του Δημήτρη Γιαννάτου, από το Άρδην τ. 94, Αύγουστος-Οκτώβριος 2013
Εργάζομαι στο ΚΕΘΕΑ περίπου δεκαεπτά χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχω εκλεγεί δυο φορές στο Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ, έχοντας τη θέση του αντιπροέδρου. Η πρώτη φορά ήταν το 1998 και η δεύτερη το 2011 (έως σήμερα). Στο μεσοδιάστημα, ήμουν πάντα ενεργός στις δράσεις του συλλόγου, επιλέγοντας όμως συνειδητά να μη θέτω υποψηφιότητα.
Είχα την τύχη, λοιπόν, να μετέχω θεσμικά σε δυο χαρακτηριστικές συγκυρίες του συνδικαλιστικού κινήματος. Την πρώτη, σε στιγμές πλήρους ηγεμονίας του «κοινωνικού κράτους», της εξασφάλισης, της συναίνεσης και των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε συνθήκες θερμοκηπίου. Εκεί συνειδητοποίησα αυτή την οπτική που θέλει το κοινωνικό κράτος να αποτελεί το αποτέλεσμα της διαπάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και να είναι τόσο μια μεγάλη κατάκτηση των εργαζομένων, όσο και μια μορφή κοινωνικού ελέγχου, αλλά και ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό μοντέλο.
Τη δεύτερη, σε στιγμές πρωτόγνωρης κρίσης και αποδόμησης των εργασιακών σχέσεων, όπου, παρά τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, το συναινετικό κλίμα και οι παλιές τακτικές διαπραγμάτευσης επιζούν, μόνο που τώρα εστιάζονται αποκλειστικά στην άμυνα για το ελάχιστο που μπορεί να σωθεί. Δηλαδή, περισσότερο μια ψυχολογικού τύπου εξασφάλιση –με την υπογραφή συλλογικής σύμβασης εργασίας– σ’ ένα καθεστώς αυταρχισμού και κατάρρευσης.
Εξαντλώντας τις κατηγόριες μου ενάντια στο συνδικαλιστικό κίνημα, κάτι που γίνεται κατά κόρον –ίσως και πολύ εύκολα– τα τελευταία χρόνια από πολλούς, θα μείνω στη διαπίστωση πως ο γραφειοκρατικός συνδικαλισμός (σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο) είναι το μόνο ή το πρώτο «κλειστό επάγγελμα» που θα έπρεπε να ανοίξει.
Προβληματιζόμενοι, όμως, για το μέλλον του συνδικαλιστικού κινήματος στην τραγική συγκυρία της κρίσης, θα επιχειρήσω ενδεικτικά μια σύντομη καταγραφή των ενδογενών χαρακτηριστικών του που προϋπήρχαν της κρίσης και τα οποία ευθύνονται εν πολλοίς για την αμηχανία και την ουσιαστική απραξία του, ενώ από την άλλη κάνουν επιτακτική την αλλαγή της προοπτικής και της ποιότητάς του.
1. Η παραχώρηση, από το «συναινετικό κοινωνικό κράτος», σημαντικού μέρους της εξουσίας στη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ιεραρχία, οδήγησε στην ενσωμάτωση του συνδικαλιστικού κινήματος και στον εξαρτημένο εναγκαλισμό του με την κυβερνητική, κομματική και εργοδοτική κυριαρχία.
2. Σε αντιστοιχία με τους πολιτικούς, που οι περισσότεροι δεν έχουν εργαστεί, αλλά πείθουν τις μάζες ότι αυτό γίνεται για το καλό της Ελλάδας, αναδείχτηκε μια γενιά υψηλόβαθμων συνδικαλιστών που έκαναν ακριβώς το ίδιο, εξελισσόμενοι σε εξειδικευμένους επαγγελματίες της «συνδικαλιστικής τέχνης».
3. Τα περισσότερα κομματικά συνδικάτα της Αριστεράς δεν έχουν πια σχέση με τον σοσιαλισμό που επαγγέλλονται, αλλά υιοθετούν λογικές, συμπεριφορές και νοοτροπία που δεν σχετίζονται με την κοινωνική δικαιοσύνη και τις ανάγκες του εργατικού κινήματος. Αυταρχισμός, εξαφάνιση αντίθετης φωνής, αναξιοκρατία, έλλειψη αυτοκριτικής και οράματος, συντεχνιακή και πελατειακή λογική, εκφυλισμένος και προπαγανδιστικός συνδικαλιστικός λόγος. Αναπαραγωγή, δηλαδή, των ιδεολογικών μηχανισμών του πολιτικού και κομματικού κατεστημένου.
4. Οι δράσεις και η τακτική των συνδικάτων ακολούθησε τη μορφή των «ομάδων συμφερόντων» και των «ομάδων πίεσης» μεταξύ κοινωνικών εταίρων (Lobbying / Partnership strategies). Η εξέλιξη αυτή, οδήγησε σε έναν αυστηρό συνδικαλιστικό οικονομισμό, που δεν ευνόησε τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων για μείωση των εισοδηματικών και οικονομικών ανισοτήτων, αλλά αντίθετα διεύρυνε τον παρασιτισμό και τις ανισότητες της ελληνικής κοινωνίας. Παράλληλα, η δυναμική εξαντλήθηκε στην κήρυξη «κανονισμένων» απεργιών( μεταξύ 1980 – 2003, το 48% των απεργιών στην Ευρώπη, πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα) και όχι στην αναζήτηση νέων μορφών αγώνα που πλήττουν το παρασιτικό κλίμα και οδηγούν στην ευρύτερη κοινωνική χειραφέτηση των εργαζομένων, ως παραγωγών και πολιτών.
Όσον αφορά, τώρα, δομικές ιδιαιτερότητες:
1. Η παγκοσμιοποίηση και η αποδόμηση του έθνους-κράτους, που διαμορφώνουν οι νεοαποικιακές κυριαρχικές ελίτ μέσω υπερεθνικών οργανισμών, οδήγησε σε λήψη αποφάσεων εκτός του στενού πολιτικού πεδίου των κρατών. Αντίθετα, το πλαίσιο και οι αγώνες των συνδικάτων αφορούν στο εσωτερικό της χώρας και αδυνατούν να αντισταθούν και να επηρεάσουν τα κέντρα των αποφάσεων για την οικονομία και την πολιτική.
2. Ο παρασιτισμός και η αποβιομηχάνιση της χώρας οδήγησαν στη συρρίκνωση του συνδικαλισμού στο ιδιωτικό τομέα (και ιδιαίτερα σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, οι οποίοι εμφανίζουν υψηλά ποσοστά συμμετοχής και συνδικαλιστικής πυκνότητας. Έτσι, διαμορφώθηκε ο συνδικαλισμός δύο ταχυτήτων: ισχυρός στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, αναιμικός στον ιδιωτικό τομέα.
3. Η ίδια η λειτουργία της συλλογικής διαπραγμάτευσης και αντιπροσώπευσης (μεσολάβηση-διαιτησία, Εθνική Συλλογική Σύμβαση, κ.α) είχε το αντιφατικό χαρακτηριστικό ότι, η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών γενικεύονταν στο σύνολο των εργαζομένων, είτε συμμετείχαν πολύ, είτε λίγο, είτε καθόλου, στα εργατικά συνδικάτα και τους αγώνες. Αντικειμενικά, αυτό οδήγησε σε μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επιπλέον, οι κεντρικές ηγεσίες απομακρύνθηκαν από τη βάση και αγνοούσαν τις πραγματικές συνθήκες εργασίας σε κάθε επαγγελματικό κλάδο, συντηρώντας προνόμια και υφιστάμενους κατακερματισμούς. (Υπεραπασχόληση στους άνδρες – υποαπασχόληση στις γυναίκες, διαφορετικά ωράρια και υπερωρίες σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, διαφορετική αποζημίωση εργατών και υπαλλήλων, ειδικές παροχές στις ΔΕΚΟ, περιορισμένα επιδόματα στο ιδιωτικό τομέα, κ.α.)
4. Στη μεταπολίτευση, οι εργατικοί αγώνες ήταν περισσότερο κοινωνικοί και χρωματίστηκαν και με την ανάγκη για εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, την εξάλειψη αυταρχικών νομοθετημάτων ή πρακτικών του μετεμφυλιακού κράτους, τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την απαίτηση για σεβασμό του εργαζόμενου, την ανάπτυξη της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ εξέφρασε εκ των άνω και με συστημικό τρόπο αυτό τον εκδημοκρατισμό. Αποτέλεσε την επιλογή του συστήματος για να απονευρώσει και ενσωματώσει αυτό το μαζικό, δυναμικό και ριζοσπαστικό κίνημα, που έθετε θέματα πολιτικών αλλαγών, απειλώντας το οικονομικό και κοινωνικό κατεστημένο. Έκτοτε, το συνδικαλιστικό κίνημα σπάνια αφουγκράζεται την ευρύτερη κοινωνία και δεν αναφέρεται σε ένα διαφορετικό μοντέλο εργασίας, θεσμών, ζωής.
5. Την τελευταία δεκαετία, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τα προγράμματα μαθητείας, το μπλοκάκι, τις θεσμικές δυσκολίες σύστασης σωματείου σε μικρές επιχειρήσεις, την επισφάλεια, τον εργοδοτικό εκβιασμό, κ.α. οδήγησαν στην περαιτέρω συρρίκνωση της συλλογικής εκπροσώπησης των εργαζομένων.
6. Δημογραφική γήρανση των συνδικάτων. Τα συνδικάτα γερνούν. Από τη μία, όλες οι παραπάνω παθογένειες και η έλλειψη εμπιστοσύνης αποθάρρυναν τους νέους εργαζόμενους να προσεγγίσουν τα σωματεία και, από την άλλη, ο κατεστημένος συνδικαλισμός ήταν ανεπαρκής να προσεγγίσει τα νέα προβλήματα και ενδιαφερόταν να διατηρήσει τα κεκτημένα και τις διαφοροποιήσεις άλλων κατηγοριών εργαζομένων (ηλικιακά, ευγενών ασφαλιστικών ταμείων, κ.α).
7. Η μεγάλη εισροή μεταναστών, νόμιμων ή παράνομων, άλλαξε άρδην τις δομές της εργασίας στην Ελλάδα. Από την μια δημιούργησε μια δουλοκτητική μορφή παραγωγής, από την άλλη συνέβαλε στον αποσυνδικαλισμό. Σε μεγάλες βιοτεχνίες ή σε εργοστάσια, δημόσια έργα, κ.α, εργάζονται μετανάστες, οι οποίοι, ακόμα και αν είναι νόμιμα εργαζόμενοι, χειραγωγούνται εύκολα, πέφτουν θύματα βίας και εκβιασμών, δεν συνδικαλίζονται και λειτουργούν με απεργοσπαστικό τρόπο στις συλλογικές διεκδικήσεις. Αποτελούν, όμως, εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα και, τουλάχιστον, όσοι μπορούν να μείνουν, χρειάζεται να συνδεθούν με τον τόπο, με το ελληνικό εργατικό κίνημα, την ιστορία και τις παραδόσεις του, καθώς και την εθνική αυτόκεντρη παραγωγική προσπάθεια που χρειάζεται.
8. Τέλος, η ίδια η αλλαγή μορφών εργασίας, μέσω της νέας τεχνολογίας (τηλεεργασία μέσω υπολογιστή, κ.α) οδηγεί στην αποκέντρωση, την εξατομίκευση/αυτοαπασχόληση και σε μια αποκοινωνικοποίηση της παραγωγής, η οποία απομακρύνει τον εργαζόμενο από τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, καθώς ο ίδιος ορίζει τις συνθήκες εργασίας, το ωράριο, τα αιτήματά του, κ.λπ.
Η συνάντηση των κρίσεων
Όσα ειπώθηκαν, αποτελούν στοιχεία της προϊούσας κρίσης του συνδικαλισμού, που είναι κρίση:
α. Ιδεολογική. Αφορά σε αρχές και αξίες.
β. Ηθικής και δημοκρατικής νομιμοποίησης στα μάτια του κόσμου.
γ. Αξιοπιστίας
δ. Αντιπροσώπευσης
ε. Εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας (γραφειοκρατία, αυταρχισμός, κομματοκρατία, κ.α)
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η οικονομική κρίση και το μνημόνιο ουσιαστικά βρήκαν έτοιμο και συνάντησαν το κατάλληλο συνδικαλιστικό κίνημα που χρειάζονταν για να περνάνε ως οδοστρωτήρες τα ολέθρια για τους εργαζόμενους και τη χώρα μέτρα. Φρόντισαν γι’ αυτό οι συνδικαλιστικοί συνδαιτυμόνες τους τα προηγούμενα χρόνια.
Γιατί όμως προσπαθούμε ακόμα για ένα συνδικαλιστικό κίνημα, με όλα τα παραπάνω θλιβερά που ειπώθηκαν, και δεν το ενταφιάζουμε κλείνοντας το καπάκι; Προσωπικά, επειδή πιστεύω στην ιστορική συνέχεια του συνδικαλισμού. Η οποία δεν είναι ο εκφυλισμός που ζούμε, αλλά έχει μέσα της αγώνες, θυσίες, αίμα, νίκες, ήττες και βιώματα.
Επειδή το συνδικαλιστικό κίνημα αποτέλεσε την αυτόνομη και ζωντανή ανάγκη έκφρασης των εργαζομένων και ένα στοιχείο πολύπλευρης ανάπτυξης της ζωής τους.
Επειδή η μεμονωμένη δράση και ο ατομικισμός οδηγούν σε παθητικότητα, εθνική, εργασιακή και κοινωνική υποταγή, και αυτό θέλει η κάθε εξουσία, ντόπια και ξένη.
Επειδή μια σειρά μελετών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι νέοι εργαζόμενοι και οι γυναίκες θεωρούν αναγκαία τη συνδικαλιστική εκπροσώπησή τους (έρευνα 1984 – 2003: θετική εκτίμηση ρόλου των συνδικάτων: Ελλάδα 89%, Πορτογαλία 85%, Γαλλία 80%, Ισπανία 79%, Ιταλία 77%).
Επειδή η ζήτηση για συνδικαλιστική κάλυψη και συμμετοχή είναι υψηλότερη στην Ελλάδα, συγκριτικά με την υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Διαφωνούν με τις οργανώσεις και τις ηγεσίες, αλλά χρειάζονται τον θεσμό.
Επειδή ο αποσυνδικαλισμός θα χαρίσει τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων -όπως και τόσα άλλα- στις «θαυματουργές» ανθρωποφαγικές αγορές.
Η προοπτική και το μέλλον
Στον τίτλο αναφέρθηκα, όχι τυχαία, στο συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Η πρώτη θεμελιακή αλλαγή είναι το συνδικαλιστικό κίνημα να γίνει ελληνικό, συνδικαλιστικό και κίνημα:
Ελληνικό: επειδή δεν έχει ήθος = τόπος (κατά την ομηρική ετυμολογία της λέξης) δεν έχει τόπο και παραμένει ουτοπικό με την έννοια του μη-τόπου. Είναι ανάγκη να επανασυνδεθεί με τον τόπο και το εργατικό κίνημα. Με την παράδοσή του και τις ιδιαιτερότητές του, επαναξιολογώντας την ταυτότητά του. Ας μην ξεχνάμε πως το πρώτο συνδικάτο δημιουργήθηκε από εργάτες ξύλου των ναυπηγείων της Σύρου (1879). Σε ένα περιφερειακό, αστικό-ναυτικό κέντρο.
Είναι ανάγκη το σ.κ να συνειδητοποιήσει την ιδιαίτερη εθνική και ταξική επίθεση του νεοαποικισμού και του κεφαλαίου στη χώρα μας και να μην αναλύει την κρίση μονοσήμαντα και δυτικότροπα. Να συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στο ζωντάνεμα των χωριών και της περιφέρειας.
Να ανακαλύψει νέους τρόπους συμβολής του σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής και τρόπου ζωής, κοντά στο ελληνικό ανθρωπολογικό μέτρο και ύφος. Μόνο τότε μπορεί να δει συνθετικά την αλληλεπίδρασή του με το διεθνές εργατικό κίνημα και τα εκεί παραδείγματα.
Συνδικαλιστικό: επειδή είναι ατομοκεντρικό, συντεχνιακό και κατακερματισμένο. Να συνδεθεί με την ετυμολογία της λέξης, που προέρχεται από την αρχαία λέξη σύνδικος, που σήμαινε τον συνήγορο του δημοσίου συμφέροντος. Ξεκινώντας από τα συμφέροντα των εργαζομένων, να αγκαλιάζει την ευρύτερη κοινωνία, αλλάζοντας σε ένα κοινοτικό και κοινωνικό κίνημα υπέρ του δημοσίου χώρου και των κοινών.
Κίνημα: Να μπει δηλαδή σε κίνηση, γιατί είναι ακίνητο. Δυναμικό και εξελισσόμενο. Με λόγο φρέσκο και όχι ξύλινο, όπως συναντάμε από την ΓΣΕΕ έως πολλά πρωτοβάθμια σωματεία. Να διεισδύσει στον κοινωνικό ιστό, να έρθει κοντά στο λαό και στη βάση των εργαζομένων (στη γειτονιά, στο σχολείο, κ.λπ.). Να μετεξελιχθεί σ’ένα «κοινωνικοποιημένο» συνδικαλιστικό κίνημα, με παράλληλη πρόσβαση στην επιστήμη και τη νέα τεχνολογία.
Η παραπάνω φιλοσοφία παρέμβασης ίσως να μπορέσει να επηρεάσει θετικά τις παρακάτω εξελίξεις, που μπήκαν σε κίνηση από την έναρξη της πολύπλευρης κρίσης που φανέρωσε το μνημόνιο.
1. Το κίνημα των πλατειών και η ριζοσπαστικοποίηση των πολιτών έφερε και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες προ των ευθυνών τους. Ο παλλαϊκός χαρακτήρας τους απαξίωσε τον τρόπο εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης της κάθε είδους γραφειοκρατίας. Επανέφερε δομές οριζόντιες και συμμετοχικές, άμεσα χωρίς εμφανείς ιεραρχίες και πολιτικούς μεσάζοντες. Στο κίνημα των «αγανακτισμένων» βρήκαν χώρο νέες συνθέσεις και αφηγήσεις. Δημιουργήθηκαν νέοι τόποι ελευθερίας και παρέμβασης. Λαϊκές συνελεύσεις, κινήματα γειτονιάς και πολιτών, συλλογικές δράσεις ενάντια στη φτώχεια και την εξαθλίωση, κ.α. Αναδείχθηκε τόσο το εθνικό-γεωπολιτικό, όσο και το ταξικό πρόσωπο της κρίσης. Στις πλατείες συναντήθηκαν, για πρώτη φορά, σε τόση έκταση, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι, νέοι με ηλικιωμένους, εργαζόμενοι στο ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, μέλη διαφορετικών κομμάτων, ακτιβιστικές ομάδες, κ.λπ. Η παρακαταθήκη που άφησε το κίνημα είναι μεγάλη και δεσμεύει όλους σε αλλαγή.
2. Τα συντονιστικά πρωτοβάθμιων σωματείων ή όμορων επαγγελματικών κλάδων, παρακάμπτοντας, συχνά, τη επίσημη ιεραρχία της ΓΣΣΕ, βοήθησαν την άμεση σύνδεση των εργαζομένων και την οργάνωση δράσεων.
3. Τα σωματεία βάσης προώθησαν ακόμα πιο πολύ την άμεση συμμετοχή και αμφισβήτησαν στην πράξη τη σχέση ανάθεσης εργαζόμενου–συνδικαλιστή. Η εσωτερική λειτουργία και οι πρακτικές τους μπορούν να συμβάλουν στην αναδιαμόρφωση του πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού.
4. Οι Εργατικές Λέσχες, αυτόνομες ενώσεις εργαζομένων, ανέργων, πολιτών, που είναι πιο κοντά στα κινήματα και στη γειτονιά, παρενέβησαν συχνά σε νομικά ή θεσμικά εργατικά προβλήματα, κυρίως σε μικρές επιχειρήσεις, όπου ο εργαζόμενος είναι απροστάτευτος, λόγω απουσίας συλλογικής δράσης.
5. Οι προσπάθειες εργατικής – παραγωγικής αυτοδιαχείρισης χρειάζεται να τονωθούν και να στηριχτούν από ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα. Ακόμα, πιο πέρα, ίσως οι συνδικαλιστικοί φορείς θα πρέπει, στη θέση των παλιών καταναλωτικών συνεταιρισμών, να δουν τη δημιουργία παραγωγικών συνεταιρισμών ή επιχειρήσεων, κτυπώντας τόσο τον παρασιτισμό του ελληνικού οικονομικού μοντέλου, όσο και την ίδια την παραδοσιακή μορφή του συνδικαλισμού. Παράλληλα, θα αποκρούσουν την πιθανή απάντηση του συστήματος, την προσπάθεια να ενσωματώσει την αντίσταση του λαού, να μετατρέψει τη ΓΣΕΕ/ ΑΔΕΔΥ, κ.λπ., σε μηχανισμούς παροχής υπηρεσιών (κατάρτιση, ψυχολογική στήριξη αστέγων, επιταγών μαθητείας, κοινωφελούς εργασίας, κ.α) σε απόλυτη σύμπλευση με την ελαστική εργασία και ανεργία.
Νέοι τόποι δράσης
Ουσιαστική επιστροφή στη βάση, στους εργαζομένους και στις ιδιαιτερότητες των συνθηκών εργασίας τους.
Αναγκαιότητα οργάνωσης ανέργων: Κατάλογος ανέργων (δεξιότητες, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, δημογραφικά στοιχεία, κ.α), επιτροπές ανέργων, συνδικάτο ανέργων.
Ανάληψη παραγωγικών εγχειρημάτων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο μέσω κοινωνικών επιχειρήσεων και συνεταιριστικών ενώσεων.
Μεθοδικός αγώνας για ουσιαστική ενημέρωση και οργάνωση των εργαζομένων και εμπλοκή σε δράσεις κοινωνικής οικονομίας και αλληλεγγύης (συνδικαλισμός γειτονιάς, δράσεις για την διατροφική αυτάρκεια και συλλογική επιβίωση, εκπαίδευση, ιατροφαρμακευτική βοήθεια, κ.α
Αγώνας για να σταματήσει το κλείσιμο ή μεταφορά επιχειρήσεων σε άλλες χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους –αντιπροτάσεις και στήριξη εργατικής αυτοδιαχείρισης.
Θέσεις και προτάσεις με μέτρο το λαϊκό συμφέρον, όχι μόνο για τη διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, αλλά και το περιεχόμενο και τη δομή των υπηρεσιών, ιδιαίτερα σε ευαίσθητους τομείς όπως η εκπαίδευση και η υγεία. (Εναλλαγή σε θέσεις εργασίας, ίσες ευκαιρίες, αξιοκρατία θεσμικού πλαισίου, αναδιάρθρωση υπηρεσιών και επεξεργασμένες απόψεις για τα περιεχόμενο και το μοντέλο εκπαίδευσης – υγείας, κ.α)
Συστηματική ανανέωση, συνέχεια, συνέπεια, με προοπτική τη μεγαλύτερη άμεση συμμετοχική δημοκρατία (ορισμός χρόνου θητείας κατά περίπτωση οργάνου, διασφάλιση των εκλογικών διαδικασιών και ανάδειξης οργάνων ή λήψης αποφάσεων για να μην αλλοιώνεται η βούληση των εργαζομένων, κ.α.).
Εκπαίδευση και κατάρτιση σε συνδικαλιστικά και επιχειρηματικά θεματικά πεδία.
Θεσμικές αλλαγές λειτουργίας, ώστε το σ.κ. να συναντήσει τους εργαζόμενους στους νέους χώρους εργασίας που διαμορφώνονται στη μνημονιακή Ελλάδα: εταιρείες φύλαξης, καθαρισμού, τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία, εταιρείες νέας τεχνολογίας, ιδιωτικές κλινικές, κ.α.
Κτύπημα της ατομικής διαπραγμάτευσης, ως πεδίου που ελέγχουν απόλυτα οι εργοδότες και το κράτος.
Αγώνας για την κατάργηση των ενώσεων προσώπων και τη νομική αναγνώριση σωματειακών επιτροπών των κλαδικών σωματείων σε επιχειρήσεις κάτω των είκοσι ατόμων και στις επιχειρήσεις όπου δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο.
Συντονισμένη μελέτη και διάλογος, για την πιθανόν αναγκαία πια ενοποίηση των ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ, ιδίως σήμερα που οι μισθοί και συνθήκες εργασίας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα συγκλίνουν, ως αποτέλεσμα του μνημονίου.
Έλεγχος αυθαιρεσίας των εργοδοτών, μέσω του ελέγχου των συλλογικών συμβάσεων, νομική αντιπροσώπευση και βοήθεια, κ.α
Αξιοποίηση νέας τεχνολογίας της πληροφόρησης, κοινωνικά μέσα δικτύωσης (διαδικτυακές επεξεργασίες θεμάτων και διεκδικήσεων, τηλεδιασκέψεις, δράσεις ανάδειξης θεμάτων και πολιτικής πίεσης, κ.α)
Διαρκής αγώνας με ανανεωμένες δράσεις ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα που δεν θέλει ή είναι ανίκανο να ικανοποιήσει τις ανάγκες των εργαζομένων.
* Ομιλία στην 9η Πανελλαδική Συνάντηση Κίνησης Πολιτών Άρδην στον Βελβενδό Δ . Μακεδονίας – 27-31 Αυγούστου. Ο Δημ. Ναπ. Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος και Αντιπρόεδρος του Συλλόγου εργαζομένων ΚΕΘΕΑ.