Του Τάσου Αναστασίου
Μια εξαιρετική ευκαιρία για συμπεράσματα για τις τάσεις στον σύγχρονο παγκόσμιο κινηματογράφο, αλλά και στην τέχνη γενικότερα, αποτέλεσαν οι πρόσφατες Νύχτες Πρεμιέρας, το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη στην Αθήνα. Ο γράφων παρακολούθησε μια ντουζίνα ταινίες, κυρίως μικρού μήκους και, αν και δεν αποτελούν, ίσως, ικανό αριθμό αντιπροσωπευτικού δείγματος, δείχνουν ξεκάθαρα τη ροπή της διεθνούς φιλμικής παραγωγής όσον αφορά την αποτύπωση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας.
Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια κατάσταση εξωπραγματικού σκηνικού επιστημονικής φαντασίας, όπου η ψυχραιμία και η νηφαλιότητα των ηρώων είναι αναγκαία. Σε αυτή, η μόνη που συμπεριφέρεται λογικά και συνάμα ανθρώπινα είναι μια Ασιάτισσα μετανάστρια. Οι γηγενείς Άγγλοι (η ταινία είναι βρετανική) είναι απάνθρωποι, ρατσιστές, αγενείς, επιθετικοί και κυρίως ηλίθιοι σε βαθμό κακουργήματος (οι πέντε εξ αυτών, ο έκτος που διασώζεται είναι ο φίλος της Ασιάτισσας).
Στις μικρού μήκους ταινίες τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα διατυπωμένα και σχεδιασμένα: Πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα όπου οι συγκρούσεις απουσίαζαν εντελώς και επικρατούσε μια ανεξήγητη συνοχή. Πολίτες πρώην αποικιοκρατικής δύναμης (Γάλλοι) συνεργάζονταν αρμονικά σε παράνομες μπίζνες με πολίτες πρώην (;) αποικιοκρατούμενης χώρας (Βορειοαφρικανούς). Γυναίκες που αδημονούν να εργαστούν εμποδίζονται από αυτή την καταραμένη τη μητρότητα. Δύο ομοφυλόφιλοι άντρες επιδίδονται σε ένα 14λεπτο σερί έντονων σεξουαλικών περιπτύξεων που αγγίζει τα όρια του πορνογραφήματος, σε μια απελπισμένη προσπάθεια του σκηνοθέτη να κάνει το κοινό να συνηθίσει το θέαμα. Ακόμα και το ηθικό δίλημμα της αποκάλυψης ή όχι ενός εγκλήματος έχει ως πρωταγωνιστές δύο εργάτες μετανάστες. Έτσι αντιλαμβάνονται οι σύγχρονοι δημιουργοί τον κόσμο μας. Η τοπικότητα και η παράδοση εκλείπουν, οι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις υπάρχουν μόνο στα πλαίσια της ικανοποίησης οικονομικών συμφερόντων και οι παρέες πλέον είναι, με το στανιό, πολυφυλετικές.
Εκεί που σπάνε, κάπως, τα δεσμά της πολιτικής ορθότητας, είναι στη ταινία Η Νηπιαγωγός, όπου η δύναμη των ποιημάτων ενός χαρισματικού μικρού παιδιού (όλως τυχαίως, γιου Ινδού μετανάστη) υψώνονται ως τοίχος ελπίδας απέναντι στην εργαλειακή σύγχρονη εκπαίδευση και την επικράτηση της οθόνης ως κορυφαίας εφηβικής-και όχι μόνο- ψυχαγωγίας. Δυστυχώς όμως, η σθεναρή στάση ενθάρρυνσης από την πλευρά της νηπιαγωγού προς το παιδί ξεφεύγει από τα φυσιολογικά όρια και φτάνει σε αδιέξοδα, αφού γίνεται απόλυτα εμμονική, πλησιάζοντας δύο βήματα πριν την παιδοφιλία.
Βέβαια, η πλήρης απογοήτευση δεν θα μπορούσε να έρθει παρά από τις μικρού μήκους ταινίες των Ελλήνων δημιουργών, όπου καμία ζοφερή κοινωνική κατάσταση δεν υπάρχει, αλλά τα προβλήματα εντοπίζονται ατομικά και ακαριαία: Μια γυναίκα πεθαίνει. Μια άλλη ανακοινώνει ότι έχει καρκίνο. Μια τρίτη μιλάει για νεκρά παιδιά. Μια τέταρτη, εγκυμονούσα στον δέκατο μήνα της κύησης, αρνείται να γεννήσει και δηλώνει ότι κάνει απεργία γέννας. Ένας άντρας συνειδητοποιεί ότι έχει πεθάνει ήδη, ενώ ένας άλλος είναι νεκροθάφτης και νεκρόφιλος! Έξι μικρές ταινίες με ισάριθμους θανάτους. Επικέντρωση κυρίως στον τύπο και όχι τόσο στο περιεχόμενο της κινηματογραφικής αφήγησης, εντυπωσιοθηρία, έλλειψη νοήματος. Απουσία ελπίδας και κοινωνικών οραμάτων, απομυθοποίηση της ζωής, κατάργηση του ενδιαφέροντος για αυτήν, πέρασμα στην άρνηση της ύπαρξης. Μήπως οι νέοι δημιουργοί αφουγκράζονται το αναπόφευκτο προς το οποίο οδεύει το συλλογικό υποκείμενο; Ή είναι απλώς η δική τους οπτική, που δεν έχει λάβει υπόψη εναλλακτικές προσεγγίσεις;