Αρχική » Σοφία Σπανούδη, “Μουσική του ελληνικού λαού”

Σοφία Σπανούδη, “Μουσική του ελληνικού λαού”

από Άρδην - Ρήξη

Από το Άρδην τ. 86, Ιούνιος-Αύγουστος 2011

εφ. Ελεύθερον Βήμα, 7 Οκτωβρίου 1938

 

Γράφοντας την περασμένη εβδομάδα για την μουσική των Τσέχων παρέλειψα ν’ αναφέρω το έργον του νέου συνθέτου κ. Αλοΐς Χάμπα, για να τονίσω ξεχωριστά την προσπάθεια του εθνικιστού αυτού μουσουργού που αφιέρωσε όλη τη ζωή του στην αναβίωσι και την ανύψωσι της λαϊκής μουσικής της πατρίδας του. Για τον σκοπόν αυτόν εφαρμόζει στις συνθέσεις του τις κλίμακες με τα τέταρτα του τόνου, και μεταχειρίζεται τη φωνή με όλα τα φυσικά διαστήματα της ακουστικής –που πρώτος ο Πυθαγόρας έχει μαθηματικά καθορίσει– και καταρτίζει μίαν ειδική ορχήστρα εγχόρδων κουρδισμένων σε τέταρτα τόνου. Η δυσκολώτατη αυτή προσπάθεια του Χάμπα, αποβλέπει αποκλειστικώς στο να διατηρήση αναλλοίωτη και ανεπηρέαστη από κάθε ξένο ή νόθο στοιχείο την λαϊκή μουσική των Τσέχων. Για τον σκοπό του αυτόν έχει αναλάβει στο Έθνικόν Ωδείον της Πράγας μια ειδική έδρα μουσικής διδασκαλίας με τέταρτα τόνου, ανοίγοντας έτσι νέους ανεκμετάλλευτους δρόμους στους μαθητάς του για τη δημιουργία αγνής λαϊκής μουσικής.

Η ζωτικώτατη αυτή προσπάθεια του Αλοΐς Χάμπα, μας παρασύρει σε ένα πλήθος συγκριτικών σκέψεων, και μας επιβάλλει μια σύντομη ανασκόπησι της εργασίας που γίνεται στον τόπο μας για τη μουσική διαπαιδαγώγησι του ελληνικού λαού. Με μεγάλη χαρά κι ανακούφισι βλέπω τώρα τελευταία να λαμβάνωνται από το υπουργείον Πρωτευούσης και Παιδείας μέτρα προνοίας για τη λαϊκή μουσική μας, στην οποίαν και ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός παραχωρεί δικαίως το μεγαλύτερο μέρος των προγραμμάτων του. Θα είνε ευχής έργον αν η αναμορφωτική αυτή πρόνοια συνεχισθή εντονώτατα και συστηματικά. Γιατί το ό,τι γίνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια στας Αθήνας από μουσικής απόψεως είνε πραγματικώς ανεκδιήγητο. Μόλις τώρα τελευταία με τις ευεργετικές συναυλίες του Δήμου άρχισε ο ελληνικός λαός να μπαίνη στους αληθινούς κόσμους της μουσικής από τους οποίους έμενε τόσα χρόνια αυστηρά αποκλεισμένος. Η μουσική ανισορροπία που βασίλευε στην Ελλάδα ήταν ένα πρωτοφανές φαινόμενο, με το οποίον, εν τούτοις, όλοι συνθηκολογούμε χωρίς διαμαρτυρία. Από το ένα μέρος, με την εντατική εργασία των Ωδείων μας, η μουσική καλλιέργεια της νέας γενεάς έχει φθάσει τα τελευταία χρόνια σ’ ένα ζηλευτό σημείο. Εξ άλλου, το ελληνικό κοινόν τροφοδοτείται άφθονα κάθε χρόνο με τις συμφωνικές συναυλίες και τα ρεσιτάλ ξένων φημισμένων καλλιτεχνών –τρέφεται μάλιστα μέχρις υπερσιτισμού. Το ότι η μουσική αυτή τροφή τού δίνεται χωρίς καμμιά μέθοδο και χωρίς κανένα προμελετημένο σύστημα απαράλλακτα όπως θάδιναν σ’ ένα μικρό παιδί μπιφτέκια με μουστάρδα και κοκτέιλς, αντί να το ποτίσουν με αγνό γάλα –αυτό δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία στα ιλιγγιώδη χρόνια που περνούμε. Ο ελληνικός κόσμος άλλωστε, αν και στερημένος από το γάλα της μουσικής παιδείας και τον επιούσιον μουσικόν άρτον, με τον οποίον τρέφονται και μεγαλώνουν οι άλλοι προνομιούχοι λαοί, έδειξε ως τώρα πως έχει τη δύναμι ν’ αφομοιώνη κάθε είδους μουσική τροφή. Μετά τις άριες των ιταλικών μελοδραμάτων που ευφράνθηκε επί πενήντα τόσα χρόνια σαν εξ ουρανού αμβροσίαν, κατάπιε αποτόμως και χωρίς μορφασμούς τη μουσική των μπαλλέτων του Στραβίνσκι, τις ασθματικές μηχανές του Χόνεγκερ, τους μαθηματικούς ισολογισμούς του Προκόφιεφφ, από κοινού με τις αισθητικές σαπουνόφουσκες των αιρετικών συγχρόνων συνθετών –«abolis bibelots d’ inanite Sonore» κατά τον περίφημο στίχο του Μαλλαρμέ– αφού πέρασε αβρόχοις ποσί μέσα από τους ωκεανούς των συμφωνιών του Μπραμς, του Μπρούκνερ και του Μάλερ, και των θεοσοφικών εκστάσεων του Σκριάμπιν. Δεν μιλώ εδώ για τις μετρημένες και ανεπαρκείς, δυστυχώς, εκτελέσεις του Μπαχ, του Μόζαρτ και του Μπετόβεν, που είνε αι ιεραί Γραφαί της μουσικής θρησκείας των αιώνων, και από τη διδασκαλία των οποίων αρχίζουν να τρέφωνται οι άλλοι λαοί.

Παραπλεύρως όμως με τον μουσικό αυτό υπερσιτισμό των αστικών τάξεων, σκέφθηκε ποτέ κανείς αράγε ως τώρα, με τι είδους μουσικά εδέσματα τρέφεται ο ελληνικός λαός, αυτός που αποτελεί τον καθαυτό πυρήνα της εθνικής μας υποστάσεως; Η μουσική κατάπτωσις, η μουσική κατωτερότης, ο μουσικός εκφυλισμός του ελληνικού λαού, έχει συντελεσθή με την καταπληκτική διάδοσι των κακόζηλων δίσκων του γραμμοφώνου, που είνε η μόνη ανέξοδη κι εύκολη απόλαυσις του διψασμένου μουσικώς κοσμάκη. Σε κάθε υπαίθριο και υπόγειο κέντρον, σε κάθε συνοικιακό καφενείο, σε κάθε απόμερη αυλή, σε κάθε γωνία προσφυγικού συνοικισμού, τα γραμμόφωνα απ’ το πρωί ως το βράδυ οργιάζουν. Μα στα ρεπερτουάρ των τραγουδιών που διάλεξαν οι ασυνείδητοι επιχειρηματίαι, μάταια θ’ αναζητήσωμε τα ωραία επτανησιακά τραγούδια του Τσακασιάνου, που αναφέρει με τόση αγάπη ο Παλαμάς στα «Προλεγόμενά» του της έκδόσεως του Σολωμού, και που έθρεψαν με τον ρωμαντικό αισθηματισμό τους τόσες ευγενικές νεολαίες. Αλλ’ ούτε τις ωραίες παροίνιες καντάδες θ’ ακούσωμε, ούτε του Ναπολέοντος Λαμπελέτ και του Ροδίου τις πλαστικές μελωδίες, ούτε του Κοκκίνου τα γνήσια ελληνικά τραγούδια, που είνε αληθινά διαμάντια του είδους. Ως τώρα κυριαρχούσε ο απαίσιος ανατολίτικος αμανές με την αναπόδραστη διαστροφή του λαϊκού μουσικού ενστίκτου, που κατεργάσθηκε επί τόσα χρόνια εις βάρος τού ελληνικού λαού. Τώρα τελευταία έχει απαγορευθή. Εκείνοι που έλαβαν αυτό το μέτρον –επί τέλους!- είνε πραγματικά άξιοι εθνικής ευγνωμοσύνης. Μα επείγει ν’ απαγορεύσουν αυστηρά εξ ίσου και την «Παξιμαδοκλέφτρα», την «Κακούργα πεθερά», το «Ξύσου γέρο», το «Λάζικο», τον «Ταμπαχανιώτικο», τον «Χασικλή», τον «Γκαρίπ Χετζά», το «Γκελ-γκελ Μπαρυσαλούμ» και πλείστα παρόμοια ακατονόμαστα τουρκόφωνα κι αλβανόφωνα κομμάτια, ταπεινά, χυδαία και γαιώδη, που χαμοσέρνουν την τέχνη των ήχων στα βρωμερώτερα επίπεδα της μουσικής ρυπαρογραφίας, και που αποτελούν ως σήμερα το άπαντον των μουσικών απολαύσεων του ελληνικού λαού.

Όλα αυτά τα «θλιμμένα απομεινάρια της σκλαβιάς και του χαμού» μεταφυτεύθηκαν και ρίζωσαν εδώ, κάτω από το διαυγέστατο ουρανό της Ελλάδος, χωρίς να μεταγγίζουν καν τη χάρι της «λαγγεμένης Ανατολής» του Ποιητή μας, ούτε καν κανένα της θέλγητρο. Γιατί μεταφυτεύθηκαν πρόχειρα, χωρίς εκλεκτισμό κανένα, από τα χειρότερα bas-fonds της Μικρασίας και του Πόντου, μοιραίως και τυχαίως, για να συναποτελέσουν με τα ιθαγενή «ρεμπέτικα» τραγούδια ένα ρεύμα δυσώδους μουσικού οχετού, μέσα στον οποίον σέρνεται ανερμάτιστος ο ελληνικός λαός.

Μετά την απολυτρωτική κατάργησι του αμανέ στην ελεύθερη Ελλάδα, δεν έχω αμφιβολία ότι ο οχετός αυτός θα εκλείψη, και θα εξυγιανθή καταλλήλως η μουσική λαϊκή μας ατμόσφαιρα. Για την προσπάθεια όμως αυτή χρειάζεται μεγάλη σύνεσις και φωτισμένη εργασία. Επιβάλλεται να καταρτισθή μια υπεύθυνη επιτροπή από τους κορυφαίους Έλληνας συνθέτας, τους μόνους που είνε άξιοι να ρίξουν αμείλικτα στη φωτιά κάθε ταπεινό κι ανάξιο στοιχείο, αλλά και να κοσκινίσουν καλά τη λαϊκή μουσική μέσα στην οποία μπορούν ν’ ανακαλύψουν, ανέλπιστα κάποτε, και κανένα διαμαντάκι γνήσιο, απ’ εκείνα που ξιππάζουν και μαγεύουν τους μεγάλους ξένους συνθέτας με την πρωτοτυπία και τον αυθορμητισμό τους. Παρόμοια λουλούδια, που άνθησαν αναπάντεχα μέσα στην ιλύ των παντοίων ρευμάτων της λαϊκής μας μουσικής, θαύμασαν χωρίς επιφυλάξεις ο Μωρίς Ραβέλ και ο Έττορε Ρομανιόλι, και τ’ ανακήρυξαν με όλο το κύρος τους, αριστουργήματα του είδους: Το «Γιαρούμπι» και το «Γελεκάκι».

Θα μου επιτραπή σήμερα να υποδείξω στους μουσικούς μας ένα ακόμα λαϊκό αριστούργημα «Το Αλάνι» –άγνωστο και άσημο τραγούδι, που ξεχωρίζει μέσα στο κοινότοπο ρεπερτόριο της Ρόζας. Την ανακάλυψί του χρωστώ σ’ ένα νέο καλλιτέχνη, τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, φανατικό κι εμπνευσμένο εκζητητή του λαϊκού ωραίου στην κάθε τέχνη. Από την πρώτη ακρόασι του ιδιότυπου αυτού τραγουδιού, συμμερίσθηκα ανεπιφύλακτα τον ενθουσιασμό του. Πρόκειται για μια εντελώς ψυχόρμητη και συγκινητική δημιουργία άξια για ξεχωριστή ανάλυσι, η οποία θ’ αποτελούσε συγχρόνως και την απολογία του «αλανιού».

ΣΠΑΝΟΥΔΗ ΣΟΦΙΑ
(Κων/πολη 1878 – Αθήνα 1952)

Μουσικός, δημοσιογράφος, μουσικοκριτικός και λογία. Ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν διαπιστευμένος (είδος πρεσβευτή) των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη (Καπού Κεχαγιάς). Φοίτησε για 5 χρόνια ως υπότροφος (εσωτερική) στη Ζάππειο Σχολή της Κων/πολης, όπου και μυήθηκε στη μουσική, έχοντας για δάσκαλο έναν μαθητή του Λιστ, τον Φρανς Ντε Λα Σούντα. Συνέχισε σπουδές στο Ωδείο της Δρέσδης και τελειοποιήθηκε στο πιάνο, ενώ παρακολουθούσε επίσης μαθήματα ιστορίας της μουσικής με τον διάσημο μουσικολόγο και φίλο του Βάγνερ, Φέλιξ Ντραίσκε. Απεφοίτησε το 1902 με Α΄ βραβείο και επέστρεψε στην Κων/πολη, όπου επιδόθηκε στη διδασκαλία του πιάνου. Διετέλεσε καθηγήτρια πιάνου της κόρης του σουλτάνου και οργάνωσε επιτυχημένες συναυλίες στην Οδησσό και σε άλλες πόλεις (μαθητές της υπήρξαν: ο Μ. Καλομοίρης, ο Γ. Καζάσογλου, η Μ. Μερλιέ, και πολλοί άλλοι).

Το 1910 παντρεύτηκε το δημοσιογράφο Κ. Σπανούδη, του οποίου υπήρξε ένθερμη συμπαραστάτρια στους αγώνες για τον υπόδουλο Ελληνισμό και πιστή συνεργάτις στην εφημερίδα Πρόοδος, δημοσιεύοντας πολιτικά άρθρα, επιφυλλίδες και χρονογραφήματα. Στην Κων/πολη πρωτοστάτησε επίσης στο γλωσσικό ζήτημα και αγωνίστηκε με θάρρος για την επιβολή ενός ήπιου δημοτικισμού. Έδωσε ρεσιτάλ και μετέσχε σε συναυλίες, ενώ στο Παρίσι παρακολούθησε ανώτατα μαθήματα μουσικολογίας και δημοσίευσε πολλά μουσικά άρθρα στην επιθεώρηση Μουσικός Κόσμος. Ταυτόχρονα σπούδαζε φιλολογία και φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης για την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, μένοντας στο Παρίσι με τον σύζυγό της, δημοσίευσε στη Φιγκαρό αποκαλυπτικό άρθρο για τα ελατήρια της φιλοτουρκικής στάσης του Πιέρ Λοτί, που αρθρογραφούσε κατά της Ελλάδος στην Εκό Ντε Παρί. Το άρθρο αυτό (για τη δημοσίευση του οποίου η κυβέρνηση Βενιζέλου πλήρωσε τότε 50.000 γαλλικά φράγκα στη διεύθυνση της Φιγκαρό!…) είχε ευνοϊκότατη απήχηση στους κύκλους της Διάσκεψης και υπήρξε πολύ διαφωτιστικό για τα ελληνικά δίκαια.

Μετά την Μικρασιαστική Καταστροφή, η Σπανούδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1922) και αφιερώθηκε αποκλειστικά στη μουσική. Ασχολήθηκε με τη μουσικοκριτική και διετέλεσε καθηγήτρια στο Εθνικό και το Ελληνικό Ωδείο, μέλος ΔΣ της ΕΛΣ και άλλων μουσικών Ιδρυμάτων, τακτική συνεργάτις της Ραδιοφωνίας, κ.λπ. Ταυτόχρονα ανέλαβε μουσικοκριτικός σε διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, όπως: Ελεύθερος Τύπος, Πρωΐα, Τα Νέα, Μessager d’ Athènes, Νέα Εστία, Μουσικός Κόσμος. Συνέγραψε επίσης πολλά βιβλία, όπως: Η μουσική ψυχογραφία των λαών, Τα εκατό χρόνια της ελληνικής μουσικής, Ο Ρωμαντισμός στη μουσική, Χαρακτηρισμοί των Ελλήνων συνθετών και του έργου των, Το ελληνικό και λαϊκό τραγούδι, Ο μεγάλος ανθρωπιστής Βαν Μπετόβεν, Η εξέλιξις της ελληνικής μουσικής από το 1821 μέχρι των ημερών μας (στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου), το μυθιστόρημα Ανθισμένο μονοπάτι, Πολίτικα διηγήματα και αρκετές μελέτες για τη ζωή των μεγάλων μουσουργών και την ερμηνεία των έργων τους. Μετέφρασε επίσης την Ιστορία της Μουσικής του Πωλ Λαντορμύ, κ.ά.

Εργάστηκε με πάθος για την ανάπτυξη της μουσικής στην Ελλάδα και όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά ο Καλομοίρης γι’ αυτήν: «Προφήτευε, εμψύχωνε, ανύψωνε τον αγώνα για την ελληνική μουσική δημιουργία…» Τέλος, από κοινού, Καλομοίρης και Μητρόπουλος της απένειμαν τον αρμόζοντα χαρακτηρισμό: «Μάνα της ελληνικής μουσικής».

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ