του Φ. Μπάρλα, από το Άρδην τ. 87, Νοέμβριος 2011-Ιανουάριος 2012
Φαιδρός Μπαρλάς: Σημαντικός ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος (1925-1975): Με το εξαιρετικό αυτό ρεπορτάζ πληροφορούμαστε όλο το παρασκήνιο και μέρος του πρωτότυπου κατηγορητηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής, έτσι όπως από καμία άλλη πηγή δεν τα έχουμε.
Η επέμβασις της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στον αγώνα που διεξάγουν τελευταίως ωρισμένοι κύκλοι εναντίον του συγχρόνου λαϊκού τραγουδιού –κινούμενοι από δυσκόλως αποκρυπτομένους λόγους επαγγελματικής αντιζηλίας– υπήρξε μία έκπληξις, ακόμη και για εκείνους που είχαν συνηθίσει πια στην ιστορία των άτυχων επεμβάσεων της Σχολής σε εδάφη έξω του κύκλου της αρμοδιότητός της.
Υπήρξε ακόμη, όπως θα αποκαλυφθή από όσα εν συνεχεία θα εκθέσωμε, μία έκπληξις… και για τους ίδιους που επραγματοποίησαν αυτή την επέμβασι, χωρίς αρχικώς να έχουν την παραμικρή πρόθεσι να επέμβουν!
Προ καιρού, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου έλαβε ένα έγγραφο του Μουσικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος είχε πρώτος την έμπνευσι της σταυροφορίας εναντίον του λαϊκού τραγουδιού. Με το έγγραφον αυτό, οι μουσικοί της Θεσσαλονίκης προσέφευγαν στους καθηγητές των Αθηνών για να τους συνδράμουν εκείνοι στην εκστρατεία τους, προσεπικυρώνοντας την καταδικαστική απόφασι εναντίον του ρεμπέτικου με το βάρος της επιστημονικής αυθεντίας τους.
Όταν το έγγραφον ελήφθη στον προορισμό του, η Πρυτανεία απεφάσισε να το παραπέμψη στη Φιλοσοφική Σχολή, «ως αρμοδιωτέραν»! Από πού προέκυπτε η «αρμοδιότης» της Φιλοσοφικής Σχολής, δύσκολα η Πρυτανεία θα μπορούσε να το εξηγήση. Η μουσική –ελαφρά, κλασσική ή ρεμπέτικη– έχει τόσο λίγη σχέσι με τις παραπομπές και τα σχόλια στα αρχαία και λατινικά κείμενα, όσο λίγη σχέσι είχε και με το Συνταγματικό Δίκαιο, την Ανθρωπολογία και τα εργαστηριακά πειράματα του Χημείου. Με την ίδια ευκολία και με την ίδια λογική η Πρυτανεία θα μπορούσε να παραπέμψη το έγγραφο σε οποιαδήποτε άλλη Σχολή. Και να ζητήση τη γνώμη των φυσικομαθηματικών ή των θεολόγων…
Αρχικώς, την ίδια εντύπωσι περί αναρμοδιότητός τους εσχημάτισαν και τα μέλη της Φιλοσοφικής Σχολής. Το έγγραφο που τους ζητούσε να εκθέσουν τις περί μουσικής αντιλήψεις τους, τους έρριξε σε αμηχανία. Οι πιο πολλοί, ήταν ζήτημα αν είχαν ακούσει έστω και ένα ρεμπέτικο. Αρκετοί αγνοούσαν ακόμη και την ύπαρξι του Τσιτσάνη… Τα «καβουράκια», και «η μαμά τους, η κυρία καβουρίνα», δεν είχαν τολμήσει ποτέ να εγκαταλείψουν «του γιαλού τα βοτσαλάκια» για να τους ενοχλήσουν στο σπουδαστήριό τους. Και οι ερωτικές αψιμαχίες «των γάτων στην ταράτσα» έμεναν πάντοτε ευλαβώς μακρυά από τον κύκλο των επιστημονικών ενδιαφερόντων τους.
Απεφάσισαν, λοιπόν, ως καλλιτέραν λύσιν, να παραπέμψουν το ζήτημα στους ειδικούς των ωδείων. Αλλά, ενώ είχαν λάβει την απόφασι, διεπίστωσαν αιφνιδίως πως θα αποτελούσε… «φυγοδικίαν» να την εφαρμόσουν. Θα ήταν μια έμμεση ομολογία άγνοιας επί ενός ωρισμένου ζητήματος. Και η επιθυμία της επιδείξεως γνώσεων «επί παντός του επιστητού» είναι επιθυμία παντός Νεοέλληνος – και πολύ περισσότερο εκείνων που έχουν το χρίσμα του επιστήμονος.
Συγχρόνως, οι καθηγηταί της Φιλοσοφικής Σχολής προέβησαν και σε μία άλλη διαπίστωσι. Ότι, ναι μεν το ρεμπέτικο είναι άσχετο προς την Αρχαία Ελληνική Φιλολογία και την Ρωμαϊκή Ιστορία, είναι όμως, οπωσδήποτε, σχετικό με τη Λαογραφία, έδρα της οποίας υπάρχει στη Σχολή, ώστε, κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να βρεθή και το πρόσχημα της αρμοδιότητος.
Βεβαίως, ήταν κάπως «τραβηγμένη από τα μαλλιά» η υπαγωγή στον κύκλο των λαογραφικών μελετών μιας νέας λαϊκής καλλιτεχνικής εκδηλώσεως, με ελαχίστων μόλις ετών ιστορία. Αλλ’ η επιθυμία των κ.κ. καθηγητών να μη «φυγοδικήσουν», ήταν τόσο έντονη, ώστε έκλεισαν τα μάτια σ’ αυτόν τον ολοφάνερο συμβιβασμό.
Ανέθεσαν την εισήγηση επί του θέματος στον καθηγητή της Λαογραφίας και διευθυντή του Λαογραφικού Αρχείου κ. Μέγα, ο οποίος και συνέταξε έναν μοναδικής δριμύτητος φιλιππικό εναντίον των ρεμπέτικων, όπου τα εχαρακτήρισε συλλήβδην και αδιακρίτως ως «κακότεχνα και άμουσα κατασκευάσματα, πλήρη κλαυθμηρισμών και βαρβαρογενών τόνων, δημιουργούντα κινδύνους διαφθοράς και καταστροφής του μουσικού αισθητηρίου των λαϊκών και εργαζομένων τάξεων»!
Ασφαλώς, μόνον και μόνον η διατύπωσις της ανεδαφικής «αριστοκρατικής» αντιλήψεως ότι οι λαϊκές και εργαζόμενες τάξεις αποτελούνται από πνευματικώς ανώριμα άτομα, που έχουν ανάγκη προστασίας για τη διατήρησι του μουσικού αισθητηρίου τους, θα ώφειλε να οδηγήση στην απόρριψι της εισηγήσεως.
Αντιθέτως, όχι μόνον η εισήγησις έγινε ομοφώνως δεκτή, αλλά, μολονότι αρχική απόφασις ήταν, η απάντησις της Φιλοσοφικής Σχολής να διαβιβασθή αθορύβως στην Πρυτανεία διά τα περαιτέρω, εκ των υστέρων απεφασίσθη και έκδοσις επισήμου ανακοινωθέντος, ταυτοχρόνως με την αποστολή της απαντήσεως.
Το αποτέλεσμα είναι πως η Πρυτανεία ευρέθη προ τετελεσμένου γεγονότος και –αδιακρίτως του αν οι καθηγηταί των άλλων σχολών συμφωνούν ή όχι με τους συναδέλφους των της Φιλοσοφικής– έχει την υποχρέωσι να υιοθετήση την θέσιν που επισήμως ελήφθη.
Οι απόψεις της Φιλοσοφικής Σχολής θα διαβιβασθούν τώρα «όπου δει» –συγκεκριμένως, στο Υπουργείον Παιδείας και τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως– ώστε η θεωρητική καταδίκη να συνοδευθή και από θετικώτερα μέτρα. Ποια πρόκειται να είναι αυτά τα θετικώτερα μέτρα, θα ήταν δύσκολο να το προβλέψη κανείς. Εξ άλλου, το ρεμπέτικο έχει ήδη εξορισθή από τα προγράμματα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και δεν διατηρεί παρά ένα… εικοσάλεπτο ημερησίως στον Σταθμό Ενόπλων. Τι περισσότερο θα μπορούσε να γίνη, εντός, εννοείται, των πλαισίων της νομιμότητος;
Αν, πάλι, το πράγμα περιορισθή στα όρια της θεωρητικής καταδίκης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο ελληνικός λαός, στη μεγάλη πλειοψηφία του, θα παύση να συγκινήται με το ρεμπέτικο τραγούδι, που τον αγγίζει κατευθείαν στην καρδιά του και εκφράζει ολόκληρο τον παλμό της σημερινής Ελλάδος.