του Σπύρου Κουτρούλη από το Άρδην τ. 96, Μάρτιος-Μάιος 2014
Η αποδημία ενός στοχαστή μας δίνει την ευκαιρία να αποτιμήσουμε συνολικά το έργο του και να αξιολογήσουμε το τι κόμισε τελικά στην πνευματική μας ζωή.
Για τον Κωστή Παπαγιώργη ίσως δεν ήταν αναγκαίο κάτι τέτοιο, γιατί ήδη είχε κερδίσει μια καθολική αναγνώριση, που με τον θάνατό του επιβεβαιώθηκε.
Μέσα από το τεράστιο και έγκυρο μεταφραστικό έργο του, το πλούσιο δοκιμιακό του έργο, τις συνεργασίες σε διάφορες εφημερίδες και έντυπα, κερδίζει τον τίτλο ενός ακαταπόνητου και γόνιμου στοχαστή, μεγάλης παιδείας. Επιπλέον, αποδεικνύει ότι, στη χώρα μας σημαντικός και ενδιαφέρον δοκιμιακός λόγος γράφεται συνήθως εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ο Παπαγιώργης μετέφρασε σπουδαία και σημαντικά κείμενα του φιλοσοφικού λόγου, που απαιτούν όχι μόνο μια πολύ καλή και σε βάθος γνώση των γλωσσών που χρησιμοποιεί, αλλά και μια άρτια γενική και ειδική παιδεία. Έργα όπως το Είναι και το Μηδέν του Ζ. Π. Σαρτρ, οι Σκέψεις του Πασκάλ, οι Λέξεις και τα Πράγματα του Μ.Φουκώ, η Μεταμοντέρνα Κατάσταση του Ζ.Φ. Λυοτάρ, το Περί Γραμματολογίας του Ζ. Ντερριντά, για να μεταφραστούν από μία γλώσσα σε μια άλλη, προϋποθέτουν προφανώς εξαιρετική γνώση της ελληνικής και γαλλικής γλώσσας, αλλά και επαρκή, τουλάχιστον, φιλοσοφική παιδεία.
Προφανώς, ένα τέτοιο έργο δεν πρόκειται να αμειφθεί ποτέ όπως πρέπει, παρότι από αυτό βιοπορίστηκε ο Παπαγιώργης. Όμως αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι για τον Παπαγιώργη η ανάγνωση και η γραφή ήταν μια υψηλή απόλαυση.
Τα κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά όπως ο Επενδυτής, το Αθηνόραμα, το Lifo διακρίνονταν για τη διαύγεια και την ανεξαρτησία τους. Ίσως ήταν ένας από τους λίγους στοχαστές, από αυτούς που έγραφαν τακτικά στον περιοδικό Τύπο, που η γραφή τους δεν έχανε το ενδιαφέρον της. Μπορούσε να διακρίνει με εγκυρότητα το σημαντικό από το ασήμαντο, τα πνευματικά ρεύματα που άξιζε να ασχοληθούμε, από αυτά που θα έπρεπε να προσπεράσουμε.
Τα ενδιαφέροντά του έχουν μια μεγάλη ευρύτητα, αφού περιλαμβάνουν δοκίμια για τον Χάιντεγκερ, τον Νίτσε, τον Μαλαρμέ, τον Χέγκελ, τον Σωκράτη, επεκτείνονται σε συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Παπαδιαμάντης, σε στοχαστές όπως ο Βακαλόπουλος και ολοκληρώνονται σε περισσότερο ιστορικά κείμενα, όπως αυτά για τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον Βαρνακιώτη, τον Καραϊσκάκη, τον Ανδρούτσο και τον Ε. Ξάνθο.
Σε μια συνέντευξή του, τόνισε πόσο λάθος κάνουμε όταν επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στην αρχαία ελληνική γραμματεία και στον νεώτερο ελληνισμό και περιφρονούμε ή απαξιώνουμε όλη την ενδιάμεση περίοδο, δηλαδή τη βυζαντινή φιλοσοφία και τη σημαντική σε ποιότητα και έκταση πατερική γραμματεία.
Σε ένα από τα παλαιότερα βιβλία του, το Σιαμαία και Ετεροθαλή (εκδόσεις Ροές, 1987), στο δοκίμιο με τον τίτλο «βιβλιολάτρες», γράφει πως κατά την παραμονή του στο Παρίσι, βρέθηκε να περνά ατέλειωτες ώρες σε εξαιρετικά και πλούσια βιβλιοπωλεία της Αριστερής Όχθης, στο Σαιν Ζερμαίν και στο Σαιν Μισέλ κυρίως. Το πάθος της ανάγνωσης και η ανάγκη, δηλαδή τα περιορισμένα χρήματα, τον οδήγησαν να αρπάξει πολλά βιβλία που του άρεσαν. Σε αυτό το βιβλίο περιέχονται πολλά από τα πρώτα του δοκίμια, που είχαν δημοσιευθεί προηγουμένως σε διάφορα περιοδικά και περιέχουν όλες τις αρετές της γραφής του Παπαγιώργη: βαθιά γνώση του αντικειμένου που ασχολείται, που όμως δεν εξαντλείται στον σχολαστικισμό, αλλά με όχημα ένα απλό και σαφές ύφος, προβαίνει σε σπινθηροβόλες επισημάνσεις. Ένα τέτοιο κείμενο, είναι αυτό με τον τίτλο «ο διάδοχος» ,που αναφέρεται στον Κ.Αξελό, όπως και εκείνο με τον τίτλο «ένας πεζογράφος», που αναφέρεται στον Γιώργο Ιωάννου. Σημαντικά ήσαν τα δοκίμια του «Η παρουσία και το ίχνος», που με αφορμή τον Ντεριντά κάνει μια αναδρομή στη φιλοσοφία και τη γλώσσα, από τον Πλάτωνα, στον Χέγκελ, τον Χάιντεγκερ και τον Σωσύρ.
Το δοκίμιο με τον τίτλο «Η οντολογία του Μ. Χάιντεγκερ», εκδόθηκε από τη Νεφέλη το 1983 και αποτελεί μια πρώιμη ενασχόληση με τον Γερμανό φιλόσοφο, που δεν θα πάψει να τον απασχολεί, όπως φαίνεται, και από το υστερότερο έργό του.
Το έργο Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος (εκδόσεις Καστανιώτης, 2003,σελ. 290) είναι ένα αντιπροσωπευτικό ιστορικό δοκίμιο, με άρτια τεκμηρίωση, με γοητευτική γραφή και καλά θεμελιωμένα συμπεράσματα. Το πρώτο δοκίμιο με τον τίτλο «Από την Πίζα στο Μεσολόγγι» αναφέρεται στις συχνές σφαγές των Φαναριωτών από τους Τούρκους, στις εξαγορές των πατριαρχικών αξιωμάτων, στα διλήμματα του οικουμενικού πατριαρχείου ανάμεσα στις οικουμενικές του υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις για το υπόδουλο γένος, δηλαδή ένα άκρως ιδιαίτερο περιβάλλον που οδήγησε στη συνέχεια στην ανάδειξη της πιο αμφιλεγόμενης, ίσως, προσωπικότητας της Επανάστασης του 1821, του Α. Μαυροκορδάτου. Όπως γράφει ο Παπαγιώργης, «ήταν η ξένη δύναμη, η νεοφανής αρχή, η εισαγωγή του καινού δαιμονίου, που αποφάσιζε για το παρόν ενόψει του μέλλοντος» (σελ. 36).
Το έργο του Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ (εκδόσεις Καστανιώτης, 1998, σελ.216), αναφέρεται στον Α. Παπαδιαμάντη και το έργο του. Διόλου τυχαία, ξεκινά με μια εκτενή αναφορά στον Α.Κοραή, για να αναφερθεί στις συγκρούσεις που χαρακτήρισαν τη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού ανάμεσα στην πατερική σκέψη των Κολλυβάδων και ό,τι τελικά εκπροσώπησε ο Κοραής. Από αυτές τις διαμάχες τελικά προκύπτει η φυσιογνωμία του Α. Παπαδιαμάντη. Ο Παπαγιώργης θα ενδώσει στον πειρασμό και θα αναφερθεί στη μοίρα του νέου ελληνισμού: «Ξεριζωμένος, δίγνωμος και παραβλώψ, ο νεοέλληνας θα αναγκασθεί να ζήσει σε μια χώρα που, είτε είναι ιστορικό λάθος είτε εθνική νεύρωση, θα δεχθεί ως συνθήκη της την απομόνωση και την περικύκλωση. Η τουρκοπατημένη ρωμιοσύνη στερήθηκε το ιστορικό μέλλον η δυτική ρωμιοσύνη έπεσε στα χέρια των ελευθερωτών της» (σελ. 41). Το έργο του Παπαδιαμάντη θα αποκορυφωθεί στα διηγήματά του, ειδικά στην Φόνισσα, όπου διακρίνουμε τα στοιχεία της προσωπικής του δημιουργίας. Ο Παπαγιώργης, εν προκειμένω, καταλήγει: «Η εγκατάλειψη του φράγκικου μυθιστορήματος προς χάρη του διηγήματος δεν υποδηλώνει τη μετάβαση από ένα ξένο είδος σε μια ντόπια τεχνοτροπία. Το διήγημα είναι εξίσου ευρωπαϊκό και ξενόφερτο. Αν συνέβη κάτι ιδρυτικό στο μεταξύ, αυτό αναμφίβολα είναι μια μύχια αναβάπτιση στο οικείο ήθος. Συγγραφέας χωρίς πατρίδα, γλώσσα και ιθαγένεια δεν μπορεί να υπάρξει»(σελ.215).
Ο Κωστής Παπαγιώργης, στο έργο Τρία μουστάκια: ψιχία μηδενισμού (εκδόσεις Καστανιώτης, 2005,σελ.195), αναγκαστικά είναι πυκνός, ίσως κάπου αφοριστικός, διότι θα πρέπει να εξετάσει, σε ένα σχετικά σύντομο κείμενο, τέσσερις διαφορετικούς στοχαστές: τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Μαλαρμέ, τον Γιούνγκερ. Τόσο σημαντικοί στοχαστές, με πολύ ευρύ έργο, δεν μπορεί παρά να ασφυκτιούν σε ένα σύντομο κείμενο. Όμως, αν διαθέτεις τις γνώσεις και το γλωσσικό αισθητήριο του Κ. Παπαγιώργη, μπορείς να ανασύρεις στην επιφάνεια πολλά από τα ουσιώδη στοιχεία της σκέψης τους.
Στο πρώτο κεφάλαιο, για τον Νίτσε, ο Παπαγιώργης ανατρέχει στις σκέψεις του Νίτσε που περιέχονται στο έργο του Γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής. Στη συνέχεια θα αναφερθεί στην επίθεση του Νίτσε στις ηθικές κατηγορίες της «γενεαλογίας της ηθικής». Γράφει: «Ο Νίτσε πλάθει το εξής αλλόκοτο φιλοσόφημα: διά της μνησικακίας διαμορφώνεται ένα νέο είδος ανθρώπου που μεταρσιώνει παθητικά τη βία του αντιπάλου, τη μεταπλάθει σε ηθικές αξίες και μολονότι ευαγγελίζεται τη σωτηρία της ζωής, ουσιαστικά είναι ο κατεξοχήν πολέμιός της» (σελ. 36). Εξετάζεται αναλυτικά η κριτική του Νίτσε στον Ιερέα και στο «ασκητικό ιδεώδες», ενώ συγκρίνεται με τη χεγκελιανή «διαλεκτική του Κυρίου και του Δούλου». Παράλληλα, με συνοπτικό τρόπο, εξετάζεται η ερμηνεία του Νίτσε από τον Ντελέζ.
Ο Παπαγιώργης γράφει: «Μολονότι ο Χάιντεγκερ εγκαινίασε την προβληματική του Είναι μέσω της εμπειρίας του μηδενός, ουδέποτε θεωρήθηκε μηδενιστής. Ο λόγος είναι απλός: κινήθηκε πέραν ή εντεύθεν των ηθικών κριτηρίων, υπέβαλε σε ριζική κριτική την κλασική και νεότερη μεταφυσική χωρίς να συνδέσει τα επιχειρήματά του με την ηθική ισχύ των αξιών. Μίλησε για αυθεντική και αναυθεντική ύπαρξη, αλλά όχι για καλό και κακό ή για άρχοντες και δούλους» (σελ. 65). Αναγκαστικά, ο Παπαγιώργης θα επανέλθει στο σύνολο του έργου του Χάιντεγκερ και θα συμπεράνει ότι ο τελειωτικός λόγος του Χάιντεγκερ για τον Νίτσε θα τον κατατάξει μέσα στην Ιστορία της δυτικής μεταφυσικής, «στον πλατωνισμό, στον χριστιανισμό, στον γερμανικό ιδεαλισμό» (σελ. 93).
Το δεύτερο κεφάλαιό του είναι αφιερωμένο «στη μνήμη του φίλου Ηλία Λάγιου». Αναφέρεται στο έργο του Μαλαρμέ Ιγκοτούρ και στην περίφημη «μεταφυσική κρίση του Μαλαρμέ, που τοποθετείται χρονικά στην περίοδο 1866-1870 και συναρτάται ασφαλώς με την ανακάλυψη του μηδενός» (σελ. 97). Με τη βοήθεια του Μπλανσό και του Ρισάρ, θα αναδείξει τις χεγκελιανές επιρροές στον Μαλαρμέ.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Πέρα από το όριο», θα εξετάσει την ιδιαίτερη κατάσταση του γερμανικού μεσοπολέμου, αλλά και τον εθνικό λόγο του Φίχτε, τις πολιτικές του Βίσμαρκ και τις κοινωνικές της επιπτώσεις. Παράλληλα με την εμφάνιση του Χίτλερ, στον πνευματικό χώρο συμβαίνουν τα εξής: Ο Χάιντεγκερ εκδίδει το Είναι και Χρόνος το 1927, ο Ερνστ Γύνγκερ εκδίδει το 1933 το έργο Ο Εργάτης, ο Λύο Στράους εκδίδει, στη Νέα Υόρκη, το 1941, τη διάλεξή του για τον γερμανικό μηδενισμό. Όπως συμπληρώνει ο Παπαγιώργης, υπάρχει και συνέχεια: «Το 1951 δημοσιεύεται το Πέρα από το όριο του Γύνγκερ, στο οποίο, το 1955, ο Χάιντεγκερ θα απαντήσει με την επιστολή του “Περί του ερωτήματος του Είναι”» (σελ. 146).
Έτσι, εξετάζει τις σκέψεις του Στράους ότι ηθικές είναι οι πηγές του γερμανικού μηδενισμού, ο οποίος καταδικάζει το κέρδος και την ανεύθυνη εξουσία. Ο άκρατος ιδεαλισμός τους τους ωθούσε να απορρίπτουν τις μικροαπολαύσεις και τις μικροχαρές της καθημερινής ζωής. Ο Στράους διαπίστωσε ότι πολλοί μηδενιστές «είναι μεγάλοι θαυμαστές της πνευματικής καλλιέργειας, καθόσον αυτή διακρίνεται από τον υλικό πολιτισμό και τον απορρίπτει (σελ. 155). Ο Παπαγιώργης θεωρεί παράδοξη τη θέση του Στράους ότι οι Γερμανοί είναι εχθροί του ορθού λόγου, «παρότι γνωρίζει ότι ο γερμανικός ιδεαλισμός και δη ο Καντ θεράπευσαν τον ορθό λόγο κατ’ εξακολούθησιν» (σελ. 156).
Ο Ε. Γύνγκερ ανέλαβε να δώσει απάντηση σε ένα ριζικό ερώτημα του γερμανικού μεσοπόλεμου: Την εναρμόνιση του τεχνικού εκσυγχρονισμού με τον ανορθολογισμό, δηλαδή τον μιλιταρισμό, τον εθνικισμό και τον ρομαντισμό των δεξιών κύκλων της Βαϊμάρης. Ας σημειωθεί ότι ο Γύνγκερ, παρότι συνήγορος του μιλιταρισμού, δεν προσχώρησε πότε στον ναζισμό, ενώ στα τελευταία του βραβεύθηκε για το έργο του από τον Μιτεράν. Όμως η αποθέωση του πολέμου, η εξύψωση της στρατιωτικής ζωής (ο Παπαγιώργης συλλέγει κάποιες φράσεις του, όπως, «να ζεις σημαίνει να σκοτώνεις»), η άποψη ότι η καπιταλιστική αλλοτρίωση ξεπερνιέται μέσα στη στρατιωτική κοινότητα, έκανε αποδεκτή τη βαρβαρότητα του πολέμου. Θα έπρεπε να ισοπεδωθεί πρώτα όλη η Ευρώπη, για να αποδειχθεί η τραγική αφέλεια αυτών των απόψεων. Ο Παπαγιώργης αναφέρει αρκετές πληροφορίες για το έργο του Γύνγκερ Ο εργάτης, καθώς και τις πολιτικές επιλογές του για τον εθνομπολσεβικισμό και τις σποραδικές διακηρύξεις του υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η απροϋπόθετη λατρεία της καταστροφής και του πολέμου, η αποστροφή για την ομορφιά της ζωής, η άρνηση να αποδεχθεί τον ηρωισμό και τις σημασίες που περιέχει η καθημερινή ζωή, ακόμη χειρότερα, η απόρριψη της αγάπης προς τον άλλον και τον κόσμο, όσο και αν διανθίζονται με μια υψηλής ποιότητας αισθητική, αποτελούν την πιο θλιβερή κατάληξη του μεσοπολεμικού μηδενισμού.
Ο Παπαγιώργης παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην πνευματική μας κίνηση. Ήταν τακτικός αναγνώστης της Ρήξης, όπως φαίνεται από τις αναφορές σε αυτή, σε κάποια από τα τελευταία του δημοσιεύματα, στο περιοδικό Lifo στις 29.1.2014 και στην ιστοσελίδα matrix 24.gr. στις 25.1.2014.
Κωστή Παπαγιώργη, σε ευχαριστούμε!