Ή πώς να ξεφύγει ο δημόσιος λόγος από τον ακατάσχετο οικονομισμό
Του Σ.Σ. από την Ρήξη φ. 130
Η είσοδος της χώρας στον έβδομο μνημονιακό χρόνο επιβάλλει έναν προσωρινό απολογισμό των πεπραγμένων όλων των συντελεστών του ελληνικού δράματος. Πέρα από τις προφανείς οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές διαστάσεις της αποικιοποίησης της χώρας και μετά την (προσωρινή;) εξάντληση των κοινωνικών αντιστάσεων, μπορούμε, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, να διακρίνουμε ορισμένα συμπτώματα μιας χρόνιας παθογένειας-παρακμής της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και μερικές νέες όψεις των αδυναμιών των Ελλήνων και των αντιστασιακών τους κινημάτων, να συγκροτήσουν μια ρεαλιστική, συνεκτική και ελπιδοφόρα πρόταση ανάταξης.
Tα μνημόνια και οι συνακόλουθες πολιτικές εγκαινιάζουν μια περίοδο βίαιης επιβολής του καπιταλιστικού φαντασιακού με τη χρήση πολλαπλών μεθόδων και τεχνικών μιας κοινωνικής μηχανικής, σχεδιασμένης με σκοπό τη διάλυση, τόσο της κοινωνικής συνοχής, όσο και ατομικών και κοινωνικών αντιστάσεων, ταυτοτήτων και σημείων αναφοράς. Εγκλωβίζουν τον δημόσιο λόγο σ’ έναν ακατάσχετο οικονομισμό από τον οποίο δεν ξεφεύγουν ούτε και οι αντιμνημονιακές «αντιστάσεις». Ο πυρήνας του καπιταλιστικού φαντασιακού, σχηματικά δηλαδή, πως «το μόνο που μετράει είναι αυτό που μετριέται», πρέπει να εντυπωθεί στο κοινωνικό σώμα ακόμα και με την εμμονικά επαναλαμβανόμενη εικόνα των μηχανών καταμέτρησης χαρτονομισμάτων που προβάλλονταν κάθε λίγο και λιγάκι από τις τηλεοπτικές οθόνες.
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της χώρας, όσες τουλάχιστον δεν ήταν άμεσα συνένοχες στην υποταγή της, βιώνουν τη νέα κατάσταση με προφανή αμηχανία, αν όχι πανικό. Οι μεταπολιτευτικές δεκαετίες στερούν σταδιακά τη χώρα από ηγεσίες με στοιχειώδη αίσθηση ευθύνης, αλλά και της ίδιας της διεθνούς και εγχώριας πραγματικότητας. Κυβερνούν με «ήσυχη συνείδηση» όλα αυτά τα χρόνια, με αυτόματο πιλότο προσδένοντας τη χώρα στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι, αγνοώντας ή υποβαθμίζοντας τις οικονομικές και γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες, ασχολούμενοι με τη νομή εξουσιών, προνομίων και χρήματος. «Ήσυχη συνείδηση» χαρακτηρίζει και τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών που ιδιωτεύουν, υπερκαταναλώνουν και δουλεύουν πάνω στις προσωπικές τους «αφηγήσεις».
Είναι αλήθεια ότι η μνημονιακή λαίλαπα θα αφυπνίσει αντιστασιακά αντανακλαστικά σε ένα κομμάτι του ελληνικού λαού. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια, ότι οι αντιστάσεις αυτές είναι κατώτερες των τραγικών περιστάσεων. Δύο ή τρεις δεκαετίες καταναλωτικής αποχαύνωσης, ιδιώτευσης ή ψευδοαντιστάσεων χωρίς κόστος, μεταπολιτευτικής υποκρισίας και χαζοχαρούμενων στρουθοκαμηλισμών μπροστά στα πραγματικά προβλήματα και τη συνθετότητα της νέας κατάστασης, όπως, ακόμα, η προφανής έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής παιδείας και η γήρανση ανθρώπων και πρακτικών στους πολιτικούς χώρους, δεν μπορούν να απαντήσουν στη βιαιότητα της παγκοσμιοποιητικής «προσαρμογής».
Τα αριστερά, μαρξιστικά ή και εθνικά φετίχ θα εμποδίσουν τους πιο έντιμους να κάνουν μια ψύχραιμη, ρεαλιστική και υπεύθυνη εκτίμηση των νέων δεδομένων (αποδεικνύοντας, για άλλη μια φορά, πως οι αυταπάτες μπορούν να είναι ισχυρότερες από την πραγματικότητα), ενώ οι τυχοδιώκτες και οι κυνικοί θα αφαιρέσουν σταδιακά τη μάσκα τους, αποκαλύπτοντας το πραγματικό τους πρόσωπο.
Η ελληνική τραγωδία, από τη μια, φανερώνει την Ύβριν των διεθνών ελίτ. Αποκαλύπτει τη φαουστική υπερβολή των κυρίαρχων στην υποταγή, τη λεηλασία και την «τιμωρία των απείθαρχων» του παγκόσμιου χωριού. Ξεγυμνώνει μια ακόρεστη και αλαζονική «βούληση για δύναμη». Από την άλλη, η ελληνική κοινωνία δείχνει με χαρακτηριστικό τρόπο τη δυσκολία του σύγχρονου ανθρώπου να επωμιστεί το βάρος και την ευθύνη της συλλογικής του ύπαρξης, καταφεύγοντας σε μια αποχαυνωτική μακαριότητα ή επαναπαυόμενος σε μια «ήσυχη συνείδηση», υποπροϊόν του φιλελεύθερου ή μαρξιστικού προοδευτισμού.
Σ’ αυτήν τη δύσκολη και επικίνδυνη μεταβατική περίοδο της ελληνικής ιστορίας και με εμφανή την πιθανότητα μιας σταδιακής μεταμόρφωσης του ήπιου νεοελληνικού μηδενισμού σε μια πιο βίαιη και ανεξέλεγκτη μορφή του, θα ήταν, ίσως, συνετό, να καταφύγουμε σε μια ελάχιστη φρόνηση:
Είναι, Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα-
δύσκολο καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις κι από μένα πολλά-
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
”Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος”.
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ’ όλα αυτά, Μαρία.
Κατερίνα Γώγου,
«Ιδιώνυμο» (1980)
1 ΣΧΟΛΙΟ
Δυνατό άρθρο για το πρόβλημα του οικονομισμου στην σύγχρονη κοινωνία !