Αρχική » Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας: Παρελθόν, παρόν και μέλλον της εκεί ελληνικής μειονότητας

Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας: Παρελθόν, παρόν και μέλλον της εκεί ελληνικής μειονότητας

από Άρδην - Ρήξη

του Δημ. Α. Γαρούφα, από το Άρδην τ. 84, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2011

Σ την Ελλάδα, το δημοτικό τραγούδι σε κάθε εποχή ήταν και ένα μέσο απομνημόνευσης γεγονότων και διατήρησης της μνήμης για πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή τους και ξεπερνούσαν την καθημερινότητα. Γι’ αυτό ο ανώνυμος λαός, που ήταν ο ποιητής, μέσα στο τραγούδι συμπεριλάμβανε γεγονότα και καταστάσεις που συγκίνησαν και φυσικά γεγονότα συγκεκριμένου τόπου, σε συγκεκριμένο χρόνο, που συγκίνησαν τους ανθρώπους αυτής της περιοχής.

Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο το κλειδί για την αναζήτηση του κοινού τόπου καταγωγής των Σαρακατσάνων. Γιατί οι Σαρακατσάνοι, όπου κι αν βρίσκονται στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία ή τα Σκόπια, έχουν κοινή παράδοση καταγωγής, τραγούδια που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα και πρόσωπα των Αγράφων της εποχής λίγο πριν την Επανάσταση του 1821. Έτσι, μιλούν όλα τα τραγούδια για τον Κατσαντώνη, που μαρτύρησε το 1807, και για άλλους κλεφταρματολούς αυτής της εποχής, γεγονός που δείχνει ότι τότε ζούσαν όλοι μαζί, τότε δημιουργήθηκαν τα συγκεκριμένα τραγούδια γι’ αυτά τα πρόσωπα που τους εξέφραζαν, διαμορφώθηκε η κοινή παράδοση και στη συνέχεια σκόρπισαν, μεταφέροντας όπου κι αν πήγαν τα τραγούδια και την παράδοση όπως είχε διαμορφωθεί στη συγκεκριμένη περιοχή των Αγράφων, όσο ζούσαν όλοι μαζί.

Γι’ αυτό τραγουδούν με τα ίδια τραγούδια τον Κατσαντώνη σήμερα οι Σαρακατσάνοι στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και τα Σκόπια, ενώ, αν π.χ. υπήρχαν τότε Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία, λογικό θα ήταν να μην έχουν τραγούδια για τον Κατσαντώνη, αλλά τραγούδια για πρόσωπα ή γεγονότα της περιοχής όπου ζούσαν. Ενδεικτικά αναφέρω ότι, στους Σαρακατσάνους της Μακεδονίας, υπάρχουν πάμπολλα τραγούδια για τον Κώστα Γαρέφη, τον Παύλο Μελά κι άλλους Μακεδονομάχους Έλληνες, που είναι άγνωστα στους Σαρακατσάνους άλλων περιοχών, κι αυτό γιατί αυτά τα τραγούδια αναφέρονται σε γεγονότα των αρχών του 20ού αιώνα που συγκίνησαν τους Σαρακατσάνους που ζούσαν στη Μακεδονία κι αυτοί τα τραγούδησαν, αλλά, φυσικά, τα αγνοούσαν οι Σαρακατσάνοι που ζούσαν σε άλλες περιοχές.

Στο μοναστήρι της Παναγίας Παλιοκαριάς, στην περιοχή Δεσκάτης, κοντά στον Όλυμπο, υπάρχει μια θύμηση γραμμένη από καλόγερους σε κώδικα του μοναστηριού: «Εν έτει 1807 εστράτευσε ο Ρώσος, ήγουν ο Μόσκοβος και επήρε την Βλαχίαν… εις αυτό τον καιρό εβγήκε και άλλος ένας καπετάνιος εις τα Άγραφα ονομαζόμενος Κατσαντώνης με 500 νομάτους και εχαλάστηκαν όλα τα χωρία των Αγράφων έως το Μέτσοβο. Και εις το αυτό έτος εχάθη ο καπετάνιος… τον έπιασαν ζωντανό ότι ήτο άρρωστος από ευλογιά» (βλ. Δ. Σταμέλλου, O Κατσαντώνης, η αποθέωση της παλικαριάς, εκδ. Εστίας, ανατύπωση 1988).

Από αυτό τον χαλασμό προήλθαν οι Σαρακατσάνοι κι από αυτό τον χαλασμό σκόρπισαν από τα Άγραφα σε όλα τα Βαλκάνια, γιατί, όπως αναφέρει και η θύμηση στον κώδικα του μοναστηριού, ο Αλή Πασάς κατέστρεψε και σκόρπισε όλα τα χωριά των Αγράφων για να εξαφανίσει την Κλεφτουριά κι έτσι, κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά, οι Σαρακατσάνοι σκόρπισαν σε όλα τα Βαλκάνια γιατί ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν σύνορα και μπορούσαν να φτάσουν μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και τον Αίμο.

Στις περιοχές όπου πήγαν, μετέφεραν τα ίδια τραγούδια για τον Κατσαντώνη και τους Κλεφταρματολούς των Αγράφων και είχαν την ίδια παράδοση. Το γλωσσικό τους ιδίωμα, που ήταν το ιδίωμα της ορεινής Ελλάδας, είχε πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, ενώ στην παράδοσή τους είχαν ατόφια στοιχεία της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Σκόρπισαν σε περιοχές όπου υπήρχαν πληθυσμοί διαφορετικοί και, για να κρατήσουν την αυτονομία τους, κράτησαν την ενδογαμία, ενώ διατήρησαν ζωντανούς θεσμούς όπως τα «εσναφικά δικαστήρια», που αποδείκνυαν τις αρχαιοελληνικές ρίζες της παράδοσης. Ο θεσμός των «εσναφικών δικαστηρίων» στηρίζεται στην πανάρχαια γενική ρήτρα της ελληνικής δικαιικής παράδοσης της διαιτησίας και το αξιοσημείωτο είναι ότι την απόφαση του δικαστηρίου την έκαναν τραγούδι, και για να μένει στη μνήμη και την ιστορία το γεγονός, αλλά και για να λειτουργεί ως νομολογία για τις επόμενες γενιές.

Στη ζωή τους, όπου κι αν πήγαν, όπου κι αν ζούσαν, χρησιμοποιούσαν πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, ίδιες από την εποχή του Ομήρου, και ζούσαν με αίσθηση αυτονομίας στα Βαλκάνια, με συνείδηση της ελληνικής καταγωγής, εργατικοί, περήφανοι και με πίστη στις δυνατότητες του ατόμου, αλλά παράλληλα ανέπτυξαν τα τσελιγκάτα ως θεσμό-πρότυπο, που ήταν και συνεταιρισμός, αλλά ταυτόχρονα και οργανωμένη κοινότητα, με κανόνες οργάνωσης και με πρόνοια για τους αδύνατους. Μόνο έτσι μπόρεσαν να επιζήσουν σε περιοχές με διαφορετικούς πληθυσμούς, μέσα σε πολέμους και κρίσεις, μεταφέροντας από βουνό σε βουνό την αρχαιοελληνική παράδοση.

Στην Ελλάδα πρωτοχρησιμοποιήθηκε γραπτά η ονομασία Σαρακατσάνος λίγο πριν το 1850, σε αναφορά κάποιου αξιωματούχου της χωροφυλακής για το φαινόμενο της ληστείας. Η ονομασία αυτή χρησιμοποιούνταν παράλληλα με την ονομασία «γραικόβλαχοι», «βλαχοποιμένες» κ.λπ., γιατί συνήθιζαν να αποκαλούν βλάχους σχεδόν όλους τους νομάδες κτηνοτρόφους. Η ονομασία Σαρακατσάνοι (κατά την παράδοση, οι Τούρκοι έδωσαν την ονομασία «Καρά-Κατσάν», δηλαδή μαύροι-φυγάδες, γιατί ήταν ανυπότακτοι που φορούσαν μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και από παραφθορά βγήκε η λέξη Σαρακατσάνος) καθιερώθηκε ολοκληρωτικά την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα.

Τα ελληνικά αντάρτικα σώματα στη Μακεδονία μπόρεσαν να επικρατήσουν γιατί είχαν καταφύγιο τα σαρακατσάνικα τσελιγκάτα τα οποία τους συντηρούσαν και αυτοί οι Έλληνες οπλαρχηγοί, στα απομνημονεύματά τους, μιλούν για Σαρακατσάνους πλέον και όλες οι αναφορές είναι ύμνοι για τη σαρακατσάνικη λεβεντιά, για τις ωραίες παραδόσεις και τον πατριωτισμό τους. Αυτή την εποχή πλέον καθιερώνεται επίσημα η διάκριση από τους βλαχόφωνους Βλάχους και υμνείται ως καθαρά ελληνική η φυλή των Σαρακατσάνων, ενώ την ίδια εποχή διαπρέπουν στην ελληνική Μακεδονία και Σαρακατσάνοι οπλαρχηγοί όπως ο Γιάννης Ζαρογιάννης ή Καπετάν Νάνος στην Κατερίνη, που λίγο πριν το 1912 απήγαγε όλους τους Τούρκους αξιωματούχους της πόλης, γιατί είχαν αποφασίσει εκτόπιση των Σαρακατσάνων βορειότερα, και μάλιστα μπήκε μαζί με τον ελληνικό στρατό απελευθερωτής στην Κατερίνη και στη Θεσσαλονίκη.

Γι’ αυτή την περίοδο, δυστυχώς, ίσως επειδή είναι σχετικά νωπά τα γεγονότα, δεν έγινε συγκέντρωση των στοιχείων από τα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών, ώστε να βγει ένα βιβλίο που θα δίνει πλήρη εικόνα των ελληνικών τσελιγκάτων στη Μακεδονία, της προσφοράς τους, αλλά και του τρόπου ζωής των Σαρακατσάνων.

Μετά τους βαλκανικούς πολέμους του 1912, όπου Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία συμμάχησαν κι έδιωξαν τους Τούρκους από τα Βαλκάνια, διαμοιράσθηκαν τα βαλκανικά εδάφη της μέχρι τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε μερικά χρόνια διαμορφώθηκαν τα σύνορα των νέων βαλκανικών κρατών. Εκείνη την εποχή, κάποιοι Σαρακατσάνοι έφυγαν από Σκόπια και Βουλγαρία για να μπουν μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους, που συμπεριλάμβανε πλέον τη νότια Θράκη, της οποίας μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν τα παράλια για χειμαδιά οι Σαρακατσάνοι. Τότε ήταν που έφυγε από Βουλγαρία για Ελλάδα ο μεγαλύτερος τσέλιγκας των Βαλκανίων, ο Βασίλης Τσιλιγκίρης, ο άνθρωπος που δημιούργησε το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κάρλοβο Βουλγαρίας, που έκανε δώρο στην πόλη Καζανλίκ, το 1904, το μνημείο των λεόντων, που διατηρούσε εμπορικό γραφείο στον Πύργο και έκανε εξαγωγές στη Νέα Υόρκη… Ήταν ο τσέλιγκας που, ερχόμενος στην Ελλάδα, οργάνωσε επιτροπή Σαρακατσάνων τσελιγκάδων, οι οποίοι επισκέφθηκαν τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για τα θέματα των κτηνοτρόφων και πέθανε το 1937, στη Μικρομηλιά Δράμας… Είχε έξι κόρες και σε σπίτι εγγονού του ευτύχησα να δω το βιβλίο λογαριασμών του τσελιγκάτου του στην Ελλάδα και κάποιες επιστολές που του είχαν στείλει Σαρακατσάνοι από τη Βουλγαρία. Την ίδια εποχή έφυγαν και οι πρόγονοί μου, που το καλοκαίρι ανέβαιναν στα βουνά της Ρίλας και τον χειμώνα ξεχείμαζαν στη Ραιδεστό, στα παράλια της Ανατολικής Θράκης, και θυμάμαι ακόμα σαν παραμύθι όσα μου έλεγε ο παππούς μου για το πώς φτάνανε με τα κοπάδια μέχρι έξω από την Κωνσταντινούπολη.

Στα νέα βαλκανικά κράτη, στη μεν Ελλάδα, οι Σαρακατσάνοι γρήγορα σχετικά αποκαταστάθηκαν, με την έννοια ότι τους δόθηκαν αγροτικές εκτάσεις κι άρχισαν να γίνονται γεωργοί, ενώ τα παιδιά άρχισαν να σπουδάζουν και να διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής (σημαντικοί Έλληνες πολιτικοί, αλλά και πανεπιστημιακοί, έχουν σαρακατσάνικη καταγωγή) και να εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα. Χαρακτηριστικό της μαζικής παρουσίας σε όλους τους τομείς είναι ότι, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, σήμερα, ζουν πάνω από 20.000 Σαρακατσάνοι κι ενδεικτικά αναφέρω ότι, το 2005, από τους 5.600 δικηγόρους της Θεσσαλονίκης, οι 135 ήταν σαρακατσάνικης καταγωγής… ενώ υπάρχουν ακόμα και ηθοποιοί με σαρακατσάνικη καταγωγή στο ΚΘΒΕ.

Στη Βουλγαρία αντίθετα και τα Σκόπια, οι Σαρακατσάνοι συνέχισαν τη νομαδική ζωή μέχρι το 1947 στα Σκόπια και μέχρι το 1958 στη Βουλγαρία, οπότε δημεύτηκαν τα πρόβατα υπέρ του κομμουνιστικού κράτους και οι Σαρακατσάνοι υποχρεώθηκαν σε αλλαγή ονομάτων και επιθέτων… με στόχο τη βίαιη προσαρμογή. Στα Σκόπια, μετά το 1944, υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν βόρεια, για να μην είναι κοντά στα ελληνικά σύνορα, και, μετά από μερικά χρόνια, εξωθήθηκαν σε έξοδο στην Ελλάδα κι έτσι, την περίοδο 1955-1968, ήρθαν στο Ν. Κορδελιό Θεσσαλονίκης περίπου 3.500 Σαρακατσάνοι, ενώ στα Σκόπια έχουν μείνει περίπου 500 άτομα, που πριν μερικά χρόνια ίδρυσαν τον σύλλογο «Χελιδόνι»…

Στη Βουλγαρία, το 1958, υπήρξε αναγκαστική εγκατάσταση σε είκοσι περίπου βουλγαρικές πόλεις, αλλαγή ονομάτων και επιθέτων και βίαιη προσαρμογή. Ήταν η εποχή που το κομμουνιστικό καθεστώς ήθελε ομογενοποίηση των πληθυσμών στη Βουλγαρία κι έτσι οι Σαρακατσάνοι έζησαν αποκομμένοι μέχρι το 1990. Θυμάμαι πως ήμουν φοιτητής όταν πρωτοείδα Σαρακατσάνους από τη Βουλγαρία, που ήρθαν να δουν συγγενείς τους στο χωριό μου, και πως το 1979 ήρθαμε ως σύλλογος Σαρακατσάνων Σερρών για παραστάσεις στη Βουλγαρία. Το βουλγαρικό υπουργείο Πολιτισμού μας φιλοξένησε μία εβδομάδα, δώσαμε παραστάσεις σε μεγάλες θεατρικές αίθουσες στη Σόφια, Πύργο, Βάρνα και Φιλιππούπολη, αλλά μας απαγόρευσαν να επισκεφθούμε τη Σλίβεν, το Κάρλοβο ή άλλες πόλεις όπου ζούσαν Σαρακατσάνοι…
Μετά το 1990, δημιουργήθηκε η Πανβουλγαρική Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Σαρακατσάνων, που τώρα γιορτάζει τα είκοσι χρόνια της. Θυμάμαι τους πρωτεργάτες αυτής της κίνησης, που τους συνάντησα στο ξεκίνημα, τον Δεκέμβριο του 1990, εδώ στη Σλίβεν, τη Ρετσίτσα και το Γκουλιάμο Τσότσοβο, όταν προσφέραμε και τη μικρή μας βοήθεια. Υπήρχε φόβος στην αρχή, που ξεπεράστηκε γρήγορα, γιατί η Βουλγαρία έμπαινε σε πορεία δημοκρατικών αλλαγών με στόχο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που το πέτυχε το 2007 κι έτσι δόθηκαν ελευθερίες και στους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας.
Στα είκοσι χρόνια που πέρασαν, η Πανβουλγαρική Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων πέτυχε πολλά. Κατάφερε να οργανώσει τους είκοσι συλλόγους σε αντίστοιχες βουλγαρικές πόλεις, να απογράψει όλους τους Σαρακατσάνους στη Βουλγαρία με πλήρη στοιχεία και να δημιουργήσει, με δωρεά του επιχειρηματία Πρόδρομου Εμφιετζόγλου, στο κέντρο της Σλίβεν, το πολιτιστικό κέντρο για τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας. Κατάφερε ακόμη να αποζημιωθούν, έστω και συμβολικά, οι Σαρακατσάνοι, για τα εκατοντάδες χιλιάδες πρόβατα που είχε δημεύσει αναποζημίωτα το κομμουνιστικό βουλγαρικό καθεστώς το 1958, δημιούργησε τμήματα διδασκαλίας ελληνικής γλώσσας σε κάποιες πόλεις και διοργανώνει κάθε χρόνο αντάμωμα των Σαρακατσάνων Βουλγαρίας στην «Καραντίλλα», δίπλα στη Σλίβεν.

Σημαντικό είναι επίσης το ότι κατάφερε να μην υπάρχουν τριβές στις σχέσεις Βουλγαρίας-Ελλάδας για το θέμα των Σαρακατσάνων που ζουν στη Βουλγαρία, πετυχαίνοντας ουσιαστικά μόνη της να αναγνωριστούν οι Σαρακατσάνοι ως μια ελληνική μειονότητα στη Βουλγαρία. Πέτυχε να λειτουργεί ως μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στην προγονική πατρίδα Ελλάδα και τη Βουλγαρία, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα να παραμείνει στη μέση της Βουλγαρίας, στο βόρειο σύνορο της παλιάς Ανατολικής Ρωμυλίας, με επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση στις τοπικές κοινωνίες, που θεωρούν προνόμιο την ύπαρξή της στις πόλεις τους..

Το 1991 ξεκίνησε η προσπάθεια, πολλά παιδιά Σαρακατσάνων από Βουλγαρία, να σπουδάζουν στην Ελλάδα και να επανέρχονται στη Βουλγαρία, όπου με τη γνώση της ελληνικής υπάρχουν δυνατότητες καλής επαγγελματικής εξέλιξης και χαίρομαι γιατί κι ο σημερινός πρόεδρος της Πανβουλγαρικής Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσάνων είναι ένα από αυτά τα παιδιά… Το πρόγραμμα συνεχίστηκε για δέκα χρόνια με άριστα αποτελέσματα και είναι λάθος η διακοπή του. Είναι επίσης λάθος το ότι δεν έγινε χρήση σε ευρεία έκταση της δυνατότητας που δίνει η βουλγαρική νομοθεσία για διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης γλώσσας στα σχολεία όλων των πόλεων όπου ζουν Σαρακατσάνοι, γεγονός που θα έδινε τη δυνατότητα ευρύτερης διάδοσης της ελληνικής γλώσσας, γιατί και πολλά παιδιά Βουλγάρων θα ήθελαν να διδαχθούν ελληνικά. Έγιναν πολλά βήματα προόδου σε αυτά τα είκοσι χρόνια, αλλά υπάρχουν και παραλείψεις, που για την ιστορία τις επισημαίνω, ενώ δεν αξιοποιήθηκαν όλες οι δυνατότητες που δίνονται στις μειονότητες από τη βουλγαρική νομοθεσία.

Έγιναν λάθη κι από ελληνικής πλευράς, που θα μπορούσε να δίνει υποτροφίες για σπουδές σε ελληνικά πανεπιστήμια, να στηρίζει και να προβάλλει καλύτερα την ελληνική μειονότητα των Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία. Οι ελλαδικοί πολιτιστικοί σύλλογοι Σαρακατσάνων από άγνοια διέπραξαν κάποια λάθη στην αντιμετώπιση του θέματος, ενώ και το Μουσείο των Σαρακατσάνων, το εκθεματικό υλικό του οποίου σε σημαντικό βαθμό προέρχεται από τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας, λειτουργεί μεν πολύ επιτυχώς ως κιβωτός διάσωσης της παράδοσης, αλλά, για οικονομικούς λόγους, δεν λειτουργεί ως κέντρο επιστημονικής έρευνας για τους Σαρακατσάνους.

Τα αναφέρω όλα αυτά για να τονίσω ότι πρέπει να κάνουμε αυτοκριτική για να μπορούμε να διαμορφώσουμε ένα καλύτερο αύριο.
Σήμερα, οι Σαρακατσάνοι, με συνείδηση της αρχαιοελληνικής καταγωγής και με τον δυναμισμό της ορεσίβιας φυλής, διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής και στην Ελλάδα, αλλά και στη Βουλγαρία, όπου διαπρέπουν ιδιαίτερα στο εμπόριο.
Διανύουμε μια μεταβατική εποχή. Είναι η εποχή που θα κριθεί αν οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας θα μείνουν στην ιστορία σαν ένα ιστορικά αξιοπερίεργο φαινόμενο, που τελείωσε η αποστολή του, ή θα υπάρχει προοπτική. Είναι βέβαιο ότι η φυλετική καθαρότητα των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας, που υπήρχε για αιώνες, λόγω ενδογαμίας, δεν θα συνεχίσει να υπάρχει, γιατί σήμερα γίνονται μεικτοί γάμοι και θα γίνονται περισσότεροι αύριο. Επομένως, πρέπει, στους σχεδιασμούς μας, να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τη σύγχρονη πραγματικότητα και να προβάλλουμε τα στοιχεία που δημιουργούν προοπτική, αγγίζουν τη νεολαία και δίνουν λύσεις σε προβλήματα και γι’ αυτό ακόμη οι είκοσι σύλλογοι Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας πρέπει, πέρα από τις εκδηλώσεις προβολής της παράδοσης, να λειτουργούν σαν πολιτιστικά κέντρα, να έχουν πολυχώρους πολιτισμού, και με χρήση ευρωπαϊκών προγραμμάτων να λειτουργούν ως ευρωπαϊκοί κόμβοι στην καρδιά των Βαλκανίων.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι πρέπει να μελετηθεί με επιστημονικά κριτήρια η ιστορία και παράδοση των Σαρακατσάνων, να αξιολογηθεί και προβληθεί. Να καταγραφεί η ιστορική προσφορά των Σαρακατσάνων σε όλους τους αγώνες του ελληνισμού και να μελετηθούν τα επιμέρους στοιχεία της παράδοσής τους. Ο θεσμός π.χ. των «εσναφικών δικαστηρίων» και της διαιτησίας στα τσελιγκάτα είναι μοναδικός, στηρίζεται στην αρχαιοελληνική αρχή της διαιτησίας και εξέλιξη αυτής της αρχής είναι τα «κέντρα διαμεσολάβησης και διαιτησίας», που προωθεί με οδηγία σήμερα η Ε.Ε. σε όλες τις χώρες, ως εναλλακτική μέθοδο επίλυσης των διαφορών για να υπάρχει ταχεία απονομή δικαιοσύνης. Πρέπει ακόμη π.χ. να μελετηθούν και να προβληθούν ο τρόπος που οργανώθηκαν και διοικήθηκαν τα τσελιγκάτα ως πρότυποι συνεταιρισμοί, αλλά και κοινότητες, τα βότανα που χρησιμοποιούσαν, η παραδοσιακή υφαντική και μαγειρική και κυρίως τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα των Σαρακατσάνων. Πρέπει κι από κοινωνιολογική πλευρά να μελετηθεί, πώς άνθρωποι που πίστευαν στο άτομο και στις δυνατότητές του, κατάφερναν να βρουν το όριο αρμονικής συνύπαρξης στο πλαίσιο οργανωμένης κοινότητας ζωής όπως ήταν τα τσελιγκάτα.

Η μεγαλύτερη προσφορά των Σαρακατσάνων είναι το ότι, με τον τρόπο ζωής τους, κράτησαν ζωντανά και αναλλοίωτα μέχρι σήμερα πολλά στοιχεία της αρχαιοελληνικής παράδοσης και αρχαιοελληνικές λέξεις σε καθημερινή χρήση και σαν «μεταλαβιά» τα προσφέρουν σήμερα, αποδεικνύοντας τη συνέχεια του ελληνισμού ανά τους αιώνες, για να αποτελούν τη βάση στο οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επισημαίνω επίσης τη διαχρονική αξία των επιμέρους στοιχείων της παράδοσης των Σαρακατσάνων: Η πίστη στο άτομο, αλλά και η δημιουργία οργανωμένων κοινοτήτων που επιτρέπουν τη δημιουργική ανέλιξή του, η εργατικότητα και δημιουργικότητα, αλλά ταυτόχρονα η αταλάντευτη εμμονή σε αρχές και ιδέες είναι στοιχεία του χαρακτήρα των Σαρακατσάνων, που έχουν διαχρονική αξία και οικουμενικό χαρακτήρα. Επαναλαμβάνω ότι ο τρόπος επίλυσης των διαφορών μέσω της διαιτησίας και των «εσναφικών δικαστηρίων» ήδη αναγνωρίζεται κι από την Ε.Ε. με οδηγία, ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών, με στόχο την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, ενώ η ήρεμη αντιμετώπιση του χρόνου, η συντροφικότητα, η πρόνοια για τους αδύνατους, η αξιοκρατική διάρθρωση της κοινωνίας τους, συνιστούν θέσεις ζωής που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα για τον σημερινό άνθρωπο, που κατατρύχεται από έλλειψη προτύπων. Με λίγα λόγια, από τη μελέτη της ζωής και του χαρακτήρα των Σαρακατσάνων μπορούν να υπάρξουν απαντήσεις σε πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος… και είναι αυτά τα στοιχεία που σίγουρα πρέπει να κρατήσουμε και σαν προζύμι να τα δώσουμε σε επόμενες γενιές.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχηθώ στην Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων Βουλγαρίας, που συμπλήρωσε είκοσι χρόνια ζωής, να τα εκατοστήσει, να συνεχίσει να λειτουργεί ως γέφυρα φιλίας ανάμεσα στην προγονική πατρίδα Ελλάδα και τη Βουλγαρία, προβάλλοντας πάντα με τη δράση της τις αρχές του οικουμενικού Ελληνισμού.

* Ο Δημήτρης Γαρούφας είναι δικηγόρος και συγγραφέας πέντε βιβλίων, ένα από τα οποία, με τίτλο Οι Σαρακατσάνοι ομογενείς μας στη Βουλγαρία και την περιοχή Σκοπίων, εκδ. 1992, αναφέρεται στην ιστορία, ζωή και προοπτικές των Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας. Διετέλεσε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, την περίοδο 2005-2008, και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, την περίοδο 2007-2010. Το κείμενο αποτελεί εισήγησή του σε ημερίδα που διοργάνωσε, στις 13-11-2010, στην πόλη Σλίβεν της Βουλγαρίας, η Ομοσπονδία Πολιτιστικών και Εκπαιδευτικών Συλλόγων Σαρακατσάνων Βουλγαρίας, με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι ετών από την ίδρυσή της.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ