκάστη), ό,τι ενέργειες κι αν έχει κάνει ο Οιδίπους, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Ο Λάιος θα φονευθεί από το χέρι του γιού και ο δράστης θα κληρονομήσει το βασίλειο και θα νυμφευθεί τη μητέρα του.
Όσο κι αν έχουν αναλύσει το κείμενο ιστορικοί, δεν έχει βρεθεί «η ύβρις» για την οποία πρέπει να τιμωρηθεί ο ήρωας. Ίσως γιατί ο Σοφοκλής δεν ήθελε να χειριστεί το κλασικό αυτό σχήμα πάνω στο οποίο στηρίζονται πολλές τραγωδίες. Περισσότερο προσπαθεί να αναδείξει μιαν άλλη αξία: Την αρμονία ανθρώπινου νόμου και θείας τάξης στην οποία εμπεριέχεται ο άνθρωπος. Μια αρμονία η οποία δεν μπορεί να διαταραχθεί και κάθε προσπάθεια παραβίασής της οδηγεί στην τιμωρία (βλέπε Προμηθέας Δεσμώτης). Τούτο γιατί στον βαθύ πυρήνα της ελληνικής σκέψης ‘Ύβρις είναι η έννοια της δημιουργίας του Νέου Ανθρώπου, η έννοια κατά την οποία το παρελθόν απορρίπτεται συλλήβδην και η ιστορία εκκινεί ως αληθινή(;) αυτή τη φορά από το Τώρα. Το τελευταίο μπορούμε να το συναντήσουμε σε εκφράσεις όσο και παραμορφώσεις της δυτικής σκέψης. Ο Νέος Άνθρωπος, στον πυρήνα του οποίου μπορεί κάποιος να συναντήσει τον ατομικισμό (βασική έννοια του προτεσταντισμού και κατ’ επέκταση του καπιταλισμού), είναι ο άξονας και το ιδανικό θεωριών, πολιτιστικών καταθέσεων, αλλά και πολιτικών προτάσεων. Και είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, ο συγγραφέας της ιστορίας εκ του μηδενός, τον οποίο διεκδικούν τόσο ολοκληρωτικές πολιτικές θεωρίες (ναζισμός), όσο και απελευθερωτικές όπως ο μαρξισμός.
Το ζητούμενο όμως είναι η υπέρβαση αυτού του δίπολου ή πιο σωστά ο συγκερασμός της ελληνικής με τη δυτική σκέψη.
Ας επανέλθουμε όμως στα δικά μας
Το καλοκαίρι αυτό ανέβηκε στην Επίδαυρο ο Οιδίπους Τύραννος από το ρωσικό θέατρο Βαχτάνγοφ και τον Λιθουανό σκηνοθέτη Ρίμας Τούμινας. Παραμένοντας πιστός στο κείμενο του έργου, προσπάθησε να κάνει την υπέρβαση μέσα από τη σκηνοθετική πρόταση, αλλά και τα ευρήματα τα οποία χρησιμοποίησε. Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι κατ’ αυτόν κεντρικός ήρωας δεν είναι ο Οιδίπους, αλλά η Ιοκάστη. Στην παράστασή του ήταν καθαρή η κριτική του στάση απέναντι στην εξουσία. Αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει και τις προσωπικές του καταθέσεις.
Επιπλέον το ανέβασμα του έργου συνέπεσε με την περίοδο αμηχανίας που χαρακτηρίζει το Ελληνικό Φεστιβάλ. Ενδεχομένως στην προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτή η αμηχανία και να κερδηθεί το ελληνικό κοινό εντάσσονται τροποποιήσεις του κειμένου, όπως αυτή κατά την οποία ο Κρέοντας τραγουδά το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» (τραγελαφικό όσο και απαράδεκτο). Ακόμη και η ένταξη στον ρωσικό θίασο ενός χορού (στιβαρού όσο και ουσιώδους) από Έλληνες έδειχνε να εντάσσεται στην πιο πάνω λογική. Η παράσταση γενικά μπορεί να χαρακτηριστεί με δύο λόγια άνιση και επίπεδη. Άνιση γιατί υπήρχαν στιγμές που η τραγικότητα του έργου έβγαινε πάνω στους θεατές, επίπεδη γιατί δεν κατάφερνε να κορυφώσει τον τραγικό λόγο, δίνοντας λίγο πολύ την εντύπωση ότι από την αρχή έως το τέλος το επίπεδο της πρότασης παρέμενε σταθερό. Τα ευρήματά του υπήρξαν ευφυή, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους ατυχή. Ατυχής ήταν η επιλογή να παρουσιασθεί ο Κρέων ως μια φιγούρα βγαλμένη από ένα gay parade, τόσο ενδυματολογικά όσο και κινησιολογικά. Μπορεί το συγκεκριμένο να προκάλεσε την ευθυμία του κοινού, αλλά ήταν μάλλον ένα εύκολο τέχνασμα.
Εξίσου επιφανειακή ήταν η κατάδειξη της τρωτότητας του βασιλιά Οιδίποδα μέσω της ανάδειξης του παλαιού παιδικού τραύματος στα πόδια του. Η κριτική στην εξουσία μπορεί άριστα να δοθεί πιο εύσχημα και εσωτερικά. Όπως με τη φιγούρα του ανθρώπου (εκτός κειμένου) που τυλιγμένος με γάζες (ο λαός της Θήβας υπέφερε από λοιμό) συμπλήρωνε το κάδρο της παράστασης βουβός. Σαφής αναφορά σε μια κοινωνία άρρωστη, βουβή, παθητική. Όπως ακριβώς φαίνεται στο απόσπασμα συνέντευξής του «…χαρακτήρες όπως ο Οιδίποδας έχουν σχεδόν εκλείψει σήμερα. Το να αυτοτιμωρείσαι για τις αμαρτίες σου είναι εκτός μόδας! Στην εποχή μας επικρατεί η αίσθηση της απόλυτης αθωότητας. Για ό,τι άσχημο συμβαίνει, οι άνθρωποι αναζητούν ευθύνες οπουδήποτε αλλού εκτός από τον ίδιο τον εαυτό τους: στους γείτονες, στην πόλη, στην πολιτική, στην κυβέρνηση, στη χώρα. Λένε: “μακάρι να είχα γεννηθεί σε μία άλλη οικογένεια ή σε άλλη χώρα, ή σε διαφορετική εποχή – τότε, όλα θα ήταν διαφορετικά…”».
Στα αρνητικά της παράστασης μπορούν να προστεθούν η μετάφραση των ρώσικων διαλόγων, μέσω του ηλεκτρονικού πίνακα, με μικρούς χαρακτήρες, αλλά και η μουσική πλαισίωση του έργου (τζαζ υπόκρουση με σαξόφωνο!) η οποία λειτουργούσε άσχετα, αλλά και ως αντιπερισπασμός.
Αυτό όμως το οποίο καθιστούσε εντυπωσιακή την παράσταση ήταν ο τεράστιος κύλινδρος που δέσποζε στον χώρο της σκηνής. Κύλινδρος ο οποίος ως μοίρα καταδείκνυε, μέσω της παλινδρόμησής του, τη ρευστότητα της ανθρώπινης κατάστασης, το μάταιο της εξουσίας, την αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στο πεπρωμένο. Κι εδώ ακριβώς, στο τέλος της παράστασης, φάνηκε η μη κατανόηση του Σοφοκλή. Βάζοντας τα δύο μικρά κορίτσια του Οιδίποδα, την Αντιγόνη και την Ισμήνη, να προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο αυτό κύλινδρο/μοίρα/πεπρωμένο, πρότεινε ουσιαστικά, σε αντίθεση με την αρμονία του αρχαίου ελληνικού κόσμου (βασική έννοια στον Οιδίποδα όσο και στα υπόλοιπα έργα του Σοφοκλή), την κατά Προμηθέα πλευρά του ανθρώπου, συμπέρασμα που έμενε, ως τελευταία εντύπωση, στους θεατές .
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο ελληνικός χορός υπήρξε αντάξιος του ρόλου του, ενώ από τους Ρώσους ηθοποιούς ξεχώρισαν περισσότερο οι δεύτεροι ρόλοι καταδεικνύοντας τη σπουδαιότητα της ρώσικης σχολής υποκριτικής.
Η παράσταση αυτή, μια παράσταση η οποία κυμαινόταν ανάμεσα στο μοντέρνο και το μεταμοντέρνο, ήταν αντιπροσωπευτική της μετέωρης άποψης που υπάρχει, προς το παρόν, για το Ελληνικό Φεστιβάλ. Μένει να δούμε πού θα κατασταλάξει η ηγεσία του.