Με αφορμή το βιβλίο του Τάσου Χατζηαναστασίου, Το κτήμα που βλέπει στη θάλασσα (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013)
Από το Άρδην τ. 97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014
η σημερινή εποχή προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα στα μέλη της ελληνικής κοινότητας. Στη σκέψη πολλών είναι μια εποχή θυμού και οργής. Έχει άραγε το δικαίωμα η λογοτεχνία και πιο ειδικά η πεζογραφία να αναδιφά στην πραγματικότητα και να μεταφέρει σκέψεις και κρίσεις των συλλήψεών της σε έργα τέχνης; Ερώτηση απλή, που θα απαιτούσε και μια προφανή απάντηση. Είναι όμως μια ερώτηση αρκετά δύσκολη για τον ελληνικό συγγραφικό κόσμο, ο οποίος μάλλον φοβάται, ή έχει ξεχάσει να καταπιάνεται με σύγχρονα κοινωνικά του θέματα, όταν αυτά απαιτούν διερεύνηση πτυχών που συνδέονται με τη γενικότερη πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις και ένα τέτοιο έργο είναι «Το κτήμα που βλέπει στη Θάλασσα».
Το έργο του Τ. Χατζηαναστασίου δεν έρχεται τόσο να μιλήσει στους αναγνώστες για τις «διαλυτικές» καταστάσεις της ελληνικής κοινωνίας, αστικής και επαρχιακής, όσο να αναδείξει την αισιοδοξία που μπορεί να διακατέχει τους νέους στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, όταν αυτοί αποφασίσουν να δράσουν συλλογικά, δηλαδή ως κοινότητα, τόσο για την επίλυση των βιοτικών προβλημάτων που τους ταλανίζουν, όσο και για τη διευθέτηση της προσωπικής τους ζωής. Θα λέγαμε πως το μυθιστόρημα «Το κτήμα που βλέπει στη θάλασσα» ανήκει στο εφηβικό μυθιστόρημα, το οποίο είναι πραγματικά αναγκαίο. Στη χώρα μας αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην παιδική λογοτεχνία και λιγότερο στην εφηβική, η οποία πάντως γράφεται, διαδίδεται, μάλλον λίγο προβάλλεται, αλλά κατά τη γνώμη μας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, αφ’ ενός για τον εμπλουτισμό της σκέψης και των συναισθημάτων της νέας γενιάς και αφ’ ετέρου για την αύξηση των αναγνωστικών δεξιοτήτων της νεολαίας, αφού το είδος αυτό έρχεται να συνδέσει τον νέο άνθρωπο με τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας, αλλά και με τα μεγάλα κείμενα. (Μου έχει τύχει πολλές φορές να βλέπω νέα παιδιά να διαβάζουν έργα σπουδαία, τα οποία όμως ούτε την ωριμότητα έχουν να καταλάβουν, αλλά ούτε ακόμα και να ολοκληρώσουν την ανάγνωσή τους.)
Τα ωραία κείμενα της εφηβικής λογοτεχνίας δίνουν τη δυνατότητα στον νέο να ολοκληρώσει την ανάγνωσή τους! Και είναι σημαντικό, ένα βιβλίο να μπορεί να το διαβάσει ο νέος ως το τέλος, να μπορεί ο νέος άνθρωπος να ολοκληρώνει την ανάγνωση και να νιώσει χαρούμενος, γιατί το έργο τον βοήθησε να βρεθεί σε μια νέα ψυχική κατάσταση, δίνοντάς του κουράγιο και ενδυναμώνοντας τα συναισθήματα, τη σκέψη και τη ψυχή του, προάγοντας τη γνωστική του κατάσταση σε βαθύτερες αναζητήσεις. Ένα τέτοιο έργο είναι και το «Κτήμα», έργο στο οποίο μπορούμε να διακρίνουμε ευδιάκριτα δύο τουλάχιστον λειτουργίες, την εμψυχωτική και τη γνωστική. Την πρώτη αφού αναπτερώνει τον αναγνώστη του, δημιουργεί ψυχική ανάταση, προσδίδει αισιοδοξία και κεντρώνει με νηφαλιότητα τη σκέψη του. Τη δεύτερη, αφού προσδίδει στη γνωστική του υπόσταση την καθαρότητα να διευρύνει τη μελετητική του διάσταση. Λογοτέχνες που παλαιότερα ασχολήθηκαν με την εφηβική λογοτεχνία είναι η Λιλίκα Νάκου (Η κόλαση των παιδιών), ο Μενέλαος Λουντέμης (Βραδιάζει), η Διδώ Σωτηρίου (Μέσα στις φλόγες), ο Άλκης Τροπαιάτης (1909-1999), ο Τάκης Λάπας (1904-1995), αλλά και στα νεότερα χρόνια πολλοί άλλοι. Επίσης νεότεροι συγγραφείς παρέδωσαν κείμενα πλησίον της εφηβικής λογοτεχνίας, όπως ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος Κομματάκια ή περισσότερο ο Πέτρος Τατσόπουλος με το μυθιστόρημα Ανήλικοι, ένα έργο που αναφερόταν στην αυτονομία του νεαρού ανθρώπου έναντι των στερεότυπων λύσεων και προτάσεων. Νομίζουμε πως ο Χατζηαναστασίου έχει μελετήσει τον λόγο και την ψυχολογία αυτής της εφηβικής ηλικίας και με μεγάλη προσήλωση οικοδομεί το έργο του γύρω από αυτή. Ο συγγραφέας ακολουθεί το παράδειγμα των παραπάνω συγγραφέων, ιδίως των παλαιότερων, γιατί δεν του λείπει η κοινωνική προβληματική, δεν αποστρέφεται τα κοινωνικά προβλήματα, απεναντίας στο μυθιστόρημά του φανερώνεται ιδιαίτερα κοινωνικά οραματικός, ενώ ταυτόχρονα τον απασχολεί και το θέμα της ελληνικής ταυτότητας, ιδίως στον πνευματικό τομέα, κάτι ιδιαίτερα παρήγορο.
Λέμε πως το έργο ανήκει στην κατηγορία του εφηβικού κοινωνικού μυθιστορήματος, πιο ειδικά, γιατί οι κύριοι χαρακτήρες του είναι νέοι, έφηβοι, απόφοιτοι μόλις μιας τεχνικής σχολής, όπου στο έργο ευδιάκριτα σκιαγραφείται η ψυχολογία τους και η κοινωνική τους θέση, γιατί ο μύθος του έργου αυτού εξελίσσεται γύρω από τις περιπέτειες αυτών των νέων εφήβων να εφαρμόσουν ένα σχέδιο δράσης επαγγελματικής αποκατάστασης, καθώς και στις συγκρούσεις που εντοπίζονται με τον περίγυρο κόσμο στην επίτευξη αυτού του σκοπού, γιατί το θέμα του επικεντρώνεται στο μέλλον της νέας γενιάς, στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Ο νέος αναγνώστης, διαβάζοντας το έργο, μπορεί να καθορίσει καλύτερα τη θέση του στην κοινωνία, να κατανοήσει βαθύτερα τον εαυτό του και τη χρησιμότητά του στην κοινωνία, να κατανοήσει τα προβλήματα υπό μία άλλη, διαφορετική σκοπιά, όχι τόσο διαδεδομένη. Το έργο αυτό υποβάλλει την εμψυχωτική, την ηθική λειτουργία στον αναγνώστη, χωρίς να εκφεύγει σε διδακτισμό και ηθικολογία, κάτι που απαντάται στην εφηβική λογοτεχνία, αφού σε αυτό η αισιοδοξία και η εργώδης προσπάθεια για το μέλλον συνδυάζεται με την ειλικρινή πρωτοβουλία του νέου. Το έργο είναι γραμμένο έτσι που να υποβάλει σε καθαρτικές διαδικασίες τον αναγνώστη.
Αν και θεωρούμε πως με το θέμα, τους χαρακτήρες, το ακροατήριο, το έργο μιλά για τη νέα γενιά των σημερινών εφήβων, δεν πιστεύουμε πως πρέπει να διαβαστεί μόνο από αυτό το ακροατήριο. Ίσα ίσα, στη σημερινή κοινωνία, η γνωριμία με την προβληματική των νέων παιδιών, μπορεί να δρομολογήσει μια διαφορετική ψυχική κατάσταση στους αναγνώστες, διασκεδάζοντας τη θλίψη και μορφοποιώντας την οργή σε κάτι κοινωνικά θετικό. Κύριο στοιχείο στη συγγραφική στρατηγική η προσοικείωση της κοινωνικής συμμετοχής, η αλληλέγγυα στάση προς τον κοινωνικά μάχιμο άνθρωπο στον αγώνα του για κατακύρωση αξιών, όπως της φιλίας, της αγάπης, του σεβασμού του άλλου, αλλά και της ειρηνικής κοινωνικής ζωής. Ο συγγραφέας δεν θεωρεί πως πρέπει να αποστραφεί το κοινωνικά ευφρόσυνο, δεν απαξιώνει τους ήρωές του, δεν τους παρατηρεί για να τους ενδοσκοπήσει, τους αγαπά και προσπαθεί να τους δώσει ένα δρόμο! Πρέπει να αποτελεί άραγε αυτό σκοπό ενός συγγραφέα; Είναι οι κοινωνικές στιγμές που περνάμε τόσο ευφρόσυνες έτσι ώστε να ωθούν τον συγγραφέα να κλειστεί στον δικό του χώρο; Ερωτήσεις αλληλένδετες. Στον συγγραφέα του έργου αυτού προβάλλει η πλευρά της ευθύνης ως συγγραφικής πρακτικής.
Μια άλλη διάσταση του θέματος του έργου αυτού είναι πως προσομοιάζει με το αντιστασιακό μυθιστόρημα, αφού είναι έργο που γράφεται στα σπλάχνα της κρίσης και σκοπό έχει να μιλήσει για τρόπους αντίστασης τόσο πνευματικής, όσο και πρακτικής σε αυτή την κατάσταση, αναπτύσσοντας όπως και εκείνο την εμψυχωτική λειτουργία της λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα δεν γράφεται για να αναστοχαστεί την κρίση, αφού αυτή δεν έχει παρέλθει, δεν γράφεται για να μιλήσει για τα αίτια της κρίσης, αν και αναφέρεται εμμέσως, γράφεται για να πει τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος στα πλαίσια της κρίσης, σκοπό του έχει να εμψυχώσει, να τονώσει το ηθικό, να δημιουργήσει ανοικτό ορίζοντα αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως τα πολλά αντιστασιακά μυθιστορήματα ή κείμενα που γράφτηκαν μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν το μυθιστόρημα Φωτιά του Δ. Χατζή. Έργα που σήμερα είναι πλήρως ξεχασμένα, λες και η Αντίσταση δεν απαιτεί μια ιδιαίτερα δύσκολη λογοτεχνική αναπαράσταση και της ίδιας ως ιστορικό και κοινωνικό γεγονός και δεν της αξίζει κάποια μνημόνευση ή κάποια αξιόλογη ενασχόληση.
Ο Χατζηαναστασίου στο μυθιστόρημά του, το οποίο γράφεται σε μία εν πολλοίς ευθύγραμμη αφήγηση (ab ovo), βάζει τους χαρακτήρες του να κατανοήσουν και να κατακτήσουν το μέλλον μέσα από δικές τους ενέργειες και σχέδια, που οι ίδιοι από τα πριν εκπονούν. Οι νεαροί χαρακτήρες σχεδιάζουν, συνομιλούν, πράττουν, συγκρούονται για την επίτευξη του σκοπού τους. Στην ομάδα των εφήβων συμβάλλουν όλοι στην πλοκή και έτσι έχουμε ένα πλήθος κύριων χαρακτήρων. Στο έργο προβάλλουν διάφοροι νεαροί χαρακτήρες που νομίζουμε πως σκιαγραφούνται με αληθοφάνεια, χάρη στη χρήση της γλώσσας και των περιγραφών. Κύριο στοιχείο της γλώσσας των διαλόγων των νέων είναι πως εκφράζουν τη νεανική ψυχική διάθεση, χωρίς να γίνεται κατάχρηση της νεανικής αργκό. Εκφράζουν δηλαδή το νοητικό επίπεδο της νεολαίας, χωρίς να μπαίνουν στο στόμα τους λέξεις ή σκέψεις παρείσακτες, που αρμόζουν σε μια μεγαλύτερη γενιά. Ο συγγραφέας προνοεί να σκιαγραφήσει αληθοφανώς τους νέους και, αν και όλα ξεκινούν από το σκηνικό του σχολείου, στο έργο αυτό ο διδακτισμός απουσιάζει. Οι νέοι μαθαίνουν και ενεργούν από τη δική τους πείρα, με τη δική τους ψυχολογία. Κάτι που θυμίζει ανάλογα μεγάλα εφηβικά μυθιστορήματα όπως το Ένα παιδί μετράει τα’ άστρα, του Μενέλαου Λουντέμη, στο οποίο με μαεστρία αναδεικνύεται ο ψυχικός κόσμος του παιδιού. Έτσι και στο Κτήμα αναδεικνύεται η ψυχολογία των παιδιών όπως εκφράζεται σε επιθυμίες, σχέδια, δραστηριότητες, σχέσεις μεταξύ τους και με άλλους.
Αυτό που αναδίδει η ανάγνωση του έργου είναι η «ορμή» της αφήγησης, ακολουθώντας το παράδειγμα των νέων. Είναι μια αφήγηση που δεν αποσπάται στο επουσιώδες, αλλά ακολουθεί τα συναισθήματα και τις επιθυμίες των εφήβων στα κύρια, στα ουσιώδη, στην επίτευξη των σχεδίων τους. Είναι μια αφήγηση γρήγορη, που ταιριάζει σε μια σύγχρονη (μετα)βιομηχανική κοινωνία. Σίγουρα αυτό που εκφράζει το έργο είναι η επιφάνεια του ψυχικού κόσμου, η επιφανειακή δομή και δεν το απασχολεί η βαθεία δομή της ψυχολογίας των νέων, ένα θέμα ιδιαίτερα δύσκολο, αφού ο ψυχικός κόσμος των νέων είναι ευμετάβλητος. Αυτή όμως τη μεταβολή, την ευκινησία της ψυχολογίας, ο συγγραφέας κατορθώνει να την σκιαγραφήσει.
Ο πεζογραφικός χαρακτήρας του νέου που αναπλάθεται είναι του αυτόνομου νέου, του νέου που δεν μπορεί να βοηθηθεί από τους δικούς του ή από το σχολείο, του νέου εκείνου που μόνος του προσπαθεί να βρει διέξοδο στα σύγχρονα προβλήματα. Είναι ένας χαρακτήρας μέσου ανθρώπου, που όμως, επειδή βρίσκεται στην αρχή της ζωής του και στην εφηβεία, διέπεται από εκρηκτικότητα, πλούσια φαντασία, όνειρα τα οποία θέλει να υλοποιήσει. Άλλοτε πάλι αφήνεται τελείως στη μοίρα του, χωρίς να βρίσκει διέξοδο. Είναι ένας νέος που αναζητά αξίες και ιδανικά και προσπαθεί να διαμορφώσει τη ζωή του με βάση την προσωπική οπτική γωνία.
Η αφηγηματική τεχνική του μυθιστορήματος αυτού στηρίζεται στην τριτοπρόσωπη αφήγηση και η γλώσσα αποτελεί μια καθαρή σύγχρονη ελληνική. Θα έλεγα πως η τεχνική της αφήγησης, η οποία απαιτεί πολλές και ενδελεχείς περιγραφές στο μυθιστόρημα, στερεί κάποιες φορές τη δυνατότητα να καταλάβουμε τη βαθύτερη ψυχολογία των ηρώων του, ή καλύτερα θα έλεγα πως αυτό μάλλον λίγο το σκέφτεται και το θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός του ο συγγραφέας. Τον ενδιαφέρει να αναδείξει την ορμή, την κίνηση που συμπαρασύρει τους νέους ανθρώπους γύρω από μία ιδέα, από ένα εγχείρημα, θεωρώντας, προφανώς, πως αυτό που απαιτείται στην παρούσα στιγμή είναι η δράση, παρά η ενατένιση ή η αυστηρή ψυχογράφηση.
Σήμερα στον τόπο μας υπάρχουν συγγραφείς που γράφουν ρεαλιστικά και άλλοι που γράφουν πιο πειραματικά, επηρεάζονται από μεγάλα ρεύματα του εσωτερικού ή του εξωτερικού. Και οι δύο τάσεις γραφής είναι ευπρόσδεκτες, αρκεί τα έργα να δημιουργούν συγκίνηση στον αναγνώστη, τάση για αυτοανανέωση, καθώς και μια καλύτερη κατανόηση της ζωής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν στο Κτήμα αρκετές περιγραφές της κίνησης των νέων ανθρώπων (π.χ. στη σύλληψη του σχεδίου, στην κατάρτιση του πλάνου, στη δημιουργία καντίνας, στη δημιουργία των ενοικιαζόμενων δωματίων, στη μετακίνηση με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες). Κυριαρχεί μια κίνηση «εν τάξει» γύρω από έναν στόχο, στα πλαίσια μιας κοινότητας ανθρώπων που, παρά τις αντιθέσεις τους, έχουν αποφασίσει να δράσουν συλλογικά. Οι κινήσεις της σημερινής νεολαίας, όσο τις γνωρίζουμε, μας φαίνονται τελείως διαφορετικές από αυτή τη φόρμα που τους δίνει ο Χατζηαναστασίου. Εμείς νομίζουμε πως οι κινήσεις της εφηβικής νεολαίας εμφορούνται από μια νωχέλεια, από μια μάλλον αργή και διασκορπίζουσα, δυσαρμονική στάση. Σ’ αυτήν τη γενιά κύριο στοιχείο είναι οι ασταθείς παρέες, οι μικρές παρέες, η αναζήτηση νοήματος και ιδανικών στη ζωή που δεν τα βρίσκουν, αλλά ούτε και οι δίπλα, σχολείο ή γονείς, τους τα προσφέρουν, πολύ λίγο δημιουργούν μεγάλες συντροφιές ή κοινωνικοποιούνται μέσω μεγάλων οργανώσεων. Έχουμε τη γνώμη πως οι κινήσεις της σημερινής γενιάς μοιάζουν με την πτώση του χιονιού, είναι άστατες και μοναχικές.
Στο Κτήμα όμως, οι κινήσεις αποκτούν μια κοινωνική συμβολική πλέξη, μοιάζουν με κινήσεις κοινοτικές, αλληλέγγυες και, κυρίως, κινήσεις με μεγάλη τάξη. Γενικώς, η έννοια της τάξης και της αρμονίας διαπερνά την κοινωνική προβληματική του συγγραφέα και υπάρχει στο ψυχικό υπόστρωμα των ηρώων. Είναι μήπως επιρροή από την αρχαία ιστορία, που χαίρεται να μελετά και να παραθεματοποιεί ο συγγραφέας; Οι κινήσεις των νέων μάς θυμίζουν κινήσεις στρατεύματος των Λακεδαιμονίων στο οποίο υπερτερεί η τάξη και η προσήλωση στον στόχο και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε χωρία από τον Ξενοφώντα ή τον Θουκυδίδη που παραπέμπει η τριτοπρόσωπη αφήγησή του. Μήπως όμως αυτό καταδεικνύει την τάση του συγγραφέα να αναζητήσει και να περιγράψει, μέσω αυτής της τακτοποιημένης κίνησης, την αρμονία που θα πρέπει να διέπει τη σκέψη και τη δράση των νέων ηρώων του, κάτι βέβαια που αποτελεί παντοτινό διδακτικό ιδανικό; (Μία φορά, όταν ένας ήρωάς του διαπληκτίζεται με μέλος της ομάδας, φεύγει με τη μηχανή του και πέφτει σε ένα ρατσιστικό εις βάρος του επεισόδιο.) Η αναζήτηση της αρμονίας προβάλλει και ως το ιδανικό ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ιδιαίτερα επιβαρυμένης, κουρασμένης από τις αλλαγές της μοίρας ή της τύχης (ο Χατζηαναστασίου είναι Κύπριος και έχει βιώσει το συλλογικό δράμα του νησιού, σίγουρα διαφορετικά από τα μέλη της ελλαδικής κοινότητας), συλλογικής ή και ατομικής.
Ο τίτλος, Κτήμα που βλέπει στη θάλασσα, παραπέμπει σε προφανή και γνωστό συμβολισμό της Ελλάδας και, αν και προσωπικά πιστεύω πως, η μεταβυζαντινή τουλάχιστον Ελλάδα, μάλλον έχει σχέση με το «βουνό», παρά με τη «θάλασσα», με όλους τους συνειρμούς και συμβολισμούς που αναδύονται από τις έννοιες αυτές, μπορώ να καταλάβω πως ο ήρωας Κυπριανός Ευαγόρου, περσόνα του συγγραφέα, ρεμβάζοντας το πέλαγος ανακαλεί στο βάθος του ορίζοντα και την αγαπημένη πατρίδα του. Επομένως, ο τίτλος αποτελεί ένα συνδυασμό μιας κοινωνικής και μιας προσωπικής βιωματικής καταβολής.
Αναφορικά με το θέμα του έργου του, δεν μπορώ να μη θυμηθώ ένα άλλο εφηβικό μυθιστόρημα, την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη, το οποίο εδράζεται πάλι στις περιπέτειες δύο νέων παιδιών στο πατρικό χτήμα τους στη Μικρά Ασία. Εκεί ο μύθος εκτυλίσσεται, αν θυμάμαι καλά, στα 1914, εκατό χρόνια πριν, και η υπόθεση του έργου κυλά με πολύ ευχάριστες αναμνήσεις από τη ζωή αυτών των παιδιών στα πατρικά χώματα της Μικράς Ασίας. Ο τόνος, εκεί, ήπιος, γλυκός, καταλαβαίνεις πως σε αυτό το χτήμα κλείνεται όλος ο ιδανικός κόσμος. Όσο και να είναι διαφορετικός ο τόνος στην Αιολική Γη, από το Κτήμα, και στα δύο υπάρχει η ροπή προς την αρμονία, προς την εναρμόνιση του εσωτερικού κόσμου των παιδιών με τον εξωτερικό και αν στο έργο του Βενέζη ο τόνος πέφτει στη σχέση των παιδιών με τη φύση και την οικογένεια, στο έργο του Χατζηαναστασίου ο τόνος πέφτει στην κοινωνική ομάδα των νέων και των φίλων τους, κυρίως ανθρώπων που τους κατανοούν, όπως οι καθηγητές τους. Η αναφορά στον Βενέζη μας δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε την επαναληπτικότητα της νεοελληνικής κρίσης και την ατυχή συγκυρία που βρισκόμαστε πολύ συχνά και με τον ίδιον περίπου τρόπο, χωρίς να βρίσκουμε μια διέξοδο, τουλάχιστον σταθεροποίησης σε κάποιο πλαίσιο.
Η γλώσσα, όπως ανέφερα, είναι η σημερινή νεοελληνική. Όμως, σε αυτή διακρίνουμε πολλά ύφη: του καθημερινού λόγου, του πεζού λόγου, των κοινωνικών ομάδων των εφήβων, τον αντιαυταρχικό λόγο αυτών των ομάδων. Διακρίνουμε επιπλέον στη χρήση της γλώσσας μια αντιαυταρχική διάσταση, μερικώς έντονα κριτική, κάτι που παραπέμπει στη γλώσσα των συγγραφέων της δεκαετίας του 1920, όχι τόσο του Πέτρου Πικρού, όσο του Νίκου Κατηφόρη Φως στο σκοτάδι. Είναι μια γλώσσα βέβηλη πολύ συχνά, καταρρίπτει πρότυπα και σαθρές αξίες, μια γλώσσα που διέπεται από το σκώμμα και την κοινωνική κριτική. Η χρήση της, όταν δεν γίνεται αυτοσκοπός, αλλά εμπεριέχεται στο όλο έργο, συμβάλλει στη γνωστική ανανέωση του αναγνώστη. Αδυναμία καμιά φορά στη χρήση μιας τέτοιας γλώσσας, σε ένα μυθιστόρημα, είναι να οδηγήσει τον συγγραφέα να χρησιμοποιεί μια κοινωνική ή επαγγελματική διάλεκτο ως κύρια γλώσσα του έργου και να χαθεί η σύνδεσή του με την κοινή νεοελληνική, με τις νόρμες εκείνες που είναι κοινά αποδεκτές από όλη την εθνοτική ομάδα.
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής στο κείμενο είναι αφ’ ενός παντεπόπτης, αφ’ ετέρου οικειώνεται την οπτική γωνία των ηρώων του και ιδιαίτερα του καθηγητή Ευαγόρου, ο οποίος προβάλλει ως ένας κεντρικός ήρωας, αν και δεν είναι έφηβος. Ο ήρωας αυτός μεταφέρει, ίσως, τις σκέψεις του συγγραφέα για το εκπαιδευτικό έργο και σύστημα. Αποτελεί έναν κεντρικό ήρωα επόπτη και «ελεγκτή» της όλης εξελισσόμενης υπόθεσης. Γνωρίζουμε πως πολλοί εκπαιδευτικοί συγγραφείς από παλαιότερα προσπάθησαν να εισάγουν στο λογοτεχνικό κείμενο την εκπαιδευτική τους πείρα στον έναν ή στον άλλον βαθμό. Έτσι μπορούμε να θυμηθούμε τον Αντώνη Τραυλαντώνη, που σε έργα όπως η Κρουσταλένια, Ο Δόκτωρ Φούσκας (και τα δύο αξιόλογα έργα, το πρώτο ιδιαίτερα καλό), αλλά και σε άλλα, εισάγει τις προσωπικές του εμπειρίες. Ο Τραυλαντώνης υπήρξε επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης, ο Χατζηαναστασίου είναι συνδικαλιστής. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, σε διαφορετικά είδη αφήγησης, προβάλλεται αυτό το είδος ήρωα, του «χαρακτήρα-ελεγκτή» της εξέλιξης του μύθου. Σκοπός του είναι διαμορφώσει τις ιδιαίτερες επαγγελματικές εμπειρίες του αφηγητή και ίσως κάτι να προσφέρει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Έχουμε όμως τη γνώμη πως, σε μια τέτοια περίπτωση, ο συγγραφέας παρασύρεται από τη φύση της εργασίας του και μεταφέρει στο λογοτέχνημα τις σκέψεις και πρωτοβουλίες του επαγγελματικού του χώρου. Ίσως, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να δίνεται η επαγγελματική υπόσταση του γράφοντος με μεγαλύτερη μετριοπάθεια, λιγότερο πάθος ή με κάποια απόσταση και υπαινικτικότητα, γιατί αλλιώς στο κείμενο, σε ορισμένα σημεία, η γραφή αναμειγνύεται με κάποια επαγγελματική οπτική γωνία, δηλαδή τη μεταφορά αυτούσια της επαγγελματικής κατάστασης, θέσης, υπόστασης του γράφοντος, είτε αυτός είναι καθηγητής είτε γιατρός είτε δικηγόρος είτε οποιοσδήποτε άλλος και χάνει τον ουδέτερο λογοτεχνικό της χαρακτήρα.
Πολλοί σημερινοί συγγραφείς, κατά το παράδειγμα του Παπαδιαμάντη ή του Τολστόι, προβάλουν και σαν στοχαζόμενοι άνθρωποι για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα ή για το μέλλον. Έτσι και ο Χατζηαναστασίου αναφέρεται σε σκέψεις, απόψεις, θεωρίες που του είναι πλησιέστερες, κάτι που είναι θεμιτό, αφού αυτές αποτελούν στοιχεία της αφήγησης του κειμένου. Αυτό όμως αναδεικνύει τη ροπή του συγγραφέα να λαμβάνει θέση για τα κοινωνικά θέματα και να προτείνει λύσεις. Μοιάζει με τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν σταθμούς συμπόρευσης και συνεύρεσης των ανθρώπων, κάτι που ίσως έχουμε ανάγκη. Αναλογιζόμαστε, μήπως έχει έρθει ο καιρός, ο συγγραφέας ή ο ποιητής να δημιουργεί τέτοιους σταθμούς με οδηγό την τέχνη και κριτήρια την αλήθεια και την αρετή, στα οποία να πορεύονται οι άνθρωποι και να βρίσκουν καταφύγιο. Το Κτήμα εργάζεται προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Τον Τάσο Χατζηαναστασίου τον απαντούμε να είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Νέος Ερμής ο Λόγιος, ενός περιοδικού με ευκρινές και επίκαιρο στίγμα. Το περιοδικό αυτό επικεντρώνει την προσπάθειά του στην ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, αναδιφώντας και προβάλλοντας θέματα του νεότερου ελληνισμού, ιδιαίτερα του μεταβυζαντινού, χωρίς δογματισμούς, αλλά με καθαρώς ερευνητική διάθεση. Είναι μια προσπάθεια αναγκαία, επίκαιρη, πρωτοποριακή. Αναγκαία, γιατί, όπως καταλαβαίνουμε, θεωρεί πως, για να μπορέσουμε ως εθνική ομάδα να αντιμετωπίσουμε τα σύγχρονα προβλήματα και να επιβιώσουμε, μας χρειάζεται ο πρότερος ελληνικός λόγος και στοχασμός. Το μεταπολεμικό παράδειγμα της Ελλάδας, που στηρίχθηκε στο μετακενωτικό μοντέλο σκέψης και ταυτότητας του «ανήκουμε στη Δύση και ό,τι προέρχεται από τη Δύση είναι και δικό μας», δεν μπορεί να δώσει πλέον καρπούς. Τα έθνη είναι μόνα τους στη σύγχρονη ιστορία και δεν μπορούν να αναπτυχθούν με ξένα παραδείγματα, απεναντίας μπορούν να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση μελετώντας νηφάλια την ιστορία τους. Για τους λόγους αυτούς, η προσπάθεια του περιοδικού είναι επίκαιρη και πρωτοποριακή, αφού η επεξεργασία του ελληνικού παρελθόντος γίνεται από τους συνεργάτες του με νέο τρόπο.
Στον ίδιο τον Τάσο Χατζηαναστασίου θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε και να ρωτήσουμε, αφού η σχέση «ελληνικό – ξένο» τον απασχολεί, μήπως στην προβληματική του σύγχρονου σχολείου θα πρέπει να εισάγουμε στοιχεία της ελληνικής υστεροβυζαντινής εκπαιδευτικής παράδοσης, τα οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε σε ιδρύματα όπως το Φροντιστήριον της Τραπεζούντας, ίδρυμα που λειτουργούσε από το 1613, στα πολλά ελληνικά σχολεία πόλεων Ευρώπης τον 16ο-18ο αιώνα, την ιδέα του αλληλοδιδακτισμού του Καποδίστρια και πολλά άλλα, που παραμένουν μάλλον ανενεργά και άγνωστα; Πολλοί, ιδίως ξένοι μυθιστοριογράφοι, αναδεικνύουν την πνευματική παράδοση του τόπου τους ιστορικά, στην Ελλάδα, δυστυχώς, υπάρχει μια μάλλον θολή εικόνα για την ελληνική πνευματική παράδοση από τους συγγραφείς. Αυτό το τελευταίο δεν αφορά τον Τ. Χατζηαναστασίου.