Η τραγική προσωπική ιστορία πίσω από την «εποχή της στασιμότητας» της ΕΣΣΔ
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 150
Tον Ιούνιο του 1973, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, και το επιτελείο του, ανέμεναν στην προεδρική εξοχική κατοικία στο Καμπ Ντέιβιντ του Μέρυλαντ το γενικό γραμματέα του ΚΚΣΕ, Λεονίντ Μπρέζνιεφ και την ακολουθία του, οι οποίοι επισκέπτονταν τις ΗΠΑ για την υπογραφή της Συμφωνίας για την Αποτροπή πιθανού Πυρηνικού Πολέμου μεταξύ των δύο χωρών. Ο Σοβιετικός ηγέτης είχε καθυστερήσει και οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να αδημονούν, ειδικά μετά την ενημέρωση από το FBI ότι «οι Ρώσοι το είχαν κάψει» το προηγούμενο βράδυ στην Ουάσιγκτον. Ο Νίξον, γνωρίζοντας την αδυναμία του Μπρέζνιεφ για τα πολυτελή αυτοκίνητα, του είχε ετοιμάσει και μια έκπληξη. Στο προαύλιο ήταν παρκαρισμένη μια ολοκαίνουρια λιμουζίνα Λίνκολν Κοντινένταλ, δωράκι για τον κομμουνιστή ηγέτη. Παρ’ όλα αυτά, την πρωτοφανή έκπληξη στα παγκόσμια διπλωματικά χρονικά θα την έκανε ο Μπρέζνιεφ και το σάστισμα του Νίξον θα γινόταν ανέκδοτο ανάμεσα στους άνδρες της προεδρικής φρουράς. Όταν τελικά έφτασε το αυτοκίνητο με τον Μπρέζνιεφ, κατέβηκε απ’ αυτό μια νεαρή ξανθιά την οποία ο, εν ευθυμία βρισκόμενος, σύντροφος Λεονίντ, με τα κατακρεουργημένα αγγλικά του, σύστησε στον αποσβολωμένο πρόεδρο ως «μάι γκέρλφρεντ». Ο Νίξον γύρισε τότε στον Κίσιγκερ και ψέλλισε, «Κάποιος πρέπει να μας δουλεύει πολύ άσχημα, έτσι;»
Τελικά, η συνάντηση κορυφής ήταν πετυχημένη. Οι συμφωνίες υπογράφηκαν και ο Μπρέζνιεφ πήρε την ξανθιά και τη Λίνκολν Κοντινένταλ του κι έφυγε, αφού πριν έκανε μια φρενήρη βόλτα, με τον Νίξον συνεπιβάτη να φωνάζει, «πιο σιγά, πιο σιγά», και τους μυστικούς πράκτορες να τους ακολουθούν κατά πόδας και να μην τους φτάνουν, στην οποία κόντεψαν να σκοτωθούν και οι δύο ηγέτες των υπερδυνάμεων.
Ποια ήταν όμως η ιστορία της ξανθιάς νεαρής, που ο αθεόφοβος Μπρέζνιεφ είχε το θράσος να πάρει μαζί του σε συνάντηση κορυφής, αντί για την επίσημη σύζυγό του; Η αλήθεια είναι ότι η εμφάνισή του, με εκείνα τα δασύτριχα φρύδια και τη σχεδόν κοιμισμένη έκφραση, η οποία συνδέθηκε απόλυτα με την εποχή της στασιμότητας στη Σοβιετική Ένωση από το 1964 ως το 1982, έδινε την εντύπωση μιας πληκτικής μέχρι θανάτου προσωπικότητας χωρίς εκπλήξεις. Ο άνθρωπος έμοιαζε με ένα κομμάτι πάγου που ζωογονούνταν μόνο στις συνελεύσεις του Πολιτικού Γραφείου και στις παρελάσεις. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όταν άρχισαν να βγαίνουν στη φόρα τα μυστικά των διαφόρων ηγετών του ΚΚΣΕ και να αποχαρακτηρίζονται ολόκληρα δωμάτια ασφυκτικά γεμάτα με απόρρητα έγγραφα, λύθηκε και το μυστήριο της ξανθιάς, αλλά και της τραγικής ιστορίας του ίδιου του Λεονίντ Μπρέζνιεφ.
Κατ’ αρχάς, δεν υπήρξε μία μόνο ξανθιά, αλλά πάνω από πενήντα. Ο γενικός γραμματέας είχε αδυναμία στις μικρόσωμες ξανθές με γαλανά μάτια και υπήρχε σοβαρός λόγος γι’ αυτήν του την προτίμηση, ο οποίος ήταν μάλλον το μέγα δράμα του. Το συγκεκριμένο δράμα θα τον ταλάνιζε σε ολόκληρη τη ζωή του, θα τον έκανε να στραφεί στα ναρκωτικά χάπια και το αλκοόλ, θα κατέστρεφε ανεπανόρθωτα την υγεία του και τελικά θα τον μεταμόρφωνε σε ζόμπι που περπατούσε με δυσκολία, τραύλιζε ακατάληπτα και είχε παρατεταμένα επεισόδια απώλειας μνήμης.
Φαίνεται πως η αιωνιότητα άγγιξε τον Μπρέζνιεφ το καλοκαίρι του 1943, όταν ήταν πολιτικός κομισάριος της 18ης στρατιάς στο Νοβοροσίσκ. Τραυματισμένος στο σαγόνι κατά τη διάρκεια μιας γερμανικής επίθεσης, ο Μπρέζνιεφ νοσηλευόταν σε κάποιο στρατιωτικό νοσοκομείο, όταν γνώρισε μια νεαρότατη γιατρό ονόματι Ταμάρα, την οποία ερωτεύτηκε σφόδρα. Κατά το συνήθειο του Κόκκινου Στρατού, ο 37χρονος και ήδη παντρεμένος με δύο παιδιά, συνταγματάρχης Μπρέζνιεφ, εγκατέστησε τη νεαρή γιατρό στη σκηνή του ως «σύζυγο εκστρατείας». Συνήθως, οι σύζυγοι του συγκεκριμένου τύπου εγκαταλείπονταν με συνοπτικές διαδικασίες με το τέλος του πολέμου και την επιστροφή στην κανονικότητα της επίσημης οικογένειας, αλλά ο Λεονίντ είχε «καλό σκοπό».
Με τη νίκη της ΕΣΣΔ επί της Γερμανίας, το ζεύγος επέστρεψε μαζί στη Μόσχα, όπου ο αφελής Μπρέζνιεφ σκόπευε να ζητήσει διαζύγιο από τη γυναίκα του, Βικτώρια, για να κάνει μια νέα αρχή με τον έρωτα της ζωής του. Είχε λογαριάσει όμως χωρίς «την» ξενοδόχο, καθώς η γυναίκα του τον παγίδευσε, κλειδώνοντάς τον στο σπίτι και, με κίνηση ματ, βρήκε την ερωμένη του και την ξαπόστειλε στον αγύριστο. Μήνες έψαχνε να τη βρει ο, σε βαρεία κατάθλιψη περιπεσών, Λεονίντ, αλλά η γιατρός είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης για να μην εμφανιστεί ποτέ ξανά. Εκών, άκων, ο Μπρέζνιεφ επέστρεψε ως δαρμένος σκύλος στην «οικογενειακή θαλπωρή» κι έπεσε με τα μούτρα στην κομματική δουλειά, που θα τον έφερνε είκοσι χρόνια αργότερα στο τιμόνι της ΕΣΣΔ.
Η κατάθλιψη όμως του είχε αφήσει ένα κουσούρι που του έκανε τη ζωή πολύ δύσκολη και αυτό ήταν η χρόνια αϋπνία. Ο Μπρέζνιεφ στριφογύριζε σαν τον οβελία όλη νύχτα στο κρεβάτι και καταριόταν τη γυναίκα του, με την οποία ζούσαν σαν ξένοι, και την άχαρη ζωή του, και λαγοκοιμόταν μια δύο ώρες το ξημέρωμα για να σηκωθεί κατάκοπος και κακόκεφος. Όλα αυτά μέχρι το 1955 που κάποιος σύντροφος από την Κ.Ε. του πάσαρε ένα κουτί υπνωτικά χάπια Νόξυρον. Πού να ήξερε ο δύσμοιρος ότι το συγκεκριμένο υπνωτικό ήταν άκρως εθιστικό, καθώς προκαλούσε μια αίσθηση ευφορίας ανάλογη με αυτήν της ενδοφλέβιας ηρωίνης και είχε ανεπιθύμητες παρενέργειες όπως το ντελίριο και οι παραισθήσεις. Χαρακτηριστικά, ο σωματοφύλακάς του, Μέντβεντεφ, έχει δημοσιεύσει ένα τραγελαφικό επεισόδιο όπου ο Μπρέζνιεφ πετάχτηκε έντρομος απ’ το κρεβάτι φωνάζοντας ότι ξύπνησε και είδε να κοιμάται δίπλα του ο Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ δίπλα του κοιμόταν η γυναίκα του, Βικτώρια.
Ως το 1964, που «συνταξιοδότησε» τον πρώην μέντορά του Χρούστσεφ και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της ΕΣΣΔ, κατέβαζε 2 με 3 χάπια κάθε βράδυ με τη βοήθεια βότκας για έξτρα αποτέλεσμα και η υγεία του είχε ήδη κλονισθεί. Ταυτόχρονα, ασχολούνταν με τα δύο αγαπημένα του σπορ: τη συλλογή ακριβών αυτοκινήτων (μέχρι τον θάνατό του είχε μαζέψει ογδόντα δύο πολυτελή αυτοκίνητα) τα οποία οδηγούσε ο ίδιος με πλήρη αδιαφορία για τη δημόσια ασφάλεια και τη συλλογή ξανθιών «κλώνων» της Ταμάρας.
Ο Λεονίντ είχε ήδη αρχίσει να τα χάνει από το 1972 και πολλές φορές να μην ξέρει πού είναι και τι κάνει. Υπέγραφε σαν ρομπότ ό,τι του έφερναν μπροστά του κι έτσι υπέγραψε και τη διαταγή για την αποστολή στρατευμάτων στο Αφγανιστάν το ’79, την οποία θέλησε να πάρει πίσω μερικές μέρες αργότερα χωρίς επιτυχία, απειλώντας να παραιτηθεί. Δεν τον άφησαν όμως και παρέμεινε στο τιμόνι της ΕΣΣΔ ως αχυράνθρωπος για άλλα τρία χρόνια, στα οποία συνέβησαν απίστευτα ευτράπελα. Φαίνεται πως κάποιους βόλευε αυτή η κωματώδης κατάσταση, καθώς μπορούσαν να αλωνίζουν πίσω απ’ την πλάτη του. Σε μια από τις τελευταίες παρουσίες του σε συνεδρίαση της ΚΕ, αφού διάβασε με δυσκολία την ομιλία του, κοίταξε δεξιά-αριστερά σαν να τους έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του και είπε, «εγώ, την κάνω», για να πεθάνει από ανακοπή λίγο καιρό αργότερα, στις 10/11/1982. Ήταν το τέλος μιας εποχής, μια και η ίδια η ΕΣΣΔ θα τον ακολουθούσε στον θάνατο μια δεκαετία αργότερα. Ίσως η καλύτερη εκδίκηση του Λεονίντ για όλα τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν εις βάρος του είναι πως πολλοί αναπολούν την εποχή του, που, κατά τον ιστορικό Ι. Σίσκιν, «Έβλεπες το χιόνι να πέφτει απ’ το παράθυρο και υπήρχε ησυχία, τάξη και ασφάλεια». Σε δημοσκόπηση του κέντρου Λεβάντα της Ρωσίας το 2013, το 56% των ερωτηθέντων απάντησε πως ο Μπρέζνιεφ ήταν ο καλύτερος ηγέτης της χώρας τον 20ο αιώνα, ξεπερνώντας ακόμη και τον ίδιο τον Λένιν.