Από το Άρδην τ. 86, Ιούνιος-Αύγουστος 2011
Δημήτρης Ψαθάς, εφ. Αθηναϊκά Νέα, 20 Δεκεμβρίου 1936
Η Βαρβάρα καλείται αύριο στο τριμελές να δώση λόγον των… λόγων και των έργων της στη Γλυφάδα. Ο πατήρ της μαζί με στρατιάν ενενήντα άλλων συγκατηγορουμένων θα δικασθή για τα ήθη της κόρης του. Ποιος δεν την ξέρει; Ποιός δεν την έχει ακούσει να τραγουδήται από τους χιλιάδες δίσκους των γραμμοφώνων που εκυκλοφόρησαν προτού επέμβη η Εισαγγελική αρχή; Για τους απληροφόρητους, αν υπάρχη κανένας, αναφέρω τους πρώτους στίχους, εναντίον των οποίων η δικαιοσύνη δεν έχει παράπονα:
Η Βαρβάρα κάθε βράδυ / στη Γλυφάδα ξενυχτάει
και ψαρεύει τα λαυράκια / κεφαλόπουλα μαυράκια.
Η κατηγορία αφορά τρία σημεία του ψαρεύματος της Βαρβάρας, τα οποία λόγω ευρυτέρας έννοιας που μπορούν να προσλάβουν, εκρίθηκαν ως θίγοντα το δημόσιον αίσθημα. Και φυσικά γι’ αυτόν τον λόγον δεν τα αναφέρομεν για να μη συμπληρώσωμεν τον αριθμόν των 90 κατηγορουμένων με ένα ακόμη…
Αλλά ας δούμε το ιστορικόν της Βαρβάρας. Πατήρ της είνε ο κ. Π. Τούντας, μουσικοσυνθέτης και στιχουργός, ο οποίος έχει περί τα εκατόν μουσικά τεμάχια, όλα παιχνιδιάρικα και σκανδαλιάρικα, που εσημείωσαν ιδιαιτέραν επιτυχίαν κυρίως εις τα λαϊκά στρώματα. Είνε ίσως άγνωστος ο ίδιος, αλλά πασίγνωστα τα έργα του. Αρκεί να αναφέρη κανείς τους τίτλους των τραγουδιών του για να εννοηθή τι έχει προσφέρει εις την λαϊκήν μουσικήν από την οποίαν αντλεί τα θέματα και τα μοτίβα των τραγουδιών του. Ποιος δεν ξέρει και δεν έχει ακούσει χιλιάδες φορές το «Κουκλάκι»;
Φίλα με στο στόμα, δεν βαστώ
Δος μου ένα φιλάκι πεταχτό
Σε αγάπησα μικρό πολύ, κουκλάκι μου
χάθηκα στο λάγνο σου φιλί.
Αμέτρητα κουκλάκια όμως περιλαμβάνονται εις την παραγωγήν του. Είνε δική του η «Αθηναία μου γλυκειά», η «Αρχοντοπούλα μου», «καμωματού μου», «τσαχπίνα μου», «Σμυρνηά μου», «Μάρω μου», «γέλα προσφυγοπούλα μου», «η αρραβωνιασμένη», η «νέα Σμυρνιοπούλα», «Κατερίνα μου», «εχτές το βράδυ Χαρικλάκι», «το Μαρικάκι», «αλάνικο χαδιάρικο», «μπάρμπα-Νικολή πάει η Μαριωρή», «ε ρε ντουνιά προδότη», «χάθηκα τρελλάθηκα», «ο μοντέρνος Χαραλάμπης», «Καλλιοπάκι δυο μου μάτια», «δυο Σεβντάδες», «βρε χήρα δεν λυπάσαι;». Αλλά ο κατάλογος των έργων του δεν εξαντλείται. Δεν υπάρχει όνομα λαϊκού θήλεος που να μην έγινε μελωδία στα χέρια του συνθέτου. Μετά όλα τα ανωτέρω ο κ. Τούντας εγέννησε την «Νίνα», την «Λέλα απ’ την Καστέλλα» – διότι σ’ όλες τις γειτονιές των Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων έχει τέκνα– την «Μεγαρίτισσα», «αμάν μεράκι το προσφυγάκι», «είνε μια στο Περιστέρι», «Πειραιώτισσα γλυκειά», «Φαληριώτισσα», «Τζιτζιφιώτισσα κυρά μου», «κουκλί της Κοκκινιάς», «στον Ποδονίφτη», «στη Δραπετσώνα», «Παγκρατιώτισσα», «Ζευγολατιώτισσα», «στου Συγγρού», «η Λιλή η σκανδαλιάρα», «Γλυκειά μου Έλλη», «ίσα ρε σωφεράκι»! Και μετά το σωφεράκι με το οποίον ο συνθέτης έκανε τον γύρον των προσφυγικών συνοικισμών –για κάθε ενδεχόμενον έχει και το «αεροπλάνο θα πάρω» – εγέννησε ακόμη και την «Πολίτισσα Πριγκηπιώτισσα», προχωρώντας δε εις αλλοθρήσκους προσέθεσε σ’ αυτά την «Έβραιοπούλα μου», «Αρμενοπούλα μου», «Τουρκοπούλα μου», και συνεχίζοντας «αγοροκοριτσάρα μου», «δολοφόνισσα», «πεισματάρα», «άντε ρε χήρα άπονη», «παραπονιάρα χήρα παιχνιδιάρα», «αχ με ξέχασες Λουλού μου», «σπάστα ρήμαξτα», «ο αγαπησιάρης», «πάλι θύμωσε η μαμά σου», και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Από όλα αυτά τα πολυώνυμα θήλεα τα τσαχπίνικα, τα ναζιάρικα, τα σκανδαλιάρικα, μόνον εις την Βαρβάραν απηγορεύθη να κυκλοφορή και προ παντός να ψαρεύη διφορούμενα ψάρια στις Γλυφάδες. Ο δίσκος εις τον όποιον προσέφερε τα ψάρια της η ατυχής Βαρβάρα εκυκλοφόρησε από τον περασμένον Φεβρουάριον μέχρι του Σεπτεμβρίου, οπότε και απηγορεύθη το σερβίρισμα και κατεσχέθη ο δίσκος όπου και αν ευρίσκετο. Εις ενενήντα καταστήματα περίπου ευρέθη, ενενήντα καταστηματάρχαι εμηνύθησαν μαζί με τον συγγραφέα και τους αδελφούς Λαμπροπούλου που τον εξέδωκαν. Έτσι το τέλος της «Βαρβάρας» υπήρξεν ολίγον άδοξον. Εις 5.000 είχαν φθάσει σε ολίγους μήνας οι πωληθέντες δίσκοι, οπότε απηγορεύθη πλέον το ψάρεμα των ψαριών και της πελατείας προς μεγάλην απογοήτευσιν του καλού πατρός της.
Συνήντησα τον κ. Τούνταν εις την «Κολούμπια». Είνε έξω φρενών με αυτή την απροσδόκητη ιστορίαν, που του εδημιούργησαν ύστερα από τόση παραγωγήν.
-Δεν είχα κανένα σκοπόν να γράψω σόκιν τραγούδι. Ούτε υπήρχε κανείς λόγος. Τα περισσότερα τραγούδια μου, και έχω γράψει επάνω από εκατό, εσημείωσαν μεγάλην επιτυχίαν και όμως ποτέ δεν κατέφυγα εις το σόκιν για να κατακτήσω το κοινόν.
-Αλλά η Βαρβάρα;
-Ούτε η Βαρβάρα είνε σόκιν.
-Ομιλεί για ύποπτα ψαρέματα…
-Εγώ δεν ξέρω ψαρέματα ύποπτα!
-Για κεφαλόπουλα…
-Να κατασχεθούν τότε και τα κεφαλόπουλα από τα ψαράδικα! Εμένα έπαιξε και η στρατιωτική μπάντα στην πλατεία του Συντάγματος το «κουκλάκι μου» λαϊκό τραγούδι, και για τη «Λιλή την σκανταλιάρα» επήρα συγχαρητήρια απ’ την Αμερική… Έγραψα και τον «Χρυσαφένιο αετό» όταν ήρθε ο Βασιλεύς. Γιατί με κατηγορούν τώρα; Οι πονηροί μπορούν να πάρουν όπως τους κατέβει ένα τραγούδι. Εγώ φταίω; Ο κόσμος το εδέχθηκε με ευχαρίστησιν. Στις αρχές ακόμη που εκυκλοφόρησε ο δίσκος, ο κόσμος ζητούσε απ’ τον Βάσο Μεσολογγίτη να τραγουδήση την «Βαρβάρα» μου. Αν ήταν έτσι που το λένε, έπρεπε να προκαλή την απέχθειαν, όχι νάχη τέτοιαν επιτυχίαν. Με τη φόρα που είχε ο δίσκος θα πουλούσε 25.000 αν δεν τον απηγόρευαν. Οπωσδήποτε η δίκη προμηνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
************
αμανέδες – επιλογή στίχων
Αναστενάζω και πονώ [Παπαγκίκα]
Αναστενάζω και πονώ λυπούμαι και δακρύζω
Δεν έχω άλλον από εσέ να ελπίζω
Ανοίξετε τα μνήματα
Ανοίξετε τα μνήματα τα κόκαλα σκορπίστε
τον πλούσιο απ’ τον πτωχό να δείτε αν θα γνωρίστε.
Αφού εσύ με μίσησες [Νούρος]
Αφού εσύ με μίσησες το παν θα σε μισήσει
κι ο μισεμένος άνθρωπος δεν πρέπει για να ζήσει
Βαρύτερα απ’ τα σίδερα, Μπουρνοβαλιό [Παπαγκίκα]
Βαρύτερα απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ με μιαν αγάπη που ‘χα
ετούτο είναι το βάσανο κι όχι τα περασμένα
ανοίξανε παλιές πληγές και στάζουν μαύρο αίμα
Την μια φωτιά άλλη φωτιά στο πόνο άλλος πόνος
σε τόσα βάσανα γιατρός ο χάρος είναι μόνος
Βόσπορος [Νταλγκάς]
Η Πόλη και ο Βόσπορος είναι τ’ όνειρό μου
εκεί μένει η αγάπη μου, εκεί το βάσανό μου
Για δες τα χρόνια αυτά [Ρούκουνας]
Για δες τα χρόνια αυτά ο άνθρωπος τίποτα δεν κερδίζει
βάσανα κι αναστεναγμούς το στήθος του γιομίζει
Γνώρισα φίλους κι έλεγα [Ρούκουνας]
Γνώρισα φίλους κι έλεγα πως πάντα μ’ αγαπούσαν
μα αυτοί μπροστά μου γέλαγαν και πίσω με μισούσαν
Δάκρυα τρέχουν σαν φωτιά [Ρούκουνας]
Δάκρυα τρέχουν σαν φωτιά γύρω στα μάγουλά μου
και πέφτουνε στο στήθος μου και κάβουν την καρδιά μου
Είμαι ορφανός [Κώστας Ρούκουνας ή Σαμιωτάκη]
Είμαι ορφανός από παιδί, δεν έτυχε να δούνε
και μένα τα ματάκια μου μάνα για να χαρούνε
Έτσι μου ήτανε γραφτό γονιούς να μη γνωρίσω
ούτε αδέλφια κι αδελφές και ορφανός να ζήσω.
Βλέπω μανάδες με παιδιά και καίγεται η καρδιά μου
και με παράπονο πολύ κλαίγω τη μοναξιά μου
Όλο με αχ κι όλο με βαχ οι μέρες μου περνάνε
και πάντα βρίσκομαι ορφανός στην κλίνη που κοιμάμαι
Καρδιά μου γίνε σίδερο [Ρούκουνας]
Καρδιά μου γίνε σίδερο καρδιά μου γίνε αμόνι
να σε βαστούν αλύπητα τα βάσανα κι οι πόνοι
Βάστα καρδιά χτυπήματα μη λιώσει το κορμί σου
γιατί πολλοί θα το χαρούν για την καταστροφή σου
Βάστα καρδιά βαριά χτυπήματα
Μου λένε να μη σ’ αγαπώ [Γ.Τσανάκας]
Μου λένε να μη σ’ αγαπώ τους λέγω τι να κάνω
που ‘χω μια ώρα να σε ιδώ το νου μου τον εχάνω
Τον χάρο τον ρωτήσανε [Ατραΐδης Δημήτρης]
Τον χάρο τον ρωτήσανε πεντ’ έξι μερακλήδες
δίχως κρασί πως την περνούν στον Άδη οι μπεκρήδες
Όσο και αν αμάρτησα [Εσκενάζη Ρόζα]
Όσο και αν αμάρτησα άλλη είναι η αιτία
αφού ο κόσμος ψεύτισε και είναι όλο ατιμία
Την ξενιτιά, την ορφανιά [Παγιουμτζής Στράτος]
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα και τη λύπη
όλα μου τα ‘δωσε ο θεός κανένα δεν μου λείπει
Όταν πονάς και δεν το λες, σαμπάχ μανές [Εσκενάζυ]
Όταν πονάς και δεν το λες νομίζεις πως θα γιάνεις
χειροτερεύεις πιο πολύ μπορεί και να πεθάνεις
Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά [Νταλγκάς]
Σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά το καθετί πεθαίνει
σκέψου και συ ω άνθρωπε πως μια κακία μένει