του Γιώργου Ρακκά, από το Άρδην τ. 99 Ιανουαρίου-Μαρτίου 2015
Τ ους τελευταίους… τρεις μήνες, επαναλαμβάνουμε σε κάθε δυνατό τόνο πως η επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει πρόωρα την εξουσία από το «μνημονιακό τόξο» υπήρξε εντελώς λανθασμένη, αν όχι εγκληματική. Η άποψη αυτή στηρίχτηκε και στηρίζεται σε μια ψύχραιμη, λεπτομερή εκτίμηση των αντικειμενικών και υποκειμενικών δεδομένων που επικρατούν τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για πολλούς λόγους, οι οποίοι έχουν αναλυθεί λεπτομερώς, διαφάνηκε από πολύ νωρίς ότι οι πρόωρες εκλογές υπήρξαν μια μεγάλη παγίδα για το αντιμνημονιακό μπλοκ, την οποία έστησε η ίδια η γερμανική Ευρώπη σε συνεργασία με την ντόπια συμμαχία των προθύμων.
Το γεγονός, δε, ότι το παρόν κυβερνητικό εγχείρημα είναι πρόωρο, το διαπιστώνουμε όλοι μας καθημερινά, καθώς όσο πάει και περισσότερο γίνεται καταφανέστατη η φτώχεια της κυβερνητικής διαπραγματευτικής ατζέντας, η ανυπαρξία συγκεκριμένων εναλλακτικών στρατηγικών στους καθοριστικούς τομείς που θα κρίνουν την ανάκαμψη της χώρας μας (παραγωγική ανασυγκρότηση, εκπαιδευτική και πολιτιστική αναγέννηση, δημογραφικό), και η κακοφωνία του παρόντος κυβερνητικού σχήματος.
Στοιχεία που ως κατ’ εξοχήν αδυναμίες επικαθορίζουν εν τέλει την όλη πορεία του κυβερνητικού εγχειρήματος και πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο ενός «ατυχήματος»: Είτε με την μορφή μιας μεγάλης «κωλοτούμπας», η οποία θα επισφραγίσει την ολοκληρωτική αποτυχία του «αντιμνημονιακού» κυβερνητικού εγχειρήματος, σέρνοντάς το εντός του κάδρου της «αποικίας χρέους». Είτε με την μορφή ενός gr-accident (ελληνικού ατυχήματος) το οποίο θα σημάνει μια αιφνίδια ρήξη με την Ε.Ε. και το ευρώ, πράγμα που επιθυμεί και επιδιώκει διακαώς, από τις πρώτες στιγμές της ελληνικής κρίσης, ο σκληρός πυρήνας της γερμανικής Ευρώπης.
Το κυριότερο αντεπιχείρημα που έχει προκύψει σε αυτήν την ανάλυση, στην οποία δυστυχώς το Άρδην παραμένει «ανάδελφο» ως προς την συνολική, πάντοτε φτωχή, δημόσια συζήτηση που διεξάγεται, είναι ότι «δεν υπήρχε άλλος δρόμος». Σύμφωνα με αυτό, «η προηγούμενη κυβέρνηση έπρεπε να φύγει πάση θυσία», ανεξάρτητα από το εάν οι περισσότερες πιθανότητες συνηγορούσαν ότι η «θυσία» αφορούσε στην… αποτυχία της επόμενης κυβέρνησης.
Βρισκόμαστε ενώπιον μιας καταπληκτικής ψυχολογικής κατάστασης, όπου κριτήριο για να προχωρήσουμε μπροστά είναι όχι η δύναμη ή η ελπίδα, αλλά η… ανημποριά σε συνδυασμό με την απελπισία.
Η ίδια, μάλιστα, ψυχολογική υφή διαπερνάει και τα επιχειρήματα που συνηγορούν στη «δραχμική αντιπολίτευση» έναντι της παρούσας κυβέρνησης: Αφού, εντός της περιφερειακής ένωσης, είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα και άρα ανίκανοι να διαπράξουμε έστω και μια «μικρή» ελληνική ανταρσία για την άρση της δεινής θέσης στην οποία έχουμε περιέλθει, ας κάνουμε μια… «μεγάλη» ανταρσία, και ας προσπαθήσουμε να πορευτούμε με το δικό μας ανεξάρτητο νόμισμα στις συνθήκες της… παγκόσμιας ζούγκλας των διασυνδεδεμένων αγορών!
Το αδιέξοδο σε ό,τι αφορά στην προοπτική άμεσης αποτίναξης των δεσμών που δημιούργησε το χρέος της χώρας είναι απόλυτο. Και αυτό είναι φυσιολογικό, αν κανείς αναλογιστεί τι ακριβώς εκφράζει αυτό το χρέος – το οποίο η μέχρι τα τώρα συζήτηση εντός του αντιμνημονιακού κινήματος το αντιμετωπίζει ως ένα οικονομικό μέγεθος, ξεκομμένο από τους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι το δημιούργησαν το 2010. Γι’ αυτό και κυριάρχησαν στη συζήτηση εντελώς ανυπόστατες ιστορικές συγκρίσεις της δικής μας περίπτωσης με την περίπτωση της… μεταπολεμικής Γερμανίας ή του… Ισημερινού.
Ωστόσο, η διαγραφή του γερμανικού χρέους υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης μιας μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης που θα ανακόψει την επέλαση της Σοβιετικής Ένωσης στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ, στον Ισημερινό, ο λογιστικός του έλεγχος αποτέλεσε διακύβευμα ενός κινήματος εθνικής χειραφέτησης της χώρας, που διήρκησε πάνω από τρείς δεκαετίες, και που συνδέεται με ένα ευρύτερο κύμα περιφερειακής χειραφέτησης της Λατινικής Αμερικής: Με λίγα λόγια, δεν είναι όλα τα «χρέη» ίδια, ούτε αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, καθώς η κάθε περίπτωση καταγράφει εντός της διαφορετικούς γεωπολιτικούς, πολιτικούς, και κοινωνικούς συσχετισμούς.
Στην Ελλάδα, υπάρχει μια ολόκληρη ιστορική διαδικασία που κατέληξε στην άτυπη χρεοκοπία της χώρας μας το 2010, υπό το καθεστώς της γενικευμένης αδυναμίας εξυπηρέτησης του χρέους της: Ο παρασιτισμός, η αποσύνθεση του κράτους, ο απόλυτος εκφυλισμός των πολιτικών και των οικονομικών ελίτ της ύστερης μεταπολίτευσης, η εξουδετέρωση των αντιστασιακών αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας, η πολιτιστική της παρακμή και η συνεπαγόμενη δραστική συρρίκνωση των ενάρετων κοινωνικών και οικονομικών πρακτικών εντός της – όλα αυτά εξηγούν γιατί η χώρα πέρασε τόσο εύκολα υπό την εντολή της γερμανικής Ευρώπης: Η κατοχή μπορεί να είναι έμμεση και ιδιότυπη, ωστόσο είναι απόλυτη, διότι θεμελιώθηκε πάνω στην αποτυχία όλων των εσωτερικών κοινωνικών-πολιτικών δυνάμεων να επιβάλουν μια άμεση εναλλακτική στρατηγική για την χώρα.
Το χρέος αποτελεί την οικονομική αντανάκλαση αυτής της γενικευμένης παρακμής, και το κύριο πρόβλημα του αντιμνημονιακού κινήματος είναι ότι μετέθεσε την πολιτική του επικέντρωση από τις αιτίες (=την παρακμή) στις συνέπειές τους (=το μνημόνιο). Και αυτό, δηλαδή η προβολή της υποδούλωσης της χώρας στον ουρανό της οικονομίστικης ιδεοληψίας, αποτελεί δείκτη της στρεβλότατης πολιτικοποίησης του αντιμνημονιακού κινήματος.
Ακόμα και ο Βαρουφάκης, δηλαδή ο νυν υπουργός οικονομίας της χώρας, μιλούσε και μιλάει για την λύση της ελληνικής κρίσης χρέους στο πλαίσιο μιας στρατηγικής… οικοδόμησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης –λες, δηλαδή, και παίζουμε κάποιο πολιτικό παιχνίδι προσομοίωσης της πραγματικότητας στον υπολογιστή.
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι λοιπές «τεχνητές» λύσεις που εγείρονται εν είδει αντιπολίτευσης στην παρούσα κυβερνητική «γραμμή»: Δραχμή, χρεοκοπία εντός του Ευρώ, γενικευμένη άρνηση πληρωμών, ανταλλαγή του χρέους με τον ελληνικό ορυκτό πλούτο, να «κόψουμε» μονέδες στο τυπογραφείο, να ανταλλάξουμε το ελληνικό χρέος με τις… ανύπαρκτες μετοχές της Τράπεζας της Ανατολής (Σώρρας) κ.ο.κ. Μέχρι και… αντιπραγματισμό εισηγούνται οι πιο ακραίες ομαδοποιήσεις του… μηδενιστικού, δήθεν αντιεξουσιαστικού, «τζιχαντισμού», οι οποίοι προτάσσουν ταυτόχρονη έξοδο από την Ε.Ε., και τσάκισμα του «ελληνικού εθνικού κράτους», πράγμα που επί της ουσίας θα οδηγούσε στο να μεταβληθεί ο ελληνικός χώρος σ’ ένα πεδίο καθολικού, γενικευμένου εμφυλίου πολέμου αλά Λιβύη!
Θα πρέπει κανείς να έχει παρακολουθήσει το κινηματογραφικό Matrix των αδερφών Βαρσόφσκι, και να λάβει υπόψη του όλη την υποκουλτούρα των «παράλληλων δυνητικών πραγματικοτήτων» που δημιούργησε, για να αντιληφθεί ότι αυτή η πολιτική διαμάχη των «υποθετικών σεναρίων», που εξάντλησε τις κύριες δυνάμεις του αντιμνημονιακού κινήματος, είχε παρόμοιου τύπου ελατήρια, μιας βαθιάς ψυχοπαθογένειας.
Αρχικά, για την πλειοψηφία αυτού του χώρου, η παγκόσμια οικονομική, και συνακόλουθα η ελληνική, κρίση ήταν ένα στρατήγημα των ισχυρών για να συμπιέσουν το εισόδημα της λαϊκής πλειοψηφίας. Ύστερα, όταν αυτή η άποψη κατέρρευσε εν τοις πράγμασι, αντιμετώπισαν ως στρατήγημα το αδιέξοδο της πραγματικής κρίσης: Αρκούσε μια τεχνική «φαεινή» ιδέα, ώστε να πάψει η χώρα να έχει την όψη της μνημονιακής κοιλάδας των δακρύων.
Το μεγαλύτερο κακό, που προκάλεσε αυτή η ψυχοπαθογένεια, ήταν να ενταφιάσει την μόνη πραγματική και ρεαλιστική προοπτική αντίστασης: Ενός πολιτικού «αντάρτικου» εξίσου ιδιότυπου με την κατοχή την οποία βιώνουμε.
Η άποψη αυτή, δυστυχώς εκφράστηκε σχεδόν μόνο από το Άρδην, υπήρξε δηλαδή απομονωμένη εντός του αντιμνημονιακού κινήματος. Δέχτηκε, μάλιστα, βολές ως… αρκετά γενική και αφηρημένη, κυρίως από την πλευρά των δυνάμεων που υιοθέτησαν μια μαξιμαλιστική ρητορική, είτε τους «δραχμικούς» είτε τους οπαδούς της «κυβερνώσας αριστεράς», που υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσαν άμεσα την χώρα από τα «μνημόνια». Οι πιο κακόβουλες, μάλιστα, εκδοχές και των δύο πλευρών, την κατήγγειλαν ως… «κρυφομνημονιακή» επειδή, τάχα, φρενάρει την δυνατότητα για μια… άμεση ανατροπή.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η άποψη περί ιδιότυπου πολιτικού αντάρτικου ενάντια στην Αποικία Χρέους είναι εκείνη που επιδέχεται μεγαλύτερης συγκεκριμενοποίησης από όλες τις άλλες, ακριβώς διότι είναι πιο εφικτή και ρεαλιστική.
Στο κεντρικό πεδίο της μνημονιακής πολιτικής, υπήρχε η δυνατότητα να μπλοκαριστεί η εφαρμογή της στην πράξη, ιδίως σε ό,τι αφορά στις ιδιωτικοποιήσεις, όπως κατέδειξε περίτρανα το κίνημα για δημοψήφισμα ενάντια στην πώληση της ΕΥΑΘ. Η επιτυχία του, όμως, δεν χρησιμοποιήθηκε ως βάση για την περαιτέρω υιοθέτηση αυτής της πρακτικής (περίπτωση ΔΕΗ), αλλά αντίθετα και πολύ σύντομα, αν αναλογιστεί κανείς ότι το δημοψήφισμα για το νερό έγινε τον Μάιο και ο ΣΥΡΙΖΑ προέταξε το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» τον Σεπτέμβριο, οι πρακτικές αυτές εγκαταλείφθηκαν στον βωμό της «κυβερνώσας αριστεράς». Την στιγμή μάλιστα που θα μπορούσαν να αποδώσουν περισσότερο, γιατί η μνημονιακή κυβέρνηση έβαινε σε τροχιά αποσύνθεσης. Και εν πάσει περιπτώσει, είναι καταφανώς προτιμότερο να αντιμετωπίζει κανείς μια αποδυναμωμένη μνημονιακή κυβέρνηση με ισχυρή αντιμνημονιακή αντιπολίτευση, παρά μια αδύναμη αντιμνημονιακή κυβέρνηση που έχει να αντιμετωπίσει πλήθος εκβιασμών από το εξωτερικό και το εσωτερικό, την ίδια στιγμή που αυτοχαρακτηρίζεται από «αυτό-υπονομευτική ασάφεια» σχεδόν σε κάθε πεδίο της πολιτικής της.
Παράλληλα, το κύριο πεδίο της δημιουργικής πολιτικής της δραστηριότητας δεν θα έπρεπε να επικεντρωθεί στην κατάληψη της κεντρικής εξουσίας μέσω μεγαλόστομων όσο και κενών διακηρύξεων (πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης), αλλά στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Διότι, πολύ απλά, και παρά την ασφυξία του Καλλικράτη, ένας αντιμνημονιακός Δήμος είναι σε θέση να πετύχει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση σε ζητήματα όπως αυτό της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και σε ό,τι αφορά στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην ευρύτερη κοινωνική πολιτική, στην ενθάρρυνση ενάρετων, βιώσιμων οικονομικών πρακτικών (συνεταιρισμοί, αλληλέγγυα οικονομία), αλλά και στο να υποβοηθήσει την κοινωνική κινητοποίηση να βρει δημιουργικές και υλοποιήσιμες διεξόδους. Κι αυτό για πολλούς λόγους.
Πρώτον, διότι παρά τον Καλλικράτη, η τοπική αυτοδιοίκηση παραμένει το πεδίο θεσμικής εξουσίας που βρίσκεται εγγύτερα στην καθημερινότητα των πολιτών. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην περιφέρεια, λόγω του συντριπτικού αθηνοκεντρισμού, οι δήμοι μπορούν έστω και έμμεσα να καταστούν πολύ αποτελεσματικότεροι από τον κρατικό δεινόσαυρο της πρωτεύουσας.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι οι τοπικές πολιτικές λόγω της ίδιας τους της φύσης έχουν αμεσότερα αποτελέσματα, μπορούν να υπαχθούν ευκολότερα σε δημοκρατικό έλεγχο, και επιτρέπουν μεγαλύτερη εμπλοκή της κοινωνικής κινητοποίησης για την υλοποίησή τους. Επίσης, είναι αλήθεια ότι η τοπική πολιτική επηρεάζει έμμεσα μεγάλο βαθμό της καθημερινότητας των πολιτών, και έχει εμφανή αντίκτυπο στις κοινωνικές ανισότητες, στο εισόδημα των νοικοκυριών κ.ο.κ.
Δεύτερον, επειδή η τοπική αυτοδιοίκηση δεν υπάγεται στον άμεσο έλεγχο των ξένων δανειστών, παρά μόνο στον έμμεσο, δια της κεντρικής εξουσίας. Κι αυτό παρά τις συστηματικές προσπάθειες του Φούχτελ να την δέσει κι αυτήν χειροπόδαρα. Επομένως, η σύγκρουση για την υλοποίηση μιας εναλλακτικής στρατηγικής στην τοπική αυτοδιοίκηση δεν γίνεται… στις Βρυξέλλες, με τον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., αλλά στην Αθήνα, με την συμμαχία των προθύμων που αναλαμβάνει να εκτελέσει τις εντολές της, και προσπαθεί να τις επιβάλει στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσω των καλλικρατικών θεσμών, των αποκεντρωμένων διοικήσεων. Οι οποίες αντιμετωπίζονται ευκολότερα από τον… Σόιμπλε και την Μέρκελ, σ’ ένα επίπεδο μάλιστα που επιτρέπει την ανάπτυξη της λαϊκής πρωτοβουλίας. Σε αντίθεση, μάλιστα, με την έως τώρα διαπραγμάτευση, που θέτει τον ελληνικό λαό σε ρόλο απλού θεατή από τους δέκτες ή από… τις πλατείες.
Τέταρτον, η παρέμβαση στην τοπική αυτοδιοίκηση προσφέρει τον απαραίτητο χώρο και χρόνο ώστε οι λεγόμενες «αντιμνημονιακές δυνάμεις» να ωριμάσουν προγραμματικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Γιατί τους επιτρέπει, και από την άλλη τις αναγκάζει, να συγκεκριμενοποιήσουν μια ιδεολογική και πολιτική συζήτηση προθέσεων και γενικών σχεδίων σε άμεσα υλοποιήσιμο πολιτικό πρόγραμμα. Ακόμα και στο πεδίο του… νομίσματος, το να εισάγει ένας Δήμος μορφές εναλλακτικού τοπικού νομίσματος, συνδεδεμένες με την τοπική οικονομία, είναι κάτι πολύ πιο εφικτό, ασφαλές, και έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από το να πραγματοποιούνται ασκήσεις επί χάρτου πάνω σε μια υποθετική προοπτική της δραχμής ως εργαλείο ανασυγκρότησης της χώρας.
Χώρια που οι Δήμοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις… ευρωπαϊκές επιδοτήσεις προς την κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσηςκαι της εγκαθίδρυσης θεσμών πολιτιστικής αναγέννησης. Και να μεταβάλουν την απευθείας χρηματοδότηση του πρώτου και του δεύτερου βαθμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, από ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν οι Βρυξέλλες για την απόσπαση των περιφερειών από την δικαιοδοσία των εθνικών κρατών, σε όπλο… ενάντια στην πολιτική της γερμανικής Ευρώπης.
Διόλου τυχαία, η γερμανική Ευρώπη και η ίδια η Γερμανία προσπάθησαν συστηματικά να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με την υπογραφή της περίφημης ελληνογερμανικής συνεργασίας για την μεταρρύθμιση της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης. Η οποία ενεργοποιήθηκε για να διασφαλίσει ότι οι πόροι που θα διοχετευτούν από τις Βρυξέλλες προς τους Δήμους και τις Περιφέρειες, θα χρησιμοποιηθούν μόνο προς μια αναπτυξιακή κατεύθυνση τύπου «Αποικίας Χρέους» (τουρισμός, έμμεση επιδότηση της ολιγαρχίας των ντόπιων εργολάβων και των ξένων πολυεθνικών, εκποίηση της περιουσίας των Δήμων, λεηλασία των φυσικών και ανθρώπινων πόρων).
Πέμπτον, υπάρχει ακόμα ένα υπόγειο και προσωρινώς μόνο εξουδετερωμένο δυναμικό εντός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο αφορά στην ιστορική πορεία και ιδιαιτερότητα του λαού μας. Την δύναμη του ελληνικού κοινοτισμού, ο οποίος αποτέλεσε το κύριο πεδίο στο οποίο οι δημιουργικές δυνάμεις του λαού μας αναδιπλώθηκαν για να οργανώσουν την αντιστασιακή τους στρατηγική. Στην Τουρκοκρατία, αυτές οι δυνάμεις ενσάρκωσαν την πολιτιστική, οικονομική και πολιτική αναγέννηση του Ελληνισμού, ενώ κατά την γερμανική Κατοχή, αυτές λειτούργησαν και πάλι ως μήτρα ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού της Εθνικής Αντίστασης.
Θα μπορούσαμε άραγε να κάνουμε μια ευθεία προβολή αυτής της παράδοσης στις πραγματικότητες του ελληνισμού κατά τον 21ο αιώνα; Δυστυχώς όχι, τουλάχιστον άμεσα, καθώς το υγιές κοινοτικό δυναμικό έχει εν πολλοίς σαρωθεί από τους εκσυγχρονιστικούς οδοστρωτήρες και από τον «μεγάλο μετασχηματισμό» που βίωσε η χώρα μας κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ενυπάρχει όμως ως δυνατότητα, και μπορεί εύκολα να αναζωογονηθεί, ακόμα και ως στοιχείο που θα συμβάλει στην πολιτιστική αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας.
Ούτως ή άλλως, το πεδίο της κεντρικής εξουσίας βρίσκεται σε καθεστώς ομηρείας από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Επομένως, δεν μπορεί να είναι αυτό το σημείο αφετηρίας, και εκκίνησης μιας ουσιαστικής και αυθεντικής μεγάλης αλλαγής. Αντίθετα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση επιτρέπει να αρχίσει να δοκιμάζεται ένα «σχέδιο» αντιμετώπισης του «μνημονίου» μέσω ενός νέου ενάρετου κύκλου παραγωγικής επέκτασης των τοπικών οικονομιών, πολιτιστικής και δημοκρατικής αναγέννησης.
Προφανώς, αυτό το «σχέδιο» σύντομα θα συγκρουστεί με την κρατική βούληση, η οποία παραμένει λόγω συσχετισμών εγκλωβισμένη στους ορίζοντες της Αποικίας Χρέους. Μέχρι τότε όμως, θα έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα πραγματικό κοινωνικό ρεύμα το οποίο θα την αμφισβητεί έμπρακτα, και ταυτόχρονα οι πολιτικές του θα έχουν ωριμάσει πολύ περισσότερο από την βαρουφάκεια φαιδρότητα της… επιστράτευσης τουριστών για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής.
Ούτως ή άλλως, κάθε αντάρτικη λαϊκή στρατηγική, από τον Κολοκοτρώνη μέχρι τον… Λιν Πιάο, δίδασκε και διδάσκει ότι, σε πρώτη φάση, προέχει η αναδίπλωση σε πεδία που ο αντίπαλος δυσκολεύεται να προσεγγίσει, η ισχυροποίηση, κι έπειτα «η περικύκλωση των περικυκλωτών».
Αυτό δεν συνεπάγεται έναν ιδιότυπο τοπικοαυτοδιοικητικό αναχωρητισμό, αλλά μια στρατηγική όπου θα επιλέγεται πόλεμος φθοράς στην κεντρική πολιτική σκηνή, σκληρή αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο και στους δρόμους για το μπλοκάρισμα των πολιτικών «Αποικίας Χρέους». Και παράλληλα, το σταδιακό χτίσιμο της «Ελεύθερης Ελλάδας» μέσα από τους Δήμους και τις Περιφέρειες. Σε συνδυασμό με την πάγια επένδυση δυνάμεων στο πεδίο της ιδεολογίας και του πολιτισμού, για την επίτευξη μιας νέας ελληνικής πνευματικής αναγέννησης.
Η όλη συζήτηση, δεν γίνεται μόνον εν είδει απολογισμού και χαμένων ευκαιριών στο «κακό τριπ» της αντιμνημονιακής ονειροφαντασίας, που δυστυχώς διήρκησε επί πέντε χρόνια. Πρέπει να ωριμάσει, γιατί αυτή η στρατηγική παραμένει η μόνη ρεαλιστική στρατηγική ανεξαρτήτως έκβασης της παρούσας διαπραγμάτευσης.
Στο ενδεχόμενο ενός «μνημονιακού ατυχήματος», η χώρα θα επιστρέψει στην κανονικότητα της Αποικίας Χρέους, ενδεχομένως υπό μια οικουμενική κυβέρνηση που θα θέσει στον κάλαθο των αχρήστων το «αντιμνημονιακό» (sic!) πρόγραμμα της παρούσας κυβέρνησης. Άρα, το κενό στην κεντρική πολιτική θα επιβεβαιωθεί – μόλο που οι εκφραστές των κυρίαρχων πολιτικών θα είναι ακόμα πιο αποδυναμωμένοι.
Στο αντίθετο ενδεχόμενο ενός ελληνικού ατυχήματος («gr-accident») είναι σχεδόν βέβαιο ότι η λαϊκή πρωτοβουλία θα βρεθεί ενώπιον των ορίων που της θέτει το ίδιο το χαμηλό επίπεδο της οργάνωσης και της συνοχής της: Ως εκ τούτου, ο αυταρχισμός φαντάζει πιθανότερο σενάριο, από εκείνο της ολοκλήρωσης του αντιμνημονιακού κινήματος μέσω της ρήξης με την Ε.Ε. και της εξόδου από το ευρώ.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αν μια κοινωνία δεν έχει ενδυναμωθεί στο τοπικό και το συγκεκριμένο, θα της είναι αδύνατο να παρέμβει και να επιβάλει τους δικούς της όρους στις εξελίξεις.
Το μόνο μειονέκτημα αυτής της στρατηγικής, και μέχρι τα τώρα καθοριστικό για την αποτυχία της, έγκειται στο γεγονός ότι απαιτεί… δουλειά, και ένα στυλ αυθεντικής πολιτικής που είναι εντελώς ξένο ως προς την αντίληψη της πολιτικής ως εξαπάτησης και «μπραζιλέρο» που κυριάρχησε κατά την ύστερη μεταπολίτευση. Το αυτό ίσχυσε, δυστυχώς, από τον μικρότερο συλλογικό σχηματισμό που έδρασε εντός των πλατειών και του αντιμνημονιακού χώρου, μέχρι τα μεγαλύτερα κόμματα που εξέφρασαν αυτήν την διάθεση. Γι’ αυτό και τώρα βλέπουμε το αδιέξοδο να ανακυκλώνεται στην… αντιμνημονιακή του εκδοχή.