του Σπύρου Κουτρούλη από την Ρήξη φ. 157
Ο Μ. Πάτσης συμπεραίνει τελικά ότι ο «σκοπός της κομμουνιστικής αριστεράς της εποχής ήταν να εξοντώσει πνευματικά και ηθικά τον συγγραφέα και σε ένα μεγάλο βαθμό το κατόρθωσε» (σελ. 237), αλλά και συνολικότερα, «ένα χαρακτηριστικό των χωρών που αναπαράγουν τον ολοκληρωτισμό τα παλαιότερα χρόνια, αλλά και σήμερα παρέμεινε η πνευματική και ψυχική εξόντωση του ελεύθερου ανθρώπου και ατόμου» (σελ. 237).
Μετά από αρκετές δεκαετίες μπορούμε με βεβαιότητα να συμπεράνουμε ότι η κριτική του Τρότσκι ήταν εξαιρετικά προσεκτική και δεν έφτανε στην ουσία των καθεστώτων αυτών, αφού μιλούσε για «εκφυλισμένα εργατικά κράτη» και όχι για την κυριαρχία της νέας τάξης της γραφειοκρατίας, ούτε για κρατικό καπιταλισμό. Το γεγονός της αποτυχίας του τροτσκισμού μπορεί εύκολα να ερμηνευθεί, αφού ο Τρότσκι υπήρξε επιφανές στέλεχος της γραφειοκρατίας. Ως υπουργός Άμυνας είχε καταστείλει την εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης, είχε πρωτοστατήσει στην κυριαρχία του τρόμου και στον διωγμό κάθε διαφωνούντα είτε βρισκόταν εντός είτε βρισκόταν εκτός του κόμματος, ενώ πολλές από τις πολιτικές που στη συνέχεια εφάρμοσε ο Στάλιν, όπως ο διωγμός των αγροτών και η βίαιη κολλεκτιβοποίηση, ήταν αυτός που πρώτος τις εμπνεύστηκε.
Ο Μ. Πάτσης θα αναφερθεί και σε άλλα σημαντικά θέματα, όπως την πρωτοπόρα οξύτατη κριτική του Γκόρκι στον Λένιν και στον Τρότσκι, τους οποίους συνέκρινε με τον Νετσάγιεφ. Γράφει ο Μ. Γκόρκι: «Εξαναγκάζοντας το προλεταριάτο να συμφωνήσει με την καταστροφή της ελευθερίας του Τύπου, ο Λένιν και τα τσιράκια του νομοθέτησαν κάτι τέτοιο για τους εχθρούς της δημοκρατίας φιμώνοντάς την, απειλώντας με την πείνα και με τα πογκρόμ όλους όσους δεν συμφωνούν με τον δεσποτισμό τον δικό του και του Τρότσκι. Αυτοί οι «ηγέτες» δικαιολογούν τον δεσποτισμό, εναντίον όσων μαρτυρικά αγωνίστηκαν σε τόσες γενιές ανθρώπων…Θεωρώντας τον ίδιο τους τον εαυτό Ναπολέοντες του σοσιαλισμού, οι λενινιστές εξαφανίζουν και σφάζουν, ολοκληρώνοντας την καταστροφή της Ρωσίας: ο ρώσικος λαός θα πληρώσει για όλα αυτά ποτάμια αίμα» (σελ. 315-316). Η κριτική του Γκόρκι θα εμπνεύσει και άλλους συγγραφείς, όπως τον Ν.Μπερδιάγεφ, αλλά ο ίδιος θα συμπλεύσει εν συνεχεία με το σοβιετικό καθεστώς.
Επίσης ο Μ. Πάτσης αναφέρεται σε έναν άλλο Έλληνα ποιητή της ΕΣΣΔ, τον Γιώργη Κωστοπράβ, από τη Μαριούπολη, που έγραψε ποιήματα που υμνούσαν τον Κόκκινο Στρατό, αλλά οι σταλινικοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν (σελ. 411), μαζί με πολλές χιλιάδες Έλληνες Πόντιους.
Ο Μ. Πάτσης συμπεραίνει ότι ο Ν. Καζαντζάκης και ο Π. Ιστράτι προάγουν το ανθρωπολογικό πρότυπο που δεν είναι ούτε αριστερό, ούτε δεξιό, ούτε αναρχικό, ούτε φιλελεύθερο: «Είναι ένα σύγχρονο ανθρωπολογικό πρότυπο, το οποίο στον ελληνικό χώρο θα μπορούσε να αναχθεί στο κοινοτικό πλαίσιο αναφοράς των ελληνικών κοινοτήτων της λαϊκής παράδοσης, αλλά που δεν έχει βρει την επιβίωσή του στη σύγχρονη εποχή». Αυτό το πρότυπο στη Δύση ίσως μοιάζει με τη διανοητική αναζήτηση και τον θεωρητικό λόγο. Όπου στην Ελλάδα υπήρχαν οι κοινότητες επί τουρκοκρατίας, στη Δύση υπήρχε η προσπάθεια θεωρητικής τεκμηρίωσης της κοινωνικής συμμετοχής, όπου στην Ανατολή υπήρχε ο κοινοτισμός του ελληνικού χωριού και των ελληνικών πόλεων με την εισδοχή των προσφύγων στη Δύση υπήρχε ο θεωρητικός λόγος των αναζητητών φιλοσόφων (σελ. 399).
Υπό αυτή την έννοια αισθανόμαστε μια μεγάλη διανοητική συγγένεια με τους δύο αυτούς στοχαστές.
Πολύ ενδιαφέρον είναι το κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στην αναζήτηση της ελληνικότητας από τον Ιστράτι μέσα στο έργο του. Γράφει ο Μ. Πάτσης: «Η Ελλάδα αποτελεί για τον ίδιον μια ξεχωριστή έκταση κατανόησης του εαυτού. Αυτό επιτυγχάνεται με τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει ο συγγραφέας. Η μνήμη είναι γλωσσική και λογοτεχνική. Είναι επίσης μνήμη ζωής» (σελ. 295). Έτσι, στο έργο του Κυρά Κυραλίνα, «η Κυρά με τη μητέρα της χορεύουν ελληνικούς χορούς και τραγουδούν ελληνικά τραγούδια, γνωρίζουν την ελληνική και αρκετοί φίλοι είναι Έλληνες. Οι ήρωες γνωρίζουν αρχαία ιστορία και διαλογίζονται για τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Παρμενίωνα. Οι ελληνικοί χαρακτήρες των έργων του ιδίως στην αρχή της σταδιοδρομίας του είναι εμβληματικοί: Ανδριανός Ζωγράφι, Μπάρμπα Γιάννης, Κυρ-Λεωνίδας, Μπάρμπα Ζανέτος, Καπετάν Μαυρομάτης, Ανθούλα, Κωνσταντίνος, κ.λπ.) (σελ. 297).
Το έργο του ο Μ. Πάτσης το συμπληρώνει με εκτενή αναφορά σε ελάσσονες συγγραφείς του Μεσοπολέμου, που όμως η γραφή τους έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, όπως ο Νίκος Βέλμος, ο Πέτρος Πικρός, ο Νίκος Νικολαΐδης, ο Νίκος Κατηφόρης, ο Γιώργης Ζάκρος, ο Τεύκρος Ανθίας, ο Δημοσθένης Βουτυράς.
Το τελευταίο κεφάλαιο αποτελεί την αναλυτική παρουσίαση και κριτική αποτίμηση των έργων του Π. Ιστράτι. Στον Θείο Αγγελή εντοπίζει επιρροές του Νίτσε. Στο παράρτημα περιέχονται οι επιστολές που αντάλλαξαν ο Ιστράτι με τον Καζαντζάκη.
Στον πρόλογο του βιβλίου ο Μιχάλης Πάτσης μάς δίνει την απάντηση του γιατί κατέβαλε χρόνο, κόπο, προσπάθεια για τη συγγραφή του: Το χρέος που αισθάνθηκε απέναντι στον Π. Ιστράτι (σελ. 15), το χρέος που είναι η αιτία δημιουργίας, ηθική προσταγή και έλλογο πάθος συγχρόνως.