Αρχική » cineρήξη: Άγριες φράουλες & Μια ζωή ταλαιπωρία

cineρήξη: Άγριες φράουλες & Μια ζωή ταλαιπωρία

από Άρδην - Ρήξη

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 153

Στα σουηδικά, η λέξη αγριοφράουλες συνδηλεί το καλοκαίρι. Όπως λέμε σταφύλια ή καρπούζι. Καλοκαίρι, λοιπόν. Ιούνιος. Ο γιατρός καθηγητής Ισαάκ Μποργκ είναι στα εβδομήντα οκτώ του. Τη μέρα που πρέπει να ταξιδέψει στη Λουντ για να τιμηθεί από το πανεπιστήμιο, ξυπνάει νωρίς μετά από ένα παράξενο και αλλόκοτο όνειρο. Βρίσκεται, λέει, χαμένος, κατά τον πρωινό του περίπατο, σε ένα άγνωστο σημείο της πόλης και παντέρημο. Ένα ρολόι χωρίς δείκτες, ένα ξόανο ανθρώπου χωρίς μάτια και στόμα, μια νεκρική άμαξα από την οποία πέφτει ένα φέρετρο, που μέσα του είναι… ο ίδιος. Από την αγωνία του ξυπνάει αρκετά νωρίτερα από ό,τι ήταν συνήθειά του, στην υποχόνδρια και μέχρι λεπτομερείας τακτοποιημένη ζωή του. Αντί να πάρει το αεροπλάνο, όπως έχει προγραμματίσει, θα ταξιδέψει στη Λουντ με το αυτοκίνητο, μαζί με τη νύφη του Μαριάν, που βρίσκεται σε διάσταση με το γιο του. Στον δρόμο, στο ξύπνιο ή στον ύπνο του, θα επιστρέψει στα νεανικά του καλοκαίρια, στον πρώτο του έρωτα, την ξαδέρφη του Σάρα, στους γονείς του, στη γυναίκα του Κάριν –που έχει εν τω μεταξύ πεθάνει–, σε ματαιώσεις, πληγές και αμαρτίες. Είναι μια μέρα που χαλά την τάξη που ο «θείος» Ισαάκ ακολουθεί όλη του τη ζωή.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν πριν απ’ όλα ήταν συγγραφέας σεναρίων και θεατρικών έργων. Λίγο πριν πεθάνει έλεγε πως θα’ θελε να τον θυμούνται σαν θεατρικό συγγραφέα. Το 1957, δεν ήταν ούτε σαραντάρης. Είχε μόλις κάνει εκείνη τη χρονιά το μεγάλο του αριστούργημα, την Έβδομη σφραγίδα, είχαν προηγηθεί το Καλοκαίρι με τη Μόνικα (1953), Η νύχτα των σαλπιμπάγκων (1953) κ.ά. κι είχε κιόλας αλλάξει τον κινηματογράφο, πριν ακόμα έρθει η Σιωπή (1963) και η Περσόνα (1966). Οι Αγριοφράουλες είναι μια νεανική, και γι’ αυτό ίσως αισιόδοξη, η πιο αισιόδοξη ταινία του, για τα γηρατειά. Όλα τα κύρια θέματα της φιλμογραφίας-βιογραφίας του είναι παρόντα: η μελαγχολία της ζωής, η ενοχή, η νεανική ασφυξία, η ευγένεια και οι καλοί τρόποι που δεν εκφράζουν απαραίτητα αγάπη, η πατρική φιγούρα, που εδώ γίνεται και λίγο παιδική, η αυστηρή μητέρα, ο –προδομένος– έρωτας και ο γάμος-σύγκρουση. Όλα όμως με έναν τόνο περισσότερο ευχάριστης αναπόλησης, παρά το σκοτεινό και πεισιθάνατιο κλίμα των ονείρων. Η πρώτη του αγάπη, η Σάρα, μαζεύει αγριοφράουλες την ώρα που τον προδίδει με τον άλλον της ξάδελφο. Η Σάρα, η νεαρή κοπέλα που συνταξιδεύει στο αυτοκίνητο μαζί με δύο φίλους της, του μαζεύει αγριολούλουδα και του λέει στο τέλος πως τον προτιμάει από τους δύο νεαρούς μνηστήρες Τα γηρατειά και η σοφία έχουν τη γοητεία τους.
Αυτό που σημαδεύει την ταινία και τις αναφορές της είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος που ο Μπέργκμαν έδωσε στον αναμφισβήτητο πατέρα του σουηδικού σινεμά Βίκτορ Σγιόστρομ (1879-1960), φανερώνοντας την αγάπη του, κοπιάροντας ακόμα σκηνές από τη φιλμογραφία του, όπως η σκηνή της νεκράμαξας του πρώτου ονείρου. Η ταινία κλείνει με τη βράβευση του δόκτορα Μποργκ και μοιάζει ο ίδιος ο Σγιόστρομ να βραβεύεται από τον «μαθητή» του, αλλά και από τους πάμπολους θαυμαστές του. Ο Σγιόστρομ, με την αγαθή μάλλον, παρά αυστηρή φυσιογνωμία του, αποδεικνύεται το μεγάλο ατού της ταινίας. Γύρω του ο θίασος του Μπέργκμαν: η μελαγχολική Ίνγκριντ Τούλιν (Μαριάν), η χαρούμενη Μπίμπι Άντερσον (η παλαιά και νέα Σάρα), ο σοβαρός Γκιούναρ Μπιγιόνστραντ (Έβαλντ, ο γιός), ο επιβλητικός Μαξ φον Σίντοφ σε ένα μικρό ρόλο κ.ά. Η φωτογραφία είναι του Γκιούναρ Φίσερ και το μοντάζ του Όσκαρ Ροζάντερ. Το περίτεχνο σενάριο, φυσικά, του ίδιου του σκηνοθέτη.
Παρά το θέμα της και τα στοιχεία της δεκαετίας του 1950 που σήμερα φαίνονται εξωτικά, η ταινία μένει αγέραστη, κυρίως χάρη στο απαλό χάδι στους ήρωες, που χαρίζει ο Μπέργκμαν, ίσως για μοναδική φορά σε αυτή την ταινία μαζί με τρυφερότητα, που δεν την σκιάζει το σκοτεινό ξεγύμνωμα της ενοχής και του σπαραγμού, όπως τον έχουμε μάθει στις άλλες μεγάλες του ταινίες. Ίσως γι’ αυτό επαναπροβάλλεται η ταινία φέτος καλοκαιριάτικα, μαζί με το Καλοκαίρι με τη Μόνικα (1952), γυρισμένη σε ένα επίσης γοητευτικό, νεανικό αυτή τη φορά, κλίμα. Μαζί, στο αφιέρωμα με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, θα προβληθεί τον Ιούλιο η Έβδομη σφραγίδα, το τελειότερο ίσως κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στο θάνατο και η Φθινοπωρινή σονάτα (1973), από τα όψιμα έργα του φθινοπώρου της ζωής του μεγάλου σκηνοθέτη. Σας θυμίζω ότι φέτος προβλήθηκε επίσης το ντοκιμαντέρ της Μαργκαρέτε φον Τρότα, Μπέργκμαν, ένας αιώνας (2018) με πολύ βιογραφικό υλικό και συνεντεύξεις του ίδιου και των πρωταγωνιστών του· μια ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση της καλλιτεχνικής πορείας και αυτοβιογραφίας του.

Αποτέλεσμα εικόνας για Μια ζωη ταλαιπωρία αλμοδοβαρ

Μια ζωή ταλαιπωρία

Ευτυχώς, το φετινό καλοκαίρι οι εταιρείες διανομής επανέρχονται πιο δυναμικά στην παλιά ελληνική συνήθεια να παίζονται στη θερινή σεζόν ταινίες σε δεύτερη διανομή. Φέτος θα δούμε στα θερινά, και όχι μόνο, από Φριτς Λανγκ μέχρι Τσάρλι Τσάπλιν και από Χίτσκοκ –ποτέ δεν έλλειψε στ’ αλήθεια– μέχρι… Αλμοδόβαρ.
Το Μια ζωή ταιλαιπωρία (1984) –πρωτότυπος τίτλος: Τι έχω κάνει για να μου αξίζει αυτό;– είναι από τις πρώτες ταινίες που σύστησαν στο διεθνές κοινό το σύμπαν του Πέδρο Αλμοδόβαρ, τόσο οικείο σήμερα. Και εδώ, όπως και στις υπόλοιπες ταινίες του, εκείνο που συγκινεί είναι η τρυφερότητα που αγκαλιάζει όλους τους ήρωές του, λαϊκοί χαρακτήρες κυρίως, που δεν είναι δα και οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι του κόσμου. Ή μήπως είναι; Γιατί στ’ αλήθεια κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την πόρτα ενός λαϊκού διαμερίσματος ελάχιστου εμβαδού, σε μια από τις εργατικές γιγαντοπολυκατοικίες, κάπου στις μεγάλες λεωφόρους της Μαδρίτης.
Η Γκλόρια είναι μια καθαρίστρια, που ζει με τον άντρα της, τα δύο της αγόρια και την πεθερά της σ’ ένα διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών. Ο άντρα της Αντόνιο είναι ταξιτζής, πρώην εργάτης στη Γερμανία και πρώην εραστής μιας διάσημης Γερμανίδας τραγουδίστριας. Ο καθένας έχει τις διαφυγές του από την περίκλειστη ζωή στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος. Η γιαγιά μαζεύει ξύλα και κρύβει μεταλλικό νερό, ο μεγαλύτερος γιος τους Τόνι πουλάει ναρκωτικά, ο νεώτερος Μιγκέλ τη συντροφιά του σε ηλικιωμένους άντρες. Γειτόνισσά τους η Κριστάλ, που δέχεται στο διαμέρισμά της άντρες με σεξουαλική «φαντασία» ή ανικανότητα.
Ναι, είναι ο κόσμος του Αλμοδόβαρ, τόσο φανταστικός και πολύχρωμος και τόσο πραγματικός, όσο ο καθένας θα ήθελε να είναι. Υπογραμμίζοντας πιθανόν αυτό το παιχνίδι καθημερινότητας και φαντασίας στη ζωή των ηρώων, ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποδύεται μιαν αρτίστα σε μια κιτσάτη σαπουνόπερα της τηλεόρασης, που βλέπουν οι ένοικοι του διαμερίσματος. Η συνεχής φλυαρία –το μεγάλο προσόν των ταινιών του–, η λαϊκή κακογουστιά, που ο Αλμοδόβαρ σκεπάζει με τρυφερότητα, το λατινικό μελόδραμα, η υπερβολή, αλλά και ο ρεαλισμός μιας δύσκολης καθημερινότητας είναι ο κόσμος όπως τον έχουμε γνωρίσει και από τις άλλες του ταινίες. Όσα συμβαίνουν δεν έχουν πάντοτε συνέπεια με την πραγματικότητα, και καλό είναι να μην τα βλέπει κανείς έτσι. Η τρυφερή αγκαλιά της μάνας στο τέλος, ωστόσο, στην οποία ο σκηνοθέτης έχει μια κάποια εμμονή, δίνει ίσως ακόμα και εξομολογητικό τόνο στο έργο. Κανείς δεν είναι –και δεν μπορεί να είναι– τέλειος.
Η παρουσία, η αφελής φιγούρα και τα μεγάλα μάτια της Κάρμεν Μάουρα, στον ρόλο της Γκλόρια, σημαδεύουν την ταινία. Γύρω της σε μια (α)συμφωνία χαρακτήρων ο Ανχέλ ντε Αντρές Λόπεζ (Αντόνιο), η Βερόνικα Φορκέ (Κριστάλ), η Τσους Λαμπρεάβε, η γιαγιά Αμπουέλα, Χουάν Μαρτίνεθ (Τόνι). Η φωτογραφία είναι του Άνχελ Λουίς Φερνάντεθ και το μοντάζ του Χοσέ Σαλθέδο. Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος Αλμοδόβαρ που έχετε δει, αλλά για όσους αγαπούν το σινεμά του Ισπανού, ή για όσους έχουν δει την ταινία ίσως παλιότερα, είναι μια ευκαιρία να τον ξανασυναντήσουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ