Από το Άρδην τ. 82
Μιχάλης Κ. Σκουλιός, Τα ξύλινα καράβια της Κάσου: Σύγχρονη συνοπτική μελέτη για την ιστιοφόρο ναυτιλία της Κάσου από την αρχαιότητα ως το τέλος του 19ου αιώνα
Η Κάσος, λίγο πριν την επανάσταση του ’21, ξεπερνούσε πιθανώς και το Γαλαξείδι, με 83 μεγάλα πλοία (εκ των οποίων 22 τρικάταρτα «πολεμικά») και πληθυσμό που κάποιοι τον ανεβάζουν στις 12.000 άτομα! Το 1779, όταν την επισκέφθηκε ο Γάλλος περιηγητής Σαβαρύ, η Αγία Μαρίνα διέθετε ήδη εκατό πετρόκτιστα σπίτια, ενώ είχε ήδη αρχίσει να αναπτύσσεται η ναυτική της δραστηριότητα, και ο Σαβαρύ την περιγράφει σαν «μια μικρή ναυτική πολιτεία, που συντηρείται από τη ναυτιλία και το εμπόριο, ιδιαίτερα με τη Συρία». Υπήρχαν μεγάλοι ταρσανάδες, όπου εναυπηγούντο καΐκια και μεγάλα ιστιοφόρα πλοία, ενώ, κατά την καταστροφή της νήσου από τους Τούρκους, το 1824, καταστράφηκαν δέκα σκάφη πάνω στους ταρσανάδες! Στο νησί υπήρχε ένας μόνο Τούρκος αξιωματούχος, τη δε διοίκηση ασκούσε η δημογεροντία.
Θα μπορούσαμε ίσως να οδηγηθούμε σε μια παράδοξη τυπολογία: Όσο πιο απομονωμένα και αφιλόξενα ήταν τα νησιά ή οι σκάλες –όπως το Γαλαξείδι ή το Τρίκερι– όσο πιο δύσκολη η κατοίκηση των Τούρκων, κάποτε ακόμα και η πρόσβαση των ταξειδιωτών –η Κάσος και τα Ψαρά ήταν αλίμενα νησιά– τόσο πιο εύκολη και ταχύτερη η ανάπτυξη της ναυτικής δραστηριότητας. Πρόκειται για πλήρη αναστροφή των υποτιθέμενων «οικονομικών νόμων», που χωροθετούν την ανάπτυξή της ναυτιλίας σε μεγάλα πληθυσμιακά και εμπορικά κέντρα – όπως η Βενετία, η Γένουα, το Λίβερπουλ, και σε διασύνδεση με τις λοιπές οικονομικές δραστηριότητες. Εδώ επρόκειτο για μια σχεδόν αποκλειστική ναυτική «μονοκαλλιέργεια». Αυτή η παράδοξη αντιστροφή –συνέπεια της τουρκικής παρουσίας στα ευφορότερα και προσβασιμότερα μέρη– εξηγεί, εν πολλοίς, και όλα όσα ακολούθησαν, όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος: Η ναυτική δραστηριότητα δεν συνδεόταν με κάποια «οργανική» ανάπτυξη των ανταλλαγών του ελληνικού χώρου, ή των ίδιων των πόλεων και των νησιών, όπου ήταν εγκατεστημένες οι ναυτικές δραστηριότητες, αλλά εξαρτιόταν σε μεγάλο ποσοστό και από τη διεθνή συγκυρία. Έτσι οι Έλληνες θα συνεχίσουν να είναι ναυτικοί και ο ελληνικός εφοπλισμός θα γιγαντωθεί, χωρίς όμως να λειτουργεί για τη μεταφορά και τις ανταλλαγές ελληνικών προϊόντων, παρά μόνο σε ένα μικρό ποσοστό της δραστηριότητάς τους.
Πάντως επρόκειτο για ένα εκπληκτικό επίτευγμα, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην Επανάσταση που ακολούθησε. Η ελληνική ναυτοσύνη στήθηκε κυριολεκτικά πάνω «στη μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι». Και ίσως τίποτε δεν αποδίδει καλύτερα την πραγματικότητα από τις διαπιστώσεις του Γάλλου Σαβαρύ στα τέλη του 18ου αι. όταν επισκέφτηκε την Κάσο.
«Η νήσος Κάσος βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά οι Τούρκοι δεν τολμούν να την κατοικήσουν γιατί δεν έχει καθόλου φρούρια. Φοβούνται πως θα τους απαγάγουν οι Μαλτέζοι κουρσάροι, συμφορά που τους βρήκε στην Αντίπαρο ή και σε άλλους ανοχύρωτους τόπους. Αυτός ο φόβος είναι που δημιουργεί την ευτυχία των κατοίκων. Σε αυτόν οφείλουν την ησυχία, την άνεση και την ελευθερία την οποία απολαμβάνουν.
Παντού συνάντησα εργατικότητα, παραγωγή και καθαριότητα. ρώτησα κάποιες γυναίκες γιατί συναντά κανείς τόσους λίγους άνδρες στο νησί (είχα συναντήσει μόλις πέντε ή έξι) και μου απάντησαν πως στη διάρκεια της άνοιξης, του καλοκαιριού και ένα μέρος του φθινοπώρου, οι Κασιώτες ταξίδευαν. Εμπορεύονται, μου είπαν, στο Αρχιπέλαγος και επιστρέφουν κάθε τόσο για να φέρουν τις προμήθειες που χρειάζεται η οικογένεια τους, αλλά περνούν μαζί τους μόνο τον χειμώνα. Σπέρνουν τον Νοέμβριο, μαζεύουν τη σοδειά τον Μάρτιο και αμέσως μετά ξαναφεύγουν στη θάλασσα.
Οι δυτικοί άνεμοι μας κράτησαν οκτώ ολόκληρες μέρες στον όρμο της Κάσου και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτή την εμμονή. Έχω διατρέξει χώρες όπου μια απλόχερη Φύση προσφέρει όλων των ειδών τους θησαυρούς, ενώ έχω δει άλλες όπου οι τύρανοι δεν την αφήνουν να προφέρει τις ευεργεσίες της. τέλος παντού συνάντησα λαούς δυστυχισμένους, όχι γιατί έφταιγαν αλλά εξ αιτίας των καταχρήσεων των κυβερνήσεων που τους εξουσιάζουν. Και ανάμεσα στους σκλάβους που λυγίζουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, συνάντησα και έναν βράχο με δώδεκα χιλιόμετρα περίμετρο, όπου κανένας Τούρκος δεν τολμάει να αποβιβαστεί και όπου ζει ένας ευτυχισμένος πληθυσμός» .
***
Το βιβλίο αυτό, καλύπτει ολόκληρη την ιστιοφόρο ναυτιλία, δηλαδή τη ναυτιλία που επέζησε χάρη στην ξυλοναυπηγική τέχνη και παράδοση, από τα πανάρχαια χρόνια ως το τέλος του 19ου αιώνα, και περιέχει ένα πλήθος τεχνικών λεπτομερειών, ιστορικών στοιχείων, ναυτικής ορολογίας, αλλά και εθνικών οραμάτων της υπόδουλης στους Τούρκους Κάσου, όπως αυτά εκφράζονται στην ποίηση που διασώθηκε.
Ο συγγραφέας Μιχάλης Κ. Σκουλιός γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα σε Αλεξάνδρεια, Πορτ Σάϊδ, Κάσο και Πειραιά. Το 1958, εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του στην Κάσο όπου, από πολύ νωρίς, μαθητής ακόμη, ασχολείται με τη μουσική τέχνη και έρευνα. Εργαζόμενος ως ασυρματιστής σε ελληνικά ποντοπόρα πλοία ταξίδεψε περίπου για δέκα χρόνια γνωρίζοντας πολλά λιμάνια και πόλεις της γης.
Άλλα έργα του:
«Οι πρώτοι Κασιώτες στην Αίγυπτο». Αθήνα 1997.
«Κασίων Μούσα» – Η Μουσική Τέχνη και Ποίηση στην παραδοσιακή Κάσο. Εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 1998.
«Κάσος, μουσική της», το λήμμα στο τρίτομο «Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής» του Τάκη Καλογερόπουλου. Γιαλλελής, Αθήνα 1998.
«Ο Ελληνισμός στις παρίσθμιες πόλεις της Αιγύπτου», στο Λεύκωμα κατάλογος Έκθεσης: «Οι Έλληνες της Αιγύπτου». Έκδοση: Δήμου Αθηναίων Αθήνα 2000.
«Οι ανεμόμυλοι και τα αλεττουργειά της Κάσου», Υπουργείο Πολιτισμού & Δήμος Κάσου, Αθήνα 2001.
«Κασιώτες στην Αμερική και τον Καναδά 1899-2004», Δήμος Κασίων, Αθήνα 2007.
Είναι Αρχισυντάκτης του τριμηνιαίου περιοδικού του Συλλόγου των Εν Ελλάδι Κασίων, «Ο Κασιώτικος Παλμός», που εκδίδεται στην Αθήνα.
Γιώργος Καραμπελιάς