Αρχική » Το ρεμπέτικο και οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές

Το ρεμπέτικο και οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Μανιάτη, από το Άρδην τ. 87, Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2011

Ομιλία στους Δελφούς, που εκφωνήθηκε σε Διεθνές Συνέδριο για την ελληνική μουσική – αρχαία βυζαντινή και σύγχρονη παραδοσιακή – του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφώ

Παρατηρήσαμε σημαντικό αριθμό ομοιοτήτων ανάμεσα στο ρεμπέτικο και στην αρχαία λυρική ποίηση. Θεωρήσαμε σκόπιμο να εκθέσουμε σε δημόσια κρίση τις παρατηρήσεις μας, παρ’ όλο που η συντριπτική τιμή να γινόμαστε λάλοι από ελληνικό έδαφος μάς εκθέτει σε μεγάλη τρεμούλα και, αν δεν πετούσαμε λιγάκι, τα πόδια μας μόνα αμφιβάλλω αν θα μας βαστούσαν. Δεν απέσβετο το λάλον ύδωρ, για να ομιλούμε εμείς.

Για καλό και για κακό, λοιπόν, θα αναπτύξουμε φωνή εκ μέρους κι άλλων ανθρώπων, των μελών του «Ευρετηρίου», που από μερικά χρόνια ασκούνται στον ελληνισμό κατά το δυνατόν, διά της μουσικής και της ορχήσεως πρωτίστως, βασιζόμενοι στη θεωρία του Δάμωνος (μουσικολόγου, συμβούλου του Περικλή).

Μέρος της συντροφιάς αυτής αποτελεί η λαϊκή ορχήστρα του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, που δημιουργήσαμε, κλιμάκιο της οποίας, αν είναι δυνατόν, θα κάνει να ηχήσουν εδώ μπροστά μας τα αρχαία όργανα που έχουμε αξιωθεί και με τα οποία ασκούμε τα μουσικοχορευτικά μας καθήκοντα. Τα όργανα έχουν κατασκευαστεί στους κόλπους μας. Συγκεκριμένα τα εποίησε τεχνίτης μας ουκ αδαής και εξέχων άνθρωπος του «Ευρετηρίου», ο παρών εδώ Πολύζος.

Το «Ευρετήριο» δημιούργησε μέχρι στιγμής «εκατό ρεμπέτικα που δεν υπήρχαν» και διέψευσε την επίσημη –και ακατανόητη– άποψη της χώρας ότι το ρεμπέτικο έχει πεθάνει. (Αν σταματούσε το ρεμπέτικο, θα σταματούσε η καρδιά μας.)
Το «Ευρετήριο» υποστήριξε ανέκαθεν ότι επείγει ή να δημιουργήσουμε ή να πεθάνουμε. Παρ’ όλο που διαδραμάτισε ρόλο στη διάδοση των ρεμπέτικων κομπανιών, το ίδιο διεκδίκησε ύπαρξη αποκλειστικά στη δημιουργία και επ’ ουδενί στην εκτέλεση τραγουδιών άλλης γενιάς. Καθώς στις βασικές προθέσεις του είναι να δημιουργήσει προφορική παράδοση εκ νέου, απαξιοί να δισκογραφήσει επί δεκατρία χρόνια τώρα.

Τραγούδια της καρδιάς

Ενώ οι κλασικοί φιλόλογοι συμφωνούν ότι η αρχαία ελληνική λυρική ποίηση είναι κυρίως ποίηση του «θυμού», ο μελετητής του ρεμπέτικου Ηλίας Πετρόπουλος διαπιστώνει ότι «τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς». «Δεν αγαπώ κανένανε», λέει ένα απ’ αυτά τα εγκάρδια τραγούδια (Τσιτσάνης, 1957). Και ομολογουμένως, χωρίς καρδιά δε φτάνουν σε διατύπωση τα ασήκωτα:

Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος, που αγάπη δεν γνωρίζει
εξηγεί ένα άλλο ρεμπέτικο (Τούντας, 1939). Και διευκρινίζει τους λόγους:
δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρνει ο πόνος
κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός, αυτός το ξέρει μόνος
Είναι αλήθεια ότι δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε. Η Σαπφώ το μαρτυρεί πρώτη απ’ όλους, όταν τραγουδάει:
και μη ζητάς τραγούδι να ταιριάξω,
γιατί το στόμα μου κρατάει κλειστό ο πόθος,
ο άτιμος στον κόσμο μας,
κι η Αφροδίτη που λυγάει τις καρδιές
Αυτούς που αγαπιούνται, το ρεμπέτικο δεν τους εκτιμάει ανεπιφύλακτα. Μια πρόσφατη επίδοση του είδους περιγράφει την κατάληξη του ευτυχούς ζευγαρώματος – το γάμο – αρκετά αδιάκριτα:
Δίποδα παν’ στην εκκλησιά, δίποδα προσκυνάνε
και ώσπου να στεφανωθούν, τετράποδα γυρνάνε
(«Ευρετήριο», 1985)

Δεν γράφουμε τραγούδια διότι αγαπάμε, αλλά διότι έχουμε αγαπήσει. Το πάθος συνδυάζεται με την απόσταση:
Όποιος δεν έχασε όνειρο, ποτέ δεν θα ξυπνήσει
το φως περνάει αν μια ψυχή, το πάει για να ραΐσει
(«Ευρετήριο», 1984)

Όσοι έχουν αγαπήσει, είναι αυτοί που κάψανε την καρδιά τους, για να την αποκτήσουν. Υπάρχει και άλλο είδος ανθρώπου, τονίζει το ρεμπέτικο, και απαντάται ακόμα – όπου υπάρχουν μάγκες:
Οι μάγκες έχουνε καρδιά, (και για μι’ αγάπη κλαίνε)
Λέει ο Μητσάκης σε ανάποδο ζεϊμπέκικο (1965). Ενώ ένα χασάπικο του Χάρμα (1947) καταθέτει:
Κανείς δεν έχει την ψυχή, και την καρδιά του μάγκα
Έβγαλα στη ψυχή καρδιά, βεβαιώνει άσμα του «Ευρετηρίου» (1970). Και ο Μάρκος Βαμβακάρης (1936):
Μια φούντωση μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά
ομολογεί. Και ακόμη (1940):

Κάθε βραδάκι μια φωτιά, στο στήθος μου φουντώνει
ενώ κατά τον ίδιο, στο κλασικό του (1938), και οι κουτσαβάκηδες:
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μεσ’ στην καρδούλα τους, έχουν μεγάλο ντέρτι
Το κλασικότερο παραπέμπει στον Τσιτσάνη (1948):
Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου
Ο κατά πολύ αρμόδιος Χατζηχρήστος μας δίνει τον εξής μονόλογο (1938;):
Ποια λύπη σε βαραίνει, βαρειά κι αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα, κι απαρηγόρητη

Ο Μητσάκης στα 1947(;) λέει:
Όσο βαρειά είν’ τα σίδερα, είν’ η καρδιά μου σήμερα

και ο Τζουανάκος – αλλά οι στίχοι είναι του Γκούμα – ολοκληρώνει:
Σταλαγματιά σταλαγματιά, στάζ’ η καρδιά μου αίμα

Το ρεμπέτικο σφύζει από καρδιά – και από φαρμάκι. Ξεχείλισαν τα σπλάχνα μου, θυμάμαι να λέει ένα ρεμπέτικο. Και ακριβώς συμπληρώνει: απ’ το πολύ φαρμάκι.

Η αρχαία καρδιά (Συγκρίσεις)
Ο πρώτος που απόκτησε την καρδιά του –που τη θυμήθηκε πως υπάρχει, σα να σκόνταψε σ’ αυτήν, και της τραγούδησε της ίδιας– ήταν βέβαια ο Αρχίλοχος, στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα, όταν τόσο απερίφραστα και, ας το παραδεχτούμε, σπαραχτικά, αλλά με λυτρωτικό για όλη την ποίηση τρόπο, της απευθύνεται και της λέει:

Ψυχή, ψυχή μου, που δέρνεσαι
στα στενά και χτυπιέσαι, στυλώσου…
Η Σαπφώ πάλι, στο τέλος του ίδιου αιώνα, οδύρεται:
Τι περισσότερο ζητάει να γίνει
η τρελή ψυχή μου;
και πάλι η ίδια:
Σκίζεται η καρδιά μου
στα στήθια μου

κι ακόμα:
Ψυχούλα μου άλλο μη μιλάς
Τον στρατηγό του, βέβαια, ο Αρχίλοχος τον θέλει να είναι: «καρδίης εμπλεώς», κι «ας είναι και μικρόσωμος, ας είναι και στραβοκάνης» –κάτι οξύτατα αντιομηρικό. Ο ίδιος ποιητής λέει αυτοπαρατηρούμενος:
Αξιολύπητος, είμαι βουτηγμένος
στον πόθο, άψυχος,
με τα κόκαλά μου
να τα περνά θεομηνία
και πάντα ο Αρχίλοχος:
Τέτοια λαχτάρα ερωτική
αναδεύτηκε στην καρδιά μου
κι έχυσε ομίχλη πάνω στα μάτια μου
κλέβοντας απ’ τα στήθη μου
τις απαλές μου φρένες.

Ο Χατζηχρήστος τραγουδάει σχετικά (1947;):
Τα πάντα ομίχλη σκέπασε, δε βλέπω να βαδίσω
χωρίς εσένα χάνομαι, πώς να σ’ ακολουθήσω

Ο Ανακρέων λέει:
Εσύ κρατάς τα γκέμια της ψυχής μου

και ο Χατζηχρήστος, στο προηγούμενο:
Κυβέρνησε εσύ τα βήματά μου

Φωτιά μου ανάβεις, λέει ένα απόσπασμα της Σαπφούς – Μούχεις ανάψει μια φωτιά, λέει κατά λέξη κι ο Μάρκος στα 1937(;). Τεθνάκην θέλω, τραγουδάει πάνω σ’ έναν χωρισμό η Σαπφώ – θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ, λέει ακριβώς και το ρεμπέτικο του καιρού μας. Άλλο ποίημα της Σαπφούς:

Είδα στ’ όνειρό μου τον Ερμή
και του είπα: Άνακτα, πώς χάθηκε η ζωή μου
και δεν γελώ, δε χαίρομαι, μήτε τα πλούτη θέλω,
μα πόθος με κατέχει να πεθάνω
και να δω τις όχθες του Αχέροντα
σκεπασμένες με λωτούς και δροσοστάλες…

και ο Μάρκος, μόλις το 1960 (;):
Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου
όλοι να θέλουν τη ζωή, κι εγώ το θάνατό μου
όσο ‘ναι η νύχτα σκοτεινή, έτσ’ είναι κι η καρδιά μου
και σαν τη σιγανή βροχή, τρέχουν τα δάκρυά μου
θα πα’ να εύρω μια σπηλιά, με πέτρες και με χώμα
κι εκεί θ’ αφήσω κόκαλα, ζωή ψυχή και σώμα
Απελπίστηκα μανούλα μου, το χάρο να προσμένω
λέει στο ρεφραίν. Ο Μάρκος δεν έχει Αχέροντα, και γι’ αυτό θα πάει να βρει σπηλιά. Επίσης δεν έχει Ερμή. Γι’ αυτό απευθύνεται στη «μανούλα». Έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπετών, δηλαδή, «όπως ο άνεμος που χιμά στις βελανιδιές πάνω στο βουνό, ο έρωτας μου τίναξε τα μυαλά», λέει η Σαπφώ. Και το ρεμπέτικο του «Ευρετηρίου» (1970):

‘πως στην καλύτερη καρδιά, φυτεύουμε μια σφαίρα
σε φύτεψα και τίναξα το νου μου στον αέρα

Στον Αρχίλοχο, που, καμένος από προδομένο έρωτα, επαινεί τη γυναίκα που δεν είναι ούτ’ άπιστος ούτε διπλόη, δηλαδή διπρόσωπη, ο Χατζηχρήστος (1939), σα να συμπαρίσταται, απευθύνει το:
Μην είσαι ψεύτρα δίγνωμη, μη μου μιλάς με μάσκα

Ο Αρχίλοχος πάλι:
Τη Νεοβούλη ας τη χαρεί όποιος άντρας θέλει,
την παραγινωμένη. Βράστην!
Τ’ άνθος της παρθενιάς της πάει,
μαδήθηκε, κι η πρώτη χάρη που την έσκεπε…
Μ’ από παλιά εσένα πολύ σε ήθελα
Γιατ’ είσαι πιστή και δεν είσαι διπρόσωπη

κι ο Μάρκος τραγουδάει (1937;):
Δε σε θέλω πια, δεν είσ’ ωραία,
γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ
αγάπησα καλύτερη και νέα
και με τ’ αγνά της τα φιλιά βραδιές μεθώ.

Στο καλλιπρόσωπο παιδί που ασωτεύει κρυφά, ο Ανακρέων τραγουδάει το εξής:
Η μάνα σου νομίζει ότι σε κρατά σιμά της
στο σπίτι και σ’ ανασταίνει
αλλά εσύ (γυρίζεις) στους αγρούς με τους υάκινθους…

Και ο Μάρκος (1936), με τη φιλαλήθειά του, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών:
Μ’ έστελνε η μανούλα μου, σχολειό για να πηγαίνω
κι εγώ τραβούσα στο βουνό, με μάγκες να φουμέρνω.

Δεν σώνονται τα παραδείγματα. γι’ αυτό ας εξετάσουμε λίγο πώς είναι δυνατή αυτή η συγγένεια που μερικές φορές φτάνει να θυμίζει παπαγαλία. Και πρώτα πρώτα πώς τυποποιούνται κάπως οι ομοιότητες.

Αλλά προηγουμένως ας επισημάνουμε κάτι ακόμα: Η απορία δεν μας έρχεται από το καθαρά μουσικό μέρος, δεν απορούμε καθόλου αν οι ίδιοι τόποι, που ήταν στην αρχαιότητα φημισμένοι για τις μουσικές τους επιδόσεις, όπως η Κρήτη και η Λέσβος, είναι και σήμερα. Ούτε αν χρησιμοποιούμε στο καχεκτικό μας παρόν κλίμακες, συστήματα και ρυθμούς της αρχαίας Ελλάδος. Γιατί αυτά τα στοιχεία εξυπηρετούν κάθε βάθος λόγου και λόγος μεταβολής τους είναι πολύ δύσκολο να εγερθεί.

Απορούμε πώς σήμερα, μετά από δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια (απλοί αχθοφόροι του βαρύτιμου ονόματος), ερχόμαστε στα λόγια των Ελλήνων και νιώθουμε ατομικά όπως κι εκείνοι.

Οι Έλληνες άρχισαν από την αρχή πολλές φορές. Η πρώτη ήταν ασφαλώς όταν θεώρησαν ανεπαρκή για τις εκφραστικές ανάγκες της ελληνικής γλώσσας τη συμφωνική γραφή και επινόησαν το αλφάβητο. Ένα τέλειο σύστημα απόδοσης της ομιλίας, που παραμένει διεθνώς ακόμη σήμερα αδιάσειστο. Αυτό το γεγονός (τα «αλεξίλογα γράμματα» ή «φάρμακα της μνήμης», κατά τις σχετικές αρχαίες ρήσεις), δημιούργησαν την ελληνική λογοτεχνία. Αυτό, δηλαδή συνέβη, όταν οι Έλληνες έγραψαν όπως μιλούσαν, αφού εμφύσησαν στη γραφή πνοή, ζωή, ενώ εκείνη έβαζε τη δυνατότητα της διαιώνισης. Έτσι έγινε το ομηρικό έπος.

Άλλη αρχή είναι η λυρική επανάσταση. Η χειραφέτηση από το ομηρικό έπος προς χάριν της ανάδυσης της προσωπικής ψυχής, που επιβάλλεται με τον Αρχίλοχο και τους λοιπούς ποιητές του 7ου και 6ου αιώνα κι είναι σχολείο του ανθρώπου.

Τρίτη αρχή είναι το συμμάζεμα του λυρισμού σε μια πολιτική (της πόλεως) ποίηση ιδιαίτερα οργανωμένη, που διδάσκει τον εξελληνισμό του χρόνου και συνιστά σχολείο για πολίτες. Είναι η τραγική ποίηση.

Τέταρτη αρχή είναι η έλευση του κλασικού ανθρώπου, παραδειγματικού μέσα στην πόλη (που δεν περιμένει να είναι ενάρετος ο νόμος, αλλά επιδιώκει να είναι ενάρετος ο ίδιος), όπως ο Σωκράτης, ο Περικλής ή –η αποτυχημένη περίπτωση– ο Αλκιβιάδης.
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε χωρίς την ελληνική μουσική. Και χωρίς τον ελληνικό μύθο. Οι αναβαθμοί της ελληνικής παρουσίας δεν είναι απλή και ενιαία πολιτισμική συσσώρευση, ώστε ν’ αποτελούν έναν κάποιο πολιτισμό, αλλά διαδοχικοί ορίζοντες της επίγνωσης που ο καθένας τους αναδεικνύει ξεχωριστή και ιδιαίτερη ψυχική ζωή και γι’ αυτό συνιστούν Ιστορία – κάτι πολύ διαφορετικό. Οι ορίζοντες εκείνοι προέκυψαν γιατί η παράδοση (μουσική, μύθος, γλώσσα) τρώθηκε και αναστατώθηκε από τις μεγάλες μορφές με τις οποίες εκδηλώθηκε η αξίωση για νέα κάθε φορά ψυχική ζωή. Η ελληνική χρήση της μουσικής, του λόγου και του μύθου, είναι να τα αναμοχλεύει κανείς –δεν είναι να τα ασπάζεται. Όταν οι άνθρωποι σέβονται την παράδοση, έχουμε σπουδαία παράδοση. Όταν η παράδοση αναγκάζεται να σεβαστεί τους ανθρώπους, έχουμε σπουδαίους ανθρώπους. Αυτό δεν είναι εναντίον της έννοιας της παραδόσεως. Ο Αρχίλοχος εξευτέλισε αρχαία και ιερή παράδοση. Η παράδοση όμως τον τίμησε κάνοντας να τον μιμούνται ως και στα ρωμαϊκά χρόνια, Έλληνες και Ρωμαίοι. Υπάρχει λοιπόν μια παράδοση που τηρούμε και μια παράδοση που δημιουργούμε. Μια που μας παραδίδεται και μια που την παραδίδουμε. Οι λαοί μπορούν να αποφασίσουν ποια από τις δύο προτιμούν, ανάλογα με το «αν είναι στον καιρό τους», που λέει και το ρεμπέτικο άσμα.

Παραλληλισμοί

Εξετάζουμε το φαινόμενο της έλευσης της λυρικής ποίησης και το νεοελληνικό του αντίστοιχο, την έλευση του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους κορυφαίους των λυρικών, ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ, επινόησαν και οπωσδήποτε υιοθέτησαν από την λαϊκή παράδοση μέτρα «ανόμοια», «ασυνάρτητα», και «κουτσά», που ασφαλώς μας φέρνουν σε ορισμένους χορούς του Αιγαίου, πανελλήνιους σήμερα, έτσι και οι ρεμπέτες προτίμησαν τους επιζώντες πολύπλοκους αυτούς ρυθμούς που εκφράζουν και αναδεικνύουν την ατομικότητα και μάλιστα – στην περίπτωση των πέντε ειδών του ζεϊμπέκικου – τη μοναδικότητα του κάθε ορχηστή, ακόμη και του κάθε ακροατή.

Όπως είναι εύλογο σ’ οιονδήποτε ασκήθηκε ποτέ στην εκ του σύνεγγυς σώμα με σώμα αναμέτρηση –από τον έρωτα ως την ξιφασκία– οι αιφνιδιαστικοί εκείνοι ρυθμοί πρέπει να προέκυψαν στην αρχαιότητα από την οπλομαχία. Οι Έλληνες συνέδεαν τον πόλεμο με την όρχηση και ο Αθήναιος μαρτυρεί ότι οι καλύτεροι στη μάχη είναι οι καλύτεροι στους χορούς. Να όμως που και σήμερα ο Ζεϊμπέκικος παρελήφθη –αν αληθεύει– από τους οπλομάχους ζεϊμπέκηδες. Όπως ο λυρικός, έτσι και ο ρεμπέτης δεν μιλούν για ήρωες, αλλά είναι ήρωες οι ίδιοι. Αντικείμενο του τραγουδιού τους είναι κυρίως οι ίδιες τους οι προσωπικότητες – αντίθετα απ’ ό,τι στο έπος και στο δημοτικό τραγούδι. Όλοι οι χαρακτηρισμοί, που αποδίδουν στους λυρικούς ποιητές οι κλασικοί φιλόλογοι, ταιριάζουν και στους ρεμπέτες. Αντιγράφω μερικούς, ιδιαίτερα απ’ τον Bowra και τον Lesky: «(κάνουν) πολεμική με το τραγούδι». «Έντονη περιφρόνηση προς την παράδοση» (ακόμη και ο Πίνδαρος ζητάει το κρασί να είναι παλιό, μα τα τραγούδια νέα). «Επιθυμία να υποτιμήσουν κληρονομημένες πεποιθήσεις». «Αναφορά σε όλα όσα τους καίνε την καρδιά, σε όλα όσα αναδεύουν τη χαρά και την οργή τους». Εκμετάλλευση της δυναμικότητας του λαϊκού λόγου ως φορέα της ποίησης. Καταδίκη της απιστίας, της ατιμίας, της επιορκίας «με τα χειρότερα λόγια». Κατάρες, παράπονα προς θεούς, κακογλωσσιά. «Πολυάριθμες μικρασιατικές λέξεις» (Ιππώναξ). «Μια ένταση αισθήματος ανεβασμένη στο έπακρο». «Συνεχής αναφορά στο προσωπικό αίσθημα». Φιλαλήθεια, παρωδίες, ψόγους, ύβρεις κατά εχθρών και φίλων. Πάθος, μίσος, καημό, λαχτάρα, πόθο, συγκίνηση. Είναι πραγματικά το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους λυρικούς υπήρξαν χθαμαλής καταγωγής ή ξεπεσμένοι ή εξόριστοι ή μετανάστες ή ζούσαν στο περιθώριο και στη φτώχεια, το ίδιο και οι ρεμπέτες. Όπως η λυρική ποίηση δημιουργήθηκε σε εποχή μεγάλων μετακινήσεων και αναμίξεων πληθυσμών, έτσι και το ρεμπέτικο. Όπως οι λυρικοί άντλησαν από το λαϊκό ανώνυμο και ανεπίσημο τραγούδι, όχι μόνο μέτρα όπως τον ίαμβο, αλλά και θέματα, έτσι έκαμαν και οι ρεμπέτες. Και όπως οι πρώτοι εξαφάνισαν το λαϊκό τραγούδι, έτσι το εκμηδένισαν και οι ρεμπέτες.

Όπως η λυρική ποίηση ήταν κυρίως μια ποίηση που χορευόταν, έτσι και το ρεμπέτικο. Όπως στους λυρικούς η μουσική και ο λόγος ήταν αδιαίρετα και ποιούνταν από το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, έτσι και στο ρεμπέτικο, που με το πρόσθετο στοιχείο ότι τα άσματα εκτελούνται κυρίως από τους δημιουργούς τους, έχουμε παραγωγή τόσο πυκνού και τέλειου νοήματος.

Όπως το ρεμπέτικο, έτσι και ορισμένοι κορυφαίοι λυρικοί ποιητές απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν και διασύρθηκαν λυσσαλέα από την λογιοσύνη και την αριστοκρατική αντίληψη (ο Αρχίλοχος από τον Ηράκλειτο, τον Πίνδαρο, τον Κριτία, τους Σπαρτιάτες).
Όπως στους λυρικούς ποιητές έτσι και στο ρεμπέτικο η «κατακραυγή του κόσμου», όπως λέει ο Μάρκος (και ο Αρχίλοχος), «δεν μπόρεσε να μειώσει τη φήμη του στους μεταγενέστερους». (Και αυτό είναι μια φράση του Lesky που αναφέρεται στον Αρχίλοχο.)
Τόσο ο λυρικός όσο και ο ρεμπέτης κατατρύχονται από «αμηχανία», που είναι βασική έννοια στους λυρικούς, αλλά και στους ρεμπέτες. Ο λυρικός, καθώς είπαμε, έχει σχετικό καταφύγιο τους θεούς. Ο ρεμπέτης μη έχοντας θεούς – αυτή είναι η βασική διαφορά, μαζί με την ανυπαρξία πόλεως, με την αρχαία έννοια – καταφεύγει στο μυστηριώδες πρόσωπο της «μανούλας». Η «μάνα» στο ρεμπέτικο μπαίνει στη θέση του θεού του λυρικού ποιητή, που λείπει.

Ο Ρεμπέτης

Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι της Δευτέρας Παρουσίας. Οι περισσότεροι, και μάλλον όλοι, οι τύποι ανθρώπων γεννιούνται. Οι ρεμπέτες όχι, αλλά γίνονται, χωρίς να το περιμένουν, περίπου όπως ο Σαύλος, έγινε Παύλος. Γίνονται από μια βιδωσιά που παίρνει η ψυχή τους, μια στροφή, από μια αιφνίδια και ασφαλώς επώδυνη προαγωγή της επίγνωσης.

Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι επιτυχημένοι στον τομέα της κατάπτωσης. Οι παρά τρίχα γλιτώσαντες. Ίσως πιο ευσύνοπτα απ’ όλους περιγράφει την επίμαχη μεταβολή ο Βιζυηνός, όταν λέει εκείνο το: «άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα. Ο Βιζυηνός δεν το άντεξε. Τα δυο αδέρφια του Μάρκου δεν το άντεξαν. Ο ίδιος γλίτωσε χάρη στο μπουζούκι, όπως εξομολογείται. Ένας τρόφιμος του φρενοκομείου που στέγασε και τον Βιζυηνό, όταν μια μέρα παίζαμε στους αρρώστους, αναφώνησε: «Το μπουζούκι είν’ ο γιατρός». Μα και ο Πλάτων, όταν ερωτήθηκε γιατί συνήθιζε να κιθαρίζει, «πραΰνομαι» είπε.
Ο ρεμπέτης είναι για τους άλλους αξιολύπητος – και μπορεί να βρει κανείς στο σύντομο βιβλίο του κ. Baud-Bovy μια περίπτωση τέτοιας λύπησης για ρεμπέτη. Αλλά πόσο αξιολύπητοι είναι οι άλλοι γι’ αυτόν, δεν μας το αναφέρουν. Λοιπόν είναι αβίωτα αξιολύπητοι. Είναι μάλιστα κορόιδα. Ροχαλίζουν. Ο ίδιος είχε υπάρξει κάτι τέτοιο και την έχει κι αυτή τη γνώση. Αλλά έχει και τη γνώση πραγμάτων που μόνο ένας-ένας μαθαίνουμε και δε διδάσκεται καθόλου. Τη γνώση της αυτανακάλυψης – τη λυρική γνώση.

[…]

Ας επαναλάβουμε τούτο:

Το ρεμπέτικο είναι το ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση του πληθυσμού της που μας επιτρέπει να μιλάμε για «ελληνικό λαό». Πράγματι οι τεράστιες συνειδητές προσπάθειες να αναπτύξουμε στην Ελλάδα «εθνική μουσική σχολή» παράλληλα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν δεν τελεσφόρησαν όσο η λαϊκή μουσική ετοιμότητα απέναντι στις προκλήσεις που έτυχαν στην ελληνική κοινωνία, με τη δημιουργία του ρεμπέτικου. […]

Μόνο το ρεμπέτικο είναι ελληνικό. Επιτρέψτε μου μια τελευταία διαπίστωση. Στο 5ο Συμπόσιο Ποίησης (Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιούλιος 1985), διαπιστώθηκε, τίμια υποθέτουμε, ότι: «η ποίηση δεν είναι δημόσιο λογοτεχνικό είδος στη δική μας κοινωνία […] Η ποίηση είναι, θέλουμε δε θέλουμε, περιθωριακό είδος». (Κάριν Μπόκλουντ- Λαγοπούλου).

Γιατί δεν είναι έτσι με το ρεμπέτικο; Γιατί το ρεμπέτικο αρχίζει ακριβώς από περιθωριακό και εξελίσσεται σε πανελλήνιο, ενώ η «ποίηση» αρχίζει από πανελλήνια και καταλήγει στο περιθώριο; Κάποια γνησιότητα υπάρχει στο ρεμπέτικο και κάποια ψευτιά στην «ποίηση». Να ενώνει κανείς τα δυο είδη θα πει ότι επιδιώκει και πάντως κινδυνεύει να πραγματοποιεί μικρομέγαλα πράγματα.
Προσέξτε ότι ο άνθρωπος του ρεμπέτικου είναι ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ζωντανός και, όπως είπαμε ήδη, έτοιμος να γίνει θέατρο. Ένας τέτοιος επεξεργασμένος τύπος ανθρώπου δεν απαντάται σε καμιά άλλη ποίηση της Ελλάδος. Δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτό. Καμιά άλλη ποίηση δεν έχει την αποκλειστική μανία να μιλήσει ο ίδιος ο άνθρωπος – η καρδιά του ανθρώπου. Το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα προήλθε από τη λυρική ποίηση. Το θέατρο στη νέα Ελλάδα ή θα προέλθει από το ρεμπέτικο, σε συνδυασμό βέβαια με τη λαχτάρα για δημιουργία χώρας (δηλαδή λαού) – ή δεν θα προκύψει παρά ως κόκα κόλα χωριάτικη. Ευχαριστούμε.

Το κείμενο μεταφέρθηκε σε ηλεκτρονική γραφή, από φωτοτυπία του χειρόγραφου πρωτότυπου, από τον Σταύρο Βασδέκη, την οποία του απέστειλε ο συγγραφέας τω καιρώ εκείνω.

**********************************

Μάνα μου Ελλάς
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος

Δεν έχω σπίτι πίσω για να ’ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα.

Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ