του Γιώργου Κεκαυμένου, από το Άρδην τ. 91, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2013
Δημοσιεύουμε τα συμπεράσματα από το βιβλίο του Γ. Κεκαυμένου, Κρυφό σχολειό, το χρονικό μιας ιστορίας, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2012 από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις»
Άρδην
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο ι αναθεωρητές ιστορικοί, εδώ και τριάντα-σαράντα χρόνια, προέβησαν σε μια βίαιη «αλλαγή παραδείγματος» στην ελληνική ιστοριογραφική επιστήμη, καταγγέλλοντας την προηγούμενη ιστορική ανάλυση ως «αναχρονιστική και εθνοκεντρική», επιβεβλημένη από την «ως τότε κυρίαρχη ελληνοχριστιανική ιδεολογία», «δεδομένου ότι η ελληνική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από τα ρεύματα του ρομαντισμού και του θετικισμού αλλά και από τον θριαμβεύοντα εθνικισμό, αναπτύχθηκε ως εθνική ιστοριογραφία». Ένας από τους διακηρυγμένους στόχους της νέας ιστοριογραφίας είναι και η απαλλαγή της ιστορικής αφήγησης από τα «στερεότυπα» και τους «μύθους», με τους οποίους υποτίθεται πως ήταν αυτή μέχρι τότε συνδεδεμένη.
Από τους πρώτους «εθνικούς ιστορικούς μύθους» που μπήκαν αμέσως στο στόχαστρο των αναθεωρητών ιστορικών και των οπαδών τους, ήταν το κρυφό σχολειό. Όμως, όπως καταδεικνύεται από τη σειρά των ιστορικών μαρτυριών που παραθέσαμε, το κρυφό σχολειό υπήρξε μια ιστορική πραγματικότητα, που γεννήθηκε μέσα απ’ τον άγριο και συνεχή διωγμό που υφίστατο η παιδεία των Ελλήνων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της. Με τις διακρίσεις, βέβαια, που ήδη επισημάναμε κατά περιοχές και κατά εποχές.
Έτσι, ενώ δεν υπήρξε μια de jure απαγόρευση της παιδείας από την κεντρική διοίκηση, ο διωγμός της παιδείας από τους Τούρκους προσέλαβε τον χαρακτήρα μιας de facto απαγόρευσης, η οποία ως τελικό στόχο της είχε την ίδια την ελληνική γλώσσα και συνείδηση. Αν ήθελε η κεντρική οθωμανική εξουσία, θα μπορούσε να ελέγξει, έστω και εν μέρει, τις σχετικές αυθαιρεσίες των τοπικών αξιωματούχων της. Όπως και το έκανε κάποιες φορές. Όμως, τις περισσότερες αδιαφορούσε, αν δεν υποδαύλιζε την καταπίεση που ασκούσαν στη μόρφωση και την παιδεία των Ελλήνων τα κατά τόπους διοικητικά όργανά της, οι γενίτσαροι, ακόμη και ο τουρκικός όχλος.
Σε όλες τις ελληνικές περιοχές της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να συντηρήσουν, να διατηρήσουν και να μεταδώσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους στις νέες γενιές, να προσφεύγουν και στα κρυφά σχολειά. Τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν όπου και τα φανερά: Στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο απόμερο και σκοτεινό κτήριο ή μέρος, το οποίο μπορούσε να διαφύγει την προσοχή των Τούρκων.
Δάσκαλοι ήταν οι ίδιοι που δίδασκαν και στα φανερά σχολεία, συνήθως παπάδες και καλόγεροι. Κατά την ύστερη Τουρκοκρατία, κρυφά δεν ήταν μόνον τα στοιχειώδη σχολεία, όπου τα παιδιά μάθαιναν λίγα μόνον κολλυβογράμματα, αλλά ακόμη και ανώτερα, Ελληνικά σχολεία, όπου δίδασκαν μορφωμένοι δάσκαλοι.
Το κρυφό σχολειό είναι μια ιστορική πραγματικότητα που επεκτείνεται χρονικά σε όλη την Τουρκοκρατία, και όχι μόνον στους «σκοτεινούς αιώνες» της «πρώτης» Τουρκοκρατίας, όπως νομίζουν πολλοί μελετητές που αποδέχονται την ύπαρξή του. Το κρυφό σχολειό τέμνει κάθετα όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, φτάνοντας μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, όπως αποδεικνύουν οι μαρτυρίες του Δραγούμη, του Οικονόμου και του Φωτάκου, και μέχρι τις παρυφές του 20ού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ρενέ Πυώ.
Τους δύο πρώτους αιώνες, 15ο και 16ο, οι οποίοι αποτέλεσαν την εποχή του «παχυτάτου σκότους», ελάχιστα σχολεία αναφέρονται να υπάρχουν και να λειτουργούν. Το μόνο που υπήρχε τότε ήταν «θίνες άνυδροι και θηριώδεις», κατά τον χαρακτηρισμό του Ευγένιου Βούλγαρη. Όμως, στις χιλιάδες εκκλησίες των ελληνικών πόλεων και χωριών, και παπάδες υπήρχαν που λειτουργούσαν και ψάλτες που έψελναν, αλλά και γραμματικοί, που συνέτασσαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα της κάθε κοινότητας, με πρώτες και καλύτερες τις φορολογικές καταστάσεις. Όλοι αυτοί ήξεραν, έστω και στοιχειωδώς, να γράφουν και να διαβάζουν. Πράγμα που σημαίνει ότι πήγαν σε κάποια υποτυπώδη έστω σχολεία, όπου έμαθαν τα βασικά κολλυβογράμματα. Σχολεία τα οποία λειτουργούσαν από τη μια άκρη της αυτοκρατορίας μέχρι την άλλη.
Η έλλειψη οποιασδήποτε μαρτυρίας ή αναφοράς για τα πολυάριθμα αυτά σχολεία δεν νομίζω ότι μπορεί να αποδοθεί στο ότι, σε κάθε εκκλησία ή μοναστήρι, μπορούσε να λειτουργεί ανεμπόδιστα και ένα σχολείο, όπως θέλουν να πιστεύουν οι αρνητές του κρυφού σχολειού. Διότι, μια τέτοια σκέψη, υπό το φως του σουλτανικού διατάγματος για την Κασταμονή, αποδεικνύεται πλέον ανεπίτρεπτα απλουστευτική. Όπως είδαμε, εκεί, κάποιοι τοπικοί διοικητές δεν επέτρεπαν στα χριστιανόπουλα να διδάσκονται τα βασικά θρησκευτικά γράμματα ούτε καν στο σπίτι τους, αν δε εισέπρατταν πρώτα το ανάλογο –βαρύ– αντίτιμο. Τέτοιου είδους τοπικοί αξιωματούχοι, όπως είναι φυσικό, για να επιτρέψουν τη λειτουργία ενός κάπως πιο οργανωμένου σχολείου, σε κάποιο ναό ή μοναστήρι, θα απαιτούσαν ακόμη περισσότερα χρήματα. Αυτό σημαίνει πως η ύπαρξη ακόμη και ενός «κοινού» σχολείου σε μια περιοχή δεν ήταν ποτέ αυτονόητη και δεδομένη.
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνουμε πως οι όποιες μαρτυρίες για την ύπαρξη και τη λειτουργία αυτών των σχολείων χάθηκαν μέσα στον χρόνο, διότι πολλά από αυτά λειτουργούσαν κρυφά, ώστε να γλιτώσουν από την αχόρταγη απληστία του τοπικού Τούρκου διοικητή.
Τα κρυφά σχολειά μέσα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, όπου συνήθως βρίσκονταν, σαφώς διέσωζαν και συντηρούσαν το θρησκευτικό φρόνημα των Ελλήνων. Ταυτόχρονα όμως διέσωζαν και την ελληνική γλώσσα, αφού σ’ αυτήν την γλώσσα γίνονταν τα μαθήματα και τα παιδιά σ’ αυτήν μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν.
Μαθαίνοντας όμως οι μικροί μαθητές να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά, αντιλαμβάνονταν ότι ανήκουν στο «γένος των Ελλήνων» ή «Γραικών». Στα κρυφά, όπως και στα φανερά σχολειά, οι μικροί μαθητές μάθαιναν από τους δασκάλους τους ότι «η Εκκλησία μας είναι ελληνική και το γένος μας είναι ελληνικόν», όπως δίδασκε και ο Κοσμάς ο Αιτωλός στους παντελώς αγράμματους ακροατές του. Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, μια αίσθηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας διατηρήθηκε και από τις λειτουργίες που η εκκλησία τελούσε στην ελληνική γλώσσα. Για όλους αυτούς τους λόγους, «το κρυφό σχολειό βοήθησε στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας».
Πίσω από τα περισσότερα σχολεία, φανερά και κρυφά, βρισκόταν η Εκκλησία, η οποία έπαιξε έναν θεμελιώδη ρόλο στη διάσωση της ελληνικής γλώσσας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η Εκκλησία, κατά την Τουρκοκρατία, στερέωσε και διατήρησε τον ελληνισμό, καθώς υπήρξε πραγματικά η κύρια δύναμη διατήρησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στα σχεδόν 400 χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας. Και αυτό διότι, στα εκατοντάδες χρόνια που κυβερνούσαν οι Τούρκοι τη χώρα, μόνον η Εκκλησία προσέφερε στους Έλληνες μια αίσθηση ενότητας και εθνικής ταυτότητας. Έτσι, η Εκκλησία διαφύλαξε τον ελληνικό πολιτισμό και μ’ αυτόν τον τρόπο έγινε μια κιβωτός της ελληνικής ταυτότητας. Και αυτό το πέτυχε κυρίως χάρις στην ικανότητά της να διακρίνει τους Έλληνες από τους Τούρκους καταπιεστές τους.
Η ελληνική παιδεία ήταν πάντοτε εκείνη η ανεξάρτητη δύναμη, με βάση την οποία κρίνονταν η ελληνικότητα και διακρίνονταν οι Έλληνες από τους άλλους λαούς και εθνότητες. Αυτή η δύναμη κατάφερε και επέζησε ακόμη και κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Και αυτό επιτεύχθηκε χάρις και στα κρυφά σχολειά, στα οποία τα Ελληνόπουλα είχαν τη δυνατότητα, με πολλούς κινδύνους, να μαθαίνουν να διαβάζουν και να γράφουν στη γλώσσα τους.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε τα εξής:
α) Όπως αποδεικνύεται από μια μακρά σειρά μαρτυριών, οι Τούρκοι επέβαλλαν στους Έλληνες ένα συνεχή και καθολικό περιορισμό, κάποτε και απαγόρευση της παιδείας σε όλους τους αιώνες της δουλείας. Οι δύο περίοδοι ακμής της ελληνικής παιδείας, πριν το 1821, που θα παρουσιάσουμε στο Α Παράρτημα της παρούσας εργασίας, δεν αναιρούν την ισχύ αυτού του κανόνα.
β) Οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις στις περισσότερε περιπτώσεις δεν επιβάλλονταν στους Έλληνες de jure, από κάποια πράξη ή διαταγή της κεντρικής διοίκησης, αλλά de facto, μέσα από τη βάρβαρη και τυραννική καταπίεση που ασκούσαν συνεχώς οι τοπικοί Τούρκοι διοικητές, οι γενίτσαροι και ο τουρκικός όχλος. Η Υψηλή Πύλη, τις περισσότερες φορές, κάλυπτε αυτό το όργιο των αυθαιρεσιών με τη σιωπηρή ανοχή της, ή, έστω, με την πλήρη αδιαφορία της.
γ) Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες, για να προσφέρουν έστω και την ελάχιστη παιδεία στα παιδιά τους, ίδρυαν κρυφά σχολειά, ή απέκρυπταν τον αληθινό χαρακτήρα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και δραστηριοτήτων Ως «κρυφό σχολειό» δε νοείται κάθε σχολείο που λειτουργούσε κρυφά από τους Τούρκους, είτε σε απόμερες εκκλησίες και μοναστήρια, είτε σε οποιοδήποτε άλλο απομονωμένο και μυστικό μέρος, τη νύχτα ή τη μέρα. Ως κρυφά σχολειά θεωρούνται και τα μαθήματα στα σπίτια, όταν αυτά γίνονταν κρυφά και μυστικά από τους Τούρκους.
δ) Το κρυφό σχολειό δεν αφορά μόνον στους «σκοτεινούς αιώνες» της «πρώτης» Τουρκοκρατίας, αλλά τέμνει κάθετα όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, φτάνοντας μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αλλά ακόμη και μέχρι τις παρυφές του 20ού.
ε) Τα κρυφά σχολεία, μαζί φυσικά με τα φανερά, διέσωσαν την ελληνική γλώσσα, γιατί σ’ αυτήν μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν οι μαθητές τους. Έτσι συνέβαλαν καίρια στη διατήρηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Διότι έδιναν στους νεαρούς μαθητές τους την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν, πως αν και ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, εν τούτοις ανήκαν σε ένα «γένος» διαφορετικό από εκείνα, στα οποία ανήκαν όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί, δηλαδή στο «γένος των Ελλήνων» ή «Γραικών», όπως τους εξηγούσαν οι συνήθως ιερωμένοι δάσκαλοί τους.