Του Γιώργου Ρακκά
Η πρόκριση της Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, σε μια αναμέτρηση που ανέδειξε την πραγματικότητα μιας διχασμένης κοινωνίας, αποτελεί συνέχεια της επιβεβαίωσης ενός μεγάλου ρήγματος που έχει ανοίξει η ίδια η παγκοσμιοποίηση μέσα στις δυτικές κοινωνίες. Ενός ρήγματος με κοινωνικά, μορφωτικά αλλά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, η ύπαρξη του οποίου αναδεικνύει μια μεγάλη πολιτική κρίση, η οποία σηματοδοτείται από την κατάρρευση των μηχανισμών εκπροσώπησης της δυτικής, τάχα φιλελεύθερης, δημοκρατίας.
Ο πρώτος γύρος της εκλογικής αναμέτρησης στην Γαλλία, θα αποδείξει και στην κάλπη την ύπαρξη ενός διάχυτου ρεύματος απόρριψης της παγκοσμιοποίησης, το οποίο διατηρεί πλειοψηφικά χαρακτηριστικά αλλά διασπάται πολιτικά σε μια ακροδεξιά και μια αριστερή λαϊκιστική έκφραση (Λεπέν και Μελανσόν), δυο πόλους που αποτελούν εκδοχές της ίδιας απόρριψης ωστόσο διακρίνονται ως προς την κοινωνική και την πολιτισμική σύνθεση: Το ρεύμα της Λεπέν είναι πιο λαϊκό και ταυτόχρονα, περισσότερο ‘ταυτοτικό’, με την έννοια ότι φορτίζει πολιτισμικά την ανάγκη ανασυγκρότησης της γαλλικής δημοκρατίας, δηλαδή της ισχυροποίησης του εθνικού κράτους έναντι της ομοσπονδιακής Ε.Ε. και της παγκοσμιοποίησης των μεγάλων υπερεθνικών οργανισμών. Εκείνο του Μελανσόν, είναι πιο μεσοστρωματικό, προσανατολίζεται περισσότερο σε μια αριστερή, αμιγώς πολιτική εκδοχή του έθνους, που θέλει να εμφανίζεται ως πιο ‘ανοιχτή’ από εκείνην που προτάσσει το Εθνικό Μέτωπο, ιδίως απέναντι στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Ωστόσο, αμφότερες διεκδικούν τον αποφασιστικό περιορισμό της παγκοσμιοποίησης, και την ισχυροποίηση του εθνικού κράτους ως την μόνη διέξοδο για την ανάκτηση του δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην παγκόσμια αγορά. Και το γεγονός ότι καταγράφονται ως πολιτικές δυνάμεις που απαιτούν αποπαγκοσμιοποίηση είναι εκείνο που τους αναδεικνύει εκλογικά στους εκφραστές μιας μαζικής κοινωνικής διεκδίκησης.
Οι πολέμιοί τους κάνουν τραγικό σφάλμα που χρεώνουν ακόμα και την ύπαρξη αυτού του κοινωνικού ρήγματος σε αυτό το λαϊκιστικό πολιτικό ρεύμα. Αντιστρέφουν, έτσι την πραγματικότητα, αρνούμενοι να παραδεχθούν το προφανές, ότι η πολεμική ρητορική της Λεπέν ή του Μελανσόν αποτελεί έκφραση μιας αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας: Το μπρέξιτ στην Βρετανία, η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, οι εκλογές στην Γαλλία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας ‘ενδοχώρας’ χαμένων της παγκοσμιοποίησης, που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των χωρών τους παρ’ όλο που αποτελούν την πλειοψηφία της.
Το μεγαλύτερο κομμάτι από τους ψήφους που προέρχονται από αυτήν την δεξαμενή δεν είναι ‘ιδεολογικοί ψήφοι’· έχουμε ξεφύγει προ πολλού από τα τέλη του 20ου αιώνα, όπου οι πολίτες ψήφιζαν με βάση την ιδεολογική τους ταυτότητα: Αυτού του τύπου οι δεσμοί έχουν εξασθενίσει, ιδίως στην Δύση, και η επαναπολιτικοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, που αναγκάζεται πλέον να εγκαταλείψει βιαίως την ιδιωτεία της κατανάλωσης, συντελείται με όρους απόρριψης και διαμαρτυρίας. Πράγμα που σημαίνει, ότι το Εθνικό Μέτωπο στην Γαλλία, ή οι Ποδέμος στην Ισπανία, θα παραμένουν υψηλά έως ότου κάποια άλλη πολιτική δύναμη καταφέρει να εκφράσει καλύτερα το αίτημα της κοινωνίας να προαχθεί η ελεύθερή της βούληση, έναντι της τυραννίας της παγκοσμιοποίησης.
Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια εκλογική εξέγερση των δυτικών κοινωνιών εναντίον της νεοφιλελεύθερης και κοσμοπολίτικης συναίνεσης της παγκοσμιοποίησης. Που διαθέτει την δική της, ακαταμάχητη βαρύτητα: Εκεί που φαίνεται, εξάλλου, πως έχουν λάθος οι ‘αντιλαϊκιστές’ είναι στο γεγονός ότι ακόμα οι πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν οι ίδιοι, και που θεωρούνται ως ο αντίπαλος πόλος στον λαϊκισμό τον ακολουθούν κατά πόδας και εγκαταλείπουν έστω και ρητορικά την ατζέντα της παγκοσμιοποίησης: Είναι άραγε ‘λαϊκίστρια’ η Τερέζα Μέι όταν υπόσχεται άρση του καθεστώτος ελεύθερης μετακίνησης προς την Βρετανία των ευρωπαίων εργαζομένων; Ή μήπως είναι ο Μακρόν όταν επιτίθεται με σφοδρότητα στον Ολάντ, γιατί επέτρεψε στους Τούρκους αξιωματούχους να πραγματοποιήσουν προεκλογικές συγκεντρώσεις υπέρ του ΝΑΙ στην Γαλλία;
Ακόμα και αν χάσει η Λεπέν στον δεύτερο γύρο, που είναι και το πιθανότερο, η σταδιακή μετατόπιση της ατζέντας συνεχίζεται ήδη: Και αυτό αποδεικνύει ότι το ρήγμα είναι βαθύ, κοινωνικό, και όχι απλώς απόρροια μιας δημαγωγικής πολιτικής. Άραγε, όμως, η εκλογική κινητοποίηση των μαζών εναντίον της παγκοσμιοποίησης είναι σε θέση να ανατρέψει, την τελευταία; Είναι πολύ νωρίς για να αποφανθούμε για κάτι τέτοιο, ωστόσο, μπορούμε να συγκεντρώσουμε τα προς το παρόν δεδομένα:
Από την μία, παρά τους πολιτικούς σεισμούς και τις μετακινήσεις που δημιουργεί αυτό το λαϊκιστικό ρεύμα, η αλήθεια είναι ότι παραμένει διχασμένο πολιτικά, και συνεχίζει να ετεροπροσδιορίζεται από τις ιδεολογίες και τις πολιτικές διαιρέσεις του 20ου αιώνα: Στην Γαλλία η αντιπαγκοσμιοποιητική ψήφος διασπάστηκε μεταξύ Μελανσόν και Λεπέν και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που εν τέλει το πιο πιθανόν είναι να εκλεγεί πρόεδρος ο εκλεκτός της τραπεζοκρατίας· στις ΗΠΑ μεταξύ Τραμπ και Σάντερς· στην Βρετανία, μεταξύ Φαράτζ και Κόρμπιν.
Όλα αυτά τα παραδείγματα αποτελούν τεκμήρια για την αδυναμία των δυτικών κοινωνιών να συγκροτήσουν μια νέα ενιαία πολιτική ατζέντα, και ένα αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο: το μορφωτικό χάσμα που υφίσταται μεταξύ κατώτερων και μεσαίων στρωμάτων, καθώς και οι πολιτισμικές διαιρέσεις μεταξύ τους –οι διαφορετικοί τρόποι ζωής, η πρόσληψη της εθνικής, πολιτισμικής ταυτότητας κ.ο.κ.– αποτρέπει προς το παρόν την σύμπηξη μιας πάγιας αντιπαγκοσμιοποιητικής συμμαχίας μεταξύ τους, κι έτσι ενισχύονται οι τάσεις της πολιτικής πολυδιάσπασης, που προαναφέραμε, παρ όλο που το βασικό αίτημα αυτού του ρεύματος είναι ενιαίο.
Επίσης η αδράνεια της παγκοσμιοποίησης είναι πλέον μεγάλη – το ίδιο και τα αδιέξοδά της. Επιλέγοντας μια φυγή προς τα μπρος, οι τωρινοί προσανατολισμοί της παγκοσμιοποίησης καθιστούν ολοένα και περισσότερο το ίδιο το οικονομικό σύστημα ασύμβατο με την… πλειοψηφική κοινωνική βούληση, δηλαδή με την δημοκρατία. Οι αναγκαιότητες του συστήματος πλέον είναι αμείλικτες, και αντιστρατεύονται βασικές προτεραιότητες που θέτει η ίδια η κοινωνία.
Αυτό θα περιγράψει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ο αμερικάνος οικονομολόγος Χέρμαν Ντάλυ:
«Στις ΗΠΑ έχουμε έναν νόμο που λέγεται ‘Νόμος περί Πλήρους Απασχόλησης’ (1946). Που έθετε την πλήρη απασχόληση ως κορυφαίο στόχο της αμερικάνικης οικονομίας. Ο στόχος ήταν η πλήρης απασχόληση το μέσο για την επίτευξη του στόχου, ήταν η ανάπτυξη. Η συνολική ζήτηση, που αυξάνεται μέσω επενδύσεων, αυτό ήταν η ανάπτυξη… κι αυτή με την σειρά της δημιουργούσε θέσεις εργασίας. Έτσι, η ανάπτυξη ήταν το μέσο, η πλήρης απασχόληση ο σκοπός.
Αν το συγκρίνουμε με την σημερινή εποχή θα δούμε ότι συμβαίνει μια ολοκληρωτική αντιστροφή των μέσων και των σκοπών. Σήμερα η ανάπτυξη είναι ο σκοπός και αν προκειμένου να την επιτύχουμε πρέπει να κάνουμε πράγματα για να ρίξουμε το εργατικό κόστος, όπως το να μεταφέρουμε τα εργοστάσια έξω από την χώρα αλλά και να ενθαρρύνουμε την μετανάστευση να επιτρέψουμε τον αυτοματισμό των εργοστασίων, ή των καταστημάτων προωθώντας το σελφ σέρβις όλα αυτά δηλαδή τα πράγματα που προκαλούν ανεργία. Έτσι έχουμε φτάσει να θεωρούμε την ανεργία ως απαραίτητη θυσία στον βωμό της ανάπτυξης, επειδή η ανάπτυξη είναι ο σκοπός μας και η απασχόληση έχει γίνει το μέσο να την επιτύχουμε.
Αυτό είναι που αποκαλώ μια μεγάλη αντιστροφή γιατί η ανάπτυξη ήταν το μέσο για έναν ανώτερο σκοπό, ενώ τώρα έχει καταστεί ο ανώτερος σκοπός και θυσιάζουμε όλα τα καλά προς το συμφέρον αυτού του υπερτιμημένου σκοπού».
Πρόκειται για την καμπή εκείνη όπου η οικονομική αναγκαιότητα στρέφεται ενάντια στην ίδια την επιβίωση ενός σημαντικού, μάλλον πλειοψηφικού τμήματος της κοινωνίας. Γι’ αυτό και το πνεύμα της κοινωνίας επιθυμεί μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, ωστόσο, για τους λόγους που προαναφέραμε, προς το παρόν η σαρξ του πολιτικού συστήματος ασθενεί. Και πως να μην ασθενεί, αφού τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες είχε προσηλωθεί στην αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από το να τρέχει πίσω από την οικονομική αναγκαιότητα, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι αυτή συμβαδίζει με τις κοινωνικές ανάγκες: Το χάσμα μεταξύ πολιτικών και πολιτών που έχει δημιουργήσει το ίδιο το μοντέλο, –καθώς οι πρώτοι έχουν απογειωθεί στα υπερεθνικά δίκτυα εξουσίας– είναι τεράστιο και δεν γεφυρώνεται από την μια μέρα στην άλλη. Και το γεγονός ότι μαζί με τους πολιτικούς ήταν και η μεγαλύτερη μερίδα του πνευματικού κόσμου που ενσωματώθηκε, καθιστά το μέτωπο των αντιπάλων της παγκοσμιοποίησης φτωχό σε λόγο, ιδέες, πρόγραμμα. Ιδού και ο βαθύτερος λόγος που μέχρι σήμερα επικρατούν τόσο ακραία δημαγωγικές φιγούρες στο λαϊκιστικό τόξο – ωστόσο αυτό δεν θα συμβαίνει για πάντα έτσι, ιδίως καθώς η ατζέντα μετατοπίζεται σταδιακά για όλους και άρα πραγματοποιούνται σεισμοί και μετακινήσεις στο εσωτερικό και άλλων κοινωνικών ομάδων, και ιδιαιτέρως εντός των διανοούμενων στρωμάτων.
Προς το παρόν, όμως, ζούμε ένα μεταίχμιο, την εποχή των τεράτων, όπου το παλιό πεθαίνει και το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί ακόμα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή μετάβασης: Ιδεολογικά, από τον 20ο στον 21ο αιώνα, καθώς υπό την πίεση των νέων διαιρέσεων συντελείται μια σταδιακή υπέρβαση από τις παλιές. Και πολιτικά, καθώς η επιστροφή των μαζών εκείνων που επλήγησαν από την παγκοσμιοποίηση στην πολιτική, τινάζει στον αέρα την ‘συναίνεση της Ουάσινγκτον’ έτσι όπως αυτή εγκαθιδρύθηκε από το 1989 κι έπειτα. Λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης, η περιθωριοποιημένη κοινωνική ενδοχώρα της Δύσης, δεν είναι πια αόρατη στο πολιτικό της σκηνικό.
Ούτε εδώ εξαφανίστηκε, επειδή η κυβέρνηση που εξελέγη, πλειοδοτώντας δημαγωγικά τις αγωνίες και τις ελπίδες των μερίδων του ελληνικού λαού που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, αποδείχθηκε η χειρότερη της μεταπολίτευσης, συγκρινόμενη μόνο με την δικτατορία στις καταστροφές που έχει επιφέρει. Το γεγονός ότι ο Τσίπρας πρέπει να εγκαταλείψει την εξουσία όσο το δυνατόν γρηγορότερα (στην πραγματικότητα, εάν είχε αυθεντικά αντιστασιακά αντανακλαστικά, ο ελληνικός λαός θα έπρεπε να τον ρίξει ήδη από την στιγμή που ανακοίνωσε το αυτοκτονικό δημοψήφισμα), δεν σημαίνει ότι είναι βιώσιμος ένας θρίαμβος της παγκοσμιοποιητικής και εκσυγχρονιστικής ατζέντας, έτσι όπως νομίζουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Το ‘μυστήριο’ αυτής της τόσο καταθλιπτικής κοινωνικής σιγής, που κυριαρχεί καθώς η κυβέρνηση διασύρει καθημερινά την χώρα και την κοινωνία σε αυτό το απίστευτο τέλμα κρύβεται ακριβώς σε αυτό το ζήτημα: Η μόνη αντιπολίτευση που γίνεται, πραγματοποιείται από την σκοπιά της παγκοσμιοποίησης, και άρα αυτομάτως αποκλείει την οποιαδήποτε κινητοποίηση της κοινωνίας υπέρ της. Ανεβαίνει δημοσκοπικά, και κερδίζει έδαφος ως το μη χείρον, καθώς οι κυβερνώντες μας εξευτελίζουν, αλλά μέχρι εκεί. Δεν λειτουργεί θεραπευτικά απέναντι στην εθνική μας κατάθλιψη, διότι δεν κομίζει όραμα υπέρβασης της φριχτής πραγματικότητας που βιώνουμε. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν όσοι χαιρέκακα σήμερα πανηγυρίζουν το «τέλος των αγανακτισμένων» και των «εθνολαϊκιστών» (sic!), εξαιτίας του φιάσκου Τσίπρα. H δημοσκοπική του κατάρρευση εξάλλου, δεν έγκειται στο γεγονός ότι υπηρέτησε με συνέπεια αυτήν την ατζέντα, αλλά ότι εν τέλει θα λειτουργήσει αντιστρόφως, εξόχως υποβοηθητικά στην ατζέντα Σόιμπλε, αλλά και ως αιχμή του παγκοσμιοποιητικού εθνομηδενισμού…