Aπό το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά “Μια υπονομευμένη Άνοιξη: στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης“, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013
Άρδην τ.95
Η πρώτη, ίσως και η σοβαρότερη, αιτία αδυναμίας μετασχηματισμού της βιοτεχνικής και εμπορικής δραστηριότητας σε «βιομηχανική» ήταν η κατάσταση των ενδημικών πολέμων και επαναστάσεων, της ληστείας, της πειρατείας και της ανασφάλειας, που δεν επέτρεπε σταθερές επενδύσεις.
Ο «ληστρικός τρόπος απόσπασης του υπερπροϊόντος» αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Εξ άλλου, κάθε ιμπεριαλισμός στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρπαγή. Ο ισπανικός, ο πορτογαλικός και ο αγγλικός ιμπεριαλισμός, στην Αμερική, θα πραγματοποιήσουν μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες της ιστορίας, τον βίαιο εξανδραποδισμό, καταλήστευση και εξόντωση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοχθόνων. Όσο για τον προκαπιταλιστικό ιμπεριαλισμό ανατολικού τύπου, των νομαδικών φυλών και λαών, ήταν κατ’ εξοχήν ληστρικός. Τα μογγολικά φύλα, στην Κίνα, την Ασία και τη Ρωσία, τα τουρκικά φύλα, από την Ινδία έως τις αραβικές χώρες και το Βυζάντιο, στηρίζονταν κατ’ εξοχήν στην «εξω-οικονομική βία» απέναντι σε κοινωνίες περισσότερο εξελιγμένες τεχνολογικά και πολιτισμικά. Βέβαια, όταν εγκαταστάθηκαν με μονιμότερο τρόπο, άρχισαν να οργανώνουν και μια συστηματικότερη εκμετάλλευση των εγχώριων πληθυσμών, προπαντός διά της φορολογίας, ως της «φυσιολογικής» μετεξέλιξης της ληστείας. Ωστόσο, δεν έπαψαν ποτέ να λειτουργούν, παράλληλα, και οι μηχανισμοί της απροκάλυπτης αρπαγής.
Οι Ισπανοί θα δικαιολογήσουν με θρησκευτικούς λόγους την καταστροφή των «ειδωλολατρών» Ίνκας και Μάγια, ενώ τα αραβικά και τα τουρκικά φύλα την υποταγή των απίστων για τις ανάγκες του «ιερού πολέμου». Αν οι ντόπιοι πληθυσμοί προσχωρήσουν στην ιδεολογία-θρησκεία του κατακτητή, και όταν ανακοπεί η εδαφική επέκταση, τότε, σταδιακώς, οι μέθοδοι εκμετάλλευσης θα προσανατολιστούν προς σταθερότερους, «οικονομικής υφής», μηχανισμούς. Έτσι θα συμβεί στο αραβικό καλιφάτο των Αββασιδών ή την οθωμανική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Παράλληλα, οι πόλεμοι και η πειρατεία υπήρξαν ενδημικά φαινόμενα καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και Φραγκοκρατίας. Στη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου ενετο-τουρκικού
πολέμου, το 1684-1699, ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, που προσέγγιζε το εκατομμύριο, έπεσε στους 80.000 κατοίκους το 1691, για να αυξηθεί πάλι στις 200.000 μόλις το 1701, μετά από συστηματικούς
εποικισμούς των Ενετών. Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος του 1768-1774 και τα Ορλωφικά ερήμωσαν εκ νέου την Πελοπόννησο μόνο στα νησιά, μετανάστευσαν πάνω από 30.000 άτομα. Στην Ήπειρο, την Αλβανία και τη Δυτική Μακεδονία, συνεχίζονταν μέχρι και τον 18ο αι. οι ληστρικές επιδρομές των πρόσφατα εξισλαμισθέντων αλβανικών φύλων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η δευτερογενής παραγωγή, ιδιαίτερα, καθίστατο σχεδόν αδύνατη, δεδομένου ότι απαιτεί σταθερές εγκαταστάσεις, διάρκεια, διευρυνόμενες επενδύσεις, σταθερές επικοινωνίες κ.λπ. Γι’ αυτό θα περιοριστεί συνήθως σε κάποιες ορεινές περιοχές, περισσότερο προφυλαγμένες από τις επιδρομές, όπως τα Ζαγοροχώρια, οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, τα Αμπελάκια, η Ζαγορά, ή σε ορισμένα νησιά που απολάμβαναν αυτονομία και αυτοδιοίκηση.
Η Αθήνα της Τουρκοκρατίας
Η πιο εμβληματική περίπτωση μιας πόλης, που σαν μετέωρο ανέβηκε στο στερέωμα του ελληνισμού, κατά τον 18ο αιώνα, και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς εξ αιτίας των επιδρομών των τουρκο-αλβανικών συμμοριών, υπήρξε η Μοσχόπολη, η «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», σύμφωνα με τον Φάνη Μιχαλόπουλο. Η περίπτωσή της είναι, ίσως, η πλέον χαρακτηριστική για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο βιοτεχνικός-μικροϊδιοκτητικός, υπό ανάδυσιν μανιφακτουρικός τρόπος παραγωγής, απέναντι στον «ληστρικό τρόπο παραγωγής».
Η Μοσχόπολη βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, δυτικά της Κορυτσάς, σε ένα λεκανοπέδιο με υψόμετρο 1200 μέτρα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, ήταν ίσως το μεγαλύτερο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο του ελλαδικού χώρου, με 8.000 σπίτια, πληθυσμό άνω των 40.000 κατοίκων και φημισμένα εργαστήρια ταπητουργίας, υφαντουργίας, χαλκουργίας και χρυσοχοΐας. Και όμως, η πόλη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της, στα 1769, και μεταβλήθηκε σε «πόλη-φάντασμα», εξ αιτίας των αλλεπάλληλων επιδρομών των «τουρκαλβανών».
Παρότι ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα –γύρω στα 1500– είχε ξεπεράσει και τα ίδια τα Γιάννινα, μεταθέτοντας το κέντρο του ηπειρωτικού ελληνισμού βορειότερα, εντάσσοντας τους βλαχόφωνους Έλληνες σε μια ανοδική πορεία οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης. Από εδώ κατάγονται μεγάλοι έμποροι όπως οι Σίνα, ο Καζαντζής κ.ά., εδώ θα δημιουργηθεί η περίφημη σχολή που θα ονομαστεί «Νέα Ακαδήμεια», καθώς και τυπογραφείο, γύρω στα 1730. Και όμως, το 1769, με την ευκαιρία του ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1768, στίφη ατάκτων Τουρκαλβανών θα καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και το σύνολο του πληθυσμού θα μεταναστεύσει. Η οικογένεια Σίνα, π.χ., θα μετεγκατασταθεί στην Αυστρία και αρκετοί από τους επιχειρηματίες της πόλης θα στραφούν σε εμπορο-χρηματικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Δανιήλ Φιλιππίδη, «Πρωτύτερα ἡ πόλι δεν ἦταν τίποτε. Οἱ Βοσκοπολῖται ἔχουν ἐκ παραδόσεως, πὼς ἦταν μόνο δεκὰξ καλύβαις βοσκῶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ ὀνομάστηκε Βοσκόπολι». Η καθυστερημένη δημιουργία και ανάπτυξη της πόλης, μετά την τουρκική κατάκτηση, καθώς και ο πρωτογενώς κτηνοτροφικός χαρακτήρας της την έκαναν εξ αρχής μια πόλη χωρίς τουρκική παρουσία. Οι κάτοικοι, αφού πλούτισαν ως κτηνοτρόφοι, άρχισαν να επεξεργάζονται τα μαλλιά και δημιούργησαν αρχικώς οικοτεχνία και στη συνέχεια βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων τέλος, με καραβάνια, εγκαινίασαν το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, ενώ «αἱ γυναῖκες αὐτῶν περικνημίδων καὶ περιποδίων ἦσαν ἄρισται πλέκτριαι», και οι καπότες, οι τσόχες, οι φανέλες που κατασκεύαζαν ήταν περιζήτητες. Σταδιακώς, εγκαταστάθηκαν στην πόλη Έλληνες, βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι, καθώς και Αλβανοί από όλη τη Μακεδονία και την Ήπειρο, για να διαφύγουν τους εξισλαμισμούς, οι δε κάτοικοι του Μετσόβου και του Σκαμνελίου δημιούργησαν δικούς τους συνοικισμούς (Μετσοβίτ μαχαλεσί και Σκαμνελίτ μαχαλεσί).
Ο Πουκεβίλ αναφέρει πως η πόλη είχε περίπου 12.000 σπίτια και 60.000 πληθυσμό, δηλαδή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από τις 16.000 ή 20.000 των Ιωαννίνων και αναλόγου μεγέθους με τη Θεσσαλονίκη. Ο Αραβαντινός την περιγράφει ως «το μέγιστον των εμπορικών κέντρων απάσης της Ιλλυρικής χερσοννήσου». Αυτόπτης, ο οποίος εξέδωσε γεωγραφία της Ελλάδας, το 1826, μιλάει για 40.000 πληθυσμό. Τον ίδιο αριθμό δίνουν τόσο ο Βάλβι, σε μετάφραση του Κούμα, όσο και οι Λωρέντης και Leake. Ο Κουτσονίκας, στην Ιστορία του, παρουσιάζει σε λίγες σελίδες μια γενική εικόνα της Μοσχόπολης:
Ἁπάντων τούτων τῶν συνοικισμῶν ἐξέχουσα ἦν ἡ περίφημος μεγαλούπολις, Μοσχόπολις, ἥτις περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ 18 αἰῶνος ἤνθει καὶ ὑπῆρχεν εἰς τὸν κολοφῶνα τοῦ πλούτου τῆς Βιομηχανίας καὶ τοῦ ἐμπορίου, ἔχουσα περὶ τὰς 12 χιλιάδας οἰκογενειῶν ἐν γένει χριστιανῶν, πεντήκοντα συντεχνείας, Γυμνάσιον ἐντελέστατον, εἰς ὃ παρεδίδοντο τὰ ὑψηλότερα μαθήματα καὶ διάφοροι γλῶσσαι εἶχον προσέτι Τυπογραφεῖον [ ]. Εἶχε δὲ προσέτι ἐργοστάσια ἐριούχων καὶ τοὺς λαμπρότατους ἱεροὺς Ναούς, οἷοι οὐδαμοῦ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας ὑπάρχουν .
Εἰς τὴν πόλιν ταύτην εἶχε μεταφέρει τὴν καθέδραν του ὁ δι’ Ἰουστιανίου Δόγματος διατελῶν ἀνεξάρτητος ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρηδῶν πρῶτος Ἰουστιανὸς ἔχων ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του δώδεκα Μητροπολίτας καὶ ἐννέα Ἐπισκόπους καὶ τὸ προνόμιον τοῦ ὑπογράφεσθαι διὰ πρασίνης μελάνης.
Η «Ακαδημία» αποτέλεσε το απόγειο και ταυτόχρονα το κύκνειο άσμα των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων της πόλης, οι οποίες είχαν αρχίσει σε συστηματική κλίμακα ήδη από τις αρχές του 18ου αι. Η Μοσχόπολη υπήρξε, για ορισμένους μελετητές, η πρώτη πόλη του ελληνικού κόσμου που φιλοξένησε «ανώτερη σχολή», πριν από τα Γιάννενα ή την Αθωνιάδα. Από το 1748, μάλιστα, όταν ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο μαθητής του Βούλγαρι, Θεόδωρος Καβαλλιώτης, εισήγαγε και νέο πρόγραμμα σπουδών, σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις.
Η πόλη υπαγόταν αρχικώς στη δικαιοδοσία της Βαλιδέ Σουλτάνας, γεγονός που της εξασφάλισε την απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στην πόλη, καθώς και την σχεδόν πλήρη αυτοδιοίκησή της, ακόμα και όταν επιγενέστερα πέρασε στη δικαιοδοσία του σιληχτάρη του Σουλτάνου. Συνεχίζει ο Κουτσονίκας:
Ἡ πόλις ἧτο διηρημένη εἰς ἓξ συνοικίας, συγκειμένης ἐκ δισχιλίων οἰκογενειῶν ἑκάστης ἐφ’ ἑκάστης συνοικίας διωρίζετο κατ’ ἔτος ὑπὸ τῆς κοινότητος εἷς προεστώς οὗτος δὲ εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους ἔδιδε λόγον τῆς διαχειρήσεώς του καὶ ἀντικαθίστατο ὑπ’ ἄλλου. Ἐπὶ τῶν ἓξ τούτων προεστώτων διωρίζετο, ἐπ’ ἀόριστον χρόνον, διὰ Σουλτανικοῦ διατάγματος, προτάσει, ἐννοεῖται, τοῦ πρωτοσπαθαρίου, εἷς Μέγας Ἄρχων, ἢ ὡς ὠνομάζετο τουρκιστὶ Ναζίρης. [ ] Μόνον αἱ ἐγκληματικαὶ ὑποθέσεις ἐδικάζοντο ἐνώπιον τοῦ μισθωτοῦ Ἀγᾶ, ἀρχηγοῦ τῆς στρατιωτικῆς πρὸς φρούρησιν δυνάμεως, ὅστις ὤν ἐπὶ κεφαλῆς τριακοσίων στρατιωτῶν ἐφρούρει τὴν πόλιν σπανίως δὲ ὑποθέσεις τινὲς ἐφέροντο ἐνώπιον τοῦ Ὀθωμανοῦ Καδῆ, ἑδρεύοντος εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας Κόρτζας, εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἐθεωρεῖτο ἡ πόλις ὑπαγομένη, καὶ πρὸς ὅν ἡ πόλις ἐχορήγει κατ’ ἀποκοπὴν ποσότητα τίνα χρημάτων.
Το καθεστώς της αυτοδιοίκησης δημιουργούσε τις εσωτερικές συνθήκες μιας σχεδόν ανεξάρτητης «πόλης-κράτους», που έτεινε να μεταβληθεί στο κέντρο του ορθόδοξου και βλαχόφωνου ελληνισμού στην ανατολική Βόρεια Ήπειρο. Ωστόσο, από αυτή την ημιανεξάρτητη εμποροβιομηχανική πόλη, που βρισκόταν στη φάση μετασχηματισμού της βιοτεχνίας σε «βιομηχανική» παραγωγή, έλειπε «κάτι», η πολιτική αυτονομία και το απαραίτητο παρακολούθημά της, η στρατιωτική ισχύς.
Το 1760, 36 χωριά του Πωγωνίου, πιεζόμενα από τη φορολογία, εξισλαμίσθηκαν μέσα σε μία ημέρα και εφόρμησαν στις γύρω περιοχές για να τις λεηλατήσουν. Την ίδια εποχή, ολόκληρο διαμέρισμα της βόρειας Μακεδονίας εξώμοσε, μαζί με τον επίσκοπο, την ημέρα της Αναστάσεως. Έτσι, η Μοσχόπολη απέμεινε περιστοιχιζόμενη από μια μουσουλμανική θάλασσα. Παρ’ όλα ταύτα όμως, και μόνη η παρουσία της, με τα μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη και με τον πλούτο της, θα μπορούσε, δυνητικά, να δημιουργήσει τον πυρήνα της επανελληνοποίησης της περιοχής και της συγκράτησης των ορθόδοξων πληθυσμών. Γι’ αυτό και η οθωμανική διοίκηση δείχνει μία χαρακτηριστική αδιαφορία στις πολύχρονες επικλήσεις των κατοίκων για προστασία και στοιχειώδη αστυνόμευση.
Έτσι, ένας από τους παράγοντες της αυτονομίας και της ακμής της, η έλλειψη τουρκικής παρουσίας και σημαντικού μουσουλμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, μετεβλήθη εν τέλει σε αρνητικό στοιχείο για την επιβίωση της πόλης, διότι οι τουρκικές αρχές αδιαφορούσαν για την τύχη της, ίσως ακόμα και να εύχονταν την καταστροφή της.
Επιπροσθέτως, οι συγκρούσεις γύρω από τη διοίκηση της πόλης, μεταξύ των «αρχόντων», καθώς και ανάμεσα στις συντεχνίες, όπως και οι διεκδικήσεις των εργατών, που ζητούσαν αύξηση των ημερομισθίων, πήραν ενδημικό χαρακτήρα, ενώ έχει καταγραφεί η δολοφονία προεστών και μεγαλεμπόρων μέσα στο ίδιο το μοναστήρι του Προδρόμου, κατά την εορτή της Διακαινησίμου. Οι διαφορετικές ομάδες και κοινωνικές τάξεις υποχρεώνονταν να καταφεύγουν σε ιδιωτικές ένοπλες δυνάμεις, συνήθως αποτελούμενες από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διείσδυσαν και επισήμως στο εσωτερικό της πόλης. Η ανυπόφορη κατάσταση οδήγησε τους κατοίκους στην απόφαση της οριστικής και πρωτοφανούς μετοικεσίας μιας ολόκληρης πόλης.
Παράλληλα με τη Μοσχόπολη, την ίδια τύχη, της ολοκληρωτικής διάλυσης, είχαν και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, οι κάτοικοι των οποίων μετανάστευσαν, όπως η Νικολίτσα, το Λινοτόπι, η Σιπίσκα, η Νίτσα, το Μπιθικούκι, η Μπόρια, το Γκάμπροβο, η Πολένα, η Γράμμοστα κ.ά. Αναφέρεται από ορισμένους συγγραφείς ο υπερβολικός μάλλον αριθμός των 150.000 εκπατρισθέντων εξ αιτίας των διώξεων των Τουρκαλβανών, ορισμένες μάλιστα προηγούνται της καταστροφής της Μοσχόπολης, όπως συνάγεται και από σχετικό σουλτανικό φιρμάνι του 1767.
Έτσι, η αστική τάξη της Μοσχόπολης δεν θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια εγχώρια βιομηχανική αστική τάξη, εξ αιτίας της έλλειψης ενός κράτους που θα εγγυόταν την ασφάλειά της, αλλά θα εκπατριστεί και θα επιβιώσει ως εμπορική-μεταπρατική ή, θα μετασχηματιστεί σε βιομηχανική, στην… Αυστρία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα εξαλειφθεί ριζικά και τελεσίδικα ένα βιοτεχνικό-βιομηχανικό παραγωγικό κέντρο στην καρδιά της Βορείου Ηπείρου. Εν τέλει, δε, την παραγωγική και ελληνική Μοσχόπολη θα αντικαταστήσει μια μεταπρατική «μητρόπολη», η Θεσσαλονίκη, με την πανσπερμία του πληθυσμού της και την έντονη παρουσία των δυτικών προξενείων και παροικιών.