Αρχική » Η κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο*

Η κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο*

από Άρδην - Ρήξη

Του Νίκου Ψυρούκη* Άρδην τ. 38-39

(…) Η απότομη αλλαγή του συσχετισμού δυνά­μεων των ιμπεριαλιστών στην Εγγύς Ανατολή προήλθε και από αυτό το ίδιο το αποτέλεσμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέ­μου.

Μια συνέπειά του ήταν η προσωρινή αποχώρηση από την Εγγύς Ανατολή του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Οι θέσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού ήταν πολύ ισχυρές. Κάτω από τα συνθήματα «Η Γερμανία υπεράνω όλων» και «Δρόμος προς την Ανατο­λή», οι Γερμανοί μιλιταριστές-ιμπεριαλιστές επεδίωξαν στις αρχές του αιώνα μας την κοσμοκρατορία. Όταν το 1891 οι μονοπωλιστές Hugenberg, Stinnes, Krupp, Kirdorf κ.ά. ίδρυ­σαν την «Παγγερμανική Ένωση» δήλωναν καθαρά ότι σκοπός τους ήταν όπως «με τον πιο αποφασιστικό τρόπο βάλουν την Γερμανία στον δρόμο της παγκόσμιας ιστορίας». Την πρακτι­κή εφαρμογή των σχεδίων τους την γνώρισε και η Εγγύς Ανατολή.

Ο Βίσμαρκ πάντα έλεγε ότι πριν από την στρατιωτική κατοχή προηγείται η εμπορική. Η διείσδυση του γερμανικού κεφαλαίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πραγματοποιείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Έτσι έφτασε το γερμανικό κεφάλαιο να αποτελεί, το 1914, το 32,77% των ξένων επενδύσεων στην Τουρκία και το 21,31 % του δημοσίου χρέους του οθωμανικού κράτους. Οι ισχυρές θέσεις της Deutsche Bank στην οθωμανική οικονομία, η απο­φασιστική συμμετοχή της σε άλλες τράπεζες, όπως στην «Τράπεζα Ανατολής», η κυρίαρχη θέση της στην εταιρεία Turkish Petroleum, η χρηματοδότηση από την πλευρά της του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, η μεγάλη δραστηριότητα του μονοπωλίου Krupp στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρωμίου της δυτικής Μικράς Ασίας έδειχναν, όπως γράφει και ο Γερμανός μελετητής G. Bauman, τις επεκτατικές δια­θέσεις του γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ανατολή.

Στις 3/3/1903 υπογράφτηκε η γερμανοτουρκική συμφω­νία για τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής. Η λέξη πετρέ­λαια, αν και δεν υπήρχε στο κείμενο της συμφωνίας, αποτε­λούσε όμως την ουσία της. Με βάση την συμφωνία αυτή, η εταιρεία Socicte du chemin de fer ottoman d’ Anatolie, που ήταν κάτω από γερμανικό έλεγχο, αποκτούσε το δικαίωμα ελεύθερης εκμετάλλευσης του υπεδάφους μιας τεράστιας περιοχής, που επεκτείνετο 20 χιλιόμετρα δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής που οδηγούσε στην Βαγδάτη. Όλη η πετρελαιοφόρα περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατο­ρίας έπεφτε στα χέρια των γερμανικών μονοπωλίων.

Πριν από τον Α’  Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία κατείχε μία από τις πρώτες θέσεις στο εξωτερικό εμπόριο της Οθω­μανικής Αυτοκρατορίας. Στα 1912 είχε την τρίτη θέση στο οθωμανικό εισαγωγικό εμπόριο, με σύνολο εισαγωγών 22.915.000 δολάρια και την έκτη θέση στο εξαγωγικό εμπό­ριο της Τουρκίας με σύνολο εξαγωγών 5.400.000 δολάρια. Η σύνθεση αυτή του εξαγωγικού-εισαγωγικού εμπορίου Γερμανίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδειχνε ότι οι Γερμανοί μονοπωλιστές είχαν βρει στο πρόσωπο της Τουρκίας μια κατάλληλη χώρα για την αποικιακή δραστηριότητα τους. Το παθητικό για την Τουρκία ήταν τεράστιο. Στο διάστημα 1894- 1912, οι εισαγωγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Γερμανία είχαν αυξηθεί κατά 1.800% και οι εξαγωγές προς αυτήν μόλις κατά 400%. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν για την Γερμανία όχι μόνο ένας τόπος για ευνοϊκές επενδύσεις κεφαλαίων αλλά και προνομιακής τοποθέτησης των εμπο­ρευμάτων των γερμανικών μονοπωλίων.

(…) Άλλη σοβαρή αιτία που συνετέλεσε στην απότομη αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων των ιμπεριαλιστών στη» Εγγύς Ανατολή ήταν η κατάρρευση της τσαρικής Ρωσίας. Ο ρωσικός τσαρικός ιμπεριαλισμός πάντα υπήρξε ένας από τους πιο ενεργητικούς στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Είναι γνωστό ότι, από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι αγγλο-ρωσικές αντιθέσεις αυξάνονται συνεχώς και ότι μία από τις βασικές αιτίες του φαινομένου αυτού ήταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή.

Το νέο σοβιετικό κράτος στην Ρωσία παραιτήθηκε από όλα τα προνόμια που είχε ο τσαρισμός στην Εγγύς Ανατολή και κατήγγειλε όλες τις αποικιοκρατικές συμφωνίες που είχε συνάψει η παλιά Ρωσία. (…)

Η ανισομερής οικονομική ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών χωρών και η δυσμενής επίδραση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην οικονομία της Αγγλίας και της Γαλλίας έδωσαν την δυ­νατότητα στις ΗΠΑ να γίνουν η πανίσχυρη δύναμη του λεγόμενου δυτικού κόσμου.

Όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, χρωστούσαν στην Ευ­ρώπη 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Μετά τον πόλεμο τα πρά­ματα αντιστράφηκαν. Η Ευρώπη όφειλε στους Αμερικάνούς 11,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Από το ποσό αυτό, 4,7 δισ. ήταν αγγλικά χρέη, 3,8 δισ. γαλλικά και 1,8 δισ. ιταλικά. Ευρώπη, αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, πλήρωνε καθημερινά ένα εκατομμύριο δολάρια στις ΗΠΑ για τόκους και επιτόκια. Οι μπίζνεσμεν της Ουώλ Στρητ ποτέ άλλοτε, όπως παρατηρεί και W. Ζ. Foster, δεν κέρδισαν τόσα πολλά. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γι’ αυτούς πηγή θησαυρισμού. (…) Το αποτέλεσμα όμως αυτού του γεγονότος ηταν ότι οι ΗΠΑ, αμέσως μετά την λήξη του πολέμου, γύρεψαν ξαναμοίρασμα του κόσμου στην βάση της υπεροχής τους, πράγμα που σήμαινε ευνοϊκό για τους Αμερικανούς ξαναμοίρασμα των αποικιών και των υπανάπτυκτων χωρών.

(…) Η αμερικανική διείσδυση στην Εγγύς Ανατολή αρχίζει από τις αρχές του 19ου αιώνα. Στις 7/5/1830, οι ΗΠΑ, με την αμερικανο-οθωμανική συνθήκη «για το εμπόριο και την ναυτιλία», απόκτησαν όλα τα προνόμια που είχαν και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το άρθρο 3 συνθήκης έδινε στους Αμερικανούς την ελευθερία να εμπορεύονται με την Τουρκία πάνω σε προνομιακή βάση. Οι έμποροι των ΗΠΑ αποκτούσαν το δικαίωμα της ετεροδικίας και αμερικανικά εμπορεύματα ευνοϊκή μεταχείριση.

Το 1896 γίνεται η πρώτη απόπειρα των Αμερικανών την ανεύρεση και εκμετάλλευση πετρελαίων στην Εγγύς Ανατολή. Τον χρόνο αυτό πήγε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο Αμερικανός ναύαρχος Colby Η. Chaster. Επίσημος σκοπός της αποστολής του ήταν να διαμαρτυρηθεί για τις σφαγές βάρος των Αρμενίων. Ο αστός ιστορικός Robert Newman αξιολογεί έτσι το ταξίδι του Αμερικανού ναυάρχου: «Το αποτέλεσμα της προστατευτικής δραστηριότητας του προς τους χριστιανούς της Τουρκίας παραμένει άγνωστο. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο είναι ότι μύρισε πετρέλαιο. Είναι ανάγκη γνωρίζουμε ότι, για καλό τους ή για κακό τους, οι Αρμένιοι ζουν ακριβώς σε μια περιοχή που υπάρχουν πετρέλαια. Ο κύριος Chaster αντιλήφθηκε την ύπαρξή του, επέστρεψε ε­σπευσμένα στην πατρίδα του, έκανε τις εισηγήσεις του, ξα­ναγύρισε στην Τουρκία και παρουσιάστηκε στην Υψηλή Πύλη με προτάσεις για την δημιουργία σιδηροδρομικής γραμμής και για την εξασφάλιση στους Αμερικανούς του προνομίου της εκμετάλλευσης των πετρελαίων στην Μικρά Ασία, το Ιράκ, την Περσία και την Μεσοποταμία».

Οι προσπάθειες των ΗΠΑ δεν περιορίσθηκαν στην δρα­στηριότητα του Chaster. Από τις αρχές του 20ού αιώνα η αμερικανική διπλωματία προσπαθεί συστηματικά να αποσπά­σει το προνόμιο της εκμετάλλευσης των πετρελαίων της Εγγύς Ανατολής, έστω και με αντάλλαγμα την παραίτηση τους από το δικαίωμα της ετεροδικίας. Ο Αμερικανός ιστορι­κός Albert Hutchinson Putney παρατηρεί ότι, από τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, «οι εκπρόσωποι της δι­πλωματίας του δολαρίου άρχισαν να αλλάζουν πολιτική απέ­ναντι στην Τουρκία. Αυτόν τον καιρό το Σταίητ Ντηπάρτμεντ μελετούσε κατά ποσό δεν θα ήταν πιο συμφέρουσα η εγκατά­λειψη του δικαιώματος της ετεροδικίας στην Τουρκία με α­ντάλλαγμα το δικαίωμα ανάληψης σιδηροδρομικών έργων και ανοικοδόμησης ορυχείων στην Ανατολή από τα αμερικανικά μονοπώλια».

Το 1910 μπορούμε πια να βρούμε τους εκπροσώπους της διπλωματίας του δολαρίου, τους εκπροσώπους των αμε­ρικανικών μονοπωλίων, δραστήρια να κινούνται στην Κωνστα­ντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Βιτλίς, στην Αϊντάμπ, στην Σαμψούντα, στην Βηρυττό.

(…) Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις πρώτες δύο δεκα­ετίες του 20ού αιώνα αυξήθηκαν σημαντικά οι εμπορικές συ­ναλλαγές των ΗΠΑ με την Τουρκία. Οι αμερικανικές εξαγω­γές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από 90 χιλ. δολάρια που ήταν το 1894 έφτασαν σε 5.393 χιλ. το 1912, δηλαδή αυξήθηκαν πενήντα φορές. Στο ίδιο διάστημα οι αμερικανικές εισαγωγές από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από 661 χιλ. δολάρια έφτασαν σε 6.066 χιλ., δηλαδή αυξήθηκαν δέκα φο­ρές. Η με γρήγορους ρυθμούς αύξηση των αμερικανικών εξα­γωγών προς την Τουρκία, πέντε φορές μεγαλύτεροι από εκείνους των αντίστοιχων εισαγωγών, έδειχνε ότι οι ΗΠΑ έντειναν τις προσπάθειες της νεοαποικιακής εκμετάλλευ­σης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό της αύ­ξησης της αμερικανικής οικονομικής επιθετικότητας στην Εγ­γύς Ανατολή ήταν και το γεγονός της ίδρυσης το 1911 του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου για την Τουρκία (American Chamber of Commerce), που αργότερα μετονο­μάστηκε σε «The American Chamber of Commerce of the Levante». Αλλά το αυξημένο ενδιαφέρον των μονοπωλίων των ΗΠΑ για την Εγγύς Ανατολή μας το μαρτυρεί και ένα μήνυμα του προέδρου Ταφτ προς το Κογκρέσο, τον Δεκέμ­βριο του 1911, στο οποίο αναφερόταν η εμφάνιση «νέων συμ­φερόντων για τους Αμερικανούς παραγωγούς και εξαγωγείς στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής».

(…) Οι ΗΠΑ, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ιδρύ­ουν μια σειρά σχολεία στην Εγγύς Ανατολή. Το 1863 ιδρύουν το Robert College στην Κωνσταντινούπολη, το 1866 το Αμερι­κανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, το 1871 το Istanbul Wom­en’s College, το 1919 το Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐ­ρου. Συνολικά το 1914 υπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατο­ρία 675 αμερικανικά σχολεία με 54.317 μαθητές.

Ο Αμερικανός Taleot Williams έγραφε το 1919: «Εκεί ό­που οι άλλοι επενδύουν κεφάλαια με σκοπό το υλικό κέρδος, εμείς επενδύσαμε 40 εκατ. δολάρια για διατροφή των πεινα­σμένων, 20 εκατ. δολάρια για την ίδρυση σχολείων και 50 εκατ. για την παιδεία, ιατρική περίθαλψη και την θρησκεία. Τέτοιο ρεκόρ ευεργετικής δραστηριότητας δεν έχει να πα­ρουσιάσει κανένα άλλο έθνος επί της Γης». Και ο συμπα­τριώτης του W. Μ. Ramsay, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, πρότεινε: «Για να σωθούν τα ιδεώδη και η περιουσία των Αμερικανών στην Εγγύς Ανατολή, που χωρίς κανένα ιδιοτελή σκοπό ξόδεψαν τα λεφτά τους στην Τουρκία, να μπει κάτω από την άμεση κηδεμονία των ΗΠΑ η οθωμανική κυβέρνηση».

 

Αλλά αν ο Ramsay τοποθετούσε με αυτόν τον τρόπο τις αμερικανικές επιδιώξεις στην Εγγύς Ανατολή, υπάρχουν άλ­λοι αστοί ιστορικοί που είναι πιο απλοί στην διατύπωση της σκέψης τους. Ο Γάλλος ιστορικός Maurice Pernot διαφωνεί με την άποψη ότι οι Αμερικανοί ξόδευαν τα λεφτά τους για την μόρφωση των παιδιών της Εγγύς Ανατολής ή για την διατροφή των πεινασμένων λαών της. Ο Pernot παρατηρεί ότι «οι Αμερικανοί κήρυκες της χριστιανικής αγάπης στην Εγγύς Ανατολή ούτε για μια στιγμή δεν απομακρύνθηκαν από την γραμμή της υπεράσπισης των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων της πατρίδας τους». Ένας από αυτούς τους «κήρυκες της χριστιανικής αγάπης» ήταν και ο Ροκφέλλερ της Standard Oil, που ξόδεψε στην Εγγύς Ανατολή, στο διά­στημα από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1927, 500 εκα­τομμύρια δολάρια για «φιλανθρωπικούς σκοπούς», δηλαδή για την αμερικανική επικράτηση. Αλλά ο ίδιος ο Νέλσων Ροκ­φέλλερ έδωσε το νόημα της φιλανθρωπικής δραστηριότη­τας του και έτσι περιττεύει η γνώμη των άλλων. Γράφει: «η βοήθεια για την εξάλειψη των επιδημικών ασθενειών στις υπανάπτυκτες χώρες πρέπει να είναι αδιάρρηκτα συνδεμένη με τον σκοπό της αύξησης των εξαγωγών τους σε στρατηγι­κές πρώτες ύλες».(…)

Άλλη αιτία που έφερε την απότομη αλλαγή στο συσχετι­σμό των δυνάμεων του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στην Εγγύς Ανατολή μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ήταν η καταπληκτική αύξηση της αγγλικής στρατιωτικής δύναμης στην περιοχή αυτή.

Η Εγγύς Ανατολή ήταν μια περιοχή όπου από παλιά οι οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις του αγγλι­κού ιμπεριαλισμού ήταν πολύ ισχυρές. Η αγγλική αποικιακή κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή ιδιαίτερα δυνάμωσε στα τέλη του 19ου αιώνα με την τελειοποίηση του στρατιωτικού αποι­κιακού συστήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το 1878 οι Άγγλοι κατέλαβαν στρατιωτικά την Κύπρο και το 1882 την Αίγυπτο. Η επέκταση της αποικιακής αγγλικής στρατιωτικής κατοχής δημιουργούσε μεγαλύτερες προϋποθέσεις οικονο­μικής διείσδυσης του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Το 1890 π.χ. η αγγλική εταιρεία Talbot απόκτησε το μονοπώλιο της καπνο­καλλιέργειας στην Περσία και το 1901 η Αγγλία απόσπασε το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των 4/5 των περ­σικών πετρελαίων.

Το αγγλικό κεφάλαιο είχε επίσης ισχυρές θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θέσεις που στις αρχές του αιώνα μας διευρύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Το 1914 το 14,36% του δημοσίου χρέους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ­ερχόταν από δάνεια του αγγλικού κεφαλαίου. Το αγγλικό κε­φάλαιο είχε τα 13,66% των ξένων επενδύσεων στην Τουρκία. Στο εξωτερικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Αγγλία, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατείχε την πρώ­τη θέση. Το 1912 η Τουρκία εισήγαγε από την Αγγλία εμπο­ρεύματα αξίας 43.762 χιλ. δολαρίων και εξήγαγε προς αυτή αξίας 20.506 χιλ. δολαρίων. Την ίδια εποχή το αγγλικό κεφά­λαιο είχε σημαντικές θέσεις στην Imperial Ottoman Bank, ιδίως το συγκρότημα British Trade Corporation, και έλεγχε την Εθνική Τράπεζα της Τουρκίας, κυρίως με τα κεφάλαια της χρηματιστικής ομάδας του σερ Ε. Gassel. Η μεγάλη εταιρία Borax Coy Ltd της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν αγγλική. Το εξωτερικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεξαγό­ταν βασικά δια μέσου του αγγλικού εμπορικού στόλου. (…)

Η νέα θέση της Γαλλίας, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έθετε και αυτή με την σειρά της το πρόβλημα του ξαναμοιράσματος της Εγγύς Ανατολής.

Η συντριβή του γερμανικού ιμπεριαλισμού αναφτέρωσε τις ελπίδες των Γάλλων για την κυριαρχία τους στην Ευρώπη. Με τις πολεμικές επανορθώσεις σκόπευαν να δημιουργή­σουν μεγάλη στρατιωτική δύναμη, που θα αποτελούσε το στήριγμα της ηγεμονίας τους. Ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, αμέσως μετά τον πόλεμο, κατέφυγε και στην συγκρότηση συνασπισμών, όπως της Μικρής Αντάντ (Πολωνία-Τσεχοσλο- βακία-Ρουμανία), με την ξεκάθαρη πρόθεση της επέκτασης και εδραίωσης της γαλλικής επιρροής στον ευρωπαϊκό χώρο. Αλλά όλες οι γαλλικές προσπάθειες δεν μπορούσαν να έ­χουν καμιά προοπτική επιβίωσης χωρίς τα πετρέλαια της Εγγύς Ανατολής. Η Σαχάρα ήταν ακόμα άγνωστη σαν πετρε­λαιοφόρα περιοχή.

Η Γαλλία, για να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ευρώπη, είχε ανάγκη από ισχυρή βιομηχανία, εξοπλισμένη με σύγχρο­νο τεχνικά μέσα. Είχε ανάγκη από σύγχρονο εμπορικό στόλο και από σύγχρονο οπλισμό για τις ένοπλες δυνάμεις της. Οι απαιτήσεις αυτές ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν χωρίς την ύπαρξη άφθονου πετρελαίου. Η Γαλλία σ’ αυτόν τον τομέα καθυστερούσε επικίνδυνα. Η γαλλική παραγωγή πετρελαίου το 1920 ήταν 62.325 τόνοι τον χρόνο, όταν η τότε ανάλογη παγκόσμια παραγωγή ξεπερνούσε τους 98.000.000 τόνους. Επόμενο συνεπώς ήταν η Γαλλία να χρησιμοποιήσει τις οικο­νομικές της θέσεις στην Εγγύς Ανατολή, όπως και τον στρα­τό της, για την κατάκτηση των πετρελαίων της περιοχής. Ύστερα, και σαν στρατηγική θέση, η Εγγύς Ανατολή είχε μεγάλη σημασία για την εδραίωση του γαλλικού αποικιακού συστήματος.

Η Γαλλία είχε ισχυρές οικονομικές θέσεις στην Οθωμανι­κή Αυτοκρατορία. Το 1914, το 60% των ξένων κεφαλαίων στην Τουρκία ήταν γαλλικής προέλευσης. Γάλλοι κεφαλαιούχοι είχαν ορυχεία στις τουρκικές ακτές της Μαύρης θάλασσας και στην δυτική Μικρά Ασία. Ισχυρές ήταν και οι θέσεις της γαλλικής χρηματιστικής ολιγαρχίας στην Imperial Ottoman Bank. Επίσης δεσπόζουσα θέση στην τουρκική οικονομία εί­χαν οι γαλλικές τράπεζες Crddit Lyonnais και Banque Commerciale de Mediterranee. To γαλλικό κεφάλαιο έλεγχε και άλλους τραπεζικούς οίκους, όπως π.χ. την Τράπεζα Αθη­νών.

Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο εξωτερικό εμπό­ριο της Τουρκίας, η Γαλλία κατείχε την δεύτερη θέση. Τέλος, διέθετε στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής καλά οργανωμένο δίκτυο από «φιλανθρωπικά ιδρύματα». Στην Τουρκία, πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν 500 γαλλικά σχολεία με 59.141 μαθητές.

Έντονες κατακτητικές βλέψεις στην Εγγύς Ανατολή είχε και ο ιταλικός ιμπεριαλισμός. Το οικονομικό του όμως δυναμι­κό ήταν πολύ κατώτερο από εκείνο των άλλων δυνάμεων. Γι’ αυτό, αν ο αγγλικός ιμπεριαλισμός είχε έντονο αποικιακό χαρακτήρα, ο γαλλικός τοκογλυφικό, ο γερμανικός μιλιταρι­στικό, ο ιταλικός από την ίδια την αδύνατη βάση του ήταν υπέρμετρα καιροσκοπικός. Ο Βίσμαρκ αποκαλούσε την Ιταλία «τσακάλι». Και τούτο γιατί πάντα προσχωρούσε προς εκείνη την μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη που θα της έδινε ένα κό­καλο. Το όνειρο του ιταλικού ιμπεριαλισμού για την κυριαρχία στην Μεσόγειο (Mare Nostrum) άρχισε να αποκτά προϋποθέ­σεις επιτυχίας όταν, στα 1911-12, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος τέλειωνε με την κατάκτηση της Λιβύης από τους Ιταλούς. Το δεύτερο βήμα έγινε στις 17/4/1917, στο Saint Jean de Maurienne, όπου οι σύμμαχοι της Αντάντ, για να εξασφαλί­σουν την ιταλική συμμετοχή στο συνασπισμό τους και την ιταλική πολεμική σύμπραξη, έδωσαν την υπόσχεση για την παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης στους Ιταλούς. Οι μόνοι που έμειναν πιστοί σε αυτή την ιμπεριαλιστική συμφω­νία ήταν οι Ιταλοί ιμπεριαλιστές. Μεταπολεμικά δεν μπορού­σαν να ανεχθούν ότι οι σύμμαχοι τους ιούς εξαπάτησαν και έκαναν το παν για να εισπράξουν στο ακέραιο την αμοιβή τους.

Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην Αγγλία και την Γαλλία, ανά­μεσα στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, ανάμεσα στην Γαλλία και την Ιταλία, ανάμεσα στην Αγγλία και την Ιταλία, εκδηλώθηκαν στα 1919-22 στην Εγγύς Ανατολή κάτω από ποικίλες μορφές και διάφορους συνδυασμούς. Οι αντιθέσεις αυτές ήταν οι κύριες, όχι όμως και οι μοναδικές. Υπήρχαν και μια σειρά άλλες, δεύ­τερης και τρίτης σημασίας, όπως οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα βαλκανικά κράτη, οι ελληνοϊταλικές αντιθέσεις κ.λπ., γεγονός που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο την κατάσταση στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.

*Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Ψυρούκη, Η Μικρασιατική Καταστροφή, εκδόσεις Αιγαίον-Κουκίδα.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ