του Κώστα Παπαϊωάννου (Άρδην τ. 43)
Ο Ένγκελς έσπρωξε αυτή τη ρήξη στις πιο ακραίες της συνέπειες: “όσον αφορά τις ιδεολογικές περιοχές που πλανιούνται ακόμα πιο ψηλά (από το κράτος, το δίκαιο, κλπ): τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, κλπ., αποτελούνται από ένα υπόλειμμα _που ανάγεται στην προϊστορία και που η ιστορική περίοδος το βρήκε μπροστά της και το περιμάζεψε_ απ’ αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα… ηλιθιότητα (sic). Στη βάση των διάφορων αυτών ψευδών αναπαραστάσεων της φύσης, της δημιουργίας του ίδιου του ανθρώπου, των πνευμάτων, των μαγικών δυνάμεων, κ.λπ., δεν υπάρχει συχνά παρά μόνον ένα αρνητικό οικονομικό στοιχείο: η ασθενής οικονομική ανάπτυξη…”1
Βρισκόμαστε, όπως βλέπουμε, μακριά απ’ αυτό που ο Μερλό-Ποντί αποκαλούσε “δυτικό μαρξισμό”: αυτόν του οποίου “η νηφάλια αρχή δεν απαιτεί ούτε να ξεπεραστεί εξ ολοκλήρου από τον δικό μας η εμπειρία των καθυστερημένων πολιτισμών, ούτε θεωρεί την πρόοδο των μεταγενέστερων πολιτισμών σαν απόλυτη πρόοδο”. “Ο Χέγκελ, λέει ακόμα ο Μερλό-Ποντί, μπορεί να εντάξει το ψευδές στη λογική της ιστορίας μόνο σαν μερική αλήθεια, δηλαδή κάνοντας αφαίρεση αυτού ακριβώς που το καθιστά ψευδές. H σύνθεση, κατά συνέπεια, είναι σ’ αυτόν υπερβατική σε σχέση με τις στιγμές που την προετοιμάζουν. Απεναντίας, στον Μαρξ, αφού η διαλεκτική είναι η ίδια η ιστορία, ολόκληρη η εμπειρία του παρελθόντος, δίχως φιλοσοφική προετοιμασία, δίχως μετατόπιση ούτε και τομή, θα πρέπει να μεταβιβαστεί στο παρόν και στο μέλλον”2.
Αυτή η ομολογία πίστης είναι τυπική του “φιλοσοφικού μαρξισμού” των ημερών μας. Ο Χέγκελ, που ύψωσε την ανάμνηση (την Erinnerung της Φαινομενολογίας) στο ύψος μιας φιλοσοφικής αρχής, κρίνεται με μιαν αυστηρότητα που τον αδικεί πολύ, αφού κανένας άλλος φιλόσοφος (σκεφτείτε τον Σπένγκλερ, λογουχάρη, τον μόνο με τον οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί) δεν έδειξε έναν άλλο δρόμο προσπέλασης που να επιτρέπει να μεταδοθεί, ακέραια, η εμπειρία του παρελθόντος “στο παρόν και στο μέλλον”. Ενώ αποδίδεται στον Μαρξ η πατρότητα μιας “αρχής” που δεν διακήρυξε ποτέ και που μάλιστα την έκανε αδιάβατη. Πώς ήταν δυνατό να “απαιτήσει” ο Μαρξ να μεταδοθεί η θρησκευτική, λογουχάρη, εμπειρία του παρελθόντος “δίχως μετατόπιση ούτε και τομή” στο παρόν και στο μέλλον;
Η χεγκελιανή απόπειρα να σωθεί το παρελθόν ενσωματωμένο στην ανάπτυξη του πνεύματος έμεινε για τον Μαρξ νεκρό γράμμα. Κατ΄ αυτόν, ο Χέγκελ δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το “να οδηγήσει στην πιο καθαρή της έκφραση τον γερμανικό (‘ιδεολογικό’, ‘θεολογικό’, ‘παράλογο’) τρόπο γραφής της ιστορίας”, δηλαδή “να προϋποθέτει ότι οι διάφορες ανοησίες (οι “ηλιθιότητες” για τις οποίες μιλάει ο Ένγκελς) έχουν τελικά ένα ιδιαίτερο νόημα που πρέπει ν’ ανακαλύψουμε”3. Τελείως διαφορετικές είναι οι “προϋποθέσεις” του Μαρξ. Μ’ αυτόν, ο άνθρωπος της τεχνικής εποχής συνειδητοποιεί ριζικά και για πρώτη φορά ότι η “αλήθεια” του κι η “δύναμή” του είναι “ασυμβίβαστες” με την “αντίληψη της φύσης και της κοινωνίας” που “εξέθρεψε” η πνευματική εμπειρία όλων των προηγούμενων πολιτισμών. “Τι είναι ο Ήφαιστος πλάι στην Ρόμπερτς και Σια, ο Δίας πλάι στο αλεξικέραυνο κι ο Ερμής πλάι στην Τράπεζα χρεωγράφων; Τι γίνεται η Φήμη απέναντι στα τυπογραφεία της εφημερίδας Τάιμς;” αναρωτιέται ο Μαρξ4 για να δείξει την άβυσσο που χωρίζει τους σύγχρονους από τους αρχαίους. Γιατί, στο πνεύμα τους, αυτό που θέλησαν να εκφράσουν οι αρχαίοι έλληνες με τη μορφή του Κεραυνίου Διός, δεν είναι τόσο αυτό που ένιωθαν μπροστά στον κεραυνό και τον “χαλκούν ουρανό”, αλλά μάλλον αυτό που πραγματοποιήθηκε, τρεις χιλιάδες χρόνια αργότερα, με την εφεύρεση του αλεξικέραυνου. Με χεγκελιανούς όρους, ο Βενιαμίν Φραγκλίνος έμελλε να είναι η “αλήθεια” του Φειδία…
Θεωρώντας την ιστορία της βιομηχανίας βιβλίο των ουσιωδών δυνάμεων του ανθρώπου, ο Μαρξ δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί αν “η αντίληψη της φύσης και της κοινωνίας που θρέφει την ελληνική φαντασία, και κατά συνέπεια την ελληνική τέχνη, συμβιβάζεται με αυτόματους αργαλειούς, τους σιδηροδρόμους, την ατμομηχανή και τον ηλεκτρικό τηλέγραφο”…Έχοντας απαντήσει αρνητικά, δεν του έμενε παρά να ξαποστείλει τον ελληνικό πολιτισμό στην camera obscura της ιδεολογίας. Αλλά ο Μαρξ, που διάβαζε Αισχύλο στο πρωτότυπο, δε μπορούσε ν’ αντιμετωπίζει την αρχαία Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε τον Μεσαίωνα –“ζωολογία της ανθρωπότητας”5. “Η δυσκολία, λέει, δεν είναι να καταλάβουμε ότι η αρχαία ελληνική τέχνη […] συνδέεται με συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης. Το παράδοξο είναι ότι εξακολουθεί να μας παρέχει μιαν αισθητικήν απόλαυση και να θεωρείται από ορισμένες απόψεις κανόνας και απαράμιλλο πρότυπο”.
Ας συγχωρήσουμε τους αρχαίους έλληνες, που δυσκόλεψαν έστω και λίγο την ανάγνωση της βίβλου της βιομηχανίας κι ας πούμε ότι χρειάζεται προηγουμένως να περιορίσεις την τέχνη, τη μυθολογία, “καθώς και την υπόλοιπη ιδεολογία”, σε μιαν “έκφραση” της προκαπιταλιστικής υποπαραγωγής, ώστε να μπορούν να ανακύψουν παρόμοιες “δυσκολίες”. Γιατί η “απόλαυση” αυτών των μορφών που διαθέτουν σημαίνουσα ικανότητα, που κάνουν την τέχνη κάτι απείρως πλατύτερο από την τεχνική, εγείρει “δυσκολίες” του τύπου αυτού μόνο στο εσωτερικό της αποκεφαλισμένης “διαλεκτικής” του Μαρξ. Και θα πρέπει να έχεις ταυτίσει το “Είναι” του ανθρώπου με την εργασία και τη βιομηχανία για να βρεις παράδοξο το γεγονός ότι οι τέχνες (λίγο ενδιαφέρει ποια, η αρχαιοελληνική ή η νέγρικη, η ωρινάκει ή η βυζαντινή) που γεννήθηκαν σε εποχές τεχνολογικά “ασυμβίβαστες” με τη δική μας, “εξακολουθούν” να μας δίνουν μιαν απόλαυση ανεξάρτητη από τις επιστημονικές μας γνώσεις, τα τεχνικά μας επιτεύγματα ή τις πολιτικές μας εντάξεις. Απέναντι στις “εξωτερικές αποκαλύψεις” της ανθρώπινης ουσίας, τις οποίες μπορούμε ν’ αποθαυμάσουμε στη βιομηχανία, η ανθρωπότητα των καιρών πριν από τη βιομηχανική επανάσταση μπορεί να επιδείξει μόνο λευκές σελίδες στο βιβλίο των ουσιωδών δυνάμεων του ανθρώπου. Όλο το παρελθόν παραγράφεται και γίνεται “ανούσιο” με τον ίδιο τρόπο που οι παλιές μηχανές περιπίπτουν σε αχρησία και πετιούνται για παλιοσίδερα. Γιατί κάθε φορά που επινοούνται καινούργιες και πιο τελειοποιημένες μηχανές, οι παλιές μηχανές μοιάζουν με τους μικρούς Βούδες που καταποντίζονται στο απόλυτο μηδέν της λησμονιάς. Γιατί να μη συνέβαινε το ίδιο και με το πνεύμα; Για να ξεπεράσει αυτή τη “δυσκολία” και να άρει αυτό το “παράδοξο”, ο Μαρξ δίνει μιαν απάντηση σχεδόν συγκινητική στην απλοϊκότητά της.
Κατ’ αυτόν, οι αρχαίοι έλληνες, όπως και οι άλλοι προ-βιομηχανικοί λαοί αντιπροσωπεύουν την “κοινωνική παιδική ηλικία της ανθρωπότητας”, κι αν αναγνωρίζουμε μιαν “αιώνια” αξία στην αρχαία ελληνική τέχνη, είναι γιατί ξαναβρίσκουμε σ’ αυτήν τα “παιδικά μας χρόνια”. “Ένας ενήλικος, λέει ο Μαρξ, δε μπορεί να ξαναγίνει παιδί δίχως να γίνει γελοίος”: αυτά για το “ασυμβίβαστο”. “Δεν χαίρεται, όμως, με την αφέλεια του παιδιού και δε θέλει κι ο ίδιος να πασχίσει ν’ αναπαραγάγει, σ’ ένα επίπεδο πιο υψηλό, την αλήθεια του απλοϊκού παιδιού; Γιατί η κοινωνική παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, στην πιο όμορφη στιγμή της άνθησής της, να μην ασκεί, σε μια φάση που διάβηκε παντοτινά, μιαν αιώνια γοητεία;”
Αυτή η ανάσταση της (θεολογικής προελεύσεως) μυθολογίας των “ηλικιών του κόσμου” μας ξαφνιάζει για περισσότερους από έναν λόγους: Ο Χέρντερ, ο Βίνκελμαν κι ο Χέγκελ είχαν θεωρήσει κι αυτοί τον αρχαίο ελληνισμό “εφηβεία της ανθρωπότητας” –αλλά μ’ αυτό δεν εννοούσαν ότι ο εφευρέτης της κλωστικής μηχανής της “Τζένι” έμελλε να είναι ο πρώτος άνθρωπος που έφτασε στην ώριμη ηλικία. Ο Πλάτων, που μιλούσε με αληθινό τρόμο για το “παιδί που φωλιάζει μέσα μας”, ο Αριστοτέλης που, μεταξύ άλλων, είπε ότι “κανένας δεν θα ευχόταν να ζήσει διατηρώντας σ’ όλη του τη ζωή τη διανοητική ικανότητα του παιδιού”, ο άγιος Αυγουστίνος που ανέκραξε: “Ποιος δε θα οπισθοχωρούσε από φρίκη και δε θα προτιμούσε να πεθάνει, αν του έδιναν τη δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα στο θάνατο και στο να ξαναγίνει παιδί!”6 _ ήταν, κατά συνέπεια, όλοι τους, “κοινωνικά” παιδιά, επειδή αγνοούσαν το αλεξικέραυνο, την Τράπεζα χρεωγράφων και τα “θαύματα” της σιδηρουργίας;
Άλλωστε, οι φράσεις για την “αιώνια γοητεία” δεν σημαίνουν καθόλου ότι θα έπρεπε ν’ αγαπούμε και να συμπαθούμε όλους τους εκπροσώπους των “παιδικών χρόνων” της ανθρωπότητας:
Υπάρχουν παιδιά κακομαθημένα και παιδιά με πρόωρη ανάπτυξη, λέει ο Μαρξ. Πολλοί αρχαίοι λαοί ανήκουν στην κατηγορία αυτή. Οι αρχαίοι έλληνες ήταν κανονικά παιδιά. Η γοητεία που ασκεί πάνω μας η τέχνη τους δεν έρχεται σε αντίθεση με το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνίας, που μέσα της άνθησε η τέχνη τους. Είναι μάλλον το αποτέλεσμά της. Συνδέεται μάλλον αναπόσπαστα με το γεγονός ότι οι ανολοκλήρωτες συνθήκες όπου γεννήθηκε η τέχνη αυτή, και δίχως τις οποίες δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί, δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξανάρθουν.
Οι μαρξιστές, που μένουν εκστατικοί μπροστά σε τούτες τις παραξενιές7, δεν φαίνεται να υποψιάζονται καθόλου τον τουλάχιστον αστείο χαρακτήρα της κατασκευής αυτής, όπου οι Αιγύπτιοι αντιπροσωπεύουν τα “πρόωρα” παιδιά, οι Ασσύριοι τα “κακομαθημένα” και οι Έλληνες τα “κανονικά παιδιά”. Τι είδους τραύμα των παιδικών χρόνων, ποια πολύμορφη διαστροφή θα προσδιόριζαν τότε τον κινεζικό πολιτισμό ή τους πολιτισμούς της προκολομβιανής Αμερικής; Ο Μαρξ είχε την πρόθεση να εφαρμόσει τις κατηγοριοποιήσεις του στον Σαίξπηρ: ένα αγαθό πνεύμα τον εμπόδισε να δώσει συνέχεια στο σχέδιό του. Το πρόβλημα, όμως, που είχε το θάρρος να θέσει μένει ακέραιο: πώς γίνεται ο τεχνικός μας πολιτισμός να είναι ο μοναδικός πραγματικά “ιστορικός” πολιτισμός, ο μοναδικός ανοιχτός στο παρελθόν, που λαχταράει να γνωρίσει το διαφορετικό, ο μοναδικός που η ύπαρξή του, από την αρχή, ρυθμίζει το ρυθμό της σύμφωνα με την πλημμυρίδα και την αμπώτιδα των “αναγεννήσεων” και των “αντιαναγεννήσεων”(από την ελληνική αρχαιότητα όπως κι από τον γοτθικό Μεσαίωνα, μέχρι τη νέγρικη τέχνη ή την τέχνη των στεπών), ο μοναδικός όπου τον πνεύμα νιώθει, όπως έλεγε ο Χέγκελ, “άνετα μέσα στην ετερότητά του;” Αρκεί να εφαρμόσουμε στην πρόσφατη αναβίωση της Σουμερίας ή του Βυζαντίου την ιδέα της “επιστροφής στην παιδική ηλικία” με την οποία ο Μαρξ πίστεψε πως μπορούσε να σώσει το παρελθόν που το είχε κάνει ο ίδιος αγνώριστο, για να καταλάβουμε τον παραλογισμό των “δυσκολιών” που δημιούργησε και συνάμα τον άκρο περιορισμό της φιλοσοφίας που τις έκανε να εμφανιστούν. Ο Ρίλκε υπέδειξε καθαρά τη φύση των “δυσκολιών” αυτών:
Alles Erworbne bedroht die Machine, so lange sie sich erdreistet, im Geist, statt im Gehorchen, zu sein… Sie ist das Leben –sie meint es am besten zu können, die mit dem gleichen Entschluss ordnet und schlafft und zerstört. Aber noch ist uns das Dasein verzaubert; an hundert Stellen ist es noch Ursprung. Ein Spielen von reinen Kräften, die keiner berührt, der nicht kniet und bewundert. Worte gehen noch zart am Unsäglichen aus… Und die Musik, immer neu, aus den bedendsten Steinen, baut im umbrauchen Raum ihr vergöttlichtes Haus8. O Μαρξ δεν εξήγησε, φυσικά, από τούτο τον “αχρησιμοποίητο χώρο” την αποκάλυψή του των “παραγωγικών δυνάμεων”: το ευαγγέλιο της πρακτικής και της “λύσης όλων των μυστηρίων” θα είναι πρώτα και προπάντων μια έκκληση για ένα ευρύτατο ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
1. Ένγκελς, Γράμμα στον Κόνραντ Σμιντ, 27 Οκτωβρίου 1890.
2. Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, γαλ. έκδ. σ. 54 και 58.
3. DI, σ. 37.
4. Εισαγωγή του 1857 στην Kr (σ. 350). Το κείμενο αυτό είναι προγενέστερο του ορισμού της μυθολογίας που παραθέσαμε πιο πάνω.
5. F, σ. 99.
6. Πρβλ. Πλάτωνος Φαίδων 77e, Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια x, 3, 12, Αυγουστίνου De civitate dei, XXI, 14.
7. Σ’ αυτό το κείμενο βασίζεται ο Μ. Μερλό – Ποντί για να εξάρει την “νηφάλια αρχή” του “δυτικού μαρξισμού” και την ανωτερότητά του σε σχέση με τη χεγκελινή διαλεκτική.
8. Ρίλκε, Σονέτα του Ορφέα, II, 10: “Η μηχανή απειλεί όλα όσα κατακτήσαμε, όσον καιρό έχει την πρόθεση να είναι μέσα στο πνεύμα κι όχι μες στην υπακοή…Αυτή είναι η ζωή –νομίζει πως την καταλαβαίνει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον, αυτή που με την ίδια αποφασιστικότητα βάζει σε τάξη και δημιουργεί και καταστρέφει. Μα για μας η ύπαρξη είναι ακόμα μαγεμένη· σε εκατό σημεία είναι ακόμα πρωταρχικό ανάβλυσμα. Ένα παιχνίδι καθαρών δυνάμεων, που κανείς δεν αγγίζει, αν δεν γονατίσει και δε θαυμάσει. Λόγια χαϊδεύουν τρυφερά το Άρρητο…Κι η μουσική, πάντα καινούργια, αναβλύζει απ’ τα λιθάρια τα πιο ασταθή, χτίζει στον αχρησιμοποίητο χώρο το θεοποιημένο της σπίτι”.