του Δαμιανού Βασιλειάδη, δημοδιδασκάλου, από το Άρδην τ. 95, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014
Εισαγωγή στη μέθοδο ανάλυσης
Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης είχε διατυπώσει τη μέθοδο έρευνας που εφάρμοζε ο ίδιος και που συνιστούσε και στους άλλους επιστήμονες ή όσους είχαν την επιθυμία να ασχολούνται επιστημονικά με τα θέματα της αντικειμενικότητας: «Ορθώς απορείν». Δηλαδή, από μεθοδολογικής πλευράς, πρέπει να αμφιβάλεις για τα πάντα, έως το ανυπόθετον, και να εφαρμόζεις την ανεξάρτητη κριτική σου σκέψη, αλλά και το ελεύθερο φρόνημά σου, να είσαι «απελεύθερος», για να αναλύεις την αντικειμενική αυτή πραγματικότητα.
Έκτοτε πολλοί μαρξιστές και μη αναγνώρισαν, ίσως μετά από πολλά εγκληματικά λάθη που έκαναν, την απλή αυτή μεθοδολογική αλήθεια. Ενώ πριν είχαν μια δογματική και ολοκληρωτική άποψη για πρόσωπα και πράγματα, ανακάλυψαν, στο τέλος του βίου τους συνήθως, ότι όλη τους η ζωή και δράση ήταν ένα εγκληματικό λάθος. Σχετικά με τους αριστερούς, αυτό αφορά κυρίως όσους εντάχθηκαν στον ολοκληρωτισμό του σταλινισμού. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα από «δηλώσεις μετανοίας» ηγετικών διανοουμένων και στελεχών της αριστεράς.
Ένα δεύτερο και σημαντικό χαρακτηριστικό, εκτός από το «ορθώς απορείν», είναι και το πρόβλημα της κριτικής και αυτοκριτικής. Συνήθως οι αστοί και μικροαστοί αποφεύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι, την κριτική και αυτοκριτική και την απωθούν στο υποσυνείδητό τους, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο αποφεύγουν την κριτική και αυτοκριτική όσοι είναι γαλουχημένοι με τον σταλινισμό. Επειδή έχω την πεποίθηση ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο αυτό είναι κυρίαρχο, ακόμη και σήμερα, αν και καλυμμένο (καμουφλαρισμένο), θεωρώ ότι ο διάλογος και αντίλογος που διεξάγεται συνήθως είναι προσχηματικός και υποκριτικός. Με δυο λόγια: Οι πραγματικοί και γνήσιοι δημοκράτες είναι μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού. Κι αυτό χωρίς καμιά υπερβολή.
Τέλος, για να έχεις ανεξάρτητη κριτική σκέψη, πρέπει να έχεις αυτό που είπε ο εθνικός μας ποιητής Κάλβος: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», δηλαδή να έχεις «αποθέματα ψυχής». Ένας δειλός (ή ένας θρασύδειλος), για παράδειγμα, και ψεύτης, μπορεί να γίνει και υποκριτής και όλα τα κακά της μοίρας του. Είναι δηλαδή επιπρόσθετα και θέμα ψυχοσύνθεσης και χαρακτήρα. Γι’ αυτό και είχε πει, ο μεγάλος δάσκαλος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού Αλέξανδρος Δελμούζος, ότι για να κρίνεις πρόσωπα και έργα δεν χρειάζεται μονάχα μυαλό παρά και χαρακτήρας. Την αλήθεια αυτής της φράσης του Δελμούζου έρχεται να συμπληρώσει και ο Φρειδερίκος Νίτσε, που είπε ότι πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν να ακούσουν την αλήθεια, γιατί δεν θέλουν να καταστρέψουν τις ψευδαισθήσεις τους.
Επειδή θεωρώ ότι η κριτική, με την οποία θα ασχοληθώ, έτσι όπως την προσδιόρισα πιο πάνω, έχει θετικό πρόσημο πάντοτε, προβαίνω στην κατάθεση των κατωτέρω σκέψεων, με την πρόθεση, ει δυνατόν, να συμβάλω σε έναν εποικοδομητικό και δημιουργικό διάλογο και αντίλογο. Και μην αμφιβλαλετε ότι, ακόμη και η κακοπροαίρετη κριτική, για κάποιον που μπορεί να την αξιοποιήσει, έχει θετικό πρόσημο.
Δεν θεωρώ ότι αυτά που παραθέτω είναι πανάκεια. Και για να προλάβω τους κακοπροαίρετους, λέω αυτό που είχε πει κάποτε ο Παναγιώτης Κονδύλης, τον οποίο εκτιμώ για τη ανεξάρτητη και συγκροτημένη του σκέψη: «Απορώ, αν συμφωνεί κανείς μαζί μου». Φυσικά, ήθελε να δηλώσει ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του αυθεντία, στην οποία έπρεπε να υποταχθούν ασυζητητί οι άλλοι.
Ι. Τα προβλήματα των Ελλήνων και της Ελλάδας
Αν εθνικισμός είναι να σέβεσαι την εθνότητα όλων και να διαφυλάττεις τη δική σου, τότε δηλώνω αδιόρθωτος εθνικιστής
Βάσος Λυσαρίδης
Στα πλαίσια της «εκσυγχρονιστικής», εθνοκάπηλης εθνοαποδομητικής δεξιάς και της εθνομηδενιστικής «ανανεωτικής και αναθεωρητικής» αριστεράς, υπάρχουν διάφορες ιδεολογικές αναφορές μιας συγκεκριμένης σχολής σκέψης, που έχουν σχέση με τη γνωστή θεωρία του έθνους και έθνους-κράτους σε αντιπαράθεση με την ταξική πάλη. Μια αποκλειστικότητα που αφορά μόνο την Ελλάδα, ως εκφυλιστικό φαινόμενο της μεταπολίτευσης, με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα και την κοινωνική της συνοχή, επειδή βάλλει ευθέως εναντίον του εθνικού φρονήματος και της εθνικής παράδοσης του ελληνικού λαού και δημιουργεί φαινόμενα αποσταθεροποίησης και αποδόμησής του. Το θέμα αφορά κυρίως την «εκσυγχρονιστική» και «αναθεωρητική» διανόηση της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούν.
Αυτή η σχολή σκέψης διακηρύττει ότι τα περί έθνους είναι, χωρίς περιστροφές, ανοησίες, και το μόνο που ισχύει είναι η ταξική πάλη.
Με αυτή την έννοια δεν ισχύει η ρήση του Αντόνιο Γκράμσι: «Ασφαλώς η εξέλιξη τείνει προς τον διεθνισμό, το σημείο όμως αφετηρίας είναι εθνικό και από αυτό το σημείο αφετηρίας πρέπει ακριβώς να ξεκινήσουμε». Ούτε και του Τολιάτι, του γνωστού ηγετικού στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας που διακήρυττε ότι: «Είμαστε το κόμμα της εργατικής τάξης. Και η εργατική τάξη ποτέ δεν αδιαφόρησε για τα εθνικά συμφέροντα»
Οι φράσεις αυτές του Γκράμσι και του Τολιάτι βασίζονται πιθανόν στην άποψη που διατύπωσε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, όπου, αφού αναφέρει ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορείς να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν», προσθέτει αμέσως μετά ότι, «μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ν’ ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης».
Οι θιασώτες της ταξικής πάλης αρνούνται τη θέση αυτή του Γκράμσι και του Τολιάτι, ακόμη και του Μαρξ, γιατί απλούστατα δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη του εθνικού. Δεν υπάρχουν υπό αυτή την έννοια σύνορα. Η χώρα αντιμετωπίζεται ως χώρος. Οπότε η λαθρομετανάστευση μετατρέπεται σε «μετανάστευση», που θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο. Εφόσον είναι έτσι τα πράγματα, τότε άνετα δικαιούνται, λόγω «διεθνισμού», να κατακλύσουν την Ελλάδα εκατομμύρια «μετανάστες». Δεν παίζει κανένα ρόλο αν είναι φανατικοί ισλαμιστές και μεταβάλλουν κάποια στιγμή την Ελλάδα σε ισλαμική χώρα, με την εφαρμογή της σαρίας, μιας και η νεολαία, το μέλλον της Ελλάδας, μεταναστεύει στο εξωτερικό.
Η τάση κατάργησης του έθνους-κράτους και η δημιουργία ανοιχτών συνόρων, που σημαίνει βασικά κατάργηση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας, χαρακτηρίζει τόσο τη στρατηγική του κεφαλαίου, όσο και της εργασίας.
Ως γνωστόν εθνική ανεξαρτησία δεν υπάρχει χωρίς την ύπαρξη έθνους -κράτους, καθώς και η εδαφική ακεραιότητα συνδέεται άρρηκτα με την έννοια αυτή. Και τα δύο (κεφάλαιο και εργασία) επιδιώκουν, μέσω της παγκοσμιοποίησης, την απάλειψη (κατάργηση) του έθνους-κράτους, όπως επίσης την απάλειψη της εθνικής συλλογικής μνήμης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική συνείδηση και ιδιοπροσωπία. Και, για να γίνει απόλυτα κατανοητό: Για τη «μαρξιστική» αυτή σχολή, που υπερθεματίζει υπερ της ταξικής πάλης, έθνος-κράτος (εθνική ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα) και ταξική πάλη είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Αλλά και για τη δεξιά σχολή σκέψης, όπως αυτή εκφράζεται από τον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου, ισχύει το ίδιο.
Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, την οποία αποδέχεται τόσο ο νεοφιλελευθερισμός, όσο και ο μαρξισμός-λενινισμός, αλλά η παγκόσμια εξουσία (παγκόσμια διακυβέρνηση), για την οποία γίνεται τόσος λόγος τελευταία και για την επιβολή της οποίας διεξάγεται η πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο (σήμερα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και η πολιτική του εκπροσώπηση) και την εργασία, δηλαδή η πάλη του προλεταριάτου, βασικά του κομμουνιστικού κόμματος, μέσω της παγκόσμιας επανάστασης και η τελική επικράτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως αποφαίνεται η θεωρία.
Πολλοί συγχέουν αυτά τα επίπεδα ή, απλούστατα, τα ταυτίζουν. Μέγα λάθος. Η παγκοσμιοποίηση είναι δεδομένη. Δεν είναι όμως δεδομένη η παγκόσμια εξουσία, για την οποία γίνεται η διαπάλη επικράτησης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Υπάρχει ακόμη ένα αξεδιάλυτο πρόβλημα, που αφορά το έθνος και το έθνος-κράτος. Κατά πόσον δηλαδή το έθνος είναι και αποτελεί μια πραγματικότητα ριζωμένη στη συνείδηση των ανθρώπων διαχρονικά ως κοινότητα, που έχει διιστορική και υπερταξική αντοχή. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο το γεγονός ότι, παρ’ όλες τις επιθέσεις εναντίον του από το κεφάλαιο, το εργατικό κίνημα ανθίσταται και παραμένει ισχυρό, όπως ομολογούν πολλοί μαρξιστές, ανάμεσα στους οποίους π.χ. και οι δικοί μας Νίκος Πουλαντζάς και Παναγιώτης Κονδύλης, παρά τις τάσεις διεθνοποίησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά και των δυνάμεων που τείνουν, μέσω του διεθνισμού τους, να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.
Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί κανείς ατιμωρητί να διαχωρίσει τα εθνικά θέματα από τα κοινωνικά. Είναι αξεδιάλυτα. Μόνο για τη μελέτη τους μπορεί να γίνει αφαίρεση.
Υπάρχει οπωσδήποτε η αναγκαιότητα ύπαρξης αφετηριακού πλαισίου αναφοράς, που έχει σχέση με την ακεραιότητα του εθνικού μας χώρου και την ανεξαρτησία της πατρίδας μας, σταθερά και μη διαπραγματεύσιμα σημεία της εξωτερικής μας πολιτικής κι ο ενωτικός δεσμός όλου του ελληνικού λαού.
ΙΙ. Έθνος – κράτος και ταξική πάλη
Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε με τις γνωστές θεωρίες υπέρ ή κατά του έθνους κράτους. Μπορεί ο καθένας να ανατρέξει στη σχετική βιβλιογραφία.
Υπάρχει και ένα πρόβλημα: Οι πολέμιοι του έθνους-κράτους ισχυρίζονται, σαφώς λανθασμένα, ότι το έθνος-κράτος είναι εχθρικό προς οποιαδήποτε υπερεθνική ενότητα ή ομοσπονδία και ότι θέλει να παραμείνει κλεισμένο στον εαυτό του, φοβούμενο οποιοδήποτε άνοιγμα προς τα έξω, μήπως και κινδυνεύσει η αυθεντική του ύπαρξη και δημιουργηθεί αλλοίωση ή κατάργηση των ιδιαιτεροτήτων που το συνθέτουν. Λάθος άραγε ή σκόπιμη ενοχοποίηση του έθνους-κράτους;
Τέλος, υπάρχει και ένα επιπλέον πρόβλημα: Ο ισχυρισμός, δηλαδή, ότι το έθνος-κράτος διάκειται εχθρικά προς άλλα έθνη-κράτη. Αυτή η εξήγηση δίνεται από ορισμένους κύκλους που θέλουν να το απαξιώσουν και να ταυτίσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό. Ουδέν ψευδέστερον! Καμία σχέση δεν έχει ο πατριωτισμός, που σέβεται τον πατριωτισμό των άλλων εθνών, όπως λέει σαφέστατα ο Λυσαρίδης, με τον εθνικισμό, που αποτελεί εκφυλιστικό φαινόμενο και αντιστροφή του.
Εκείνοι που προσπαθούν διά της βίας να ταυτίσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό το κάνουν για λόγους δογματικής ερμηνείας της μαρξιστικής θεωρίας, ή για άλλες σκοπιμότητες, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Ένα είναι βέβαιο για τη σχολή αυτή: Ο πατριωτισμός στα μάτια τους ταυτίζεται με τον εθνικισμό. Γι’ αυτό και η επίκληση του ΕΑΜ και της ΕΔΑ από την αναθεωρητική αριστερά είναι προσχηματική, για λόγους επικοινωνιακής προπαγάνδας. Γιατί και τα δύο κινήματα ήταν πατριωτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στον σκληρό του πυρήνα, αυτόν δηλαδή που κυριαρχεί ιδεολογικά στις γραμμές του, δεν έχει σχέση με τον πατριωτισμό, γιατί απλούστατα τον ταυτίζει με τον εθνικισμό. Εξ ου και η ουσιαστική του αδιαφορία για τα εθνικά θέματα ή η λανθασμένη τοποθέτηση πάνω σ’ αυτά.
Η βασική τοποθέτηση αυτής της σχολής, ή αυτού του ιδεολογικού ρεύματος, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, θεμελιώνεται στη βασική αντίληψη ότι «Οι εμμονές περί έθνους είναι εντελώς –μα εντελώς (και δίχως περιστροφές)– ασυμβίβαστες με τη μαρξιστική και την εν γένει ταξική θεώρηση της ιστορίας…» Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη στον σκληρό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ και κύριος εκπρόσωπός της είναι ο Γιάννης Μηλιός και η ομάδα του περιοδικού Θέσεις, καθώς και κάποιες άλλες ομάδες, κυρίως τροτσκιστικής κατεύθυνσης, που κυριαρχούν στο «άβατο» της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μηλιός μάλιστα προσθέτει, για να κατοχυρώσει την ανωτέρω άποψη, ότι «το έθνος αποτελεί αναγκαία μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας». Γράφει συγκεκριμένα: «Κεφάλαιο – κράτος (αστική πολιτική εξουσία) – έθνος αποτελούν όψεις μιας και της αυτής μορφής ταξικής εξουσίας: του καπιταλισμού».
Το περίεργο όμως είναι ότι ταυτόσημες ή παρόμοιες απόψεις –για τους ανίδεους, φυσικά– έχει και η «εκσυγχρονιστική» σχολή του Σημίτη με το ΟΠΕΚ και όχι μόνο (το ΕΛΙΑΜΕΠ ανήκει επίσης σ’ αυτή την κατηγορία) και με κύριο αντιπρόσωπο απ’ αυτήν τη δεξιά σκοπιά τον Αντώνη Λιάκο. Από διαφορετική αφετηρία, αλλά σε συγκλίνουσα κατεύθυνση, απεργάζονται και οι παρακμιακές αυτές σχολές την κατεδάφιση του έθνους-κράτους.
Συνεπώς η «αναγκαία αυτή μορφή» πρέπει και να καταπολεμηθεί και να εξαφανιστεί από τον χώρο της «αριστεράς».Ταυτίζει λοιπόν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό, για να τον ενοχοποιήσει και τον καταπολεμήσει. Πολλοί μάλιστα μπερδεύουν τον ιμπεριαλισμό και τις επεκτατικές βλέψεις των κυβερνήσεων των γειτόνων μας με την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς μας. Όλοι οι ανωτέρω θεωρούν μάλιστα ότι αυτός ο ιδεολογικός πυρήνας ούτε συζητείται, ούτε αμφισβητείται, αλλά αποτελεί ιδεολογικό προαπαιτούμενο στο υπό εκκόλαψη «πληθωρικά πολυτασικό» κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ δεν υπάρχει, κατά την άποψή μου, καμία πολυτασική απόκλιση. Με δύο λόγια το θέμα αποτελεί ταμπού. Το παράξενο είναι ότι, ενώ η σχολή αυτή βάλλει κατά του ελληνικού εθνικισμού, κρατά σιγήν ιχθύος απέναντι στον εθνικισμό των γειτόνων μας ή και σε ορισμένες περιπτώσεις τον δικαιολογεί. Σαν καπιταλιστικό κράτος που είναι η Ελλάδα, ασκεί προς τους γείτονες, και όχι μόνο, ιμπεριαλιστική πολιτική. Αυτή είναι η λανθασμένη επιχειρηματολογία.
Για τους ανωτέρω ισχύει αυτό που είχε εκφράσει ο Ισραηλινός διανοούμενος και συγγραφέας Ισραήλ Σαχάκ και αφορά τη μεθοδολογία που ακολουθεί κάποιος για την έρευνα ενός προβλήματος: «Για κείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους λενινιστές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία ακολουθεί τις αρχές που έθεσαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είναι μόνο η πεποίθηση καθεαυτή, όσο κι αν είναι δογματική, αλλά η ίδια η άρνηση της δυνατότητας να αμφισβητηθεί, που, αποκλείοντας κάθε ανοιχτό διάλογο, δημιουργεί έναν ολοκληρωτικό τρόπο σκέψης». Υπάρχει άραγε στα πλαίσια του ΣΥΡΙΖΑ ένας ολοκληρωτικός τρόπος σκέψης; Τίποτε δεν αποκλείεται. Συμπληρωματικά προς όλα τα ανωτέρω, αξίζει να αναφέρουμε και την τοποθέτηση του Παναγιώτη Κονδύλη: «Είναι πολιτικά νήπιος όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορά σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους».
Γεγονός είναι ότι η όποια αντίθετη άποψη απαξιώνεται το λιγότερο, ή ποινικοποιείται το χειρότερο, ως αστική, αντιδραστική, συντηρητική κ.λπ. Παλιά μου τέχνη κόσκινο!
Ο σκληρός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ, που ελέγχεται από την εθνοαποδομητική σχολή του Μηλιού και των τροτσκιστικών και άλλων σκληροπυρηνικών θεωρητικών ομάδων στο κόμμα αυτό, εκφράζει την άποψη ότι η Ελλάδα είναι στα πλαίσια του καπιταλισμού ιμπεριαλιστική χώρα, έστω κι αν αποτελεί τον αδύναμο κρίκο αυτής της αλυσίδας. Μ’ αυτή την έννοια ο αγώνας είναι καθαρά ταξικός και όχι εθνικοαπελευθερωτικός ή και τα δύο μαζί σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Παρ’ όλο που ο πρόεδρος του κόμματος Αλέξης Τσίπρας μιλά για αποικία χρέους και ορισμένοι για μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο, όπως και ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος, στο πρόσφατο βιβλίο του. Βασικά, δηλαδή, για μια ιδιότυπης μορφής κατοχή της Ελλάδας, επειδή, όπως πάλι λέει ο Μανώλης Γλέζος, «για τα πάντα αποφασίζει η τρόικα, το Δ.Ν.Τ. και η γερμανική κυβέρνηση».