Του Δημήτρη Μπούσμπουρα από το Άρδην τ. 95, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014
Αυτόν τον κόσμο, που είναι ένας στην ολότητά του,
δεν τον έπλασε κανένας θεός ή άνθρωπος
υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει: μια αιώνια φωτιά,
που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.
Ηράκλειτος, απόσπασμα 30
Υπάρχει πράγματι ισορροπία στην φύση; Σαν βιολόγος μπορώ να το πω με βεβαιότητα: «οικολογική ισορροπία δεν υπάρχει». Η ιστορία του πλανήτη, γιατί μόνο τον πλανήτη γνωρίζουμε, είναι μια αλληλουχία αλλαγών. Πολλές από αυτές συγκλονιστικές, με μεγάλες ανατροπές, εξαφανίσεις και εμφανίσεις ειδών. Οι περισσότερες πριν τον άνθρωπο και ερήμην του, και μόνο από την νεολιθική περίοδο και μετά υπό την καθοριστική επίδραση του ανθρώπου.
Το αν υπάρχει ή όχι οικολογική ισορροπία, μπορούμε να το πούμε μόνο εξετάζοντας την ιστορία του πλανήτη. Μετρώντας τον χρόνο με τους γεωλογικούς αιώνες, ξέρουμε για τις εποχές όπου υπήρχε ηρεμία στον πλανήτη για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αρκούσε όμως μια γεωλογική ανακατάταξη ή μια αλλαγή στο κλίμα και τα πάντα άλλαζαν. Είδη εξαφανίζονταν και οι μηχανισμοί της εξέλιξης δρούσαν με μεγαλύτερη ταχύτητα στην προσπάθεια των ειδών, μικροοργανισμών, φυτών και ζώων, να προσαρμοστούν, να επιβιώσουν και να επεκταθούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε. Αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό πάντα, ως προς τους μηχανισμούς της εξέλιξης. Συνήθως υπερτονίζεται ο «ανταγωνισμός» των ειδών και παραβλέπεται η προσαρμογή στο -νέο- περιβάλλον που διαμορφώνεται. Διότι η αλλαγή στο περιβάλλον είναι αυτή που κυρίως επάγει την εξέλιξη των ειδών, των φυτοκοινωνιών και των οικοσυστημάτων τελικά.
Οικοσυστήματα που δημιουργήθηκαν με άλλοτε γρήγορες και άλλοτε αργές διαδικασίες, διαμορφώθηκαν σε όλο τον πλανήτη, από την τούντρα ως τα τροπικά δάση, ακόμα και στις ερήμους. Σε αυτά, ακόμη και στις ερήμους, υπάρχει «ισορροπία» και σταθερότητα. Με την έννοια ότι κάποια είδη συνυπάρχουν, ότι οι αναλογίες και οι σχέσεις των ειδών υπακούουν σε κάποιους αναγκαστικούς νόμους, όπως πχ η αναλογία φυτοφάγων και σαρκοφάγων. Κάθε είδος έχει βρει την «οικοθέση» του και το σύστημα φαίνεται σταθερό. Υποθέτουμε μάλιστα ότι όσο πιο πολλά είδη διαβιούν σε αυτό, τόσο πιο σταθερό είναι. Αρκεί όμως μια αλλαγή στο κλίμα ή στην κλίση του άξονα της γης και η στέπα καταλήγει σε έρημο, ή το αντίστροφο. Τα είδη, η ισορροπία και η σταθερότητα συνεπώς δεν είναι αιώνια. Η γη δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ ο παράδεισος. Σε αυτήν «τα πάντα ρει και ουδέν μένει».
Η έννοια της ισορροπίας, όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι, υποκρύπτει μια στατική αντίληψη για τον κόσμο και οι αλλαγές προσλαμβάνονται ως απόκλιση από έναν χαμένο παράδεισο. Μια ιδεαλιστική, ανιστορική αντίληψη που διαπνέει πολλές θρησκευτικές, πολιτικές και ψεuδoεπιστημονικές προσεγγίσεις.
Στα στενά όρια όμως της ανθρώπινης ζωής βιώνουμε μια εικόνα σταθερότητας. Παρά τις δραστικές αλλαγές που επέφερε ο άνθρωπος, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η εντύπωση αυτή παραμένει. Ψάξτε στις δορυφορικές εικόνες, όπως στο Google earth, και δεν θα βρείτε σε όλη την Ευρώπη και στην λεκάνη της Μεσογείου ούτε ένα τετράγωνο 5 χ 5 χλμ. χωρίς δρόμους. Η παρουσία του ανθρώπου είναι πλέον καθοριστική σε όλο τον πλανήτη και αλλάζει τα οικοσυστήματα. Το δικαίωμά του να εισβάλει στα ενδιαιτήματα των άλλων ειδών με μηχανές είναι σχεδόν αυτονόητο, εκτός από λίγους μικρούς σε έκταση πυρήνες που ξέμειναν και αναγνωρίστηκαν ως περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης.
Παρόλα αυτά έχουμε την αίσθηση της ισορροπίας της φύσης. Οι γεωργοί μιλάνε για ισορροπία. Ένας βιοκαλλιεργητής στον κάμπο της Πιερίας μου έλεγε για την ισορροπία στο χωράφι του, που μάλιστα ήταν υποδειγματικό με τους φυτοφράκτες γύρω-γύρω. Ακριβώς πριν 100 χρόνια όμως, στην ίδια περιοχή είχε ένα δάσος με φράξους που κόπηκαν και ξεριζώθηκαν από τους πρόσφυγες για να γίνουν χωράφια, γιατί αυτήν την γη τους έδωσαν όταν έφτασαν κυνηγημένοι από την Μικρά Ασία. Εκεί λοιπόν που ζούσαν αγριόγατες και ίσως ο λύγκας και φώλιαζε ο βασιλαετός, σήμερα είναι χωράφια. Τώρα πλέον δεν υπάρχει λύγκας στην Ελλάδα, ενώ ο βασιλαετός αντιπροσωπεύεται με ένα μόνο ζευγάρι στον Έβρο. Μιλάμε όμως για οικολογική ισορροπία παρά την μεγάλη διαφοροποίηση που έχει επέλθει, ενώ στον ίδιο χώρο, χωρίς την δική μας παρέμβαση θα υπήρχε δάσος. Ακόμη και αν το σύστημα χρειάζεται συνεχώς λίπανση, χημική ή οργανική-βιολογική. Και ίσως έχουμε δίκιο. Θέλουμε, στα περιορισμένα όρια της ζωής μας και στον τόπο που μας παρέδωσαν οι προηγούμενες γενιές ένα τοπίο που να μην αλλοιώνεται. Μια γη που να μη δηλητηριάζεται και να αποδίδει σταθερά παραμένοντας γόνιμη. Αυτή η αειφορία των καρπώσεων όμως είναι μια ισορροπία προσαρμοσμένη στο δικό μας όφελος, που δεν έχει λάβει υπόψη τις ανάγκες για την επιβίωση των άλλων ειδών, αλλά μόνο τις διευρυμένες, κοινωνικά καθοριζόμενες ανθρώπινες ανάγκες.
Παρόμοια ισχύουν στα δάση. Ακόμη και αυτά υφίστανται την επίδραση του ανθρώπου. Ένα αποψιλωτικά διαχειριζόμενο δρυοδάσος για την παραγωγή καυσόξυλων, είκοσι χρόνια μετά την υλοτομία φαίνεται από μακριά εύρωστο και ζωντανό. Είναι όμως ομοιογενές, μονότονο και φτωχό σε ζωή. Δεν υπάρχουν θέσεις για να φωλιάζουν πουλιά και άλλοι οργανισμοί. Ο «οικολόγος» που καίει ξύλα στην σόμπα, καίει την μελλοντική φωλιά του δρυοκολάπτη. Ακόμη όμως και αυτό το οικοσύστημα φαίνεται να λειτουργεί και να αναδημιουργείται. Αν μετά τις υλοτομίες παρέμεναν δύο γέρικα ή νεκρά ιστάμενα δένδρα ανά εκτάριο, το δάσος αυτό θα φιλοξενούσε πολύ περισσότερα είδη και αν ακόμη το 10% της έκτασης έμενε εκτός εκμετάλλευσης, σε φυσική εξέλιξη, θα ήταν πολύ καλύτερα για την βιοποικιλότητα. Σε κάθε αλλαγή στην διαχειριστική πρακτική προς το φυσικότερο, το σύστημα περιλαμβάνει περισσότερα είδη, πιο πολύπλοκες σχέσεις και φαίνεται να είναι σταθερότερο και λιγότερο ευπαθές. Και προφανώς το αποτέλεσμα είναι πολύ καλύτερο και για την δική μας αναψυχή, αν δεν θέλουμε το δάσος μόνο για ντεκόρ.
Αειφορία
Ποιά είναι συνεπώς η σωστή πρακτική; Ποια ανθρώπινη επέμβαση είναι αποδεκτή και πόση «φυσικότητα» επιδιώκουμε; Ποιο επίπεδο ισορροπίας να επιλέγουμε κάθε φορά; Προφανώς δεν μπορεί να προταθεί να μην κάνουμε τίποτα και να μην χρησιμοποιήσουμε τους φυσικούς πόρους. Τα λιοντάρια δεν μπορούν να επανέλθουν στον θεσσαλικό κάμπο. Μπορούν όμως να επανέλθουν αρκούδες στα δάση της Κεντρικής Ελλάδας;
Πέρα από την πράξη, που είναι το μέτρο της στάσης μας στον κόσμο, θα πρέπει να εξετάσουμε την αντίληψή μας για την φύση. Η θέση του ανθρώπου είναι πλέον πολύ διαφορετική από αυτή των πρωτόγονων κοινωνιών. Είμαστε μέρος του κόσμου, τον αλλάζουμε εδώ και λίγες χιλιετίες, αλλά μόλις τώρα μπορούμε να προβλέψουμε τις επιπτώσεις των επιλογών μας στα άλλα όντα και στον πλανήτη. Σήμερα, μετά από τέσσερις δεκαετίες συστηματικής έρευνας, έχει προχωρήσει η «βιολογία της διατήρησης» (conservation biology). Μπορούμε να προβλέψουμε καλύτερα τις επιπτώσεις, των αλλαγών στις χρήσεις γης και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, στα οικοσυστήματα, στα είδη και στο τοπίο. Η επιλογή όμως για την χρήση των φυσικών πόρων, τον τρόπο και την ένταση χρήσης τους, παραμένει μια πολιτική απόφαση.
Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για «περιβάλλον». Η ίδια η έννοια υπονοεί το περιβάλλον του ανθρώπου, το ενδιαίτημα της ανθρώπινης κοινωνίας. Την επιδίωξη για ένα υγιές και σταθερό περιβάλλον για την διαβίωση του ανθρώπου και για την διατήρηση ή την αναπαραγωγή των όρων της οικονομίας που είναι βασική προϋπόθεση για την επιβίωση μας.
Έχει εισαχθεί η έννοια της «αειφορίας» για να σχηματοποιήσει αυτή την επιδίωξη. Επειδή έχει γίνει λάστιχο σαν έννοια παραθέτω από το λεξικό του Μπαμπινιώτη τον όρο της αειφορικής διαχείρισης: Μοντέλο διαχείρισης των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων, σύμφωνα με το οποίο η περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα πρέπει να εξασφαλίζει τη διαρκή αξιοποίηση των φυσικών πόρων, να μην προκαλεί δηλ. ανεπανόρθωτη βλάβη στο περιβάλλον υπονομεύοντας το μέλλον των επερχόμενων γενεών, αλλά να επιτυγχάνει τη σταθερή περιβαλλοντική ποιότητα και ισορροπία.
Ως έννοια πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τους γερμανούς δασολόγους και πέρασε πριν πολλές δεκαετίες στους έλληνες δασολόγους ως «αειφορία των καρπώσεων», δηλαδή μια δασοπονία που αποσκοπεί στην απόδοση του ίδιου ποσού δασικών προϊόντων ετησίως ή κατά περιόδους. Αυτή η δασοπονία βρισκόταν σε αντιδιαστολή με την πρακτική της αποψίλωσης των δένδρων με αργή ανάπτυξη και την φύτευση στην θέση τους ταχυααυξών ειδών με στόχο μεγαλύτερη παραγωγή ξυλείας. Αυτό το τεχνητό – βιομηχανικό – δάσος ήταν πολύ φτωχό σε είδη και τα δένδρα ευάλωτα σε αρρώστιες. Η αειφορική δασοπονία έφερε ένα άλλο σκεπτικό, με μέτρο πάντα την απόδοση. Χρησιμοποιείται σε όλες τις δασοπονικές μελέτες στην Ελλάδα αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στα δημόσια δάση συνήθως καταλήγοντας στην απόληψη μικρότερης ποσότητας ξυλείας. Στα ιδιωτικά και κοινοτικά σε πολύ μεγαλύτερη. Οι ανάγκες των δρυοκολαπτών και άλλων δασικών ειδών απουσιάζουν συνήθως από την αξιολόγηση των συστάδων, που πρέπει να γίνει πριν την απόφαση για τον όγκο ξυλείας που θα απομακρυνθεί και τον τρόπο υλοτομίας. Η αυθεντικότητα της αειφορικής διαχείρισης συνεπώς έγκειται στα διαφορετικά κριτήρια που μπαίνουν στο σύστημα λήψης απόφασης. Η βιοποικιλότητα είναι ένα από τα βασικά.
Η έννοια της αειφορίας διευρύνθηκε και χρησιμοποιείται πλέον σε όλους τους τομείς της οικονομίας που έχουν σχέση με την χρήση των φυσικών πόρων. Τα κριτήρια όμως για την λήψη των αποφάσεων είναι ασαφή. Οι επιπτώσεις των ανθρώπινων κατασκευών και λειτουργιών σταθμίζονται υποκειμενικά αλλά παρουσιάζονται δημόσια με έναν τεχνοκρατικό, δήθεν αντικειμενικό, τρόπο από ειδικούς «περιβαλλοντολόγους». Η επιστήμη του περιβάλλοντος είναι περισσότερο ένα σύνολο τεχνικών γνώσεων που βασίζονται σε διαφορετικές επιστήμες και η κύρια απασχόληση των περιβαλλοντολόγων είναι η εκπόνηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Αυτές έχουν σαν στόχο την εξέταση της συμβατότητας των έργων, των αναπτυξιακών έργων και σχεδίων με το περιβάλλον και ο μετριασμός των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συνήθως προσαρμόζονται στο συμφέρον του παραγγέλλοντας την μελέτη επενδυτή ή υπηρεσίας, διότι η μελέτες αυτές εκπονούνται για λογαριασμό του ενδιαφερόμενου και πληρώνονται από αυτόν.
Υπάρχει η πεποίθηση ότι μπορούν να βρεθεί σε όλες τις περιπτώσεις η χρυσή τομή και να υπάρξουν «περιβαλλοντικές λύσεις». Αυτήν την στάση μπορούμε να την ονομάσουμε «περιβαλλοντισμό», καθώς δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την συνεχή οικονομική μεγέθυνση και δέχεται ότι τεχνικές λύσεις μπορούν να λύσουν τα όλα προβλήματα και να διασφαλίσουν την ολοένα και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, αρκεί να μην υπάρχει κάποια μη αντιστρεπτή καταστροφή. Αυτός ο περιβαλλοντισμός λειτουργεί ως άλλοθι για τον «πράσινο καπιταλισμό». Ένα σύστημα που λειτουργεί με κύριες αξίες το κέρδος και απαιτεί από την φύση του συνεχή μεγέθυνση και αύξηση της παραγωγής. Οι φυσικοί πόροι αποτελούν απλά την βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής. Το νερό, το υπέδαφος, το έδαφος, τα είδη αποτελούν πηγές δημιουργίας κέρδους.
Για να ελεγχθούν οι επιπτώσεις εφαρμόζεται η διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης της οποίας μέρος είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Φαίνεται να είναι μάλιστα η πιο διαφανής δημόσια διαδικασία καθώς είναι υποχρεωτικό να δημοσιοποιούνται οι μελέτες και να λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες των πολιτών. Συχνά όμως οι μελέτες μοιάζουν με «σοφιστείες» καθώς διατυπώνουν τα επιχειρήματα με τρόπο πολύπλοκο για το κοινό αποκρύπτοντας τα σημαντικά ζητήματα και υπερτονίζοντας τα δευτερεύοντα. Σε όλα αυτά τα κείμενα θα δούμε την επίκληση της επιδίωξης της ισορροπίας με το περιβάλλον (μας). Μια επίκληση που αποκρύπτει τις πραγματικές επιδιώξεις και διατυπώνεται πάντα υπό το πρίσμα μιας εντελώς υποκειμενικής αντίληψης για την “φυσικότητα”. Αυτό συμβαίνει άλλοτε από άγνοια, άλλοτε από έλλειψη ευαισθησίας, άλλοτε από υπολογισμό και συνήθως και για τους τρεις αυτούς λόγους μαζί.
Είναι δυνατόννα υπάρξει παράδεισος;
Θα υπέθετε κανείς ότι σε μια «σοσιαλιστική», κεντρικά σχεδιασμένη, οικονομία τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά και θα υπήρχε σεβασμός στην φύση. Ίσως, αλλά με μια βασική προϋπόθεση. Ότι δεν θα υπάρχουν αυταπάτες ότι οι φυσικοί πόροι είναι ανεξάντλητοι και ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή πέρα από την ανάγκη, σε μια εποχή μετα-σπάνεως. Το δύσκολα και ανεπίλυτα μέχρι σήμερα, θεωρητικά και πρακτικά, ζητήματα της ικανοποίησης των αναγκών, βασικών και μη βασικών και της ελευθερίας επιλογής πρέπει εξεταστούν σε συνάρτηση με την ανάγκη διατήρησης της βιοποικιλότητας. Αν δεν υπάρξουν αξίες πιο οικολογικές, σεβασμού στην φύση και στα άλλα είδη, τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης θα είναι παρόμοια σε οποιοδήποτε σύστημα.
Πολλοί σήμερα και ειδικά από τον ελευθεριακό χώρο, μιλάνε για την εποχή της αφθονίας και το δικαίωμα να απολαμβάνουμε απεριόριστα και ότι μόνο οι σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης μας εμποδίζουν. Σα να υπάρχουν πλέον οι δυνατότητες να μετέχουν οι πληβείοι όλων των προνομίων των πατρικίων. Δυστυχώς όμως, όπως πολύ παραστατικά είχε γράψει ο Αντρέ Γκoρζ, δεν μπορούν όλοι να έχουν παραθαλάσσιο σπίτι, γιατί απλά δεν φτάνει η ακτή. Η φέρουσα ικανότητα του πλανήτη είναι πεπερασμένη. Δεν μπορούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη να καταναλώνουν την ίδια ενέργεια και την ίδια ποσότητα πρωτεΐνης ή λίπους με τους κατοίκους της Βόρειας Αμερικής.
Μια μεγάλη προσδοκία υπήρξε με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο μέχρι σήμερα τρόπος εφαρμογής τους όμως είναι το ίδιο ληστρικός για την φύση όπως θα δούμε με την κατάληψη μεγάλων παραγωγικών εκτάσεων από ηλιακούς συλλέκτες και την άλωση των πιο απρόσιτων βουνών από τεράστιες ανεμογεννήτριες και δρόμους. Πιθανά στο απώτερο μέλλον να υπάρξουν λύσεις στον ενεργειακό τομέα. Στον διατροφικό τομέα επίσης αν η παραγωγή γίνεται με τεχνητό τρόπο. Δεν θα είναι όμως παράδεισος αλλά ένα τεχνητό περιβάλλον.
Ας έχουμε στον νου μας λοιπόν ότι, σε αυτόν τον κόσμο που ήταν και θα είναι πάντα κόσμος της σπάνεως, η έννοια της «οικολογικής ισορροπίας» είναι πολύ γενική, χωράει πολλές ερμηνείες και στάσεις ζωής και δεν οδηγεί σε κάποιο αντικειμενικό στόχο. Ας μην έχουμε την αυταπάτη μιας αρμονικής παραδείσιας λειτουργίας του κόσμου απλά με μερικές τεχνικές λύσεις. Η προσέγγισή μας πρέπει να είναι πολύ διαφορετική. Η αναφορά στην οικολογική ισορροπία είναι περισσότερο μια στάση ζωής που οδηγεί σε μια ζωή πιο ασκητική και σε μια αειφορική οικονομία που σέβεται την βιοποικιλότητα και επιδιώκει την φuσικότητα και το μέτρο.