του Κώστα Παπαϊωάννου (Άρδην τ. 43)
6. Αν κατορθώσουμε να αντικρούσουμε το «κλασσικό ήθος», όχι σαν αφηρημένο ιδεατοτυπικό σχήμα, αλλά σαν μια ζωντανή ιστορική πραγματικότητα, τότε θάχουμε και το κλειδί για την κατανόηση αυτής της ειδικής μορφής συνέχειας, που παρουσιάζει η ιστορία του 5ου αιώνα.
Κι εδώ χρειάζεται να εφοδιαστούμε με ορισμένες βασικές Ελληνικές απόψεις και ιδέες. Συνέχεια για τους Έλληνες δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά διατήρηση μιας αδιάλειπτα διαφοροποιούμενης Ενότητας. Αυτός ο ορισμός εκφράζει την απόλυτα καταφατική και ενεργητική στάση του Έλληνα απέναντι στην Ιστορία. Ας προσπαθήσουμε ν’ αναπλάσουμε αυτή την πρωταρχική εκδήλωση κάθε γεννώμενου πολιτισμού, αυτή τη μυστική ιδέα τη γεμάτη από τα βάθη της λαϊκής ψυχής και που μ’ αυτήν κάθε πολιτισμός στα πρώτα του σκιρτήματα εκφράζει το πεπρωμένο του, τη μυστική εικόνα του εαυτού του.
Στις Ινδίες, η θλίψη, η οδύνη και η αηδία που γεννάει το θέαμα της αιώνιας και μάταιης πάλης, που γίνεται ανάμεσα στις ατομικότητες και που καταλήγει στο Μηδέν, στο θάνατο, με λίγα λόγια, το θέαμα του «ιστορικού γίγνεσθαι», γέννησε μια καθαρά αρνητική στάση απέναντι στο γίγνεσθαι και την αλλαγή. Η επί χιλιάδες χρόνια αναλλοίωτη διατήρηση του συστήματος των καστών, όπου μέσα του αποστεώθηκε όλο το «ιστορικό γίγνεσθαι» και η ινδική Φιλοσοφία της Φυγής, της Επιστροφής πίσω σε κάποια αιώνια αδιαφοροποίητη Παγκόσμια Ενότητα μέσα στην οποία εξαφανίζεται η ατομική ψυχή…είναι οι δυο πιο τυπικές εκδηλώσεις της αρνητικής αυτής στάσης.
Αντίθετα οι Έλληνες, από τα πρώτα τους βήματα, είδαν σαν κάτι ολότελα θετικό το γεγονός της διαφοροποίησης, του κατατεμαχισμού σε ατομικότητες, του γίγνεσθαι και της φθοράς. Ο άνθρωπος σαν ατομικότητα δεν είναι κλειστή μονάδα δίχως παράθυρα, χαμένη μες την παγερή της απομόνωση, έρμαιο του χρόνου και της φθοράς, που η μόνη της ελπίδα είναι να σβυστή, να αφανιστή μέσα σε μια παγκόσμια ύπαρξη, που θα’ ναι η δική της ανυπαρξία.
Βέβαια, οι Έλληνες ποτέ δεν αποτράβηξαν το βλέμμα τους από το ζοφερό θέαμα των «εφήμερων» όντων που στροβιλίζονται μες το χρόνο σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, σαν «σκιάς ονείρατα». Στον 7ο αιώνα μάλιστα, όταν η κρίση είχε φτάσει στο κατακόρυφο και ο διονυσιασμός είχε κατακλύσει όλη την Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ο Ελληνισμός ήταν έτοιμος να βυθιστή σε κάποια ασιατική Θεοκρατούμενη βαρβαρότητα. Εκείνη την εποχή, μέσα στη φοβερή εξαθλίωση, την αποσύνθεση της αριστοκρατίας και τις πρώτες αυθόρμητες και ανώριμες επαναστατικές κινήσεις του Δήμου, σα να φάνηκε ότι η Ελλάδα θα ριχνόταν μες το δίλημμα να χαθή μέσα σε μια απάνθρωπη πολιτεία «στρατοπέδου» τύπου Σπάρτης ή μέσα σε μια νομιμοποιημένη διονυσιακή αναρχία, σαν κι αυτή που, περιοδικά επαναλαμβανόμενη, είναι φαινόμενο κοινό για όλους τους πρωτόγονους.
Ποια ήταν η σωτήρια εκείνη δύναμη που προφύλαξε τον ελληνισμό από τον κίνδυνο να εξαφανιστεί μέσα σ’ ένα κοινωνικά ξεπερασμένο στρατοκρατικό σχήμα ή μέσα στην αντιουμανιστική διονυσιακή μυστικοπάθεια; Και πώς πραγματοποιήθηκε ιστορικά η δύναμη αυτή; Η δύναμη αυτή, για την οποία θα μιλήσουμε, είναι ακριβώς ο Νόμος του κλασσικού πολιτισμού ή ελληνικώτερα, ο Δαίμων του.
Παρατηρήστε τους αρχαϊκούς κούρους πώς βγαίνουν απ’ την πέτρα, βαρείς ακόμα από ύλη και από προϊστορικό ύπνο, με σφιγμένες τις γροθιές, το βλέμμα υγρό από δίψα ζωής και εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο του όντος, που δεν έχει διαφοροποιηθή ακόμα από τον Κόσμο και σα φυτό χώνει τις ρίζες του και θρέφεται από τον Κόσμο. Προσέχτε αυτή την τέλεια χαρά της καθαρής ασυνειδησίας και την παντοδυναμία του αδιάφθορου ακόμα από κάθε είδους πολιτισμό ενστίκτου, που διαισθάνεται όμως το πεπρωμένο του και την ιστορία που το περιμένει. Παρατηρήστε όλη την εξέλιξη του αρχαϊκού κόσμου, πώς βγαίνει μέσα από την πέτρα, πώς χειραφετείται απ’ αυτή τη σχεδόν αιγυπτιακή ακινησία, πώς αρχίζει να περπατά και βγάζει τονα πόδι μπρος απ’ τ’ άλλο, πώς τα χέρια του αποχτάν ζωή, υψώνονται και οπλίζονται…λες και βλέπουμε μπροστά μας τα πρώτα βήματα του κλασσικού πολιτισμού.
Λοιπόν, ακριβώς μέσα από το χαμόγελο των κούρων μπορούμε να δούμε όλη την Φιλοσοφία της Ιστορίας των Ελλήνων, αυτή την ιδέα της απόλυτης θετικότητας της ύπαρξης, που αψηφάει το θάνατο και βεβαιώνει τον εαυτό της μέσα στον αγώνα, εκεί όπου η ζωή συνορεύει με τον θάνατο. Μπορούμε να δούμε στο έμβρυό της όλη την κλασσική πίστη στην αξία της ύπαρξης και στη δημιουργικότητά της, στην ανθρώπινη ιστορία, δηλ. σ’ αυτή τη δαιμονική δύναμη, που όπως την ορίζει αργότερα ο Πλάτων, επιτρέπει στον άνθρωπο να ξεπερνάη τη σχετική και θνητή ατομικότητά του με τον Πολιτισμό και την Ιστορία, «κινητή εικόνα της αθανασίας», και όχι με την ινδική μέθοδο της προσκόλλησης στην Παράδοση ή με την διονυσιακή μέθοδο της εξαφάνισης του ανθρώπου πίσω από τη μάσκα του Θεού.
Είναι τελείως χαρακτηριστικό το ότι, εκτός από τον Παρμενίδη, το στασιώτη του όλου1, «αυτόν που αναστάτωσε το Σύμπαν ακινητοποιώντας το», όλη η Ελληνική Φιλοσοφία εξέφρασε την ίδια θετική και ενεργητική στάση απέναντι στην ιστορία και το Γίγνεσθαι. Ας προσπαθήσουμε τώρα να κατανοήσουμε τη σημασία των «αφηρημένων» εννοιών, με τις οποίες η φιλοσοφία εξέφρασε την κοσμοθεωρία και τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Ελληνισμού, επί παραδείγματι, ποια είναι η βαθύτερη σημασία της αντίθεσης ανάμεσα στο είναι και το γίγνεσθαι, αυτής της αντίθεσης που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Ελληνικής Φιλοσοφίας;
Ποιο είναι το νόημα της αντίθεσης αυτής στο θείο (το Εν, το Απόλυτο, το Ον, το αιώνιο, το «αεί κατά ταύτα έχον») και το ανθρώπινο (το Σχετικό, το Γιγνόμενο, το διάφορο, το εφήμερο) και ποια είναι η λύση, η «κάθαρση» που έδωσε ο Ελληνισμός στην αγωνιώδη αξεπέραστη (π.χ στις Ινδίες), αυτή αντίθεση; Γιατί η αντίθεση αυτή δεν είναι μια άσαρκη, εγκεφαλική έννοια αλλά εκφράζει τη συνειδητή στάση ενός ολάκερου πολιτισμού πάνω στο πρόβλημα της ανθρώπινης σχετικότητας, δηλ. πάνω στο πρώτο θεμελιώδες πρόβλημα που θέτει και μ’ ένα οποιοδήποτε (θετικό ή αρνητικό) τρόπο λύνει κάθε πολιτισμός.
Στις Ινδίες, π.χ, την οδυνηρή απειροποικιλία και ρευστότητα του γίγνεσθαι δεν την είδαν παρά σαν γυμνό χάος, σαν απατηλή φαινομενικότητα ή σαν πηγή θλίψης και απογοήτεψης, δηλ. σαν κάτι απόλυτα και ανεπανόρθωτα κακό που προσπάθησαν να το απαρνηθούν με μια αυστηρή ασκητική και με μια ακόμα αυστηρότερη προσήλωση στον Τραντισιοναλισμό.
Στην Αίγυπτο πάλι, όπου το αίσθημα της απεραντοσύνης του χρόνου είχε δημιουργήσει μια γεροντική περιφρόνηση της μηδαμινότητας και της σχετικότητας της ανθρώπινης ζωής, η απόλυτα καταφατική στάση του κλασσικού Έλληνα απέναντι στη ζωή θα φαινόταν σαν μια παράξενη παιδαριωδία. «Ω Έλληνες» _είχε πη στο Σόλωνα ένας Αιγύπτιος ιερέας_, αεί παίδες εστέ, γέρων δε Έλλην ουκ έστιν»… «Νέοι εστί τας ψυχάς πάντες. Ουδεμίαν γάρ εν αυταίς έχετε δι’ αρχαίαν ακοήν παλαιάν δόξαν, ουδέ μάθημα χρόνω πολιόν ουδέν»2. Φυσικά με τα παραπάνω ο Αιγύπτιος ιερέας δεν υποστήριζε τη σπεγκλερική ιδέα3 ότι οι Έλληνες δεν είχαν ιστορική συνείδηση· αντίθετα, διαπίστωνε ότι οι Έλληνες ήταν ανίκανοι να δουν sub specie aeternitatis τη σχετικότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο Herder λέει σχετικά: «Αν ένας αρχαίος Αιγύπτιος έμπαινε σε ένα Ελληνικό Μουσείο θα τρόμαζε, θα ξαφνιαζόταν και ίσως στο τέλος γύριζε αλλού με περιφρόνηση. «Τι ανακάτωμα, θάλεγε, τι θράσος! Ξιφομάχε! πόσην ώρα θα ρίχνεσαι μπροστά; Και συ νεανία! πόσον καιρό θ’ απλώνης το χέρι στο στεφάνι; Και συ Αφροδίτη! Ολοένα θα βγαίνης από το λουτρό; Και σεις παλαιστές ακόμα δεν νικήσατε; Πόσο αλλοιώτικα είμαστε εμείς! Εμείς παρασταίνουμε μόνο εκείνο που διαρκεί αιώνια, τη στάση της ηρεμίας και της ιερής σιωπής»…
Απέναντι στις θεμελιώδεις αυτές αντιθέσεις, ανάμεσα στην ηρεμία και την κίνηση, το ον και το γιγνόμενο, την ενότητα και την πολλότητα, την ταυτότητα και την ποικιλία, ο κλασσικός πολιτισμός αντέταξε σαν σωτήρια σύνθεση την ιδέα του Δαίμονα-Μεταξύ. Πρώτοι οι Έλληνες στην Ιστορία ένοιωσαν πως η αδιάκοπη αλλαγή και κίνηση, που χαρακτηρίζει τη ζωή, φαινομενικά μόνο είναι άπιαστη και φευγαλέα.
Ύστερα από τον 6ο αιώνα, όταν η τάση προς το Νόμο και τον Κανόνα, προς ό,τι είναι γενικό και αναγκαίο, με μια λέξη προς την «ιδέα», που μένει ατάραχη στο βάθος κάθε αλλαγής, γίνηκε το θεμέλιο της πολιτιστικής τους ζωής, μόλις αντιμετώπισε ο Έλληνας Καλλιτέχνης στην πλαστική του π.χ το πρόβλημα της κίνησης δεν περιορίστηκε στην απλή μίμηση –κατά την πλατωνική ορολογία– τυχαίων, αυθαίρετων και στιγμιαίων κινήσεων, αλλά κατόρθωσε να εκφράση αυτόν ακριβώς τον ίδιο το ρυθμό τους, τον εσωτερικό Νόμο της λειτουργίας τους.
Μόλις έθεσε το πρόβλημα του γίγνεσθαι στην τέχνη, μόλις δηλ. μπόρεσε να χειραφετηθή από τη θρησκευτική υποταγή στο θέμα της άχρονης και αναλλοίωτης θεϊκής μακαριότητας και προσπάθησε να εκφράση αισθητικά μιαν ανθρώπινη μορφή, κατόρθωσε να δώση έναν άνθρωπο έχοντας για μοντέλο όχι το απλό εμπειρικό ατομικό αντικείμενο, αλλά τους γενικούς ρυθμιστικούς κανόνες της σωματικής κατασκευής και κίνησης, την «ιδέα» του ανθρώπινου κορμιού και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έτσι η «ιδέα» στην πλαστική γίνεται ρυθμός, στη ζωή γίνεται μέτρο και στην πολιτική «Νόμος». Το ίδιο και στη Φιλοσοφία. Ξεπέρασαν την αντίθεση ανάμεσα στο αναλλοίωτο ον και στο διαφοροποιούμενο γίγνεσθαι με την έννοια του Νόμου και της Ενότητας, που η παρουσία τους δίνει νόημα και ύπαρξη στον κόσμο των φαινομένων, μες στον οποίο ζη ο άνθρωπος. Κανείς π.χ. δεν τόνισε περισσότερο από τον Ηράκλειτο –τον κατ’ εξοχήν φιλόσοφο του Γίγνεσθαι– τη σημασία της ενότητας και του Νόμου σαν πρωταρχικών και σωτήριων κοσμικών, κοινωνικών και ψυχικών δυνάμεων. Ο Πλάτων αφιερώνει μερικές από τις καλύτερες σελίδες του Φαίδωνα4, για να αποδείξη τη θετική συμμετοχή του αισθητού στη διαδικασία της γνώσης και τονίζει ότι δεν μπορεί να φτάσουμε στην Ιδέα παρά μόνο διαμέσου του αισθητού. όταν δε ένας παρεξηγημένος πλατωνισμός και ελεατικές επιδράσεις εγέννησαν μες την πλατωνική Ακαδημία την τάση των «φίλων των ειδών», δηλ. τη θεωρία της απόλυτης «χωριστής» (χωρίς) ύπαρξης των ιδεών και των φαινομένων, ο Πλάτων έσπευσε στον «Παρμενίδη», οδηγούμενος από το γνήσιο Ελληνικό του ένστικτο, να καταδείξη τι παραλογισμούς γεννούσε μια θεωρία που καταδίκαζε τον κόσμο της εμπειρίας στο ρόλο μιας απόλυτα απατηλής και αρνητικής φαινομενικότητας και που αρνιόταν κάθε δυνατότητα επαφής της ανθρώπινης ιστορικής ύπαρξης5 με την κοσμική αιώνια πραγματικότητα6.
Η Ενότητα και ο Νόμος είναι αυτά που «σώζουν», δηλ. που διατηρούν το φαινομενικό και το ατομικό, δηλ. γενικά το υποκείμενο, στη γένεση και τη φθορά. Αυτή είναι η βασική ιδέα που διέπει όλη την Ελληνική Φιλοσοφία από τον Ηράκλειτο μέχρι τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων μάλιστα (που η αφελής δογματική άποψη από τον Αριστοτέλη και δώθε τον είδε σαν τον θεωρητικό της «χωριστής» απόλυτης Ιδέας), μόλις ξεκαθάρισε από κάθε είδους δογματισμό το αληθινό περιεχόμενο της Ιδεοκρατίας, υπέδειξε ρητά τη μέθοδο των ιδεών σαν την μέθοδο εκείνη που «σώζει τα φαινόμενα»7 δηλ. που τους δίνει ενότητα και ύπαρξη υπάγοντάς τα κάτω από το Νόμο. Στο Γοργία μάλιστα, και ιδιαίτερα στις σελίδες 500-508, όπου ο Πλάτων συμπυκνώνει όλη την προηγούμενη εμπειρία του Ελληνισμού, αποκαλύπτεται η οργανική σχέση που έβλεπε το κλασσικό πνεύμα ανάμεσα στις έννοιες της ύπαρξης, της Ενότητας, του Νόμου, του Λόγου, του Αγαθού και της Τάξης.
Το Αγαθό, δηλ. το θεμέλιο κάθε ανθρώπινης και κοσμικής ύπαρξης (που δεν είναι παρά η πλατωνική, «ουμανιστική» μετάφραση της έννοιας της Δίκης του Σόλωνα και των προσωκρατικών), δεν είναι για τον Πλάτωνα παρά ο Νόμος καθ’ εαυτόν, η έννοια της νομιμότητας, η συμφωνία προς το Νόμο. Νόμος είναι η πρωταρχική Δύναμη, που υπερβαίνει «πρεσβεία και δυνάμει» (κατά λογική προτεραιότητα και σπουδαιότητα) κάθε ατομικό, μερικό φαινόμενο, η δύναμη που δίνει ενότητα, μορφή και νόημα (το «είδος» τους) στα φαινόμενα και που επιβάλλει τάξη, δηλ. ενιαίο συνολικό νόημα στη χαώδη απειροποικιλία τους.
Έτσι η τελευταία έννοια του Νόμου είναι τάξη, μορφή, δηλ. διατήρηση ενότητας μέσα στη γένεση και την εξαφάνιση των πολλών και διαφόρων ατομικοτήτων. Από θεωρητική άποψη, είναι Λόγος, δηλ. η Ενότητα της Συνείδησης που χωρίς αυτήν είναι αδύνατη η κατανόηση των πολλών και διαφόρων αντικειμένων και η διατήρησή τους μέσα στη γνώση. Από κοσμολογική άποψη, είναι «κόσμος», δηλ. διατήρηση της θεμελιώδους ενότητας του είναι μέσα στο γίγνεσθαι, από κοινωνική, ηθική και πολιτική άποψη, είναι αγαθό, έννομη τάξη, δηλ. διατήρηση της έννοιας της Νομιμότητας μέσα στο άτομο και την Κοινωνία. Από την άποψη του πολιτισμού είναι δαίμων, διατήρηση της Πρωταρχικής Ενότητας του πολιτισμού μέσα στη συνεχή διαφοροποίηση του ανθρώπινου Γίγνεσθαι, μέσα στην Ιστορία, δηλ. μέσα στην γένεση και τον αφανισμό των ατόμων και των γενών.
1. Πλάτων Θεαίτ. 181α.
2. Τίμ. 22β.
3. Spengler: Le declin de Occident 1, 28-29. Η άποψη αυτή του Spengler είναι τελείως αστήρικτη, ιδίως μάλιστα όταν σκεφτούμε ότι ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης είναι οι πατέρες της Ιστορίας.
4. Αυτή την έννοια έχει η θεωρία της ανάμνησης, βλ. Φαιδ. 72-77.
5. «Παρ’ ημίν, εν ημίν»: «Παρμ», 130c, 133d, 134b βλ. και Φαιδ. 102β 103 χωρίς παρμ. 139c
6. «Εν τη φύσει», βλ. τα προαναφερθέντα χωρία του «Παρμεν.» και του «Φαίδωνα».
7. «Σώζειν τα φαινόμενα» _ «αποδεδόντι τα φαινόμενα» _ Θεόφραστος Diels Vorrokz ΙΙ, 43, «τα φαινόμενα αποδούναι», Αριστοτέλης «Μετ. Τ. Φυσικά» 107 3β 36 107 4α 1.