Αρχική » Οι Τσάμηδες στην Κατοχή: Η de facto διοικητική αυτονόμηση της Θεσπρωτίας

Οι Τσάμηδες στην Κατοχή: Η de facto διοικητική αυτονόμηση της Θεσπρωτίας

από Άρδην - Ρήξη

του Αθανάσιου Γκότοβου, από το Άρδην τ. 99, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015

Ο πως μνημονεύσαμε ήδη, στις 18.12.43, γίνεται στην Παραμυθιά, με πρωτοβουλία του στρατιωτικού διοικητή της πόλης και του Εθνικού Αλβανικού Συμβουλίου, σύσκεψη δεκαεννέα προέδρων κοινοτήτων της περιοχής, στην οποία –πάντοτε κατά τον Τσιμπρή– ο Redzep Dino πλησίασε κάποια στιγμή τον κατοχικό νομάρχη και του είπε ότι οι μειονοτικοί δεν πρόκειται να ανεχθούν στο εξής την ελληνική διοίκηση και την ελληνική χωροφυλακή και ότι η περιοχή θα διοικείται πλέον από τους Αλβανούς. Κήρυξε με άλλα λόγια την ημέρα αυτή με τον πιο επίσημο τρόπο την απόλυτη ανυπακοή στην ελληνική (κατοχική) διοίκηση και αποφάσισε να εκδιώξει δια της βίας από την περιοχή όσους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους είχαν απομείνει στις θέσεις τους.

Ο Τσιμπρής, στην από 13.1.44 επιστολή του προς τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση 1032, εκφράζει τις ανησυχίες του για την κατάσταση στη Θεσπρωτία. Στην επιστολή αυτή αναφέρει ότι επίκειται σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού στην περιοχή των Φιλιατών, θεωρώντας τους Mazar, Redzep και Nuri Dino υπεύθυνους για τις εξελίξεις. Ζητά, επίσης, την απαγόρευση της παραμονής των παραπάνω προσώπων στη Θεσπρωτία, λόγω του ότι έχουν ξένη υπηκοότητα. Ωστόσο, η σύσκεψη της 18.12.43, στην οποία αναφέρεται με την από 13.1.44 επιστολή του ο Τσιμπρής, δεν είναι η μόνη. Πριν από αυτήν, περίπου ένα μήνα νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί μια άλλη σε στενότερο κύκλο. Για τη σύσκεψη της 10.11.43 ο Τσιμπρής δεν κάνει καμία αναφορά, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι γνώριζε το γεγονός. Εκείνη την Τετάρτη, 10.11.1943, λαμβάνει χώρα στην κατοικία του Redzep Dino, στην Ηγουμενίτσα, μια σύσκεψη κλιμακίου της «Ξίλια» στην οποία συμμετέχουν πρόεδροι από διάφορες κοινότητες: από το Γκραικοχώρι ο Μαχμούτ Μάλε, από το Βραχωνά ο Νταμίν Νούχ, από τη Νίστα (σημερινή Φασκομηλιά) ο Τζελάλ Σκέντο, από τον Παραπόταμο ο Γιουσούφ Ιζάτ και ο Ναζίφ Βεϊσέλ, από τη Σαλίτσα (σήμερα, Λάκκα) ο Αντέμ Μεχμέτ. Προεδρεύων και εισηγητής είναι ο ίδιος ο Redzep Dino, ενώ παρίσταται και ο ειδικός διαφωτιστής της Βέρμαχτ Bratina, στη σχολαστικότητα του οποίου οφείλουμε και τις πληροφορίες που διαθέτουμε για τη συνάντηση αυτή, καθώς αυτός είναι ο συντάκτης της σχετικής έκθεσης που υπάρχει μέχρι σήμερα στα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία. Σκοπός της συνάντησης ήταν η οργάνωση της αλβανικής ζωής στην περιοχή της Ηγουμενίτσας. Ας δούμε ορισμένες πτυχές της αναφοράς αυτής. Γράφει σχετικά ο Bratina:

«Ο εισηγητής άνοιξε τη συνεδρίαση με μια σύντομη αναφορά γύρω από την πολιτική, στρατιωτική, εθνολογική και κοινωνική κατάσταση της επαρχίας Ηγουμενίτσας μετά την κατάρρευση της Ιταλίας. Εστιάζοντας στο θέμα αυτό εξήγησε ότι η στρατιωτική και πολιτική διοίκηση ανήκε πριν στις ιταλικές αρχές, οι οποίες είχαν ιδρύσει κομαντατούρες και σταθμούς χωροφυλακής στην περιοχή. Μετά τη διάλυση αυτής της διοίκησης επεκράτησαν στην περιοχή χαοτικές καταστάσεις, όπου κανείς δεν ήταν σίγουρος για τη ζωή και την περιουσία του. Γνωρίζοντας ότι ένας τόσο εθνικά υπερήφανος και εθνικά ενωμένος λαός όπως οι Αλβανοί της Τσαμουριάς πήρε τα όπλα από αγάπη προς το λαό για να υπερασπίσει την περιουσία και το αίμα του, θεωρεί ο ίδιος ότι είναι αδήριτη ανάγκη να επιστρέψει τάξη και ασφάλεια σε αυτή την περιοχή που σημαδεύτηκε από τα γεγονότα του πολέμου.

Ο σκοπός της συνάντησης είναι να αφυπνιστούν στα χωριά οι συνειδήσεις και να διακηρύξουμε ότι υπό την προστασία των γερμανικών όπλων, με τα οποία κάθε Αλβανός συνδέεται με δεσμούς ζωής και θανάτου, επιτέλους έρχεται η νέα τάξη που οραματιζόμαστε από παλιά. Οι Αλβανοί πρέπει να βοηθήσουν εμπράκτως και να εργαστούν γι αυτό.
Τα αλβανικά συμφέροντα απαιτούν να γίνει αλβανική η διοίκηση των επαρχιών Ηγουμενίτσας και Φιλιατών, αφού από εθνολογικής πλευράς η Τσαμουριά είναι αλβανική και μόνο το 2% των κατοίκων είναι εθνικά Έλληνες. Είναι ανάγκη να τονιστεί πολλές φορές ότι αυτό το οφείλουν στο στρατό του Remold, ο οποίος τους στηρίζει στις επιδιώξεις τους».
Και αφού ο Redzep Dino δίνει οδηγίες για το πώς θα διοικηθούν τα χωριά στην «καθαρή» από χριστιανούς περιοχή, διαβάζει στην ομήγυρη τρεις διακηρύξεις:

“Διακήρυξη 1η.
Η πολιτική διοίκηση της επαρχίας Φιλιατών βρίσκεται στα χέρια του Εθνικού Συμβουλίου

Διακήρυξη 2η
Έκκληση στον πληθυσμό να ασχοληθεί με τις εργασίες του ξανά με ησυχία και τάξη. Ανατρεπτικά στοιχεία θα τιμωρούνται με αυστηρότητα. Τερματισμός της βεντέτας ενόψει του κοινού εχθρού: των Eλλήνων ανταρτών στα βουνά της Τσαμουριάς

Διακήρυξη 3η
Για τη συντήρηση των ενόπλων Αλβανών πολιτοφυλάκων αποφασίζεται συνεισφορά 5% σε τρόφιμα. Από οικονομικής πλευράς πρέπει να υιοθετηθεί μια πολιτική προστατευτισμού σχετικά με τα προϊόντα της περιοχής, με άλλα λόγια, απαγόρευση της εξαγωγής του ντόπιου λαδιού σε άλλες επαρχίες.

Πιο κάτω ο Redzep Dino ανακοινώνει ότι η αλβανική πολιτοφυλακή θα οργανώσει ένα τμήμα της για να αναλάβει καθήκοντα χωροφυλακής και ότι η στολή της χωροφυλακής θα είναι ιταλική στρατιωτική στολή με μελανέρυθρο περιβραχιόνιο πάνω στο οποίο θα υπάρχει αγκυλωτός σταυρός. Ως πηλίκιο θα έχει το λευκό αλβανικό φέσι, το οποίο μπροστά θα φέρει το αλβανικό εθνόσημο: μαύρο αετό σε κόκκινο πλαίσιο. Δύο έως τρεις χωροφύλακες θα βρίσκονται σε κάθε χωριό, έτσι ώστε σε κάθε επαρχία να υπάρχουν περίπου είκοσι άνδρες. Ομάδες χωροφυλάκων έως πέντε άνδρες με στολή θα εκτελούν περιοδείες για την ειρήνευση της περιοχής.

Ο εισηγητής – συνεχίζει στην έκθεσή του ο Bratina – τάχθηκε εναντίον της οπλοφορίας των Αλβανών στα χωριά, τα καταστήματα και την αγορά. Είπε ότι ο Αλβανός είναι τώρα εξοπλισμένος και το καθήκον του είναι να πολεμά εναντίον των Ελλήνων ως άσπονδου εχθρού, αλλά δεν επιτρέπεται ο Αλβανός να γελοιοποιείται φέροντας παντού μαζί του κρεμασμένα τα όπλα. Ο πατριωτισμός της περιοχής είναι αποδεδειγμένος, και όταν ο λαός καλείται να πολεμήσει τους αντάρτες, όλοι έρχονται σαν ένας άνθρωπος. Έχουμε δει πολλές φορές να συγκεντρώνονται αυθόρμητα έως 350 άτομα, εκεί που χρειαζόμαστε μόνο 30…»

Περίπου ένα μήνα μετά τη σύσκεψη αυτή του κλιμακίου της «Ξίλια» στην Ηγουμενίτσα, η στρατιωτική διοίκηση 1032, με έδρα τα Ιωάννινα, στέλνει στον γερμανό στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας ένα έγγραφο το οποίο τιτλοφορεί με τη φράση «Το αλβανικό ζήτημα». Στο έγγραφο αυτό, ο συντάκτης, συνταγματάρχης von Bothmer, μεταφέροντας την εκτίμηση της υφισταμένης υπηρεσίας, γράφει:

«Ο διοικητής του στρατιωτικού τμήματος που επιχειρεί εναντίον των ανταρτών στη Θεσπρωτία και το οποίο υπάγεται στο 22. Ορεινό Σώμα Στρατού, αντισυνταγματάρχης Remold, εκφράζει σε επιστολή του προς τον αλβανό ηγέτη Redzep Dino ευχαριστίες και ευαρέσκεια για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί στον αγώνα εναντίον των ανταρτών. Ακόμη και σήμερα η οπλισμένη αλβανική πολιτοφυλακή φρουρεί οδούς, γέφυρες και χωριά στα όρια της κατεχόμενης από τους αντάρτες περιοχής και στηρίζει τις γερμανικές δυνάμεις έμπρακτα στον αγώνα κατά των ανταρτών. Εκτός τούτου εκτελεί και καθήκοντα χωροφυλακής. Ηγέτες της αλβανικής πολιτοφυλακής είναι ο Νουρί, ο Μαζάρ και ο Ρετζέπ Ντίνο, από τους οποίους ο Νουρί έχει τη γενική διοίκηση για όλη την πολιτοφυλακή, ενώ ο Μαζάρ τη διοίκηση της πολιτοφυλακής των επαρχιών της Παραμυθιάς και του Μαργαριτίου, και ο Ρετζέπ Ντίνο τη διοίκηση της πολιτοφυλακής των επαρχιών της Ηγουμενίτσας και των Φιλιατών. Η οικογένεια Ντίνο έχει τη μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στον πληθυσμό της Τσαμουριάς, ο οποίος ζητά την ένωσή του με την εγγυηθείσα από τον Φύρερ ελεύθερη Αλβανία, ύστερα από τη φυγή του ελληνικού πληθυσμού και της ηγεσίας του από την περιοχή. Με αυτή την έννοια, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο γενικός διοικητής Ηπείρου ότι η περιοχή αυτή κατοικούνταν προπολεμικά κυρίως από Έλληνες, πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με την άποψη του ειδικού καθοδηγητή Bratina, υπάρχουν στη Γερμανία εθνολογικοί χάρτες σύμφωνα με τους οποίους η εν λόγω περιοχή [Θεσπρωτία] ήδη προ του πολέμου κατοικούνταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από Αλβανούς. Καθώς ο Έλληνας νομάρχης της Παραμυθιάς, ο οποίος μετά τον αφοπλισμό των Ιταλών από τη Wehrmacht εγκατέλειψε την έδρα του στη Ηγουμενίτσα, είναι άτομο με μηδενική επιρροή, η γερμανική Wehrmacht στηρίζεται στις έρευνές της από τις πληροφορίες της οικογένειας Ντίνο, η οποία έχει άριστη ενημέρωση για όλα τα ζητήματα. Ο Έλληνας νομάρχης έχει δηλώσει ρητά ότι του είναι αδύνατον να εφαρμόσει έστω και μία διαταγή που προέρχεται από τη γερμανική διοίκηση. Με την εκτέλεση της διαταγής μπορούν να ασχοληθούν μόνο Έλληνες χωροφύλακες, και εκτός τούτου σε κάθε έναν από τους χωροφύλακες πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον ένας ένοπλος στρατιώτης για προστασία.

Ο πλειονοτικός πληθυσμός [εδώ: η μουσουλμανική μειονότητα], ο οποίος ελέγχει και το μεγαλύτερο μέρος των αγροτικών προϊόντων της περιοχής, προβάλλει αντίσταση μέχρις εσχάτων σε κάθε εντολή της ελληνικής διοίκησης. Πέραν τούτου, ο νομάρχης δεν ήταν σε θέση να μας ενημερώσει σχετικά με την κατάσταση και τις υπηρεσίες στο νομό του. Για τους λόγους αυτούς και κυρίως για την ολοκλήρωση της συγκομιδής της ελιάς και για να εξασφαλιστεί η καλλιέργεια των αγρών της εύφορης αγροτικής περιοχής, είναι απολύτως αναγκαίο να λυθεί άμεσα το ζήτημα της ηγεσίας της Θεσπρωτίας, στο πνεύμα της Αλβανίας. Με την απολύτως σύμφωνη γνώμη των διοικητών των στρατιωτικών μονάδων που υπάγονται στο 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού προτείνεται η ανάθεση των καθηκόντων του νομάρχη στον Ρετζέπ Ντίνο. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η υποστήριξη των μέτρων της Βέρμαχτ από τον πληθυσμό από κάθε πλευρά, ενώ ένας πιθανός αφοπλισμός και κατάργηση δικαιωμάτων των Αλβανών από μια ελληνική διοίκηση δεν θα προκαλούσε απλώς αναταραχή, αλλά θα προσέθετε ακόμη μια ανταρτική ομάδα στις ήδη υπάρχουσες δύο που πολεμούν κατά της Wehrmacht.»

Ο στρατιωτικός διοικητής της 1032, συνταγματάρχης von Bothmer, υιοθετεί τις προτάσεις της περιφερειακής στρατιωτικής διοίκησης της Ηγουμενίτσας, εκφράζει όμως επιφυλάξεις για το αν τη στιγμή εκείνη πρέπει να αναλάβει καθήκοντα νομάρχη κάποιος «Αλβανός», και παραπέμπει το θέμα στη γερμανική κυβέρνηση, χωρίς να παίρνει σαφή θέση υπέρ της επιβολής του Redzep Dino στη θέση του νομάρχη Θεσπρωτίας. Το επιχείρημα του von Bothmer είναι ότι ο Ράλλης δεν πρόκειται να συναινέσει σε κάτι τέτοιο και ότι το όλο θέμα θα δημιουργήσει επιπλοκές σε επίπεδο σχέσεων του Γ΄ Ράϊχ με την ελληνική κατοχική κυβέρνηση.

Ας επανέλθουμε στις εξελίξεις του Ιανουαρίου του 1944, και ειδικά στην απάντηση της γερμανικής διοίκησης στην επιστολή του Τσιμπρή. Στις 17.1.44 η διοίκηση απαντά στον γενικό διοικητή Ηπείρου λέγοντας ότι έχει λάβει μέτρα, κάτι που όπως θα δούμε δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, θα κάνει ακριβώς το αντίθετο, αφήνοντας την ηγεσία των Τσάμηδων να προχωρήσει περαιτέρω στην de facto οργάνωση της πολιτικής διοίκησης της Θεσπρωτίας. Η απάντηση έχει ως εξής:

«Οι ισχυρισμοί που διατυπώσατε στα έγγραφά σας διερευνώνται προς το παρόν ενδελεχώς. Οι αναγκαίες ενέργειες για την προστασία από τις αυθαιρεσίες για τις οποίες εκφράζετε φόβους, έχουν δρομολογηθεί.
Πέραν τούτων, παρακαλείσθε όπως μας ενημερώσετε επακριβώς σχετικά με την υπηκοότητα του Μαζάρ και του Ρετζέπ Ντίνο».

Το «αλβανικό ζήτημα», όπως τιτλοφορούν το σχέδιο εγκαθίδρυσης αλβανικής διοίκησης στη Θεσπρωτία οι γερμανικές αρχές Κατοχής, θα απασχολήσει πλέον και τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας του Τρίτου Ράιχ. Ο πληρεξούσιος του γερμανικού υπουργείου των Εξωτερικών για τη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πρέσβης Νοϋμπάχερ, όμως, δεν υιοθετεί τις προτάσεις των στρατιωτικών διοικητών της περιοχής της Θεσπρωτίας και της περιφερειακής στρατιωτικής διοίκησης της Ηγουμενίτσας. Προτιμά να έχει ένα διοικητικό σχήμα, όπου η διοίκηση «στα χαρτιά» να είναι ελληνική, αλλά στην ουσία «αλβανική» (μειονοτική). Αυτό ακριβώς πιστοποιεί έγγραφο της Ομάδας Στρατού Ε, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, προς το 22. Ορεινό Σώμα Στρατού, με έδρα τα Ιωάννινα, στο οποίο γνωστοποιούνται στην υφιστάμενη αρχή οι απόψεις του «υπουργού», όπως ονομάζεται στο έγγραφο ο Νοϋμπάχερ, για το αλβανικό ζήτημα:
«Ο πρωθυπουργός Ράλλης διαβεβαίωσε την υπηρεσία του ειδικού πληρεξούσιου του υπουργείου εξωτερικών στην Αθήνα ότι θα υπάρξει σύντομα αντικατάσταση του νομάρχη Θεσπρωτίας, κατά πάσα πιθανότητα με κάποιον ηλικιωμένο έλληνα αξιωματικό. Επ’ αυτού ο Ράλλης επεσήμανε ότι μια επιτυχημένη θητεία του νομάρχη ενόψει των δύσκολων συνθηκών στην εν λόγω περιοχή θα εξαρτηθεί από το εάν ο νέος νομάρχης μπορέσει να στηριχθεί είτε στη γερμανική Wehrmacht, είτε σε υπό δημιουργία ομάδες ενόπλων ελλήνων και ότι η πολιτική δραστηριότητα της ιταλόφιλης ομάδας Ντίνο πρέπει να απαγορευτεί. Το τελευταίο αίτημα πρέπει κατά την επιθυμία του υπουργού Νοϋμπάχερ να υπονομευτεί στην πράξη, επειδή η διοίκηση πρέπει να λάβει υπόψη της το αλβανικό στοιχείο που δεν πρέπει να καταπιέζεται μονομερώς».

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ