Αρχική » Το ΚΚΕ για το ρεμπέτικο: διάλογος μέσα από τον Ριζοσπάστη

Το ΚΚΕ για το ρεμπέτικο: διάλογος μέσα από τον Ριζοσπάστη

από Άρδην - Ρήξη

Στις συγκρούσεις ντόπιων-προσφύγων για τη διανομή των Ανταλλάξιμων Κτημάτων, η Δεξιά (Λαϊκό Κόμμα) ξεσήκωνε τους ντόπιους με σύνθημα: «Να φύγουν οι ματζίριδες (σ.τ.σ. πρόσφυγες)… να φύγει ο Βενιζέλος». Ειδικά στις εκλογές του 1928 οι συγκρούσεις ήταν πολλές και μαζικές. Η στάση του ΚΚΕ, με πρωτεργάτες τους Έλληνες πρόσφυγες απ’ τον Καύκασο, ήταν: συμφιλίωση και ενιαίος ταξικός αγώνας.
Ριζοσπάστης, 31-10-1933

Σε καμιά ανάλυση δεν θα υπάρχει η αποδοχή του δικαιώματος πολιτικού αυτοκαθορισμού στις πατρίδες τους ενάντια στη βούληση του κράτους, το οποίο αντιμετωπίζεται ως εθνικό τουρκικό ακόμα και στην οθωμανική εποχή του. Ούτε και θα κατατεθεί ποτέ ταξική ανάλυση των συνθηκών που υπήρχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λίγο πριν την οριστική διάλυσή της. Για το ΚΚΕ τα γεγονότα ήταν απόρροια συνωμοσιών, εθνικισμών, ιμπεριαλισμών και έξωθεν επεμβάσεων. Η ξεκάθαρη αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη, δεκατρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιβεβαίωνε μια δογματική πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων: «Η μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία, μα και τη επιδιώξαμε». Η φράση «μα και την επιδιώξαμε» ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα στην εφημερίδα, για να τονιστεί ακριβώς η στάση του κόμματος.

Η κυνική αυτή πολιτική και ιδεολογική στάση της Αριστεράς απέναντι στους προσφυγικούς πληθυσμούς θα αγγίξει και τον πολιτισμό τους και θα οδηγήσει σε ακρότητες. Αυτό θα συμβεί με τον χαρακτηρισμό του ρεμπέτικου τραγουδιού ως «όπλου υποταγής των μαζών στα χέρια των καταπιεστών τους», «αντεπαναστατικού», «λούμπεν», «τουρκομερίτικου». Η άποψη της αριστερής διανόησης ήταν ότι το ρεμπέτικο είναι κάτι ξένο, ότι διαμορφώνεται από τα μελωδικά υπολείμματα του Τούρκου κατακτητή και κείνα τα μελωδίσματα που μας φέρνουν τα πληρώματα των καραβιών από τα τούρκικα λιμάνια. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση των «προοδευτικών» μουσικών σωματείων κατά τα τέλη του ’46, με την οποία ζητήθηκε από το υπουργείο Παιδείας να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα για να σταματήσει η διάδοση του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι διανοούμενοι εκείνης της Αριστεράς αποδέχονταν μόνο τα «λίγα τραγούδια της νεώτερης αντίστασης του λαού μας και εκείνα που στο μέλλον θα γραφτούν γι’ αυτήν».
Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 1946 με την οδηγία του γενικού γραμματέα της ΕΠΟΝ για τους κινδύνους διαφθοράς της νεολαίας. Στη συνέχεια, με ένα κείμενο του Γ. Σταύρου, στο Όργανο Πολιτικού Σχηματισμού των Κομμάτων του ΕΑΜ, αρχίζει η αντιπαράθεση της Αριστεράς προς το ρεμπέτικο τραγούδι και τάσσεται αλληλέγγυα με τα Μουσικά Σωματεία. Η απόφαση των μουσικών σωματείων προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση από τις στήλες του Ριζοσπάστη, όπου για πρώτη φορά διατυπώθηκε μια θετική κριτική προς το ρεμπέτικο από τον Φοίβο Ανωγειανάκη. Η μέχρι τότε πραγματικότητα εκφράστηκε από τον Ν. Πολίτη σε επιστολή του: «Ύστερα από το μεγάλο μάθημα της Αντίστασης, έγινε ολοφάνερο το χάσμα που μας χωρίζει στην τέχνη από τον λαό και προβάλλει καθαρά η ανάγκη να βρούμε το σημείο της επαφής».

Πάντως, όπως αναφέρει ο Τάσος Βουρνάς, μέχρι το 1961 η άποψη της κομματικής ορθοδοξίας ήταν ότι «το ρεμπέτικο ανασύρθηκε από τα καταγώγια της διαφθοράς για να γίνει όπλο υποταγής των μαζών στα χέρια των καταπιεστών τους, που το διαδίδουν με σοφή μεθοδικότητα, θέλοντας μ’ αυτό να κρατούν το λαό υποχείριο σ’ ένα αβυσσαλέο τέλμα ψυχικής κατάπτωσης…» Ο Π. Παναγιωτόπουλος σημειώνει: «Όμως, η ευρεία αποδοχή τους από τον λαϊκό πληθυσμό ισοδυναμούσε με την κατάρρευση της επίσημης γραμμής του Κομμουνιστικού Κόμματος για το ρεμπέτικο και το λαϊκό και σχετίστηκε ιστορικά με την ήττα του αριστερού κινήματος».

Το ρεμπέτικο τραγούδι

του Φοίβου Ανωγειανάκη
Ριζοσπάστης, 28 Ιανουαρίου 1947

Τελευταία, με μία απόφαση που πήραν τα μουσικά μας σωματεία, ζητείται από το υπουργείο Παιδείας να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα για να σταματήσει η διάδοση του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού. Η κίνηση αυτή αγκάλιασε σιγά σιγά τους μουσικοκριτικούς και χρονογράφους μας (Σ. Σπανούδη, Π. Παλαιολόγο κ.ά.), που σε συζητήσεις και άρθρα τους καταπιάστηκαν με την «ηθική» και καλλιτεχνική του αξία, όπως και με την επίδραση που έχει ιδιαίτερα στη νέα γενιά.

Αφορισμοί «εν ονόματι» της ηθικής που κινδυνεύει, ή πρόχειρη αξιολόγηση του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού έτσι όπως παρουσιάζεται στην κοσμική ταβέρνα – ας το προσέξουμε αυτό – εμπόδισαν μια κριτική τοποθέτησή του, δημιουργώντας θόρυβο και σύγχυση.

Ασφαλώς, δεν αρκούν μόνο τα κριτήρια της δυτικής μουσικής μας μόρφωσης για να πλησιάσουμε και μελετήσουμε το ρεμπέτικο τραγούδι, όταν μάλιστα συνοδεύονται από την «τρέχουσα» αντίληψη για την ηθική. Πολλές πλευρές του είναι φυσικό να μας ξενίζουν. Έχουμε τόσο απομακρυνθεί απ’ τις πηγές του ακολουθώντας το δικό μας δρόμο, που κάποτε με δυσκολία ξαναβρίσκουμε τους εαυτούς μας.

Η στήλη αυτή κι άλλοτε έχει ασχοληθεί –εντελώς περιορισμένα– με το σύγχρονο λαϊκό αστικό τραγούδι, δηλ. το ρεμπέτικο. H παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο της βυζαντινής μουσικής, όσο κι αν εκπλήσσει μερικούς, συνεχίζεται σ’ αυτά τα τραγούδια που είναι μία γνήσια μορφή σημερινής λαϊκής μουσικής. Διαφορετικές συνθήκες και όροι ζωής δημιούργησαν το δημοτικό τραγούδι. Η μάχη, η φύση, το βουνό κι ο κάμπος, το πανηγύρι, στάθηκαν οι πηγές του. Άλλοι όροι ζωής γεννούν το σύγχρονο λαϊκό, αστικό τραγούδι. Η ζωή των αστικών κέντρων. H γρήγορη κοινωνική διαφοροποίηση που συντελείται μετά την απελευθέρωση του ’21, οδηγεί σε διαφορετικούς δρόμους τη μουσική δημιουργία. Η μουσική της Δύσης παρασύρει τους «μορφωμένους» μας, που στην αρχή κόβουν κάθε δεσμό με τη βρυσομάνα του δημοτικού τραγουδιού.

Απ’ την άλλη μεριά όμως, τα λαϊκά στρώματα που μένουν μακριά απ’ την επιρροή της – η δαπανηρή της εκπαίδευση κι η δύσκολη ζωή τους δεν το επιτρέπουν – εξακολουθούν να τραγουδούν. Αυτή τη φορά όμως, τη ζωή τους στις πόλεις. Η αγάπη κι ο έρωτας, οι μιζέριες της ζωής, πολλές φορές αισθήματα φυγής, πειραχτικής διάθεσης ή χιούμορ, γίνονται θέματα στα τραγούδια τους. Η τραγικότητα συνυφασμένη με την ειρωνεία, ο λυρισμός με την αφηγηματική πεζότητα, πολλές φορές πραγματώνονται σε υπέροχες μελωδικές μορφές. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η πρωτότυπη μελωδική τους γραμμή. Ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει επιστημονική ανάλυση της συγγένειας των τραγουδιών αυτών με το δημοτικό τραγούδι –μουσικές κλίμακες, ύφος, καταλήξεις κ.λ.π.– ούτε ακόμα και μία αισθητική αξιολόγησή τους. Τα λόγια, στενά δεμένα με τη μουσική –τις περισσότερες φορές ο ποιητής είναι και ο μουσουργός– μας έχουν δώσει, όχι λίγες φορές έως τα σήμερα, ποιήματα που πολλοί ποιητές μας θα ζήλευαν την απλότητα μα και την έντασή τους, το καλοτοποθετημένο επίθετο, την ανεπιτήδευτη εκφραστική τους δύναμη. Να ένα απ’ αυτά: «Η Βροχούλα». Μουσική και ποίηση του Μητσάκη.

Συννέφιασε, συννέφιασε. Συννέφιασε ο ουρανός.
Ο ουρανός συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε.
Ξεκίνησα, ξεκίνησα, ξεκίνησα για να σε βρω.
για να σε βρω ξεκίνησα, που τόσο σ’ αποθύμησα.
Δυνάμωσε, δυνάμωσε. Δυνάμωσε και η βροχή.
Και η βροχή δυνάμωσε, στο δρόμο που μ’ αντάμωσε.

Και τόσα άλλα θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν, όπως το «Αρχόντισσά μου συ τρανή, κουράστηκα να σ’ αποκτήσω…», « Το κομπολογάκι», που κάτω απ’ την ειρωνεία των στίχων και της μουσικής του, αισθάνεται κανείς βαθύτερα μία σαρκαστική διάθεση σάτιρας για ένα τόσο πραγματάκι, πουενώ είναι ένα βάσανο, έχει καταντήσει απαραίτητο.

Κοντά σ’ αυτά τα τραγούδια, συναντάει κανείς και μερικά που τραγουδούν το χασίσι. Ασφαλώς είμαστε και μεις σύμφωνοι πως μία τέτοια μουσική και ποίηση δε μπορεί να μας ενδιαφέρει. Κι ακόμα συμφωνούμε για την κακή της επίδραση, που την καταδικάζουμε.
Όμως δεν έχουμε την αφέλεια να πιστεύουμε πως μπορεί να σταματήσει μία τέτοια μουσική με «απόφαση» του υπουργείου Παιδείας ή της Αστυνομίας. Αν το κράτος ενδιαφερόταν πραγματικά για ένα τέτοιο πράγμα, θα έπρεπε να επέμβει σταματώντας το εμπόριο του χασισιού. Μα όλοι μας ξέρουμε πόσα συμφέροντα οικονομικά κρύβονται πίσω του. Ή, ακόμα καλύτερα, τι προσπάθεια γίνεται για να περνά όσο μπορεί περισσότερο απ’ αυτό το δηλητήριο στο λαό. Ας θυμηθούμε πόσα εκατομμύρια Κινέζοι βρίσκονται για τον ίδιο λόγο κάτω απ’ την αποχαυνωτική επίδραση του οπίου.

Ο λαός δεν είναι, φυσικά, καθόλου υπεύθυνος. Όμως μέσα στους όρους αυτής της κοινωνικής αθλιότητας, δημιουργούνται αυτά τα τραγούδια που ασφαλώς εκφράζουν καθυστερημένες κοινωνικές καταστάσεις. Με τέτοια τοποθέτηση και μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, νομίζουμε πως θα είχε αποτέλεσμα ένας αγώνας. Να υπενθυμίσουμε στα μουσικά μας σωματεία πως πριν απ’ αυτό θα πρέπει να επέμβουν – κι εδώ έχουν και τη δύναμη και τον τρόπο – στη μουσική ορισμένων ταγκό και σουίνγκ που αληθινά διαφθείρουν τον κόσμο;

Επιστολή του Α. Ξένου
Ριζοσπάστης, 4 Φεβρουαρίου 1947

Αγαπητέ «Ρίζο»,
Σου στέλνω αυτό το σημείωμα με τη θερμή παράκληση να το δημοσιεύσεις.
Ο Φ. Ανωγειανάκης, στη σύντομη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 28ης Ιανουαρίου για το ρεμπέτικο τραγούδι, παίρνει, κατά τη γνώμη μου, μία θέση που δεν ανταποκρίνεται στη νεοελληνική πραγματικότητα.

Και πρώτα-πρώτα, όταν τα μουσικά σωματεία έκαναν τη διαμαρτυρία σχετικά με το ρεμπέτικο τραγούδι, είχαν υπ’ όψη τους και τις καλές και τις κακές πλευρές του. Ωστόσο όμως, νόμισαν πως για σήμερα περισσότερο μας πονούσε το κακό που προκαλεί η αρρωστιάρικη ατμόσφαιρα του ρεμπέτικου, χασικλίδικου πορνογραφικού τραγουδιού, παρά η συζήτηση για την αξιολόγηση μερικών ωραίων μελωδιών του είδους αυτού, άλλωστε αυτές δεν είναι δυνατόν να τις ξεχωρίσουμε από το περιεχόμενό τους.
Και τώρα ας έρθουμε στη θέση που παίρνει ο αρθρογράφος. Σ’ ένα σημείο μάς λέει ότι: «Η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο της βυζαντινής μουσικής, όσο κι αν εκπλήσσει μερικούς, συνεχίζεται σ’ αυτά τα τραγούδια (τα ρεμπέτικα)». Την ίδια θέση έχει πάρει και ο κ. Καλομοίρης σε σχετικό άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο Έθνος. Νομίζω πως η θέση αυτή είναι βασικά λαθεμένη, και να γιατί: Το δημοτικό τραγούδι έχει μια μακρόχρονη παράδοση, δημιουργείται στην πάλη του Νεοέλληνα για να κρατήσει τις παραδόσεις του, να διαμορφώσει την εθνότητά του, ν’ αποτινάξει το ζυγό.

Ζυμώνεται με τις πιο ευγενικές ηρωικές παραδόσεις και πολύπλευρα αγκαλιάζει την πλειοψηφία του λαού και γίνεται ο φορέας της ανόδου του. Ενώ το ρεμπέτικο τραγούδι είναι ακριβώς η αντίθεση, μία από τις αντιθέσεις που κλείνει μέσα της η αστική τάξη στην παρακμή της. Παρουσιάζεται σ’ εμβρυώδη κατάσταση πριν από τους πολέμους. Μα από τα 1897, 1912, και κυρίως με τη μικρασιατική καταστροφή παίρνει πιο ξεκαθαρισμένη μορφή: Διαμορφώνεται από τα μελωδικά υπολείμματα του Τούρκου κατακτητή και κείνα τα μελωδίσματα που μας φέρνουν τα πληρώματα των καραβιών από τα τούρκικα λιμάνια. Έτσι το ρεμπέτικο τραγούδι περνάει από ορισμένα νησιά του Αιγαίου και ριζοβολάει στον Πειραιά. Αργότερα η λατέρνα και το γραμμόφωνο το φέρνουν στην ΑΘήνα και σε μερικά περίχωρα. Τραγουδιέται από τα πιο λούμπεν στρώματα που δημιούργησε η εξαθλιωτική οικονομική τακτική της κεφαλαιοκρατίας. Μέσα στους οίκους ανοχής, σε κάθε είδους κακόφημες ταβέρνες, στους τεκέδες, γίνεται το τραγούδι του νταή, του μακαντάση αγαπητικού, του χασισοπότη, πρεζάκια κ.λ.π. Είναι φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων, στον ξεπεσμό μιας μερίδας της αστικής τάξης. Όσο για το επιχείρημα του Ανωγειανάκη ότι το ρεμπέτικο τραγούδι συγγενεύει με το δημοτικό, λόγω των αναλογιών που μπορεί κανείς να βρει σε κλίμακες, ύφος, καταλήξεις κ.λ.π. δε στέκεται, γιατί τέτοιες αναλογίες συναντά κανείς συχνά και στα δημοτικά τραγούδια των γειτονικών μας χωρών. Στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε: «Έχουμε τόσο απομακρυνθεί από τις πηγές του (του ρεμπέτικου) ακολουθώντας το δικό μας δρόμο, που κάποτε με δυσκολία ξαναβρίσκουμε τους εαυτούς μας». Νομίζω πως τους εαυτούς μας δε θα τους βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά στα λίγα τραγούδια της νεώτερης αντίστασης του λαού μας και σε κείνα που στο μέλλον θα γραφούν γι’ αυτήν.

Μας είναι γνωστοί οι ιστορικοί λόγοι που μας επιτρέπουν να πούμε σήμερα πως συνεχιστής του δημοτικού τραγουδιού είναι το τραγούδι του καινούργιου ΄21 κι όχι το ρεμπέτικο, όπως υποστηρίζει o Ανωγειανάκης.

Όλα αυτά όμως που αναφέραμε παραπάνω δε μας εμποδίζουν να πούμε ότι οι καλές πλευρές του ρεμπέτικου τραγουδιού στο μέλλον θα πρέπει να μελετηθούν και να αξιοποιηθούν. Είναι μάλιστα χρέος μας να τις εξελίξουμε, δίνοντάς τους ένα κοινωνικό περιεχόμενο χρήσιμο για το λαό μας.

Φυσικά, τo θέμα δεν μπορεί να εξαντληθεί μ’ ένα μικρό σημείωμα. Ελπίζω να συνεχιστεί, να συμπληρωθούν οι θέσεις πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι και να μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε για την εξέλιξή του, ιδιαίτερα από τη γερμανική κατοχή κι έπειτα. Θα πρέπει ακόμη να δείξουμε τι είδους επίδραση είχε πάνω του τόσο το δημοτικό τραγούδι, όσο και ο ευρωπαϊκός δυτικός πολιτισμός.

Επιστολή  του Νίκου Πολίτη
Ριζοσπάστης, 23 Φεβρουαρίου 1947

Αγαπητέ «Ριζοσπάστη»,
Ας μου επιτραπεί ν’ ανακατευτώ στη συζήτηση για το ρεμπέτικο τραγούδι, επειδή νομίζω πως είναι μια εκδήλωση που ξεπερνά τα μουσικά και μόνο ενδιαφέροντα.

Το γράμμα μου είναι κυρίως για την απάντηση του Α. Ξένου που όπως πιστεύω, δε συμπλήρωσε, παρά σύγχυσε τα όσα ειπώθηκαν από τον Φ. Ανωγειανάκη. Άλλωστε τη χαρακτηρίζει και μια ουσιαστική αντίφαση. Δηλαδή ενώ προσπαθεί ν’ αντικρούσει με αμφίβολα επιχειρήματα τις θέσεις του Α., καταλήγει να συμφωνήσει μαζί του στο ότι «οι καλές πλευρές του ρεμπέτικου πρέπει στο μέλλον να μελετηθούν και ν’ αξιοποιηθούν».

Αλλά ας δούμε τα λάθη του. Γράφει ο Ξ.: «Το δημοτικό τραγούδι δημιουργείται στην πάλη του Νεοέλληνα για να κρατήσει τις παραδόσεις του, να διαμορφώσει την εθνότητά του, ν’ αποτινάξει το ζυγό. Ζυμώνεται με τις πιο ηρωικές κι ευγενικές παραδόσεις του».

Σύμφωνοι έως ένα σημείο. Το βασικό του όμως λάθος είναι πως παραλληλίζοντας το δημοτικό τραγούδι με το ρεμπέτικο, καταπιάνεται, όπως φαίνεται καθαρά, με μια μονάχα από τις εκδηλώσεις του πρώτου, το «κλέφτικο», ενώ το δεύτερο το βλέπει στο σύνολό του. Γιατί, αν ήταν αλλιώς, τότε τι δουλειά έχουν τα ακριτικά τραγούδια με τη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνότητας ή μερικές παραλλαγές όπως «Η μάνα η φόνισσα», κι «Η μάνα που ερωτεύτηκε το γιο της», με τις πιο ευγενικές παραδόσεις μας;
Κανείς δεν αρνιέται τη σημασία και τον ηρωισμό του κλέφτικου τραγουδιού. Όμως πλάι στον ηρωισμό υπάρχει στη ζωή και το πάθος, και μιας και υπάρχει, για το λαϊκό τραγουδιστή δε γεννιέται ζήτημα ηθικολογίας, αλλά ανάγκη έκφρασής του. Έτσι και στο ρεμπέτικο, μιας και τα πάθη υπάρχουν, ο λαός, όσο κι αν φιλολογούμε κι απαγορεύουμε, θα τα εκφράσει (έρωτας – βάσανα – μίσος – αστείο – πάθος) και στην έκφρασή του αυτή τα χασικλίδικα, που όλοι καταδικάζουμε την αφορμή κι όχι τ’ αποτέλεσμα, είναι μικρό ποσοστό, όπως μικρό είναι το ποσοστό των αναλόγων στη δημοτική ποίηση.

Κι ας προχωρήσουμε. «Τραγουδιέται το ρεμπέτικο», γράφει ο Ξ., «από τα πιο λούμπεν στρώματα σε οίκους ανοχής, τεκέδες κ.λ.π. κι είναι φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων στον ξεπεσμό μιας μερίδας της αστικής τάξης». Εδώ πια τα επιχειρήματα γίνονται απαράδεκτα απ’ όποια μεριά κι αν τα δούμε. Και πρώτα απ’ όλα, από πού κι ως πού το λούμπεν είναι μια ξεπεσμένη μερίδα της αστικής τάξης; Κι έπειτα, πώς γίνεται σήμερα λαϊκό γλέντι σε σπίτι ή σε συγκέντρωση χωρίς ρεμπέτικο τραγούδι, μιας κι αυτό με το ζωντανό περιεχόμενό του συγκινεί και εκφράζει τη λαϊκή ψυχή; Γιατί είναι «νταής και μακαντάσης» εκείνος που θα τραγουδήσει «Αρχόντισσά μου εσύ τρανή» στην αγαπητικιά του και δεν είναι χυδαίος αυτός που έγραψε το: «Κάνε μου το χατίρι», και που όμως τον παραδέχονται τα μουσικά μας σωματεία; Και γιατί δεν έχει ηρωισμό κι ιπποτισμό ο συνθέτης του «Άντε το μαλώνω το μαλώνω, κι ύστερα το μετανιώνω», κι έχει ο νταής και μακαντάσης του «Θα σε σφάξω και θα σε πνίξω» των διαφόρων ταγκό;

«Αλλά τους εαυτούς μας», γράφει ο Ξ., «δε θα τους βρούμε ξαναγυρνώντας στο ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά στα λίγα τραγούδια της νεώτερης αντίστασης του λαού μας». Εδώ η φιλολογία είναι εύκολη. Γιατί, όταν γράφει ο Φ. Ανωγειανάκης ότι θα ξαναβρούμε τους εαυτούς μας, εννοεί πολύ καθαρά τη μουσική μας παράδοση που υπάρχει και συνεχίζεται μέσα στις κλίμακες, στο ύφος και στις φράσεις του ρεμπέτικου, κι ας μελετήσει καλά ο Ξ. την περίφημη φράση του «Αρχόντισσά μου», κι όχι βέβαια στα λόγια ορισμένων. Δεν πιστεύω να παραδέχεται ο Α. Ξένος πως υπάρχει λαϊκή παράδοση και ύφος στη μουσική των τραγουδιών της Αντίστασης, μιας κι είναι γνωστοί κι οι συνθέτες τους, ο ίδιος είναι ένας απ’ αυτούς, και τα καθαρά δυτικά μέτρα στις διαρθρώσεις των συνθέσεών τους. Το γιατί, δε θα το εξετάσουμε σήμερα. Κι έπειτα είναι γνωστό πως, μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, η προσωπική δημιουργία είναι πολύ πιο εύκολο να δώσει τους καρπούς της.

Σήμερα, ύστερα από το μεγάλο μάθημα της Αντίστασης, έγινε ολοφάνερο το χάσμα που μας χωρίζει στην τέχνη από το λαό και προβάλλει καθαρά ή ανάγκη να βρούμε τα σημεία της επαφής. Και τα σημεία αυτά θα τα βρούμε στις σύγχρονες λαϊκές εκδηλώσεις, εξετάζοντάς τις με λιγότερη προχειρότητα και με σοβαρότερους χαρακτηρισμούς.

**************

Οι φάμπρικες
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Πρώτη εκτέλεση: Β. Τσιτσάνης & Μαρίκα Νίνου

Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράζει
οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά
για να δουλέψουνε όλη τη μέρα
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία
και άλλες δουλεύουν στα αργαλειά
στα καπνομάγαζα στα συνεργεία
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία
έχουνε μάθει να ζουν απλά
στάζει ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!
Σφυρίζει η φάμπρικα σαν θα σχολάσουν
κορίτσια-αγόρια ζευγαρωτά
με την αγάπη τους θα ξαποστάσουν
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!

Αρχηγό μου έχω τον Άρη
Στίχοι: Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Μουσική: Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

Για ντουφέκι δε με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι,
αρχηγό μου έχω τον Άρη
το λεβεντοπαλικάρι.

Συντροφιά μ’ αυτόν νικάμε,
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μαζί του κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φασίστες σαν με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι
κι αυτοί όπου φύγει-φύγει.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ