Από το Άρδην τ. 92, Μάρτιος-Απρίλιος 2013
Τι συμβαίνει, κ. Γιαραμούκη; του λέω σκανδαλισμένος. – Άστα… μου κάνει. Είμαι για να σκάσω. Μας τα’ κανε ρόιδο ο κύριος από δω. Και κλαουρίζει κιόλας ο κάλπης!
– Μα τι έκανε;
– Δεν πρόσεξες; Την ώρα της παράστασης του ‘πεσε απ’ τα χέρια ο Αλέξαντρος.
– Ε, τώρα, κι εσύ! Κι ήταν ανάγκη να το δείρεις το παιδί… Έπεσε, σηκώθηκε. Δε χάλασε ο κόσμος. Εμείς από κάτω δεν καταλάβαμε τίποτε.
– Άσκετο! Δεν έπρεπε να πέσει. Για τ’ άλλα «καρτόνια» δε με νοιάζει. Ο Αλέξαντρος δεν έπρεπε να πέσει.
Τον χάρηκα. Και τον ζήλεψα. Να, σέβας και ευλάβεια στη δουλειά! Φαίνεται ότι τον είχε «περί πολλού» αυτόν τον Έλληνα τον Αλέξαντρο ο κ. Γιαραμούκης. Γι’ αυτό πήρα την ευκαιρία να του κάνω μια παρατήρηση:
– Ο Αλέξαντρός σου, όμως… του λέω.
– Τι;
– Είχε, για να ξέρεις, κάποιο λάθος.
Ταράχτηκε.
– Ποιο; Ποιο δεν ήταν εντάξει;
– Το δόρυ του.
– Μπα! Και… τι σφάλμα είχε;
– Τελείωνε σε σταυρό.
– Και σε τι ήθελες να τελειώνει; Σε… μισοφέγγαρο;
Ο Μέγας μας είχε αλληθωρίσει. Τι ήταν αυτά τα πράματα που άκουε;
– Χάθηκα… μου λέει. Και γιατί δεν έπρεπε να τελειώνει σε σταυρό;
– Μα δεν ξέρεις; Ο Αλέξαντρος δεν ήταν χριστιανός.
Η απορία στα μάτια του καλλιτέχνη εξελίχτηκε σε φρίκη.
– Τι; Δεν ήταν – είπες – Χρι-στια-νός; Και τι ήταν; Ζεϊμπέκης, αλάδωτος, μουχαμέτης; Τι ήταν;
– Όχι, φυσικά. Μα, να… τον καιρό που έζησε ο Αλέξαντρος, δεν είχε γεννηθεί ακόμη ο Χριστός.
Ο άνθρωπος ακούμπησε στο αντιστύλι της παράγκας του, εξουθενωμένος.
– Έχασα τα πασκάλια μου… είπε. Και τότε, αν είναι έτσι, όπως το λες, γιατί μας αφήνουνε και τον παινεύουμε; Αυτός, καθώς καταλαβαίνω, δε θα ήταν ούτε και Έλληνας.
– Παρακαλώ… Έλληνας ήταν. Και μάλιστα με το παραπάνω! Ο άνθρωπος έπιασε τους κροτάφους του.
– Τι μου λές; Μα… υπήρχαν Έλληνες πριν απ’ το Χριστό; ρώτησε σα χαμένος.
– Αν υπήρχαν; Οι καλύτεροι!
Ο Μέγας Γιαραμούκης σηκώθηκε όρθιος. Τα μάτια του έβγαζαν φωτιές.
– Άκου! μου λέει. Να πεις τα χαιρετίσματα σ’ αυτούς τους ψαλιδόκωλους, ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Εγώ ο Γιαραμούκης, πες τους, τους το λέω αυτό! Τέλεψα.
Ο Γιαραμούκης είχε βαθιά ριζωμένη την πίστη –όπως κι όλοι οι Έλληνες του Βυζαντίου– ότι χριστιανισμός και ελληνισμός ήταν ένα και το αυτό.
Είδα κι έπαθα, ώσπου να τον πείσω. Στο τέλος το πέτυχα. Αλλά σύντομα κατάλαβα ότι είχα καταγάγει μια πύρρεια νίκη. Ο Γιαραμούκης σε μια στιγμή μου λέει, απλώνοντας άγρια το χέρι κατά τον Αλέξαντρο:
– Τότε τον σκολάω! Απ’ απόψε κιόλα. Δεν έχει θέση στο πανί μου.
Άλλος αγώνας. Αναγκάστηκα να του αναφέρω κι άλλα ονόματα. Το Σωκράτη, το Σοφοκλή… Τον Όμηρο, που ‘γραψε και τη δική του την «Ωραία Ελένη». Όλοι ήταν γεννημένοι πριν απ’ το Χριστό, μα όλοι ήταν Έλληνες.
[…]
Καλά… Τέλος. Θα τον βάλω τον Αλέξαντρο! Αλλά να ξέρεις, θα το κάνω με μισή καρδιά. Ναι, μα τι θα βάλω στη θέση του σταυρού; Τι είχε ο Αλέξαντρος;
– Τίποτα.
– Δεν μπορεί! Κάτι θα είχε… Αλλιώς, με ποιανού δύναμη πολέμαε; Ο δικός μου πολεμάει με τη δύναμη του Χριστού. Μα ήρθες εσύ και μου τον χάλασες. Τώρα με ποιανού δύναμη θα πολεμάει;
– Με τη δύναμη του ανθρώπου, που ξέρει ότι έχει δίκιο. Μικρή δύναμη είναι αυτή;
– Δε λέω. Μα, πάλι, χωρίς Θεό;
– Είχε θεό. Κι αν θέλεις να ξέρεις, οι αρχαίοι μας είχαν πολλούς.
– Τι μου λες! Και μονιάζανε;
– Κάθε άλλο! Πετσοκόβονταν σαν τα προγόνια. Κι έτσι έβρισκαν οι άνθρωποι λίγη ευκαιρία και ζούσαν σαν άνθρωποι.
– Α, τέτοιοι θεοί, λοιπόν, ήταν! Και στη θέση του σταυρού, τι είπες πως είχαν;
– Τίποτα.
– Πάλι τίποτα; Ε, τότε, εγώ θα του κοτσάρω το σταυρό στο δόρατό του κι όποιος θέλει ας θυμώσει!
Μενέλαος Λουντέμης, Καραγκιόζης ο Έλληνας, Δωρικός, Αθήνα 1981, σσ. 32-35.