Ιστορική αναδρομή στην πορεία του ελληνικού έθνους προς την εθνική ολοκλήρωση
του Τάσου Χατζηαναστασίου από το Άρδην τ. 94, Αύγουστος Οκτώβριος 2013
ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ’ αὐτὰ (…) ταῦτα δηλώσας πρῶτον (…), νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.
[Πρώτα θα αναφέρω με ποιο φρόνημα φτάσαμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα επειδή πιστεύω ότι ταιριάζει στη σημερινή συγκυρία να ειπωθούν αυτά και πως όλοι οι συγκεντρωμένοι εδώ, ντόπιοι και ξένοι ακούγοντάς τα θα ωφεληθούν]
Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος, 2,36,4
Ο πόθος της απελευθέρωσης των υπόδουλων ελληνικών εδαφών
Η ανάκτηση των ελληνικών περιοχών που αποδόθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) αποτελεί το ευτυχές αποτέλεσμα μιας πολύχρονης πανεθνικής προσπάθειας, που την κρίσιμη στιγμή πέτυχε να συνδυάσει την αποτελεσματική πολεμική δράση με τους κατάλληλους πολιτικούς και διπλωματικούς χειρισμούς. Η αναγεννητική προσπάθεια του ελληνισμού είχε ξεκινήσει τον 18ο αιώνα ως κίνημα φωτισμού του Γένους μέσω της Παιδείας ενώ, παράλληλα με τα τοπικά αντιστασιακά κινήματα, εμφανίζονταν πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν σ’ ένα γενικό ξεσηκωμό για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Οι διεργασίες αυτές οδήγησαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία, το 1830, ενός περιορισμένου σε έκταση ελεύθερου ελληνικού κράτους που περιελάμβανε την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και τη Στερεά Ελλάδα. Με δεδομένο όμως ότι το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνισμού παρέμενε ακόμη κάτω από τον τουρκικό ζυγό, ήταν φυσικό η απελευθερωτική προσπάθεια να συνεχιστεί. Ο πόθος της ένωσης με την Ελλάδα δονούσε τις ψυχές όλων των Ελλήνων, τόσο των υπόδουλων, από την Κύπρο ως τη Μακεδονία και από τα Ιόνια νησιά ως το ανατολικό Αιγαίο, όσο και των πολιτών του ελληνικού βασιλείου. Η πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της απελευθέρωσης και ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος των περιοχών όπου κατοικούσαν από αιώνες συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, αποτέλεσε για δεκαετίες την προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε ένα πανεθνικό αίτημα.
Το ελληνικό κράτος 1830-1897
Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, με την κρίσιμη παρέμβασή τους στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και στις διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, είχαν επιβάλει το καθεστώς της «Προστασίας», με βάση το οποίο η Ελλάδα αντιμετωπιζόταν ως χώρα υπό κηδεμονία. Επιπλέον, ο θεσμός της βασιλείας, ξένος προς την ελληνική κοινοτική-δημοκρατική παράδοση, λειτουργούσε ως μηχανισμός ελέγχου της χώρας από τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης. Κύριος όμως μοχλός πίεσης προς τις ελληνικές κυβερνήσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και αργότερα της Γερμανίας, ήταν τα δάνεια που είχε συνάψει η Ελλάδα με πολύ δυσμενείς όρους και που, ως κατεστραμμένη οικονομικά χώρα, αδυνατούσε να αποπληρώσει. Παρά το καθεστώς της εξάρτησης, το ελληνικό κράτος επιχείρησε να ελιχθεί εκμεταλλευόμενο προς όφελός του τις αντιθέσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ σε κάθε ευκαιρία είτε ενίσχυε, με τα πενιχρά μέσα που διέθετε, είτε υποκινούσε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Κρήτη, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Στην ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να επικρατεί η μικρή οικογενειακή αγροτική ιδιοκτησία, ενώ οι προσπάθειες για εκβιομηχάνιση σκόνταφταν πρώτα πρώτα στην έλλειψη κεφαλαίων. Ένας άλλος ανασταλτικός παράγοντας ήταν η έλλειψη φτηνών εργατικών χεριών. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις χώρες που ανέπτυξαν βιομηχανία, δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης εξαθλιωμένων αγροτών προς τις πόλεις, τουλάχιστον μέχρι το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Προς το τέλος του 19ου αι. τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, που δεν μπορούσαν να επιβιώσουν φτωχικά έστω στην ύπαιθρο, άρχισαν να παίρνουν το δρόμο της υπερπόντιας μετανάστευσης. Το αγροτικό ζήτημα οξύνθηκε μετά το 1881 που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα η Ήπειρος και η Θεσσαλία, όπου υπήρχαν μεγάλα τσιφλίκια. Το πρόβλημα επιλύθηκε τελικά με την αναδιανομή της γης, που διεύρυνε ακόμη περισσότερο τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία. Στην πολιτική ζωή, κυριαρχούσε το γνωστό μέχρι και τις μέρες μας πελατειακό σύστημα, δηλαδή η ύπαρξη δικτύων υποστήριξης στο κέντρο των οποίων βρισκόταν ο τοπικός κομματάρχης – βουλευτής, που υποσχόταν διαφόρων ειδών εξυπηρετήσεις στους κατοίκους της περιφέρειάς του με αντάλλαγμα την ψήφο τους. Στις προεκλογικές μάλιστα περιόδους, η χρησιμοποίηση ομάδων οπλοφόρων τραμπούκων προκειμένου να εκβιαστούν οι ψηφοφόροι να υποστηρίξουν το «σωστό» υποψήφιο, ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Από την άλλη μεριά, ο βασιλιάς, με τις εκτεταμένες εξουσίες που διέθετε και τις παρεμβάσεις του, ακύρωνε στην πράξη την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλίου. Μόλις το 1875, ο Χαρίλαος Τρικούπης πέτυχε να περιορίσει την αυθαιρεσία της βασιλικής εξουσίας εισάγοντας για πρώτη φορά την αρχή της «δεδηλωμένης» που ισχύει και σήμερα, δηλαδή τον ορισμό κυβέρνησης μόνο εφόσον στηρίζεται από τη φανερή πλειοψηφία των βουλευτών.
Οι κυβερνήσεις του Τρικούπη επιχείρησαν μέσω του δανεισμού και της αύξησης της φορολογίας να χρηματοδοτήσουν ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας – σ’ αυτές, για παράδειγμα, χρωστάμε την ύπαρξη του σιδηροδρομικού δικτύου. Η πολιτική όμως αυτή δεν συνδυάστηκε με παραγωγικές επενδύσεις σε μία χώρα που το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της παρέμενε η σταφίδα. Η «σταφιδική κρίση», δηλαδή η αδυναμία διάθεσης του κύριου εξαγώγιμου προϊόντος της Ελλάδας στις ξένες αγορές, κυρίως εξαιτίας της ανανέωσης των γαλλικών αμπελώνων και των δασμών που αναγκάστηκε να επιβάλει η γαλλική κυβέρνηση στην εισαγόμενη σταφίδα, επιδείνωσαν την κατάσταση. Παράλληλα, οι δανειστές της χώρας αντιμετώπιζαν με αποικιοκρατικό τρόπο την Ελλάδα, κερδοσκοπώντας εις βάρος της οικονομίας της, ενώ ασκούσαν πολιτικές πιέσεις προκειμένου να αναγκάσουν το κράτος να υποκύψει στους εκβιασμούς τους. Όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν το 1893 την ελληνική οικονομία σε κατάρρευση, όταν ο Τρικούπης θα πει το περίφημο: «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν».
Οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις και οι διεθνείς εξελίξεις
Η αναίμακτη ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα το 1864 δημιούργησε την εντύπωση πως η ελληνική ενοποίηση θα συνεχιζόταν απρόσκοπτα, εφόσον βέβαια συνεχίζονταν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Οι βαλκανικές εξελίξεις ωστόσο διέψευσαν αυτή την αισιόδοξη οπτική. Μπορεί το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) να απέτρεψε τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» που υποστήριζαν οι Ρώσοι, ανέδειξε ωστόσο τον ανερχόμενο βουλγαρικό εθνικισμό που διεκδικούσε, και μάλιστα δυναμικά, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η Βουλγαρία οργάνωσε συστηματικά την παρέμβασή της στις περιοχές αυτές ιδρύοντας σχολεία και προπαγανδίζοντας τη βουλγαρική εθνική ιδέα στους σλαβόφωνους πληθυσμούς της περιοχής μέσω της βουλγαρικής Εκκλησίας (της Εξαρχίας). Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, μάλιστα, προχώρησε και στην αποστολή ένοπλων ομάδων, των διαβόητων κομιτατζήδων. Στους διεκδικητές της Μακεδονίας θα συμπεριληφθούν επίσης οι Σέρβοι και οι Ρουμάνοι, υποστηρίζοντας με τη σειρά τους πως στο έδαφός της κατοικούν ομοεθνείς τους. Την ίδια περίοδο, επομένως, διαμορφώνονται από τα βαλκανικά κράτη ανταγωνιστικά σχέδια εθνικής ολοκλήρωσης που, όπως είναι φυσικό, δυσχέραιναν τη μεταξύ τους συνεννόηση.
Οι εξελίξεις αυτές βρήκαν μάλλον απροετοίμαστο το ελληνικό κράτος, που έβλεπε να χάνει την υποστήριξη ενός παραδοσιακού του συμμάχου, της Ρωσίας, η οποία, στο πλαίσιο της πανσλαβιστικής κίνησης, ενθάρρυνε τις βουλγαρικές εθνικές διεκδικήσεις, θεωρώντας ότι μια ισχυρή Βουλγαρία στη Βαλκανική θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα δικά της συμφέροντα. Από την άλλη πλευρά, οι δυτικές δυνάμεις, στις οποίες συγκαταλέγονταν τώρα και η ενοποιημένη Γερμανία, αντιδρούσαν στην περαιτέρω συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου αυτή να λειτουργεί ως ανάχωμα στην επέκταση της Ρωσίας προς την Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτόν το λόγο, η στάση τους υπήρξε από αδιάφορη έως εχθρική απέναντι στις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, αλλά και απέναντι στην αγωνιώδη προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να αποφύγει τη χρεοκοπία. Τη στάση αυτή μετέβαλε μόνο η συνεχιζόμενη ηρωική εξέγερση του κρητικού λαού και οι σφαγές των χριστιανών του νησιού από τους Τούρκους, που προκάλεσαν την αγανάκτηση της κοινής γνώμης στις ευρωπαϊκές χώρες. Η απροθυμία των Τούρκων να αποδεχθούν την παραχώρηση προνομίων στους Έλληνες οδήγησε σε νέα εξέγερση το 1897, στην οποία συμμετείχε και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα. Το αποτέλεσμα ήταν η άμεση επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα η λύση της αυτονομίας, που οι Κρητικοί την απέρριψαν, αναγκάστηκαν όμως να την αποδεχθούν μετά τις σφαγές του Ηρακλείου (1897) και την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του ίδιου χρόνου. Έτσι, χάρη στις θυσίες της, η Κρήτη κερδίζει την αυτονομία της, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον πόθο όλων των Ελλήνων για ένωσή της με την Ελλάδα, που θα πραγματοποιηθεί τελικά και αυτή το 1913.
Ο πόλεμος του 1897
Τα γεγονότα της Κρήτης αποτέλεσαν για τους Έλληνες αιτία πολέμου. Ωστόσο, η κακή, όπως αποδείχτηκε, κατάσταση του στρατεύματος και η εσφαλμένη τακτική στα πολεμικά μέτωπα, οδήγησαν σε ταπεινωτική ήττα μέσα σε μία συνολικά αρνητική διεθνή συγκυρία. Η στρατιωτική ήττα του 1897, που συνοδεύτηκε από την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη χώρα, σηματοδοτεί το τέλος ενός πρώτου κύκλου στη μεγάλη εξόρμηση του ελληνισμού για εθνική αποκατάσταση. Η γενική αίσθηση της ταπείνωσης και της παρακμής αποτυπώνεται θαυμάσια στη λογοτεχνία της εποχής, με πιο χαρακτηριστικό ίσως έργο το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Κωστή Παλαμά.
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ’βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι, να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά
Πιο εμφανής υπήρξε η αναποτελεσματικότητα ενός στρατού, που αντί να υπηρετεί τους εθνικούς στόχους, εξυπηρετούσε τις φιλοδοξίες των πριγκίπων και των αρεστών στο παλάτι αξιωματικών. Παράλληλα διαπιστώθηκε πως ο ενθουσιασμός των σωμάτων ατάκτων από κάθε γωνιά του ελληνισμού, αλλά και από άλλες χώρες, τα οποία έως το 1897 έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, δεν επαρκούσε πια στις νέες συνθήκες, που απαιτούσαν συντονισμό των όπλων και εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής τακτικής. Στο πολιτικό επίπεδο, τα παλιά κόμματα και οι ηγέτες τους είχαν ξεπεραστεί από τα πράγματα και αδυνατούσαν να διατυπώσουν ένα πρόγραμμα βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού και πραγματοποίησης των εθνικών στόχων. Όπως θα το θέσει αργότερα ο Γκράμσι, «το παλιό είχε πεθάνει ενώ το καινούριο δεν μπορούσε ακόμη να γεννηθεί».
Από την ταπείνωση στην αφύπνιση: ο Μακεδονικός Αγώνας
Ένα πρώτο δείγμα αυτού του καινούριου πρόσφεραν νέοι αξιωματικοί και πολιτικοί, που αγανακτούσαν για την κατάσταση της χώρας, κατά το Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Για πρώτη φορά ένα εθνικό ζήτημα αντιμετωπίστηκε με τον άριστο συντονισμό των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων και υπήρξε νικηφόρο: Η αρχικά μεγάλη βουλγαρική επιρροή στη Μακεδονία περιορίστηκε σημαντικά και τμήματα του διαφιλονικούμενου πληθυσμού, που είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική Εξαρχία, επέστρεψαν στην επιρροή του Πατριαρχείου, γεγονός που επιβεβαίωνε την ελληνική εθνική τους συνείδηση. Οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην επιτυχία ήταν: η καλή οργάνωση, η ορθολογική αξιοποίηση της εθελοντικής προσφοράς, ο σωστός συντονισμός των ανταρτικών σωμάτων, που αποτελούνταν τόσο από γηγενείς Μακεδόνες, όσο και από Έλληνες από κάθε γωνιά του ελληνισμού με επικεφαλής ενθουσιώδεις νεαρούς αξιωματικούς, τα εκτεταμένα δίκτυα τροφοδοσίας και πληροφοριών, η αποτελεσματική διπλωματία και, γενικότερα, η ομοψυχία που χαρακτήριζε την ελληνική πλευρά σ’ αυτή την εθνική υπόθεση. Όλα αυτά αποτέλεσαν μια πολύτιμη παρακαταθήκη εν όψει της αποφασιστικής εξόρμησης των Βαλκανικών Πολέμων που θα ακολουθούσε.
Το κίνημα του Γουδή και η άνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία
Στο εσωτερικό μέτωπο, η δυσαρέσκεια των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων (των επαγγελματικών οργανώσεων και των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών) οδήγησε στο κίνημα στο Γουδή (1909) και επέβαλε τη λήψη σημαντικών μεταρρυθμίσεων στο στρατό, τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη. Μπροστά στην αδυναμία των παλιών κομμάτων και πολιτικών να ικανοποιήσουν τα λαϊκά αιτήματα, το πολιτικό κενό καλύφθηκε από τον επαναστάτη της Κρήτης, Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με τον πρίγκιπα Γεώργιο και εξέφραζε πειστικά ένα πρόγραμμα που συνδύαζε τα αιτήματα εκσυγχρονισμού της πολιτικής και κοινωνικής ζωής και της δυναμικής διεκδίκησης των εθνικών δικαίων. Το 1910 σχημάτισε κυβέρνηση και προχώρησε σε ριζικά μέτρα, ορισμένα από τα οποία ισχύουν ακόμη και σήμερα, όπως είναι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Από τη χρεοκοπία και την ήττα στην «Ανόρθωση»
Στις εκλογές του 1910, οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι που υποστήριζαν τα αιτήματα του κινήματος του Γουδή και αργότερα εντάχθηκαν στο Κόμμα του Βενιζέλου, πρόβαλλαν ως σύνθημα την «Ανόρθωση» μιας χώρας γονατισμένης από την οικονομική χρεοκοπία και την ήττα στον πόλεμο. Μολονότι αόριστο, το σύνθημα αυτό ταυτίστηκε πράγματι με την πανεθνική προσπάθεια προκειμένου το ελληνικό κράτος να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει με νέα ορμή την πορεία του προς την εθνική ολοκλήρωση. Πολύ χαρακτηριστικό της εμβέλειας του συνθήματος σε ολόκληρο τον ελληνισμό είναι ότι ακριβώς έτσι, δηλαδή «Ανόρθωσις», ονομάστηκε η ιστορική, προσφυγική σήμερα, ποδοσφαιρική ομάδα της Αμμοχώστου της Κύπρου, που ιδρύθηκε το 1911 ως πολιτιστικός σύλλογος με αναγνωστήριο. Και πράγματι, η προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία, αν κρίνει κανείς από το νικηφόρο αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων. Πώς όμως κατόρθωσε το ελληνικό κράτος να φτάσει από τη χρεοκοπία και την ήττα στην ανόρθωση;
Στην επιτυχία συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Καταρχάς, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να βάλει σε τάξη τα χαώδη έως τότε οικονομικά του και να φτάσει έτσι το 1910 σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνετή και ευφυή πολιτική του επικεφαλής του ΔΟΕ, του Βρετανού φιλέλληνα Εδουάρδου Λω. Ο Λω είχε από νωρίς αντιληφθεί το πρόβλημα του υπερδανεισμού του ελληνικού δημοσίου και το αντιμετώπισε αποτελεσματικά. Παράλληλα, αυξήθηκαν τα έσοδα από τη φορολογία, παρ’ όλο που δεν επιβλήθηκαν νέοι επαχθείς φόροι, απλώς και μόνο από την καλύτερη λειτουργία των οικονομικών υπηρεσιών. Το ίδιο διάστημα πραγματοποιήθηκαν, έστω και σε μικρή κλίμακα, παραγωγικές επενδύσεις στη χώρα και ιδρύθηκαν πολλές νέες βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εξαγωγών και τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου.
Την ίδια περίοδο, η στρατιωτική ήττα επέβαλε την αναδιοργάνωση του στρατεύματος και τη μετατροπή του σ’ έναν σύγχρονο ευρωπαϊκό στρατό, την εκπαίδευση του οποίου ανέλαβαν Γάλλοι αλλά και Έλληνες αξιωματικοί που είχαν μετεκπαιδευτεί στη Γαλλία και τη Γερμανία. Καμία ωστόσο από τις παραπάνω αλλαγές δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συναίνεση και τη συμμετοχή της ελληνικής κοινωνίας και του ευρύτερου ελληνισμού, που στήριξε την πανεθνική προσπάθεια. Ο εξοπλισμός του στρατού, για παράδειγμα, και ειδικά η μετατροπή του ελληνικού στόλου στον ισχυρότερο στα Βαλκάνια, στηρίχτηκε βεβαίως στα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, προϋπέθετε όμως τη συναίνεση των πολιτών, ενώ αποφασιστική υπήρξε και η οικονομική ενίσχυση των Ελλήνων μέσα και έξω από τη χώρα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αυξήθηκαν οι Έλληνες και Αιγυπτιώτες ομογενείς που επένδυσαν σε ελληνικά κρατικά χρεόγραφα, ενώ, όταν κηρύχτηκε επιστράτευση, θα συρρεύσουν και πάλι χιλιάδες εθελοντές από τους Έλληνες του εξωτερικού. Θα έλεγε κανείς ότι η ήττα και η χρεοκοπία πλήγωσαν την εθνική υπερηφάνεια και ότι οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να ξαναδώσουν στην Ελλάδα τη χαμένη της αξιοπρέπεια. Τη διάθεση αυτή αποδίδει θαυμάσια η κόρη του Αιγυπτιώτη ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη, Πηνελόπη Δέλτα, στο Παραμύθι χωρίς όνομα, μια αλληγορία για την ανόρθωση της Ελλάδας, που κυκλοφόρησε το 1910.
Η μετανάστευση
Η ανόρθωση των οικονομικών δεν επιτεύχθηκε χωρίς κόστος, ειδικά για τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Εκατοντάδες χιλιάδες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, κυρίως προς τις ΗΠΑ. Τα έτη 1906-1910 μετανάστευσαν 122.000 Έλληνες (το 5% του συνολικού πληθυσμού της χώρας!) ενώ άλλες 128.000 μετανάστευσαν την επόμενη πενταετία (1911-1915). Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το διάστημα 1907-1911 παλιννόστησαν 32.709 άτομα, που για ορισμένους αποτελεί ένδειξη της σχετικής βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης, τουλάχιστον για κάποια τμήματα του πληθυσμού. Η μετανάστευση όμως είχε και ορισμένες θετικές συνέπειες, όπως ήταν η εκτόνωση των κοινωνικών αντιθέσεων, που θα οδηγούσαν σε πιθανώς ανεξέλεγκτες κοινωνικές αναταραχές, και η ενίσχυση της οικονομίας της υπαίθρου μέσω των χρημάτων που έστελναν οι μετανάστες στους δικούς τους. Τα μεταναστευτικά εμβάσματα θα αποτελέσουν ένα σημαντικό έσοδο για την ελληνική οικογένεια ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Οι εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τον 16ο αιώνα οπότε και ανακόπηκε η αρχική επεκτατική της ορμή, βρισκόταν σε κατάσταση μόνιμης παρακμής. Στο εξής οι κατακτήσεις περιορίστηκαν στον ελλαδικό χώρο (Κύπρος 1571, Κρήτη 1669, Τήνος και ανακατάληψη Πελοποννήσου 1715) και από τις αρχές του 18ου αι σταμάτησαν εντελώς, ενώ ήδη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη είχε αρχίσει η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας. Το 19ο αι οι απώλειες εδαφών αυξήθηκαν με την ανάπτυξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στα Βαλκάνια, την ανεξαρτητοποίηση της Αιγύπτου και άλλων περιοχών. Το γεγονός ότι δεν διαλυόταν οριστικά οφειλόταν στο ότι η διατήρησή της, έστω και ως «ασθενούς», εξυπηρετούσε την ισορροπία ισχύος στην Ευρώπη μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Βασικά, οι Κεντρικές και Δυτικές Δυνάμεις διακατέχονταν από το φόβο ότι, το κενό που θα προέκυπτε, θα το κάλυπτε μια ισχυρή Ρωσία που θα έλεγχε τα Στενά των Δαρδανελίων. Στην ίδια την Αυτοκρατορία, οι απόπειρες εκσυγχρονισμού, που είχαν δοκιμαστεί στη διάρκεια του 19ου αι., είχαν αποτύχει.
Προς το τέλος του αιώνα, την κρίση στη χώρα επιχείρησε να αντιμετωπίσει η επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος», που το 1908 οργάνωσε τη γνωστή ως «Επανάσταση των Νεοτούρκων» (1908). Κύριο αίτημα των επαναστατών ήταν η επαναφορά του Συντάγματος του 1876, που διακήρυσσε την ισότητα όλων των υπηκόων του σουλτάνου, ανεξάρτητα από το έθνος ή τη θρησκεία στην οποία ανήκαν, προέβλεπε επίσης τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του πολιτεύματος και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Το Σύνταγμα, όπως όλες οι προηγούμενες απόπειρες μεταρρύθμισης του οθωμανικού κράτους, είχε μείνει κενό γράμμα, κυρίως εξαιτίας της απροθυμίας της ίδιας της εξουσίας να τις εφαρμόσει στην πράξη. Οι χριστιανοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας χαιρέτισαν την Επανάσταση, ελπίζοντας πως θα απολάμβαναν επιτέλους τα ίσα δικαιώματα που προέβλεπε το Σύνταγμα. Πολύ σύντομα, όμως, επικράτησαν οι απόψεις των Τούρκων εθνικιστών, που επεδίωκαν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτήτων που περιλαμβάνονταν στο κράτος. Η καταπίεση των χριστιανών της αυτοκρατορίας προκάλεσε την αγανάκτηση της κοινής γνώμης στις βαλκανικές χώρες, που ωστόσο εξακολουθούσαν να βλέπουν με καχυποψία η μία την άλλη εξαιτίας των ανταγωνιστικών τους διεκδικήσεων. Και σ’ αυτή την περίπτωση όμως, όπως το έχει διατυπώσει ο Θουκυδίδης, το αντίπαλον δέος, η απειλή μιας εθνικιστικής και ενισχυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποχρέωσε τα βαλκανικά κράτη να παραμερίσουν τους μικροεθνικισμούς τους και να συνασπιστούν. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1910, τα πνεύματα ήταν οξυμμένα και ένας πόλεμος στα Βαλκάνια φαινόταν πια αναπόφευκτος.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι(1912-1913)
Ο πόλεμος μεταξύ Ιταλίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1911-1912) επιτάχυνε τις εξελίξεις, καθώς μέχρι τότε η βαλκανική συνεννόηση προχωρούσε με μάλλον αργούς ρυθμούς. Η εξασθένιση της Τουρκίας ήταν ευπρόσδεκτη, την Ελλάδα όμως ανησυχούσε η επεκτατικότητα της Ιταλίας, που μπορεί να μην ικανοποιούνταν μόνο με τα Δωδεκάνησα, αλλά να προχωρούσε και στην προσάρτηση και άλλων νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Ο Βενιζέλος αρχικά ήταν διστακτικός, καθώς πίστευε πως η πολεμική προετοιμασία της χώρας δεν ήταν επαρκής και φοβόταν πως, σε μία πολεμική σύρραξη, οι ανταγωνιστές της Ελλάδας και ειδικά οι Βούλγαροι, που διέθεταν τον ισχυρότερο στρατό ξηράς στα Βαλκάνια, θα αποκόμιζαν εδαφικά οφέλη εις βάρος των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Γι’ αυτό και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τη Σόφια και το Βελιγράδι, χωρίς να καταλήξει σε επίσημη συμφωνία. Βασική του μέριμνα ήταν η αντιμετώπιση της σερβοβουλγαρικής συμφωνίας για τη Μακεδονία που, όπως μπορούσε να υποθέσει ο καθένας, θα ήταν εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Η συγκυρία, ωστόσο, ευνοούσε την προσφυγή στα όπλα, καθώς η Τουρκία, εκτός από τον πόλεμο με την Ιταλία, το 1912 αντιμετώπιζε εσωτερική πολιτική κρίση, αλλά και την εξέγερση των Αλβανών, που υποστηρίζονταν από την Αυστρία. Τέλος, η κήρυξη πολέμου αποτελούσε λαϊκό αίτημα τόσο στη Σερβία και τη Βουλγαρία όσο και στην Ελλάδα.
Τις εχθροπραξίες ξεκίνησε πρώτο το Μαυροβούνιο, μη αφήνοντας περιθώριο για περαιτέρω αναμονή. Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία επέδωσαν τελεσίγραφο στην Τουρκία και χωρίς χρονοτριβή τής κήρυξαν τον πόλεμο αρχίζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις (Οκτώβριος 1912), παρά την αντίθετη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα αποτελέσματα των πολεμικών συγκρούσεων δικαίωσαν τις προσδοκίες των συμμάχων και υποχρέωσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία να αποδεχθούν τα τετελεσμένα που επέτυχαν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι στα πεδία των μαχών. Μεγάλη ήταν η συμβολή του βουλγαρικού στρατού, που καθήλωσε σημαντικές τουρκικές δυνάμεις στη Θράκη, και του ελληνικού ναυτικού, που με το θωρηκτό εύδρομο Αβέρωφ να μην έχει αντίπαλο στο Αιγαίο, παρεμπόδισε τον ανεφοδιασμό του τουρκικού στρατού. Τεράστια όμως υπήρξε και η επιτυχία του ελληνικού στρατού στην ξηρά, αφού κατόρθωσε να απελευθερώσει την Ήπειρο και τη Μακεδονία, παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των τουρκικών στρατευμάτων.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους η Ελλάδα αύξησε το έδαφός της κατά 68% (από 65.000 σε 108.000 τετρ. χιλιόμετρα) και τον πληθυσμό της από 2.700.000 σε 4.800.000. Προαιώνιες ελληνικές εστίες όπως η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό. Η αναγεννητική ορμή του ελληνισμού, που ξεκίνησε το 18ο αιώνα, φτάνει έτσι στο απόγειό της. Το όραμα της Μεγάλης Ιδέας μοιάζει περισσότερο εφικτό από ποτέ και ο ελληνισμός ανακτά τη χαμένη του «ευρυχωρία», όπου τα κρατικά σύνορα της Ελλάδας τείνουν να ταυτιστούν με τα πολύ ευρύτερα εθνικά όρια. Η ενσωμάτωση κι άλλων ελληνικών περιοχών συνεχίστηκε και αργότερα (η Δυτική Θράκη το 1919 και τα Δωδεκάνησα το 1947), ωστόσο από το 1914 ξεκινά ο εθνικός διχασμός, που σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται για τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Για το λόγο αυτό, το 1912 αποτελεί μία ιδιαίτερα ευτυχή στιγμή στην Ιστορία του ελληνικού έθνους, κατά την οποία μια πανεθνική προσπάθεια κατέληξε σε μία τεράστια επιτυχία.