Αρχική » Ήρεμο πάθος

Ήρεμο πάθος

από Άρδην - Ρήξη

Η Έμιλυ Ντίκινσον του Τέρενς Ντέιβις

Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα 

Η βιογραφία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ιδιαίτερα αν είναι να βιογραφήσεις μια ποιήτρια που έζησε όλη της τη ζωή στη σκιά, για να φωτιστεί περισσότερο από μισόν αιώνα αργότερα, ως εκείνη που «έχει να επιδείξει την πιο πρωτότυπη διάνοια απ’ οποιονδήποτε άλλο ποιητή της Δύσης, αρχίζοντας από τον Δάντη, αν εξαιρέσουμε τον Σαίξπηρ» (1). Η ερημίτισσα παρθένος του Άμχερστ της Μασαχουσέτης, γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1830 και έζησε τα τελευταία της είκοσι χρόνια αυτοέγκλειστη στο πατρικό της σπίτι. «Κλήθηκε πίσω», σύμφωνα με τις τελευταίες λέξεις στο χαρτί, στις 15 Μαΐου 1886. Μια εβδομάδα μετά, η αδελφή της Λαβίνια ανακάλυψε, σε ένα κλειδωμένο έπιπλο στο δωμάτιο της νεκρής, χιλιάδες χαρτάκια με ποιήματα, κάπου χίλια από αυτά καθαρογραμμένα και ραμμένα σε τετράδια από την ίδια την Ντίκινσον. Μέχρι το τέλος του αιώνα θα έχουν τυπωθεί μόλις μερικές εκατοντάδες από τα ποιήματά της και μόλις το 1955, αφού εν τω μεταξύ τα χειρόγραφα είχαν περιέλθει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, θα εκδοθούν για πρώτη φορά άπαντα και αποκαταστημένα τα ποιήματά της! Δυστυχώς, δεν είχε την ίδια τύχη η αλληλογραφία της, η οποία λογοκρίθηκε από την οικογένειά της και έφτασε στην τελική έκδοση του 1955 με πολλά κενά. Λίγοι από τον στενό της κύκλο, ακόμα και από την οικογένειά της, γνώριζαν ότι γράφει ποιήση. Τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού ποιήματα που επιχείρησε να δημοσιεύσει ως νέα, δημοσιεύτηκαν χωρίς την τελική της έγκριση και «διορθωμένα», πράγμα που την απέτρεψε στη συνέχεια από τη δημοσιότητα. Η δημιουργία της, όπως η ζωή της, έμεινε κρυφή μέχρι τον θάνατό της στα πενήντα έξι της χρόνια. Έχοντας επίγνωση του έργου της και με εκούσιο τον εγκλεισμό της, λέει σε μια της επιστολή: «Βρήκα ένα πουλί, σήμερα το πρωί, εκεί κάτω – σ’ ένα μικρό θάμνο στην άκρη του κήπου, γιατί κελαηδά, είπα, αφού κανείς δεν ακούει; Ένας λυγμός στο λαιμό, ένα πετάρισμα στο στήθος – “Δουλειά μου είναι να τραγουδώ” – κι έφυγε μακρυά!»
Το να αναμετρηθεί κανείς με ένα τέτοιο πρόσωπο στον κινηματογράφο δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Βέβαια, το γεγονός ότι πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη ζωή της βοηθά να αναπλάσει κανείς τον βίο της, (ανα)δημιουργώντας τον. Ο Τέρενς Ντέιβις είναι και αυτός ένας ιδιότυπος κινηματογραφικός ποιητής, με μια ολοδική του γλώσσα. Είναι ένας από τους μεγάλους σύγχρονους –ο «μεγαλύτερος εν ζωή», σύμφωνα με τη Γκάρντιαν (3)– Βρετανούς δημιουργούς. Η θέασή του μοιάζει να είναι εξ αρχής διαφορετική από της Ντίκινσον: «Είναι κάτι που το βρίσκω τόσο άδικο. Θα έπρεπε να γνωρίσει μεγαλύτερο σεβασμό και τιμές πριν πεθάνει. Αν αναγνωριστείς μετά τον θάνατό σου τι σημασία έχει στ’ αλήθεια; Καλό θα ήταν να αναγνωριστείς σε αυτήν τη ζωή, όσο είσαι ακόμα ανάμεσα στους ζωντανούς…» (4). Ποιος ξέρει; Ίσως και οι πεθαμένοι να απολαμβάνουν τις τιμές. Ίσως να ζουν. Ίσως να αναστηθούν. «Η Ντίκινσον, αν και δεν προσχώρησε τυπικά στην επίσημη Εκκλησία, έβρισκε παρηγοριά στην αναστάσιμη υπόσχεση των Ευαγγελίων και στο όραμα της Αποκάλυψης» (5). Φορούσε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής της μόνο λευκά:
«Έκσταση και Τρόμος δονεί τα Μνήματα
Τα Σάβανα όταν λύνονται
Και τα Πλάσματα στο Θαύμα ντύνονται
Δύο Δύο μαζί αναβαίνοντα.»
(# 984, μτφ. ΚΜ.)
Ο Ντέιβις δεν είναι μεταφυσικός. Τον απασχολεί, ωστόσο, σαν καλό Άγγλο, η Βίβλος και το αυστηρό περιβάλλον του πουριτανισμού. Από το προηγούμενο «ταξίδι» του στις ΗΠΑ –The Neon Bible (1995), με την εκπληκτική Τζίνα Ρόουλαντς–, αλλά και στις επόμενες ταινίες του, Το βαθύ μπλε του έρωτα (2011) και Ένα τραγούδι για το ηλιοβασίλεμα (2015), στρέφει τα βέλη του κατά της προτεσταντικής αναλγησίας και υποκρισίας. Το ίδιο κάνει και εδώ. Η ταινία ξεκινάει από το αυστηρό παρθεναγωγείο Μάουντ Χόλιοουκ, όπου για μια χρονιά φοίτησε στα δεκαεφτά της. Η διευθύντρια προστάζει τις τελειόφοιτες να χωριστούν, δεξιά εκείνες που είναι «έτοιμες να σωθούν», αριστερά όσες «ακόμα εργάζονται γι’ αυτό». Στη μέση παραμένει η Έμιλυ. Πεισματικά μόνη, όπως θα ζήσει όλη σχεδόν την υπόλοιπη ζωή της. Η πρόθεση του Ντέιβις γίνεται σαφής από το πρώτο πλάνο. Μια σκληράδα περιβάλλει εφεξής αυτά τα πρόσωπα των κοριτσιών της Νέας Αγγλίας. Αλλά ο Ντέιβις είναι ποιητής κι αυτός. Πηδάει στον χρόνο με μια φωτογραφία.
Όταν λίγο μετά η νεαρή Έμιλυ (Έμμα Μπελ) στήνεται στον φακό για την περίφημη –και μοναδική– δαγκεροτυπία, με ένα τράβελινγκ που την πλησιάζει θα γίνει αίφνης η ώριμη Ντίκινσον (Σύνθια Νίξον). Αλλά και όταν όλη η οικογένεια είναι στο μεγάλο σαλόνι, αμίλητοι. Άλλος διαβάζει, άλλος ρεμβάζει. Ο Ντέιβις, πάλι με ένα κυκλικό τράβελινγκ 360 μοιρών, περιστρέφει την κάμερά του γύρω από τα πρόσωπα, δίνοντας μέσα σε ένα και πάλι πλάνο όλη τη δραματουργία της οικογένειας, σαν μια εικονογράφηση του ποιήματος #1473 του corpus Ντίκινσον:
Τα ’παμε τα δικά μας αναμεταξύ μας
Κι αν κανένας δε μίλαγε απ’ τους δυο
Τον καλπασμό των λεπτών ακούγαμε
Και των δευτερολέπτων τα πέταλα
Σταθήκαν μπρος στον σφυγμό των ματιών μας
Ο χρόνος τη συμπόνια σήκωσε
Κιβωτούς μάς έφερε συγχώρεσης—
Τα Αραράτ επήραμε (μτφ. ΚΜ.)
Το τράβελινγκ –στην ταινία– αρχίζει από το πρόσωπο της Έμιλυ και συνεχίζει, καθώς όλοι κάθονται τριγύρω σιωπηλοί: ο πατέρας Έντουαρντ, η αδελφή της Λαβίνια (Βίνι), ο αδελφός της Όστιν, η κουνιάδα της Σούζαν –η μόνη κοινωνός του πάθους της για την ποίηση– και προτελευταία δακρυσμένη η μητέρα Ντίκινσον, που ζητά από την κόρη της να παίξει έναν από τους παλιούς ύμνους. Κι εκείνη, καθώς η κάμερα ξαναγυρίζει πάνω της για να κλείσει τον κύκλο, κάθεται στο πιάνο και παίζει το «Μείνον μεθ’ ημών…» (Λουκ. 24:29), τον παλιό σκωτσέζικο ύμνο του Λυτ, εμπνευσμένο από την πορεία στους Εμμαούς. Όλη η οικογενειακή και θρησκευτική ταυτότητα των Ντίκινσον ξεδιπλώνεται σε λίγα λεπτά εδώ, σε ένα και μόνο πλάνο. Μπορεί ο Ντέιβις να έχει τις δικές του εμμονές, αλλά η ποιητική του ματιά –ευτυχώς– δεν αδικεί τη μεγάλη ποιήτρια. Άφησε σίγουρα πολλά απέξω, όπως την πλούσια αλληλογραφία της και τα πρόσωπα που την έθρεψαν, ή τον ρεμβασμό της στη λιακάδα, όπως τον μαντεύουμε στα ποιήματα. Έμεινε πιο πολύ στη θρησκευτική της ιδιότυπη σχέση με την πίστη. Άφησε πίσω και τον Σαίξπηρ, που μετά τη Βίβλο υπήρξε ο μεγάλος παιδαγωγός της. Άφησε τη μοναχική της αναμέτρηση με τις λέξεις, τόσο σημαντική για τη διαμόρφωση του έργου της.
Κράτησε, ευτυχώς, την αναμέτρηση με τον θάνατο. Σε ένα ακόμη μονοπλάνο, πίσω από την ανοιχτή πόρτα, δείχνει τη μητέρα να πεθαίνει με τις δυο της κόρες να τη θρηνούν. Και η κάμερα γράφει αυτόν τον σπαρακτικό θρήνο σε ένα σπίτι που θύμιζε περισσότερο ησυχαστήριο:
«Αμέτρητες – οι Πόρτες –
Σαν Κέδροι τα Δωμάτια –
Απόρθητα στο βλέμμα –…» (6)
Η Σύνθια Νίξον επαινέθηκε για την ερμηνεία της στον ρόλο της ποιήτριας. Και δεν είναι μόνο η φυσιογνωμική ομοιότητα. Κατάφερε να δώσει με αδρές γραμμές τον εύχαρι χαρακτήρα της, κατά τη νεότητα, και τη μόνωση και τη νευρική της ένταση κοντά στο τέλος. Ενδεχομένως να της στέρησε λίγη περισσότερη ζωντάνια η εμμονή του σκηνοθέτη στη θρησκευτική κατήφεια και η απουσία από ανάσες, όπως η μοναχική της πάλη με την τέχνη της, ή άλλες ανακουφίσεις, όπως ας πούμε ο έρωτας, που έστω πλατωνικός, δονεί την καρδιά της, ή άλλα πιο μικρά και καθημερινά, σαν τη μαγειρική και τον κήπο, ευχάριστες δραστηριότητες για την Ντίκινσον. Πάντως, το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και δίνει, ένα, έστω κάπως μακρινό, απείκασμα της ζωής της ποιήτριας, που στις περισσότερες πτυχές της μας παραμένει άγνωστη. Η Τζένιφερ Ελ κυρίως, στον ρόλο της αδελφής της Βίνι, η Κάθριν Μπέιλι στον ρόλο της λαίδης Μπαφάμ, όπως και ο Κηθ Κάραντιν στο ρόλο του πατέρα συμπληρώνουν τον ερμηνευτικό κύκλο γύρω από την πρωταγωνίστρια. Η φωτογραφία του Φλόριαν Χοφμάιστερ, στα 126 λεπτά της ταινίας, έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα και γοητεία στα φωτισμένα με τις λάμπες εσωτερικά, χωρίς όμως κάτι το ιδιαίτερο στα εξωτερικά. Στην παραγωγή ακούγεται και ο δικός μας Σόλων (Σολ) Παπαδόπουλος, βραβευμένος κινηματογραφιστής με έδρα το Λίβερπουλ και μόνιμος συνεργάτης του Ντέιβις.
Η θρησκευτική αυστηρότητα κάνει τον Ντέιβις να στέκεται αμήχανα και αποστασιοποιημένα στο τέλος. Τελευταία σκηνή είναι η κηδεία, με το χώμα να καλύπτει το τελευταίο πλάνο ως επιστέγασμα σε μια αρκετά μελαγχολική ταινία, χωρίς, νομίζω, να δικαιώνει το ασίγαστο πάθος (γιατί όχι και χαρά) της ποίησης, που μένει μόνη της να κοιτάζει αντίπερα –σαν την Ντίκινσον που τελείωσε τον βίο της πάνω στις λέξεις «called back»:
«Δεν είναι ένας επίλογος αυτός ο κόσμος
πολύ πιο πέρα συνεχίζεται
Αόρατος καθώς και η μουσική
αλλά πραγματικός σαν ήχος.» (7)

  1. Το σημειώνει ο Χάρολντ Μπλουμ, ο συγγραφέας του «Δυτικού κανόνα». Στο Έμιλυ Ντίκινσον, 44 ποιήματα & 3 γράμματα, επιλογή – μετάφραση – σχολιασμός – επίμετρο Ερρίκος Σοφράς, εκδ. «Το Ροδακιό», 2005, σ. 117.
  2.   Όπ. π., σ. 144.
  3. Andrew Pulver, Terence Davies on religion, being gay and his life on film: “Despair is awful because it’s worse than any pain”, The Guardian, 19/11/2015.
  4. Τέρενς Ντέιβις: Σινεμά για τους ανθρώπους και την ελπίδα, συνέντευξη στον Γιώργο Κρασακόπουλο, flix.gr, 10/3/2016.
  5. Έμιλυ Ντίκινσον, όπ. π., σ. 141.
  6. # 466, Έμιλυ Ντίκινσον, όπ. π., σ. 27.
  7. # 501, Ντίκινσον, Επιλογή από το έργο της, Μετάφραση Μελισάνθης, εκδ. «Η μικρή Εγνατία», Θεσσαλονίκη 1980, σ. 29.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ