Του Αλέξανδρου Κόρπα – Πρελορέντζου από την Ρήξη φ. 129
Από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, ο παγκόσμιος πληθυσμός, αλλά και η οικονομική δραστηριότητα, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Πλέον ο παγκόσμιος πληθυσμός ξεπερνά τα 7 δισεκατομμύρια, έχοντας σχεδόν επταπλασιαστεί από το 1820. Παράλληλα υπολογίζεται ότι, μέχρι το 2050, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αγγίζει τα 9 δισεκατομμύρια, με αποτέλεσμα να χρειάζεται άλλος ένας πλανήτης για να τραφούν όλοι οι κάτοικοι. Επιπρόσθετα, ο πλανήτης βρίσκεται σε μία συνεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας του, δημιουργώντας πολλά προβλήματα στο οικοσύστημα.
Είναι πλέον φανερό ότι η ανθρωπότητα ζει πάνω από τη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη, δημιουργώντας προβλήματα στο περιβάλλον. Οι αυξημένες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η μη ανανεωσιμότητα των φυσικών πόρων, η κλιματική αλλαγή, η εξαφάνιση έμβιων όντων, αλλά και η γενικότερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής είναι θέματα μείζονος σημασίας. Από την άλλη μεριά, οι οικονομολόγοι, και ιδιαίτερα αυτοί που πιστεύουν στην αέναη ανάπτυξη της οικονομίας, αψηφούν τις προειδοποιήσεις περί βιοφυσικών ορίων του πλανήτη.
Ο κώδωνας του κινδύνου για τον πλανήτη είχε ηχήσει από το 1972 και συγκεκριμένα από την έκθεση της Λέσχης της Ρώμης. Εκεί τονιζόταν ότι ο πλανήτης, δεδομένου ότι είναι ένα κλειστό σύστημα, δεν μπορεί να αντέξει σε μια πολιτική απεριόριστης ανάπτυξης. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, μέχρι τότε, παρουσίαζαν την οικονομία αποκομμένη από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό σύνολο. Τα αποτελέσματα της έκθεσης εμφανίστηκαν σταδιακά στην καθημερινότητα των ανθρώπων στις «ευημερούσες» κοινωνίες, λόγω έλλειψης ενεργειακών αποθεμάτων. Έτσι λοιπόν, το 1987 δημοσιεύεται η έκθεση Μπρούντλαντ, όπου πλέον επικαιροποιείται η προστασία του περιβάλλοντος κατά την οικονομική διαδικασία. Τότε ακούγεται για πρώτη φορά η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, αναφερόμενη στην ικανοποίηση των δικών μας αναγκών χωρίς να επιβαρύνεται η ικανοποίηση των μελλοντικών γενεών. Επίσημα η βιώσιμη ανάπτυξη άρχισε να λειτουργεί από το 1992 και τη συνδιάσκεψη στο Ρίo.
Όμως, η βιώσιμη ανάπτυξη δεν θεωρείται από κάποιους μια ρεαλιστική λύση για τη κοινωνία και το περιβάλλον. Τα αυξανόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα, αλλά και οι πολιτικές σκοπιμότητες, δεν προσφέρουν θετικά συμπεράσματα για την προοπτική της. Ειδικότερα, θεωρείται ως η «πράσινη όψη της καπιταλιστικής οικονομίας», δεδομένου ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν αποφεύγει τον καταναλωτισμό. Επιπλέον, δεν γίνεται πιστευτή η ιδέα της οικονομικής μεγέθυνσης με περιβαλλοντικά βιώσιμο τρόπο. Παράλληλα, ασκείται κριτική προς τη λέξη ανάπτυξη, που θεωρείται «προβληματική». Ο λόγος είναι μια διπλή αλληλουχία αρνητικών συνεπειών της ανάπτυξης για την κοινωνία και το περιβάλλον. Καταρχήν η ανάπτυξη, δηλαδή η οικονομική μεγέθυνση, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται δημιουργεί σχέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία, αλλά και αποικιακές σχέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά δεύτερον, η οικονομική διαδικασία είναι από τη φύση της εντροπική και χρειάζεται μια μόνιμη χρήση υλικού και πόρων, με αποτέλεσμα να μην αποφεύγεται η ρύπανση του περιβάλλοντος.
Έτσι, προτείνεται μια ριζοσπαστικότερη και ρεαλιστικότερη πρόταση για την κοινωνία και το περιβάλλον, αυτή της αποανάπτυξης. Η αποανάπτυξη προτείνει ένα μοντέλο οικονομίας παρομοιάζοντός το με το σαλιγκάρι. Δηλαδή, όπως το σαλιγκάρι δημιουργεί το κέλυφός του μέχρι το σημείο που μπορεί να το σηκώσει, έτσι και η ανθρωπότητα πρέπει να δημιουργήσει μια οικονομική διαδικασία που να την αντέχει το περιβάλλον και η κοινωνία. Αυτό το είδος οικονομίας θα μπορούσε να είναι δυνητικά η συνεργατική, αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία. Τα μη καπιταλιστικά φαντασιακά που παράγει η συνεργατική οικονομία από την ιστορική ουτοπικότητα που τη χαρακτηρίζει, σε συνδυασμό με τη μετέπειτα εξέλιξή της σε αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία, την κάνουν να φαντάζει ως ένα ιδανικό οικονομικό μοντέλο χαμηλότερης κλίμακας, που επικεντρώνεται σε τοπικό επίπεδο και μπορεί να δώσει λύσεις στις περιβαλλοντικές πιέσεις του πλανήτη.
3 ΣΧΟΛΙΑ
Χαίρομαι που ένα άρθρο με τέτοιο θέμα βρήκε τον δρόμο του στις σελίδες του παρόντος ιστοτόπου. Αλλά βρίσκω μάλλον διασκεδαστικό τον προσεκτικό, διστακτικό και περιδιαγραμμάτου τρόπο που χρησιμοποιεί ο συντάκτης του άρθρου για να αμφισβητήσει απέξω-απέξω την “ανάπτυξη”, τον ζωτικό δηλαδή μύθο των τελευταίων δύο και παραπάνω αιώνων. Καταλαβαίνω πολύ καλά τους δισταγμούς του — “σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν”. Εξ ου και η (προτεινόμενη) επιλογή της “αβρής” θεωρητικής λύσης της “αποανάπτυξης” που προωθεί τα τελευταία χρόνια ο Γάλλος καθηγητής Λατούρ και η ακαδημαϊκή παρέα του: Ναι, δυστυχώς καταρρέει ο καπιταλισμός, αλλά εμείς οι καθηγητές ας βρούμε κομψές θεωρητικές, “αποαναπτυξιακές” και προπαντός “αριστερές” λύσεις για κάτι που εν πάση περιπτώσει θα είναι ιστορικά παροδικό. Λόγου χάρη, κατά τον συντάκτη, “Αυτό το είδος οικονομίας θα μπορούσε να είναι δυνητικά η συνεργατική, αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία”. Οπότε, χαράς ευαγγέλια! Και τα δεινά του καπιταλισμού ξεφορτωνόμαστε και ξαναβρίσκουμε τον δρόμο μας για τον παράδεισο…
Ας με συγχωρήσει ο συντάκτης, αλλά τα πράγματα είναι πολύ πιο οδυνηρά, δυσάρεστα και σκοτεινά απ’ όσο αφήνει να διαφανούν. Και επειδή από πολλά χρόνια έχει πάψει να με ενδιαφέρει το πολιτικώς ορθόν, θα περιγράψω αυτά τα σκοτεινά πράγματα με τον δικό μου brutal και μακροσκελή τρόπο. Ο βιομηχανικός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης, σκέψης, παραγωγής και κατανάλωσης (βιομηχανισμός, για να συμπεριλάβω τόσο τον καπιταλισμό όσο και τον κομμουνισμό) ήταν ένα τρομερά επιτυχές σύστημα. Τόσο επιτυχές που έφτασε στα όριά του. Και τα όρια αυτά είναι τα ενεργειακά, υλικά και περιβαλλοντικά όρια του μικρού πλανήτη Γη (ενδεχομένως και τα ψυχικά όρια των ανθρώπων!) Το ασυγκράτητο πάθος των εκφραστών του βιομηχανισμού (επιχειρηματιών και κομισαρίων) για άπειρη ανάπτυξη σε ένα μικρό και πεπερασμένο πλανήτη ήταν δυστυχώς εξαρχής καταδικασμένο (πρόκειται για λογική αντίφαση). Και δεν ήταν λίγες ούτε ασήμαντες οι προειδοποιήσεις. Πριν από την έκθεση της Λέσχης της Ρώμης το 1972 ήταν το “Μικρό Είναι Όμορφο” του Σουμάχερ και αρκετά πιο πριν “Η Διάσπαση των Εθνών” του Leopold Kohr το 1957. Και βεβαίως, σε πιο πρακτικό επίπεδο είχαν προηγηθεί από τη δεκαετία του ’40 οι διαπιστώσεις του M. King Hubbert περί peak oil (κορύφωση της παραγωγής πετρελαίου).
Ας παραβλέψουμε προς στιγμή τις πολιτικές και ιδεολογικές ερμηνείες του βιομηχανικού φαινομένου κι ας δούμε τη φυσική του διάσταση: Ο βιομηχανισμός είναι ένα θερμοδυναμικό σύστημα (ας μη συζητήσουμε εδώ τι είναι σύστημα) που βρίσκεται σε αδιάκοπες ανταλλαγές με το περιβάλλον του — τον πλανήτη Γη. Δέχεται διαρκώς “εισροές” (ενέργεια και πρώτες ύλες) και παράγει διαρκώς “εκροές” (σκουπίδια, περιττώματα, δηλητήρια, αέρια κλπ.) Πρόκειται δηλαδή για μια κολοσσιαία μηχανή που μεταποιεί τον πλανήτη Γη σε καταναλωτικά αντικείμενα συνήθως μιας χρήσεως, τα οποία καταλήγουν ύστερα από λίγο στις χωματερές. Και πίσω της αφήνει τη Wasteland του T.S.Eliot.
Ώς εδώ καλά. Άσχετα με τα externalities (το απλήρωτο ατομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος του), ο βιομηχανισμός έχτισε έναν ολόκληρο πολιτισμό, έναν άνετο τρόπο ζωής πρώτη φορά για τόσους πολλούς ανθρώπους, έφτιαξε ιδεολογίες, αξίες, θεσμούς, καριέρες, προσδοκίες… Και όσο η ενέργεια (κάρβουνο αρχικά και αργότερα πετρέλαιο) και οι πρώτες ύλες (μέταλλα, ορυκτά, ξυλεία κλπ.) αφθονούσαν, τόσο περισσότεροι άνθρωποι γεννιόντουσαν για να φτάσουμε αισίως τα 7,2 δισεκατομμύρια άτομα σήμερα από τα 1,2 δισεκατομμύρια το 1820, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο συντάκτης. Αξίζει δε να σημειώσουμε ότι η εκθετική αυτή ανάπτυξη του παγκόσμιου πληθυσμού παρακολουθεί στενά την εκθετική ανάπτυξη της άντλησης πετρελαίου. Και όλοι σχεδόν μέχρι πρότινος είχαμε χειροπιαστούς λόγους να ορκιζόμαστε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για την ανθρωπότητα. Είμασταν όλοι υπέρ της προόδου, της ανάπτυξης, της παγκόσμιας ευτυχίας — άλλοι μέσω της αναδιανομής και του κομμουνισμού και άλλοι μέσω της ατομικής πρωτοβουλίας και της δικαιοσύνης της αγοράς! Μερικοί μάλιστα τραβούσαμε στην έσχατη συνέπειά του αυτό τον δρόμο: Στην αποθέωση του ανθρώπινου λόγου και στην εφεύρεση του Μετανθρώπου…
Αλλά τί γίνεται όταν αυτά που “εισρέουν” στη θερμοδυναμική μηχανή (ενέργεια, πρώτες ύλες) αρχίζουν να γίνονται δυσεύρετα; Γιατί ακριβώς σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Κι αυτό που γίνεται ή επίκειται να γίνει είναι ένα die-off (ντάι-οφ) του ανθρώπινου πληθυσμού. Η τεχνητή φέρουσα ικανότητα της Γης, την οποία επέτρεψε το άφθονο και φτηνό πετρέλαιο, βαθμιαία και όχι τόσο αργά έχει αρχίσει να περιορίζεται και ο άνθρωπος, ο αποβιομηχανοποιούμενος άνθρωπος, αρχίζει να επιστρέφει σταδιακά στην προαιώνια μοίρα του, τη μόνιμη ανθρώπινη φτώχεια, σε ένα λεηλατημένο μάλιστα πλανήτη. Υπάρχουν πολλοί μηχανισμοί στη φύση και στην κοινωνία για να επιφέρουν με τον δικό τους ανελέητο τρόπο μια νέα ισορροπία στην πραγματική φέρουσα ικανότητα της Γης: Λιμοί, πόλεμοι (ακόμα και πυρηνικοί), επιδημίες, εισβολές, μεταναστεύσεις πληθυσμών, καταρρεύσεις θεσμών και άλλα τέτοια ωραία. [Παρένθεση: Αν σε μια καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ένα δίσκο petri ρίξουμε λίγη ζάχαρη, βλέπουμε αμέσως στο μικροσκόπιο μια πληθυσμιακή έκρηξη. Όταν οι μικροοργανισμοί καταναλώσουν τη ζάχαρη, αρχίζουν να εξαφανίζονται εξίσου γρήγορα (die-off). Η αναλογία του ενεργειακού δώρου που έθαψε η φύση κάτω από τα πόδια μας (πετρέλαιο) με την παραπάνω ζάχαρη είναι πολύ ανησυχητική]. Όταν η χωρίς πετρέλαιο φέρουσα ικανότητα του πλανήτη είναι 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι (1820), θα ήθελα να μου δείξει κάποιος τον τρόπο επιβίωσης των επιπλέον έξη σημερινών δισεκατομμυρίων σε συνθήκες μειούμενων ενεργειακών και υδατικών αποθεμάτων, αποβιομηχάνισης, μειούμενων καλλιεργητικών εκτάσεων, κλιματικής μεταβολής και για αρκετά χρόνια ακόμα πληθυσμιακής έκρηξης τουλάχιστον στις τρίτες χώρες. Και παρακαλώ, όχι χαζοχαρούμενες προφητείες περί “πράσινης ανάπτυξης”, εναλλακτικών μορφών ενέργειας, ενέργειας μηδενικού σημείου, τεχνητής νοημοσύνης και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια. Μια ζωή έγραφα διαφημιστικά και προπαγανδιστικά κείμενα για το βιομηχανικό σύστημα και έμαθα πια να διακρίνω τις μπαρούφες.
Και εδώ ακριβώς είναι που διαφωνώ με τους “αποαναπτυξιακούς” του Λατούρ. Η θεωρητική τους κατασκευή είναι ρηχή και απολιτίκ. Προβάλλει απλώς κάποιες ψευδο-αριστερές φαντασιώσεις (π.χ. η “συνεργατική, αλληλέγγυα ή κοινωνική οικονομία” του άρθρου) στο διαγραφόμενο χαοτικό μέλλον. Και παραδέχομαι πως είναι πολύ κομψό το εύρημα του σαλιγκαριού στο άρθρο. Ουσιαστικά προτείνεται μια οικονομία σταθερής κατάστασης (steady state). Το μοντέλο αυτό δεν είναι καινούργιο. Είχε ξαναπροταθεί κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα από καθολικούς συγγραφείς — νομίζω ότι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Τσέστερτον. Πέρα από τις θεωρητικές αμφισβητήσεις για το εφικτό ενός τέτοιου μοντέλου, υπάρχει ένα τεράστιο πολιτικό ερώτημα: Πώς θα γίνει, βρε παιδιά, αυτή η μετάβαση στην κοινωνία του σαλιγκαριού μέσα σε συνθήκες die-off του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού; Αυτό θα είναι το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα από εδώ και πέρα. Έχει κανείς πολιτικές λύσεις γι’ αυτή την τραγωδία; Απέναντι σε όσα αντιμετωπίζουμε, τέτοιες θεωρητικές κατασκευές αρχίζουν να μοιάζουν επικίνδυνα με ακαδημαϊκούς ελεφάντινους πύργους. Ας μιλήσουμε για το πραγματικό.
Εντάξει, εμείς οι ίδιοι είμαστε ο πολιτισμός και η κουλτούρα μας. Πώς να δεχτούμε ότι αυτό που ζούμε, αυτό που ιστορικά μας έλαχε, δεν είναι μια “κυκλική κρίση” του καπιταλισμού, ένας ακόμα χειμώνας Κοντράτιεφ, αλλά η τελική κρίση του βιομηχανικού πολιτισμού, μια πολιτισμική καταστροφή σε αργή κίνηση, το τέλος του υπερεγώ μας; Ναι ξέρω, κανένας δεν συμπαθεί τις Κασσάνδρες. Αλλά μη ξεχνάτε, η Κασσάνδρα είχε τελικά δίκιο. Και οι φυγάδες της λεηλατημένης Τροίας θεμελίωσαν αργότερα ένα νέο πολιτισμό, τον ρωμαϊκό.
Και εγώ χαίρομαι και για το άρθρο, που εισάγει την λογική της αποανάπτυξης στην συζήτηση, και για το σχόλιο, που μας βάζει στα βαθύτερα του ζητήματος.
Σε ό,τι αφορά στο σχόλιο, μόλις πριν από μια βδομάδα διάβαζα ένα βιβλίο για την αποανάπτυξη ενός Ιταλού θεωρητικού της (MAURO BONAIUTI, THE GREAT TRANSITION. From decline to a degrowth society), οικονομολόγου, μαθητή του Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν (Ο Νόμος της Εντροπίας και το Οικονομικό Πρόβλημα) ο οποίος προσέγγιζε το ζήτημα της απο-ανάπτυξης ακριβώς με τους όρους της κριτικής στον βιομηχανισμό (από την σκοπιά της θερμοδυναμικής, από την σκοπιά της πολυπλοκότητας και του θορύβου των συστημάτων κ.ο.κ.) που το κάνει ο Gregorius.
Το βιβλίο αυτό είχε πρόλογο του Σέρτζ Λατούς, ο οποίος υποστήριζε ότι αυτό που λέμε απο-ανάπτυξη έχει δύο γενεαλογικά σκέλη, το αφορά στην οικολογική κριτική στην οικονομία, και έχει την αφετηρία του στον μεσοπόλεμο, και το δεύτερο την πολιτισμική κριτική στον καπιταλισμό (π.χ. με αφετηρία τον Καστοριάδη, τον Λας κ.ο.κ) που είναι μεταγενέστερο. Το γράφω αυτό για να πω ότι οι δύο εκδοχές που παρουσιάζονται στο άρθρο και στο σχόλιο, δεν είναι κατ ανάγκην ανταγωνιστικές.
Δεύτερον. Για τις οικονομίες «σταθερής κατάστασης» (ας μεταφράσουμε έτσι το steady state economies). Το αστείο είναι ότι δεν πρόκειται για μοντέλο, αλλά μάλλον για κανονικότητα πριν τον καπιταλισμό. Την οποία αναλύει πολύ διεξοδικά ο Άνταμ Σμίθ στον Πλούτο των Εθνών (όχι την απάτη την οποία κυκλοφόρησε ο Μηλιός από τα Ελληνικά Γράμματα το 2001, και μετά επανέκδοσε το Βήμα, και η οποία περιέχει… μόνο το μισό βιβλίο, αλλά το αγγλικό πρωτότυπο) ιδίως σε σχέση με την Κίνα:
Ας μεταφράσω ένα απόσπασμα από τον Τζιοβάννι Αρίγκι, ο οποίος είναι πάντοτε ο καλύτερος σύμβουλος σε ό,τι αφορά στην οικονομική αντίληψη του Άνταμ Σμίθ –γιατί ήταν ένας από τους λίγους ο οποίος τον διάβασε πραγματικά, και κατάλαβε ότι ο Σμιθ κάθε άλλο παρά ο πρώτος θεωρητικός της ελεύθερης αγοράς ήταν:
«Ο Σμίθ προσλαμβάνει την οικονομική ανάπτυξη ως το γέμισμα με ανθρώπους και φυσικό κεφάλαιο [υποδομές] ενός χωρικού πλαισίου (χώρας) που περιλαμβάνει μια δεδομένη ποσότητα φυσικών πόρων, οργανώνεται εσωτερικά και διαχωρίζεται εξωτερικά από ένα σύνολο νόμων και θεσμών. Όταν αυτό το χωρικό πλαίσιο είναι ‘υπο-εξοπλισμένο’ και ‘υποστελεχωμένο’ από ανθρώπους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των βορειοαμερικάνικων αποικιών, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη –μια κατάσταση ή ‘φάση’ την οποία ο Σμιθ αποκαλεί προοδευτική. Όταν το χωρικό πλαίσιο είναι ‘πλήρως εξοπλισμένο’ και ‘γεμάτο ανθρώπους’, όπως στην περίπτωση της Κίνας και της Ολλανδίας, η δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη δεν είναι τόσο μεγάλες, αν υπάρχουν κιόλας· πρόκειται για μια κατάσταση την οποία ο Σμιθ αποκαλεί ‘στάσιμη’, αλλά στην σύγχρονη ορολογία θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε με τον όρο ‘ώριμη’» (Τζ. Αρίγκι, Ο Άνταμ Σμίθ στο Πεκίνο, Εκδόσεις Verso, σελ. 49).
Οι σύγχρονοι οικονομολόγοι, ονομάζουν αυτήν την κατάσταση ως «παγίδα ισορροπίας στο υψηλό επίπεδο». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το σημείο οικονομικής ωρίμανσης μιας μη-κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, που δεν γνωρίζει τον μηχανισμό της «δημιουργικής καταστροφής». Σε αυτές της κοινωνίες, η σφαίρα της οικονομίας ήταν ενσωματωμένη και υποκείμενη στους πολιτικούς νόμους, τις ηθικές νόρμες –στην ‘φαντασιακή θέσμιση’ της εκάστοτε κοινωνίας– και γι’ αυτό ήταν αδιανόητο για την ίδια την οικονομική διαδικασία να προκαλέσει έναν ‘μεγάλο μετασχηματισμό’ στην κοινωνική, πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, στην πνευματική της διαμόρφωση κ.ο.κ. Η οικονομική σφαίρα και δραστηριότητα, δηλαδή, γνώριζε όριο. Και όταν το προσέγγιζε, το ποσοστό κέρδους έτεινε να φθίνει, και προέκυπτε η «στασιμότητα», δηλαδή παύση της μεγέθυνσης σε υψηλό επίπεδο ευημερίας. Αυτό που συνέβη, δηλαδή, στην Κίνα –σε αντίθεση με την οικονομική και κοινωνική ιστορία της Ευρώπης, που προχώρησε στην… βιομηχανική επανάσταση και την αποικιοκρατία για την άρση της ‘παγίδας ισορροπίας στο υψηλό επίπεδο’. Ίσως παρόμοια ‘φάση ωριμότητας’ να διήλθε και στις περιόδους ακμής της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία –θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας να την ψάξει κανείς.
Η αμφισβήτηση της μεγέθυνσης (αποανάπτυξη) συνδέεται άρρηκτα με την αμφισβήτηση του δυτικού μοντέλου ‘οικονομικής κοινωνίας’: Ότι δηλαδή, η οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να τίθεται στο επίκεντρο, και στην πρωτοπορία της συλλογικής ζωής των ανθρώπων. Άρα δεν νομίζω ότι είναι ζήτημα ‘αλληλέγγυας οικονομίας’ ή ‘συνεργατικής οικονομίας’. Είναι ζήτημα, ταυτοχρόνως, συρρίκνωσης και επαναπροσδιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας. Αποεμπορευματοποίησης μιας μεγάλης γκάμας της κοινωνικής ζωής (λογουχάρη Παιδεία, Υγεία, Δημόσιοι Χώροι, προσωπικές υπηρεσίες, ανατροφή των παιδιών κ.ο.κ.) και ταυτοχρόνως, αποανάπτυξης των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων (ενίσχυσης της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, της προώθησης συνεργειών μεταξύ μονάδων μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, της ανάπτυξης μορφών συνεταιριστικής οικονομίας σε βάρος των πολυεθνικών επιχειρήσεων). Είναι, τελοσπάντων, μια μεγάλη συζήτηση για την οποία δεν υπάρχει ούτε τελική, ούτε μια και μοναδική απάντηση.
Η ματιά στην ιστορία, μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι στο παρελθόν δεν ήταν όλες οι αστικές κοινωνίες (δηλαδή οι κοινωνίες που είχαν κατακτήσει έναν βαθμό αστικοποίησης, και άρα άγγιξαν υψηλά επίπεδα ποιότητας ζωής) κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες: Κάθε άλλο. Άρα, θεωρητικά, μπορούν να υπάρξουν πολύπλοκες μορφές κοινωνικής οργάνωσης (και όχι μόνο πρωτόγονες), μη κεφαλαιοκρατικές, δηλαδή μη-υποκείμενες στις αρχές της οικονομετρίας, της ‘δημιουργικής καταστροφής’, της ασταμάτητης εμπορευματοποίησης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αυτές οι κοινωνίες θα είναι χειραφετημένες από την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, την αδικία, καθώς αυτά τα φαινόμενα δεν είναι ταυτίζονται μόνο με την κεφαλαιοκρατία. Αλλά θα έχουν χειραφετηθεί, τουλάχιστον, από την φαυλότητα της μεγέθυνσης, που απειλεί να καταστρέψει τον βίο του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη.
Φυσικά όλα αυτά είναι «θεωρητικά». Στην πράξη, η σύγκρουση για την φυσιογνωμία των κοινωνιών στον 21ο αιώνα, θα είναι πολιτική και θα είναι σκληρή. Γιατί, πράγμα που είναι αυτονόητο εξάλλου, το στρατόπεδο της μεγέθυνσης διατηρεί τεράστια αδράνεια συμφερόντων, που είναι τρομακτικά σε μέγεθος και ένταση ισχύος.
Ως συνήθως, κ. Ρακκά, το κείμενό σας είναι ενδιαφέρον και σοφιστικέ. Αλλά ξαναδιαβάζοντας σήμερα το σχόλιό σας, το άρθρο του κ. Κόρπα-Πρελορέντζου, και το σχόλιό μου, μου ήρθε στο νου εκείνη η γνωστή ιστορία για τους τρεις τυφλούς που άγγιξαν έναν ελέφαντα σε διαφορετικά σημεία (προβοσκίδα, χαυλιόδοντες, πόδι) και μετά περιέγραψαν κάτι εντελώς διαφορετικό ο καθένας. Έτσι κι εμείς. Το καλό είναι πως και οι τρεις αναγνωρίζουμε πως υπάρχει πια ένας τεράστιος ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο και είναι καιρός να συζητηθεί σοβαρά η παρουσία του. Και ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο είναι πως στις μέρες μας κάτι απρόσμενο έχει συμβεί στην ανθρώπινη κοινωνία και τα παλιά αναλυτικά εργαλεία δεν μπορούν πια να το περιγράψουν.
Και ευχαριστώ για την κομψή διόρθωση: Λατούς και όχι Λατούρ!