Αρχική » Κύπρος: Η ανεξαρτησία ως στρατηγικός στόχος της Αριστεράς

Κύπρος: Η ανεξαρτησία ως στρατηγικός στόχος της Αριστεράς

από Άρδην - Ρήξη

Η ανεξαρτησία ως στρατηγικός στόχος της Αριστεράς

Δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα (σελ. 135-140) από το βιβλίο του Γιώργου Καμηλάρη, Η Αριστερά στη Σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία ένα απόσπασμα για τον στρατηγικό στόχο της ανεξαρτησίας που έθετε ήδη από τα πρώτα της βήματα η Κυπριακή Αριστερά.  Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017 στις 8 μμ στο Σπίτι της Κύπρου, από τον Γιώργο Καραμπελιά, τον Χρήστο Αλεξάνδρου, τον Στέλιο Παπανικολάου και τον  συγγραφέα.

“Α”

Η μακρά περίοδος που κράτησαν οι αγώνες των Κυπρίων για απελευθέρωση και οι δυσκολίες που διαχρονικά αντιμετώπιζαν, αλλά προπαντός οι συνεχώς μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες προκα­λούσαν κατά καιρούς διαφωνίες και διχογνωμίες ανάμεσά τους. Δεν αμφισβητείται ότι όλοι ήθελαν την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού και τη δυνατότητα να ζήσουν ελεύθεροι στον τόπο τους. Διαφωνούσαν όμως, κατά διαστήματα, ως προς τη μορφή του αγώνα και τον τελικό στόχο του. Ενώ η Δεξιά και η Εκκλησία παρέμειναν, διαχρονικά, προ­σηλωμένες στην Ένωση, η Αριστερά μεταπηδούσε, κατά περιόδους, από την ανεξαρτησία στην Ένωση και ξανά στην ανεξαρτησία, για να επανέλθει και πάλι στην Ένωση. Με το πέρασμα του χρόνου αναπτύ­χθηκαν δύο σχολές σκέψης: Όσοι πίστευαν και αγωνίζονταν για την Ένωση, κατά την περίοδο που η Αριστερά πρόβαλλε την ανεξαρτη­σία, ανήκαν κατά την ηγεσία της Αριστεράς, στη σχολή “του εθνικι­στικού ρομαντικού μαξιμαλισμού”, ενώ η ίδια που αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία ανήκε στη σχολή “του πολιτικού ρεαλισμού.”[1] Οι μεν χα­ρακτήριζαν την Ένωση ως τέχνασμα της μεγαλοαστικής τάξης για δια­τήρηση των προνομίων της, οι δε τους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας “ως απάτριδες, ως εχθρούς της Ελλάδας και ως ξενοκίνητα μίσθαρνα όργα­να…”.[2] Πόσο “πολιτικός ρεαλισμός” ήταν ο στρατηγικός στόχος της ανεξαρτησίας και πόσο εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα της Κύπρου, αλλά και πόσο συνεπείς παρέμειναν στη γραμμή τους οι υποστηρίζοντες τη λύση αυτή, είναι οι κύριες παράμετροι που εξετάζονται στο παρόν κεφάλαιο. […]

Η ανεξαρτησία ως επιλογή των πρώτων κομμουνιστών

Η εμφάνιση της Αριστεράς στην Κύπρο με τις ουτοπικές προσδοκίες της ότι στο προβλεπτό μέλλον ο κομμουνισμός θα κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον κόσμο, έφερε σοβαρές αναταράξεις στα πολιτικά πράγματα του τόπου και κυρίως στο εθνικό θέμα. Αφού τα κράτη-έθνη θα έπαυαν να υπάρχουν, δεδομένου ότι παντού θα κυβερνούσε το προλεταριάτο, οι κομμουνιστές δεν είχαν δυσκολία να διαφοροποιή­σουν τη θέση τους έναντι της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο προαιώνιος πόθος των Κυπρίων δεν ταυτιζόταν, συνεπώς, με το στρα­τηγικό στόχο της κυπριακής Αριστεράς από της εμφάνισής της στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πριν ακόμα από την επίσημη ίδρυση του ΚΚΚ το 1926. Το Κυπριακό Εργατικό Κόμμα του Πάνου Φασουλιώτη, που μετεξελίχθηκε στο Κυπριακό Εργατοαγροτικό και στη συνέ­χεια στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου, στις διακηρύξεις του τασσόταν ανοικτά υπέρ της ανεξαρτησίας της Κύπρου και εναντίον της Ένωσης και όσων την προέβαλλαν ή την εξέφραζαν. Άλλωστε, είχε ήδη εδραι­ωθεί η αντίληψη μέσα στους πρώτους κομμουνιστές ότι το αίτημα της Ένωσης ήταν απλώς ένα άλλο τέχνασμα της αστικής τάξης στον αγώνα της εναντίον των κομμουνιστών, το οποίο αποσκοπούσε στη συνέχιση της εκμετάλλευσης των εργατών και αγροτών.

Με αφορμή τη σύγκληση από το Εθνικό Συμβούλιο, νωρίς μέσα στο 1923, της Β΄ Παγκύπριας Συνέλευσης για συντονισμό του ενωτικού αγώνα, η εφημερίδα Πυρσός, εκφραστικό όργανο της Αριστεράς, επιτίθετο με δριμύτητα ενάντια στην Ένωση και σε εκείνους που την υποστήριζαν. Ως Κυπριακό Εργατικό Κόμμα, έγραφε η εφημερίδα στο κύριο άρθρο της, δεν «…κτυπούμε (την Αγγλοκρατία), γιατί θέλουμε την Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα γιατί τ αδέλφια μας θάναι εκείνοι που θα μας καταντήσουν χτήνη, προλετάριους της Ελληνικής κεφαλαιοκρατίας…». Εμείς, συνέχιζε η εφημερίδα, «…κτυπήσαμε την Αγγλικήν πλουτοκρατία και τον αγγλ. καπιταλισμό αλλά όχι γιατί ηθέλαμε να δεθούμε οι ίδιοι σαν χτήνη και να δοθούμε στην ελληνική πλουτοκρατία και τον Ελληνικόν καπιταλισμόν προς εκμετάλλευσιν (που αυτό είνε η Ενωσις της Κύπρου με την Ελλάδα)”. Στη συνέχεια η εφημερίδα εξηγούσε πως το ελληνικό κράτος είχε από κάποια χρόνια μετατραπεί σε αστικό κράτος όπου κυριαρχούσαν «…οι καπιταλίσταί και οι βιομήχανοι και τα τραστ…». Και συμπλήρωνε: «Δεν έχουμε καμμιά ελπίδα σωτηρίας όταν αράξουμε στο λιμάνι της Ελλάδος ή αληθινότερα στα δόντια της Ελλάδος». Η ένωση της Κύπρου με την Ελλά­δα, συμπέραινε η εφημερίδα, δεν μπορεί να μας προσφέρει τίποτε παραπάνω από του να “…αλλάξουμε τους αγγλικούς φόρους με ελλη­νικούς…”. Εκείνο που μπορεί να μας προσφέρει είναι η «…αλλαγή της Αγγλικής Εκμεταλλεύσεως από Ελληνικήν Εκμετάλλευσιν εξ ίσου σκληρή, εξ ίσου ανήθικην και άδικην». Και κατέληγε επιγραμματικά: «Ή Μητέρα Ελ­λάδα επέθανε κα τώρα ζη μια στρίγγλα Μητρυιά»[3]

Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη δριμεία επίθεση της νεοεμφανισθείσας Αριστεράς ενάντια στην Ένωση και στους ενωτικούς. Σε μεταγενέστερη έκδοσή της η εφημερίδα επαναλάμβανε την πολεμική της εναντίον της Ένωσης και των ενωτικών, γράφοντας ότι «…η ένωσις της Κύπρου με την Ελλάδα είναι μια κωμική επιθυμία όσων ελπίζουν να κραταιωθούν με την υποστήριξη του αστικού Ελληνικού κράτους…». Αναφε­ρόμενη στην ηγεσία του ενωτικού κινήματος -κληρικούς και λαϊκούς- έγραφε ότι ο “αγώνας” τους για την Ένωση δεν είχε κανένα άλλο σκο­πό, εκτός από του να τους καταστήσει ακόμα πιο ισχυρούς και πλού­σιους σε βάρος των λαϊκών μαζών.[4] Με τις δύο αυτές εκδόσεις της εφημερίδας Πυρσός που, όπως έχει ήδη αναφερθεί, εξέφραζε τις θέσεις και απόψεις των πρώτων αριστερών πολιτικών μορφωμάτων πριν από την επίσημη ίδρυση του ΚΚΚ το 1926, οριοθετείτο με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η πορεία και η εμπλοκή της κυπριακής Αρι­στεράς στο κυπριακό αλυτρωτικό κίνημα. Μια πορεία που διαδραμά­τισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολιτικού και εθνικού γίγνεσθαι του τόπου.

Είναι αξιοσημείωτο πως οι πρώιμες θέσεις της Αριστεράς, ότι δηλαδή η Ένωση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά επιδίωξη της μεγαλο­αστικής τάξης και του κλήρου για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους, επιβίωσαν μέχρι τις μέρες μας. Ο Κώστας Γραικός, από τους νεό­τερους απολογητές της γραμμής των Κυπρίων κομμουνιστών, γράφει, χωρίς ωστόσο να παρέχει οποιαδήποτε ιστορική τεκμηρίωση, ότι: «Όλες οι ενδείξεις μαρτυρούν ότι το ενωτικό πρόβλημα είναι δημιούργημα των τσιφλικάδων και του ανώτερου κλήρου και οι ρίζες του ανάγονται στην περίοδο του Βυζαντίου»[5] Και αποφαίνεται ότι: «Μετά το 1878 […] αρχίζει να δημιουργείται ο πυρήνας του ενωτικού κινήματος που δεν έχει άλλο σκοπό από του να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του τσιφλικαδισμού και του ανώτερου κλήρου”,[6] Παραγνωρίζεται φυσικά το γεγονός ότι οι Κύπριοι κινητο­ποιήθηκαν για την ένωσή τους με την Ελλάδα πολύ πριν από το 1878, όταν χιλιάδες συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821-28 και όταν από το 1825 Κύπριοι αντιπρόσωποι συμμετείχαν στις Εθνοσυνελεύσεις που συγκροτούνταν από τους επαναστατημένους Έλληνες. Με την ανεξαρτησία της Ελλάδας έστελλαν πρεσβείες στον πρώτο κυβερνήτη της Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας την ένωση της Κύπρου με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Αλλά προπαντός λησμονείται η θυσία του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και του ανώτερου κλήρου της Κύπρου μαζί με εκατοντάδες προύχοντες, τον Ιούλιο του 1821, γεγονός που δεν επέτρεψε πια στους Κυπρίους να σηκώσουν κεφάλι, μέχρι την άφιξη των Άγγλων. Στα σίγουρα, κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, δεν ήταν δυνατό να «δημιουργηθούν πυρήνες» του ενωτικού κινήματος, όπως έγινε μετά την έλευση των Άγγλων. Όταν το 1878, με την άφιξη των νέων κατακτητών, τα πράγματα έγιναν πιο χαλαρά, ήταν αναμενόμενο να αναβιώσουν οι κινητοποιήσεις των Κυπρίων για Ένωση κάτω από τη φυσική ηγεσία τους που, για ιστορικούς λόγους, δεν ήταν άλλη από την Εκκλησία. Το να θεωρούνται όμως οι αλυτρω- τικές προσπάθειες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, ότι απο­σκοπούσαν στην εξυπηρέτηση καπιταλιστικών συμφερόντων, είναι ανιστορική προσέγγιση.

Η πρώτη επίσημη κίνηση της Αριστεράς για προβολή της γραμ­μής της ανεξαρτησίας στο εξωτερικό, έναντι της γραμμής της Ένωσης, έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1920, όταν οι Εργατικοί κατέλαβαν για πρώτη φορά την εξουσία στην Αγγλία, με κυβέρνηση μειοψηφίας, που κράτησε μόλις μερικούς μήνες. Το Φεβρουάριο του 1919, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος Ramsay MacDonald, σε ομιλία του στο συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Βέρνη αναφέρθηκε και στην Κύπρο, αφήνοντας να νοηθεί με σαφήνεια ότι, όταν θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας του, θα την απέδιδε στην Ελλάδα[7]. Τον Ιανουάριο του 1924, οι Εργατικοί ανέδειξαν την πρώτη εργατική κυβέρνηση στην Αγγλία, που παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το τέλος του έτους ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία, ο Πάνος Φασουλιώτης προωθούσε με άλλους πολιτευτές της Αριστεράς την ιδέα ότι οι Κύπριοι σοσιαλιστές- κομμουνιστές έπρεπε να ενταχθούν στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας, εφόσον «οι σκοποί τους ταυτίζονται», και όχι να προχωρήσουν στην ίδρυση δικού τους κόμματος. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αδελφικών σχέ­σεων, το Κυπριακό Εργατικό Κόμμα (Κομμουνιστικό) απέστειλε στις 30 Ιανουαρίου 1924 συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Άγγλο πρωθυ­πουργό. Στη συνέχεια διαβίβασε έκθεση με ημερομηνία 20 Φεβρου­αρίου 1924, υπογραμμένη από τον Δημητρό Αναστασίου-Χρυσοστομίδη, ως ΓΓ του κόμματος, η οποία, ενώ επικεντρωνόταν στην άθλια κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο και τα σοβαρά προ­βλήματα που αντιμετώπιζαν οι αγρότες και οι εργάτες, έκανε σαφή αναφορά στο πολιτικό θέμα που αντιμετώπιζε το νησί. Στην έκθεση που στάλθηκε εκφραζόταν με σαφήνεια η αρνητική θέση των πρώτων Κυπρίων κομμουνιστών έναντι της Ένωσης. Έχοντας νωπές στη μνήμη τους τις δηλώσεις που έκανε ο Ramsay MacDonald στη Βέρνη, το 1919, περί παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα, έγραφαν στην έκθεσή τους:

“Όσον αφορά δε το Εθνικόν ζήτημα, της Ενώσεως της Νήσου μετά της Ελλάδος, το από καιρού ανακινούμενον υπό της Αστι­κής κεφαλαιοκρατικής τάξεως του τόπου μας, μας αφήκε εν μέρει αδιάφορους, διότι το να έχωμεν ενιαίον μέτωπον εις την πολιτικήν κατεύθυνσιν μετά των αστών εκμεταλλευτών ήτο επιβλαβές και αυτόχρημα καταβαράθρωσις των ενεργειών και κόπων μας στην πάλην του εργατοαγροτικοΰ πληθυσμού κατά της αστικής τάξεως των κεφαλαιούχων.

Τον Ενωτικόν αγώνα τον εξεμεταλλεύθησαν οι αστοί πάντοτε δια να παρασύρουν τον λαόν, τυφλόν, χάριν των συμφερόντων των.

Τελευτώντες λοιπόν την παρούσαν έκθεσιν μας έχομεν υπ’ όψιν τας προγραμματικός σας δηλώσεις όπως δώσετε την Κύπρον εις την Ελλάδα, οπότε θα ενώσωμεν και ημείς τας δυνάμεις μας με το προλεταριάτο της Ελλάδος δια την πάλην κατά της Ελληνικής και Διεθνούς πλουτοκρατίας…,[8]

Η έκθεση αυτή συνιστά το πρώτο πολιτικό έγγραφο που δια­βίβασε η Αριστερά στο εξωτερικό σχετικά με το εθνικό θέμα. Το περιε­χόμενο της είναι δηλωτικό της θέσης των πρώτων Κυπρίων κομμου­νιστών, ότι θα αναλώσουν όλες τους “…τες δυνάμεις προς τον τελικόν σκοπόν – εν σχέσει προς το κοινωνικών ζήτημα – ο οποίος είνε η αλλαγή του Καπιταλιστικού Συστήματος και η εγκαθίδρυσις της Σοσιαλιστικής Δημοκρα­τίας των Σοβιέτ. Αυτή είναι η πραγματική πολιτική μας κατεύθυνση”[9] Οι προσδοκίες των Κυπρίων κομμουνιστών επικεντρώνονταν στην επι­κράτηση του κομμουνισμού στη Βρετανία, ένα γεγονός που θεωρού­σαν δεδομένο, μέσα στα πλαίσια της επικράτησης του κομμουνισμού σε όλο τον κόσμο. Για το λόγο αυτό δεν έδιναν καμιά σημασία στον ενωτικό αγώνα που διεξήγε η Εθναρχία και η Δεξιά, γιατί πίστευαν ότι η επικράτηση του προλεταριάτου στη Βρετανία, αυτόματα θα σή­μαινε ελεύθερη και ανεξάρτητη Κύπρο κάτω από κομμουνιστικό καθε­στώς, η οποία θα μετείχε στη Βαλκανική Ομοσπονδία Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Σαράντα χρόνια μετά, η Αριστερά καταδίκαζε τη γραμμή αυτή γιατί:

…είταν φυσικό να οδηγεί το Κόμμα σε λανθασμένους προσανα­τολισμούς, σε λανθασμένες αντιλήψεις […] η γραμμή της ανεξαρ­τησίας και η αντίθεση προς την ιδέα της Ένωσης με την Ελλάδα οδηγεί το Κ.Κ.Κ. στο σημείο να εναποθέτει την υπόθεση για τη λευτεριά του κυπριακού λαού στην αόριστη πιθανότητα να κατα­λάβει την εξουσία στην Αγγλία το αγγλικό προλεταριάτο, οπότε αυτό θα χαρίσει τη λευτεριά στο λαό μας,[10]

Η απομάκρυνση, κατά την περίοδο αυτή, του Πάνου Φασουλιώτη από την ηγεσία του κινήματος και η μετανάστευση του Δημήτρη Χρυσοστομίδη στο εξωτερικό, το Νοέμβριο του 1924, ουδόλως άλλαξαν την πολιτική στόχευση των πρώτων Κυπρίων κομμουνιστών προς την αυτονομία και την εγκαθίδρυση Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας των Σοβιέτ. Ο Νίκος Γιαβόπουλος, που ανέλαβε μέσα στο ίδιο έτος την ηγεσία του κινήματος, σε διαδοχή του Πάνου Φασουλιώτη, διατήρησε την προ­σήλωση της Αριστεράς στο στόχο της ανεξαρτησίας, αποκηρύττοντας την Ένωση.

[1] Π. Δίγκλης, Πικρές Αλήθειες, ό.π., σ. 46. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, ο όρος ανεξαρτησία αναφέρεται στην ιστοριογραφία κάποτε ως αυτοκυβέρνηση, κάποτε ως αυτονομία και κάποτε ως αυτοδιοίκηση με την ίδια έννοια. Με αυτή την έννοια χρη­σιμοποιείται ο όρος στην παρούσα μελέτη.

[2] Πλουτής Σέρβας, Κοινή Πατρίδα, Λευκωσία 1997, σ. 81.

[3] Πυρσός, 5 Μαΐου 1923.

[4] Πυρσός, 28 Μαΐου 1923

[5] Κώστας Γραικός, Κυπριακή Ιστορία, Γ’ έκδοση, Λευκωσία 1991, σ. 222.

[6] Κ. Γραικός, Κυπριακή Ιστορία, ό.π., σ. 232.

[7] Α. Λυμπουρίδης, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο, τόμος Β’, ό.π., σ. 81.

[8] Πυρσός, 21 Φεβρουαρίου 1924. Σύμφωνα με την εφημερίδα, η έκθεση αποστάληκε ύστερα από υπόδειξη του Εργατικού Κόμματος της Αγγλίας.

[9] Πυρσός, 21 Φεβρουαρίου 1924.

[10] ΑΚΕΛ, 40 Χρόνια του Κόμματος, ό.π., ο. 13.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ